Στέφανος Τσιαλής: “Το μεγαλύτερο κίνητρο είναι η χαρά, όχι ο καταναγκασμός”
Διαβάζεται σε 8'Ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών μιλά στο NEWS 24/7 για τη νέα συναυλία «Χρώματα της Ιβηρικής» της ΚΟΑ που θα διευθύνει την ερχόμενη Παρασκευή 12 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής.
- 09 Ιανουαρίου 2024 06:27
Ο Στέφανος Τσιαλής είναι ένας εκπρόσωπος του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι της χώρας που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις: Αρχιμουσικός και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών μόνιμος προσκεκλημένος μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Αμβούργου και της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης από την περίοδο 2011-12 και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Θουριγγίας από το 2015-16.
Την ερχόμενη Παρασκευή 12 Ιανουαρίου επιστρέφει στο πόντιουμ της Ορχήστρας με ένα πρόγραμμα γεμάτο…«Χρώματα της Ιβηρικής». Διευθύνει έργα Ραβέλ, ντε Φάγια και Χούμελ με σολίστ τον ανερχόμενο αστέρα της βιόλας, Μαρκ Σαμπάχ, σόλο βιόλα της Εθνικής Ορχήστρας του Βελγίου.
Το NEWS 24/7 ρώτησε τον Στέφανο Τσιαλή για τα όσα έχει να περιμένει το κοινό από τη νέα αυτή συναυλία με άρωμα Ισπανίας, καθώς για την παρακαταθήκη που αφήνει πίσω μετά τη διπλή θητεία του στο τιμόνι της ΚΟΑ.
Επιστρέφετε στο Μέγαρο Μουσικής και στο πόντιουμ της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με ένα ρεπερτόριο εμπνευσμένο από την ισπανική μουσική. Για τους Ισπανούς μουσικούς και ιδιαίτερα για τον ντε Φάγια στο παρελθόν έχετε εκφραστεί θετικά. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ντε Φάγια που σας κάνει να τον ξεχωρίζετε;
«Ο Μανουέλ ντε Φάγια έγραψε πολύ λίγα έργα που όμως είναι όλα αριστουργήματα. Ίσως αυτό να τον χαρακτηρίζει περισσότερο. Επίσης κατόρθωσε με ένα πολύ προσωπικό τρόπο να συνδυάσει το μουσικό μοντερνισμό των αρχών του 20ού αιώνα με το αυθεντικό μουσικό ιδίωμα της πατρίδας του, κάτι που λίγοι άλλοι πέτυχαν σε αυτό το βαθμό. Αναφέρω εδώ τον Μπέλα Μπάρτοκ και τον Νίκο Σκαλκώτα. Στο συναισθηματικό πεδίο, αισθάνομαι πολύ συνδεδεμένος με την μουσική του.»
Θα λέγατε ότι ταιριάζει στην προσωπικότητά σας;
«Απόλυτα!»
Θεωρείτε ότι η ισπανική μουσική μπορεί να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί καλύτερα από ορχήστρες με «μεσογειακό ταπεραμέντο»;
«Σίγουρα υπάρχουν αποσπάσματα από τα έργα που θα παιχτούν, των οποίων η ανδαλουσιανή και κατ΄ επέκταση ανατολίτικη χροιά αυτομάτως γίνονται κατανοητές από Έλληνες μουσικούς, κάτι μάλλον αδύνατο για Βορειοευρωπαίους. Αλλά ακούγοντας τόσες ερμηνείες των έργων του ντε Φάγια δε θα έλεγα ότι αυτές των ισπανικών υπερτερούν.»
Σε αυτή τη συναυλία, θα ακούσουμε τη βιόλα σε ρόλο σολίστ. Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι αρετές του συγκεκριμένου εγχόρδου και γιατί έχει «παραγκωνιστεί» τόσο από το βιολί;
«Η βιόλα όντως βρίσκεται στη σκιά του βιολιού, ο ήχος της είναι λιγότερο λαμπερός και το ρεπερτόριό της πολύ μικρότερο. Προσωπικά μου αρέσει ακριβώς αυτός ο πιο εσωστρεφής χαρακτήρας του οργάνου που όμως στα χέρια ενός ικανού μουσικού μπορεί να παράγει πολύ ιδιαίτερα ηχοχρώματα.»
To Ποτπουρί για βιόλα και ορχήστρα του Γιόχαν Χούμελ που θα ερμηνεύσει ο Μαρκ Σαμπάχ, είναι μια μάλλον «ξεχασμένη» σύνθεση. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες ερμηνευτικές προκλήσεις για τον σολίστ;
«Η μεγαλύτερη πρόκληση κατά τη γνώμη μου είναι να αποδώσει με λαμπρότητα πασίγνωστες μελωδίες σε ένα όργανο που, όπως ανέφερα παραπάνω, έχει έναν μάλλον εσωστρεφή χαρακτήρα.»
