Στέφανος Νάσος: Αν “βομβαρδίζεσαι” από μουσική δεν μπορείς να επιλέξεις εύκολα
Διαβάζεται σε 7'Ο διακεκριμένος πιανίστας Στέφανος Νάσος επιστρέφει την ερχομένη Παρασκευή (6/12) στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών για να ερμηνεύσει ένα από τα πιο ιδιαίτερα Κοντσέρτο για πιάνο του Τζον Άνταμς και μιλά στο NEWS 24/7 για τις πεποιθήσεις που συνοδεύουν τη συμφωνική μουσική στην Ελλάδα
- 01 Δεκεμβρίου 2024 07:50
Σε βάθος γνώστης του σύγχρονου ρεπερτορίου – και όχι μόνο – ο καταξιωμένος πιανίστας και καθηγητής Στέφανος Νάσος, έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες α’ εκτελέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Το βιογραφικό του δεν μπορεί να εξαντληθεί σε λίγες λέξεις, από σταθμούς ωστόσο της πορείας του αξίζει να αναφέρουμε ότι ηχογράφησε το 2ο Κοντσέρτο του Prokofiev με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΑ και τρεις ψηφιακούς δίσκους με μουσική δωματίου του Henri Vieuxtemps και του Γιώργου Σισιλιάνου και τα έργα για πιάνο του Αιμίλιου Ριάδη. Έχει εμφανιστεί με όλες τις ελληνικές ορχήστρες, ενώ έχει λάβει τον τίτλο του Διδάκτορα της μουσικής από την Ακαδημία Sibelius του Ελσίνκι το 2006.
Την ερχόμενη Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου, επιστρέφει ως σολίστ στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ερμηνεύοντας το Κοντσέρτο για πιάνο “Must the Devil Have All the Good Tunes?” του Τζον Άνταμς.
Λίγο πριν την πανελλήνια πρεμιέρα, μιλά στο NEWS 24/7 για τον Τζον Άνταμς, τις πεποιθήσεις που συνοδεύουν τη συμφωνική μουσική στην Ελλάδα, αλλά και τις «ανεξάντλητες» δυνατότητες του πιάνου.
Επιστρέφετε στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με άλλη μια α’ εκτέλεση, καθώς το 2008 είχατε παρουσιάσει σε α’ πανευρωπαϊκή εκτέλεση το έργο Man of Sorrows του George Tsontakis. Αυτή τη φορά ερμηνεύετε για πρώτη φορά το Κοντσέρτο για πιάνο Must the Devil Have All the Good Tunes? του Τζον Άνταμς. Πόσο διαφορετική είναι η προσέγγιση για τον σολίστα όταν ο συνθέτης είναι σύγχρονος;
«Κατ’ αρχάς υπάρχει η πιθανότητα προσέγγισης του συνθέτη για οποιαδήποτε απορία μπορεί να έχει κάποιος. Αυτό παρέχει μια σειρά δυνατοτήτων που δεν υπάρχει με τους παλαιότερους συνθέτες. Κατά δεύτερον, επαφίεται κανείς -σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο «ρεπερτόριο»- στην παρτιτούρα: οφείλει δηλαδή, κάθε μουσικός να τη σεβαστεί, ακολουθήσει και μελετήσει, ασχέτως του τύπου έργου το οποίο καλείται να ερμηνεύσει. Τέλος, δεν υπάρχει η ερμηνευτική παράδοση, που μπορεί να είναι μεν, χρήσιμη, από την άλλη όμως, είναι ενίοτε και δεσμευτική τόσο ερμηνευτικά όσο και τεχνικά.»
