Βλαντιμίρ Ασκενάζυ: Η ‘έξοδός’ του κορυφαίου μαέστρου προς τη μουσική

Βλαντιμίρ Ασκενάζυ: Η ‘έξοδός’ του κορυφαίου μαέστρου προς τη μουσική

Οι σημαντικότεροι σταθμοί στη μουσική καριέρα ενός μουσικού θρύλου

Ο βραβευμένος, μεταξύ άλλων με έξι grammy, Ρωσοεβραίος Βλαντιμίρ Ασκενάζυ παλιός και αγαπημένος γνώριμος της ελληνικού κοινού επιστρέφει για μια ακόμα σύμπραξη με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Πρόκειται για ένα θρύλο της μουσικής που ζει μια υπέροχη ζωή.

Δύο σπίτια στην Ελβετία, ένας ευτυχισμένος γάμος που έχει ήδη κλείσει πέντε δεκαετίες, πέντε παιδιά, εκ των οποίων τα δύο διακεκριμένοι μουσικοί…Ήταν άραγε τα πράγματα γι’ αυτόν εύκολα πάντα; Κάθε άλλο, αν κρίνουμε από το χρονολόγιο με ημερομηνίες-σταθμούς στη ζωή και της καριέρα του.

1937: Ο Βλαντιμίρ Ασκενάζυ γεννιέται στο Gorky, της Σοβιετικής Ένωσης, με γονείς τον πιανίστα και συνθέτη David Ashkenazi και την ηθοποιό Yevstolia Grigorievna. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος και η μητέρα του κόρη Ελληνορθόδοξων χωρικών.

1941: Οι πρώτες του αναμνήσεις πηγαίνουν πίσω στην Τασκένδη και το σιδηροδρομικό φορτηγό που ζούσαν μαζί με την οικογένειά του μετά την εκκένωση των Ουράλιων το 1941, που ήταν τεσσάρων. Όταν επέστρεψαν στη Μόσχα, ζούσαν σε ένα μονόκλινο δωμάτιο. Το παλιό πιάνο Bechstein καταλάμβανε τον μοναδικό χώρο που δεν ήταν κατειλημμένος από  κρεβάτι. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ πού καθόμουν», λέει ο Ασκενάζυ. “Τι ώρα ήταν, το παράθυρο, το δωμάτιο, το τεράστιο κασετόφωνο που έπαιζε τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα του Τσαϊκόφσκι – ήμουν απολύτως μαγεμένος από αυτή τη μουσική.”

1943: Μπορεί να είναι γιος ενός επαγγελματία πιανίστα, αλλά ποτέ δε διδάχθηκε από τον πατέρα του. Η μητέρα του ήταν εκείνη που σε πολύ νεαρή ηλικία και μάλιστα σε ανύποπτη στιγμή , (την ώρα που τον έβαζε για ύπνο), ρώτησε αν θέλει να ασχοληθεί με τη μουσική. Ο εξάχρονος Βλαντιμίρ, «εν μέσω χασμουρητών» όπως θυμάται σήμερα, είπε αποφασιστικά ότι θέλει να παίξει πιάνο.

1955: Τον επέλεξαν για να συμμετάσχει στο διαγωνισμό Chopin, όπου βγήκε δεύτερος, όμως αυτή ήταν η αρχή για πολλές επόμενες «πρωτιές».

1956: Ήταν ένας από τους έξι Ρώσους που πήγαν στο διαγωνισμό Queen Elisabeth στις Βρυξέλλες: «Τότε κατάλαβα πραγματικά ότι η ενασχόλησή μου ήταν σοβαρή. Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να δουλεύω σωστά, και εξασκήθηκα όπως ποτέ πριν».

 

1956: Όμως ενώ εκείνος μεγάλωνε και το μουσικό του άστρο δυνάμωνε, γύρω του η Ρωσία βυθιζόταν, όλο και πιο βαθιά, στο σκοταδισμό. Κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων  πράκτορες της KGB τον πίεσαν να γίνει πληροφοριοδότης. Ο ίδιος θυμάται με πόνο εκείνη την περίοδο: «”Ήταν αηδιαστικά χρόνια, ακόμη και από μουσική άποψη, είμαστε τόσο πίσω, που δεν γνωρίζαμε καθόλου τη δυτική μουσική. Το 1956 πήγα στις Βρυξέλλες για να παίξω και επέστρεψα με βαλίτσες γεμάτες με μουσική από τον Ravel και Debussy. Ξαφνικά,  έγινα σημείο αναφοράς για τους μουσικούς στη Μόσχα που ήθελαν να μελετήσουν αυτά τα σπάνια έγγραφα. Τι φοβερό κατηγορητήριο για τη χώρα μας… Ήταν ντροπή να είσαι Ρώσος».