Στην εποχή του, ο Χούμελ επισκιάστηκε από τον Μότσαρτ και κυρίως τον Μπετόβεν. Για ποιους λόγους πιστεύετε αξίζει να τον «ξαναθυμηθούμε»;
«Για τους ίδιους λόγους που αξίζει να παίζουμε συνθέτες λιγότερο ιδιοφυείς από τους αναφερθέντες που όμως στην εποχή τους ήταν πασίγνωστοι και ακόμα και σήμερα έχουν κάτι να μας πουν.»
Έχετε υπάρξει καλλιτεχνικός διευθυντής στην Φιλαρμονική Ορχήστρας της Θουριγγίας στο Γκότα πριν αναλάβετε την καλλιτεχνική διεύθυνση της ΚΟΑ το 2014. Πόσο διαφορετικό είναι να εργάζεται κάποιος στην Γερμανία από την Ελλάδα -συγκρίνοντας την ίδια θέση-;
«Πάνω σε αυτό θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο! Πρώτα από όλα δεν πρόκειται για την ίδια ακριβώς θέση. Στη γερμανική ορχήστρα είχα αποκλειστικά καλλιτεχνικές αρμοδιότητες σε αντίθεση με τη θέση στην ΚΟΑ που στην πραγματικότητα είναι η θέση Γενικού Διευθυντή, υπεύθυνου για την συνολική λειτουργία της ορχήστρας, ασχέτως με το αν αυτός συχνά είναι μαέστρος. Θα έλεγα ότι στην Ελλάδα υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία και ότι ο διευθυντής έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Πολύ αρνητικά αντισταθμίζονται αυτά τα πλεονεκτήματα από ενίοτε αυθαίρετες παρεμβάσεις πολιτικών παραγόντων.»
Ποια είναι τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα των Γερμανών και ποια των Ελλήνων;
«Αν και οι Γερμανοί του σήμερα είναι αισθητά διαφορετικοί από αυτούς παλαιότερων γενεών, δεν παύουν ως Βορειοευρωπαίοι να είναι πειθαρχημένοι και μεθοδικοί. Η ευελιξία, η δημιουργικότητα και το ταπεραμέντο σίγουρα διακρίνουν πιο πολύ τους Έλληνες.»
Από τα έξι χρόνια της θητείας σας ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΚΟΑ, ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις σας;
«Είναι πολλές. Η συναυλία στο Βουκουρέστι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ενέσκου, η πρώτη συναυλία του Κρίστοφ Έσενμπαχ, η συναυλία με την Άργκεριχ στο κατάμεστο Ηρώδειο, τα δραματικά για τη χώρα γεγονότα του καλοκαιριού του 2015 και η υπερηφάνεια που νιώσαμε όλοι για τις εξαιρετικές κριτικές στα διεθνή περιοδικά για τις ηχογραφήσεις μας. Προσωπικά η συναυλία με τη δεύτερη πράξη του “Τριστάνου” του Βάγκνερ ήταν η πιο πλήρης καλλιτεχνικά εμπειρία μου αυτήν την περίοδο.»
Εκείνη την περίοδο ζούσατε μεταξύ Αθήνας και Λειψίας. Ελλάδας και Γερμανίας. Πως βιώνατε την μετάβαση από την μία χώρα στην άλλη;
«Ήταν μία εξαιρετικά έντονη, ενδιαφέρουσα αλλά και συνάμα πολύ κουραστική περίοδος της ζωής μου. Χαιρόμουν πάντα με την τάξη της Γερμανίας και άλλο τόσο όταν επέστρεφα χειμώνα στην ηλιόλουστη και συγκριτικά ζεστή Αθήνα. Συχνά με ρωτούν ποια χώρα προτιμώ. Αν υπήρχε μία χώρα που να συνδυάζει τα προτερήματα και των δύο, σίγουρα θα ήταν παράδεισος. Ή κόλαση, στην αντίθετη περίπτωση.»
Ποια θεωρείτε ότι είναι η παρακαταθήκη σας; Το έργο που αφήσατε πίσω σας; Οι μουσικοί που πλήρωσαν κενές θέσεις, εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες όπως η Ακαδημία νέων μουσικών, η συμμετοχή σε ξένα φεστιβάλ ή καινοτομίες όπως τα cross over;
«Νομίζω ότι έγιναν πολλά πράγματα, πάντα μαζί με την ομάδα που στελέχωσε τη διοίκηση κατά τη διάρκεια της θητείας μου, και μάλιστα υπό οικονομικά πολύ δύσκολες συνθήκες. Νομίζω ότι τα σημαντικότερα ήταν το άνοιγμα στην κοινωνία αλλά και στη διεθνή μουσική ζωή.»