Πώς βρίσκετε τη δική σας φωνή μέσα σε έργα που μελετάτε για πρώτη φορά; Συμβουλεύεστε τον συνθέτη (εν προκειμένω τον Τζον Ανταμς) ως προς την προσέγγιση;
«Δεν ξέρω αν προσπαθώ να βρω τη δική μου φωνή. Με ενδιαφέρει αρχικά, μια σωστή -πιστή αν θέλετε- παρουσίαση του έργου για τον ακροατή που δεν το έχει ξανακούσει. Προσπαθώ να μελετήσω την παρτιτούρα όσο το δυνατόν καλύτερα γίνεται, για να μπορέσω να ακολουθήσω τις οδηγίες του συνθέτη. Η προσέγγιση ενός έργου μέσω της συνεργασίας με τον συνθέτη είναι βεβαίως, κάτι μοναδικό. Από την άλλη, δεν ξέρω κατά πόσο είναι πάντα εφικτό ο -μη διάσημος- ερμηνευτής να βρει τα στοιχεία επικοινωνίας ενός τόσο διάσημου συνθέτη…»
Ο Τζον Άνταμς είναι ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του μουσικού μινιμαλισμού. Ποια από τα χαρακτηριστικά του διακρίνετε στο έργο;
«Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του έργου είναι πως δεν πρόκειται για τυπικό δείγμα μινιμαλισμού, ούτε καν για τυπικό δείγμα του Άνταμς. Το μέρος του πιάνου αλλάζει διαρκώς -δεν υπάρχει η αναμενόμενη επαναληπτικότητα, το όργανο παίζει συνεχώς, και οι στιγμές ξεκούρασης -παύσης δηλαδή- είναι ελάχιστες.»
Από το 2022 διδάσκετε σύγχρονο πιάνο στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής του San Sebastián «Musikene». Έχοντας μακρά θητεία στο είδος της σύγχρονης μουσικής, πιστεύετε ότι υπάρχουν ίσως στερεότυπα που την συνοδεύουν;
«Στερεότυπα υπάρχουν σε κάθε είδος μουσικής, απλώς αυτό που δυσκολεύει τον περισσότερο κόσμο -κοινό και ερμηνευτές- είναι από τη μία ο όγκος του ρεπερτορίου που «γράφεται» οποιαδήποτε στιγμή. Από την άλλη, η χρονική αμεσότητα με αυτό το ρεπερτόριο -αλλά και η γεωγραφική απόσταση που έχει εκμηδενιστεί από το διαδίκτυο- δεν επιτρέπουν ικανό φιλτράρισμα των έργων, ώστε να υπάρξει η δυνατότητα επιλογής. Με απλά λόγια: αν «βομβαρδίζεσαι» με μουσική δεν μπορείς να επιλέξεις εύκολα.»
Παράλληλα, είναι γνωστή η σε βάθος ενασχόλησή σας με έργα Ελλήνων συνθετών, έχοντας εκδώσει και τη μονογραφία: «Έργα Ελλήνων Συνθετών για πιάνο και Ορχήστρα». Γιατί πιστεύετε ότι συχνά το κοινό, αλλά και οι μουσικοί αγνοούν το ελληνικό ρεπερτόριο;
«Νόμιζα πως θα υπήρχε νόημα να εκδοθεί στα ελληνικά η πτυχιακή μου εργασία στην Καρλσρούη το 1998. Μάλλον έσφαλα καθώς το βιβλίο δεν είχε κάποια ιδιαίτερη αποδοχή.
Όσον αφορά στην παραμέληση της ελληνικής δημιουργίας: εν πολλοίς έχει να κάνει με αυτό που ανέφερα νωρίτερα για τη σύγχρονη μουσική. Επιπλέον δε, λείπει σε μεγάλο βαθμό η πρόσβαση σε υλικό –έντυπο και ηχητικό, παρτιτούρες και ηχογραφήσεις με άλλα λόγια. Αυτό βεβαίως φαίνεται να αλλάζει τα τελευταία 10-20 χρόνια. Τέλος, η σοβαρή ενασχόληση προϋποθέτει κι έναν μεγάλο αριθμό μουσικών, συνόλων, ορχηστρών, που έχουν την επαγγελματική δυνατότητα (βλ. οικονομική ανεξαρτησία) να το κάνουν αυτό. Αν η επιβίωσή σου -ως μουσικό, σύνολο, ορχήστρα- εξαρτάται από την καθημερινή σου εργασία, δεν θα ασχοληθείς με κάτι που, εκ των πραγμάτων, δεν είναι προσοδοφόρο σε μια μικρή αγορά.»