1961: Παντρεύτηκε τη συμμαθήτριά του Þórunn Jóhannsdóttir, η οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ισλανδική της υπηκοότητα, και να δηλώσει ότι θέλει να μείνει στη Σοβιετική Ένωση, όπως της ετέθη ως προϋπόθεση προκειμένου να είναι μαζί του. Η ζωή τους κάτω από το σοβιετικό καθεστώς ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Ζούσαν συνέχεια μέσα στο φόβο και την καχυποψία καθώς οι αρχές τους καλούσαν κάθε τόσο για εξέταση σε τοπικές επιτροπές.

1962: Κερδίζει τον Διεθνή Διαγωνισμό Tchaikovsky, στη Μόσχα (μαζί με τον John Ogdon). Σημειωτέων,  ότι με τον Τσαϊκόφσκι ένοιωθε «αδερφή ψυχή» ή συγγενές πνεύμα με την έννοια ότι  κι ο Τσαΐκόφσκι κατακρίθηκε από την «Ομάδα των 5» , γιατί είχε σπουδάσει μουσική και  είχε μελετήσει την κουλτούρα της Δύσης επιθυμώντας να την  προσαρμόσει στο ρωσικό πνεύμα. Κάτι ανάλογο, με τον αέρα αλλαγής που επιθυμούσε να φέρει στη Ρωσία κι ο ίδιος ο Ασκενάζυ.

 

Μετά από πολυάριθμες γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι σοβιετικές αρχές συμφώνησαν να επιτρέψουν στο ζεύγος Ασκενάζυ να επισκεφθούν τη Δύση για συναυλίες, αλλά και να επισκεφθούν τους γονείς της συζύγου του συνοδευόμενοι από το πρώτο τους παιδί. Στα απομνημονεύματά του, ο Σοβιετικός ηγέτης Νικήτα Χρουστσόφ θυμάται ότι ο Ασκενάζυ παντρεύτηκε μια Αγγλίδα, και ότι κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο Λονδίνο, αρνήθηκε να επιστρέψει στη Σοβιετική Ένωση. Ο Χρουστσόφ αναφέρει ότι ο Ασκενάζυ ζήτησε τότε συμβουλές από τη Σοβιετική Πρεσβεία στο Λονδίνο, η οποία με τη σειρά της παρέπεμψε το ζήτημα στη Μόσχα. Ο Χρουστσόφ ισχυρίζεται ότι ήταν της γνώμης πως η απαίτηση του Ασκενάζυ για να επιστρέψει στην ΕΣΣΔ θα τον είχε καταστήσει «αντι-σοβιετικό». Υποστηρίζει επίσης, ότι αυτό ήταν ένα καλό παράδειγμα ενός καλλιτέχνη που μπορούσε να έρχεται και να φεύγει ελεύθερα από την ΕΣΣΔ. Ο ίδιος ο Ασκενάζυ υποστήριξε ότι η εκδοχή του Χρουστσόφ ήταν μια ακατανόητη «παραμόρφωση της αλήθειας».

1963: Το ζευγάρι εγκαταλείπει  τη σοβιετική ένωση μόνιμα και εγκαθίστανται στο Λονδίνο.

1964: Πραγματοποιείται η  πρώτη του εμφάνιση  στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου , στο οποίο θα συμμετάσχει αδιαλείπτως μέχρι και το 1985. Η Επίδαυρος έγινε εκείνη την περίοδο για την οικογένεια Ασκενάζυ ένα φιλικό ησυχαστήριο, καθώς τη δεκαετία του ’50  χτίζει το πρώτο σπίτι στην περιοχή της Παλιάς Επιδαύρου. Ήταν το δικό του σπίτι και συνεπώς θεωρείτο κάτοικος της περιοχής. Τα τελευταία χρόνια δίνει το παρών με την μπαγκέτα του σε πολλές συμφωνικές συναυλίες, ενώ έχει πολύ στενούς φιλικούς και συνεργατικούς δεσμούς με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με την οποία έχει συμπράξει αρκετές φορές. Για εκείνον, η  Ελλάδα είναι μια χώρα φιλόξενη και οικεία, που  όπως συχνά δηλώνει,  «την αγαπάω πολύ».