Ως μαέστρος, ποιο είναι το μυστικό σας «όπλο» προκειμένου να επιβληθείτε στους μουσικούς μιας ορχήστρας;
«Δεν νομίζω ότι πρόκειται τόσο περί επιβολής, μάλλον περί πειθούς, θα έλεγα. Προσπαθώ να είμαι πάντα καλά προετοιμασμένος και να μεταδίδω την αγάπη και τον ενθουσιασμό μου για τα έργα που διευθύνω στους μουσικούς. Το μεγαλύτερο κίνητρο είναι η χαρά, όχι ο καταναγκασμός.»
Πώς προετοιμάζεστε πριν από μία συναυλία; Πώς μελετάτε/προσεγγίζετε τα έργα;
«Αν είναι έργα που γνωρίζω καλά, προσπαθώ να θυμηθώ από προηγούμενες συναυλίες τα δύσκολα σημεία κάθε σύνθεσης και να βρω τρόπο αντιμετώπισης των προκλήσεων που αυτά συνεπάγονται. Αν δε γνωρίζω καλά το έργο είναι απαραίτητο να εξοικειωθώ μαζί του και παίζοντας, έστω και αργά, την παρτιτούρα στο πιάνο.»
Επίσης, σύντομα θα διευθύνετε στο Ολύμπια συναυλία ζωντανής εκτέλεσης κινηματογραφικής μουσικής με παράλληλη προβολή του Metropolis…Είναι μία τάση την οποία αναδείξατε και ως καλλιτεχνικός διευθυντής της ΚΟΑ. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες σήμερα που το αυτί των θεατών είναι εθισμένο στην «ψηφιακή» τελειότητα;
«Η τελειότητα των ψηφιακών μέσων είναι πολύ απατηλή γιατί πρόκειται για μία εικόνα που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Η γοητεία της ζωντανής ερμηνείας είναι ανάμεσα σε άλλα πράγματα, και ότι ποτέ δεν μπορεί να είναι “μαθηματικά” τέλεια.»
Τα τελευταία χρόνια η ΚΟΑ βρίσκεται σε μία σταθερά ανοδική πορεία. Παρακολουθείτε τις δράσεις της από την Λειψία που είναι η βάση των καλλιτεχνικών σας αναζητήσεων και εξορμήσεων;
«Ναι, βεβαίως και χαίρομαι πολύ με την πρόοδο αυτή. Μεγάλη επιτυχία η μεγάλη αύξηση της κρατικής επιχορήγησης αλλά και η αύξηση της επισκεψιμότητας, όπως επίσης και η λαμπρή σειρά σπουδαίων σολίστ που συμπράττουν με την ΚΟΑ. Συγχαρητήρια!»
Έχετε καταγωγή από τη Σύρο την οποία επισκέπτεστε τους καλοκαιρινούς μήνες και μάλιστα πρόσφατα, αναλάβατε την καλλιτεχνική διεύθυνση του φεστιβάλ εκκλησιαστικού οργάνου «ΑΝΩ» στη Σύρο. Ποια είναι τα σχέδιά σας για τον συγκεκριμένο θεσμό;
«Το φεστιβάλ “Άνω” είναι ένας πολύ ιδιαίτερος θεσμός, καθότι τιμά ένα όργανο που σπάνια ακούγεται στην Ελλάδα. Ο στόχος της ομάδας μας είναι η μεγαλύτερη ανάδειξη του και στο εξωτερικό με μετάκληση πολύ σημαντικών οργανιστών και με ίδρυση μικρής ορχήστρας νέων από πολλές χώρες της Ευρώπης.»
Αν ξαναρχίζατε από την αρχή τί θα αλλάζατε και τί θα κρατούσατε ίδιο;
«Θα ξαναέκανα το ίδιο επάγγελμα, αλλά θα μάθαινα να παίζω καλά βιολοντσέλο. Και θα γυρνούσα τον κόσμο στα είκοσι χωρίς να αναβάλλω για πιο ώριμη ηλικία την εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας.»
Τι εύχεστε για το 2024;
«Εύχομαι η γενική απαισιοδοξία που κατέχει τόσους συνανθρώπους να δώσει τη θέση της σε μια πιο νηφάλια αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Οι τεχνολογικές εξελίξεις φοβίζουν πολλούς, είναι όμως και το κλειδί για μία μεγάλη και πρωτόγνωρη ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Στο χέρι μας είναι.»