Πολλοί άνθρωποι που δεν είναι εξοικειωμένοι με το είδος, θεωρούν ότι η συμφωνική μουσική δεν τους αφορά. Με ποιους τρόπους, κατά τη γνώμη σας, μπορούν να ξεπεραστούν τέτοιου είδους αντιλήψεις/προκαταλήψεις;
«Δυστυχώς, ο αναμενόμενος ανθρώπινος φόβος για το άγνωστο -το «ξένο», εν γένει- έχει επηρεάσει και τον ευρύτερο χώρο της τέχνης…
Η μόνη λύση -σε βάθος χρόνου- είναι η εκπαίδευση κοινού. Ένας όρος, μάλλον αντιφατικός, αλλά ελλείψει άλλου, θα τον χρησιμοποιήσω. Η προσέγγιση, ίσως καλύτερα, του κοινού: πώς δηλαδή, θα τον σηκώσεις από τον καναπέ του, διότι αυτός είναι ο εχθρός, όχι μια άλλη τέχνη ή εκδήλωση, και θα τον κάνεις να έρθει στον χώρο σου, σε δεδομένη χρονική στιγμή. Κάτι που μπορεί να γίνει σοβαρά, μόνο θεσμικά, μόνο δηλαδή από την πολιτεία και τους φορείς της, και κάτι που απαιτεί χρόνο, γνώση και πόρους. Ειδικά δε, όσον αφορά την χώρα μας, είναι απορίας άξιον πως χιλιάδες παιδιά που φοίτησαν σε ωδεία ανά την επικράτεια -και δεν έγιναν κατόπιν επαγγελματίες μουσικοί αλλά ασχολήθηκαν με κάτι άλλο- ως ενήλικες δεν μετουσιώνονται στην επόμενη γενιά του κοινού.
Ο δε Άνταμς, παρεμπιπτόντως, αναγνωρίζοντας αυτό το πρόβλημα την δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ -σε συνδυασμό βεβαίως, με την απουσία σύγχρονης μουσικής από τα προγράμματα των ορχηστρών εκεί- έδωσε μια προσωπική λύση: συνέθεσε σύντομα συμφωνικά έργα, στα οποία επιπλέον, έδωσε και έναν ευφάνταστο τίτλο. Μπορούσαν εύκολα να μπουν στο πρόγραμμα μια ορχήστρας, στην αρχή αντί της συνηθισμένης εισαγωγής/ουβερτούρας.»
Συμμερίζεστε την άποψη πολλών μουσικών ότι το πιάνο είναι ένα αυτάρκες αλλά και μοναχικό όργανο;
«Το πιάνο είναι βεβαίως και αυτά. Kυρίως όμως, είναι αυτό που θέλει -και μπορεί φυσικά- κάθε πιανίστας να είναι. Μια συναυλία με το Ergon Ensemble είναι για μένα εξίσου συναρπαστική με μια συναυλία με το Piandaemonium (6 πιάνα –12 πιανίστες), τα δύο σύνολα στα οποία είμαι μέλος: τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά καθόλου μοναχικά!
Μπορεί κάποιος να αγαπήσει τα ρεσιτάλ, και να αφοσιωθεί σε αυτά, οπότε ναι, θα είναι μοναχικός ως ερμηνευτής. Από την άλλη η μουσική δωματίου, από το ντουέτο και το Lied ως τα μεγαλύτερα σύνολα, είναι ως εργασία εξίσου σαγηνευτική, απαιτητική, και ανεξάντλητη με τα σόλο ρεσιτάλ. Τέλος, το κοντσέρτο -που απαιτεί μια ορχήστρα από 40 ως 100 μουσικούς- δεν μπορεί να ανυψωθεί και μετουσιωθεί ως εμπειρία ζωής για τον ακροατή, αν θεωρήσει ο εκάστοτε σολίστ, πως η ερμηνεία εξαρτάται από εκείνον και μόνο!»