1966: (15/08) Ο Βλαντιμίρ Ασκενάζυ συμπράττει για πρώτη φορά με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ως πιανίστας στο Ηρώδειο, ερμηνεύοντας το Κοντσέρτο για πιάνο του Σούμαν, υπό τη μουσική διεύθυνση του Ανδρέα Παρίδη.

1968: (26/08) Μετακομίζει μόνιμα στην Ισλανδία και εμφανίζεται ξανά στο Ηρώδειο με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ερμηνεύοντας το Κοντσέρτο Αρ. 2 για πιάνο του Σοπέν υπό τη μουσική διεύθυνση του Θεόδωρου Βαβαγιάννη.

1970: Συμβάλλει στην ίδρυση του Φεστιβάλ Τεχνών του Ρέικιαβικ, του οποίου παραμένει Επίτιμος Πρόεδρος.

1972: Ο Ασκενάζυ παίρνει την ισλανδική υπηκοότητα.

1974: Κερδίζει το 1ο του βραβείο Grammy στην κατηγορία Καλύτερη οργανική ερμηνεία από σολίστα ή σολίστες με ορχήστρα για το «The Piano Concertos» του Μπετόβεν.

1978: Το ζευγάρι και τα 4 (τότε) παιδιά τους μετακομίζουν στη Λουκέρνη της Ελβετίας.

1979: Γεννιέται το πέμπτο τους παιδί. Κερδίζει 2ο Grammy στην κατηγορία Καλύτερη ερμηνεία μουσικής δωματίου για τις «Sonatas for Violin and Piano» του Μπετόβεν.

1982: Κερδίζει 3ο Grammy στην κατηγορία Καλύτερη ερμηνεία μουσικής δωματίου για το  «Piano Trio in A minor» του Τσαϊκόφσκι.

1986: Κερδίζει 4ο Grammy στην κατηγορία Καλύτερη οργανική ερμηνεία από σολίστα ή σολίστες χωρίς ορχήστρα για τα έργα «Gaspard de la nuit», «Pavane pour une infante défunte» «Valses nobles et sentimentales»  του Ραβέλ.

1988: Κερδίζει 5ο Grammy στην κατηγορία Καλύτερη ερμηνεία μουσικής δωματίου για το «The Complete Piano Trios» του Μπετόβεν.

 

1989: Ο Ασκενάζυ μετακομίζει στο Μέγκεν. Ο μεγαλύτερος γιος του Βλαντιμίρ, ο οποίος χρησιμοποιεί το «Βόβκα» ως καλλιτεχνικό όνομα, είναι επίσης πιανίστας και καθηγητής στην Διεθνή Ακαδημία Πιάνου Imola.

Ως δεξιοτέχνης του πιάνου, ο Βλαντιμίρ Ασκενάζυ έχει αποκτήσει διεθνή φήμη για τη διεισδυτική γνώση και την έξοχη τεχνική του, αλλά και για τη σκηνική του παρουσία. Απέρριψε το επίσημο φράκο και το αντικατέστησε με ένα λευκό ζιβάγκο, που τον ξεχωρίζει μαζί με την θεατρική του παρουσία. Ο τρόπος που παίζει πιάνο είναι εξίσου λαμπερός και έντονος, με σαφή άρθρωση και πνευματικό βάθος που δεν παρεμβαίνει στο συναίσθημα. Έχει εξαιρετικό έλεγχο στο χρώμα και τον τόνο. Παρόλο που διαθέτει αξιοσημείωτη δύναμη, το εξαιρετικό του παιχνίδι σε ευαίσθητα περάσματα δημιουργεί κυρίαρχη εντύπωση. Παρά την πιανιστική του δεξιοτεχνία, το πόντιουμ ήταν τελικά αυτό που τον κέρδισε. Από τη δεκαετία του 70’ και μετά όταν πρωτοσήκωσε την μπαγκέτα, η μουσική διεύθυνση κυριάρχησε στη ζωή του, κάτι απροσδόκητο ακόμα και για εκείνον: «Συμμετείχα σε τόσες πολλές συναυλίες ως πιανίστας, και ποτέ δεν πίστευα ότι θα διηύθυνα. Και μετά συνέβη. Ποτέ δεν πίεσα για κάτι στη ζωή μου. Πιστεύω ότι αν κάτι είναι να γίνει, θα γίνει».

Κατά τη μακρόχρονη καριέρα του έχει διατελέσει μουσικός διευθυντής σε μερικές από τις μεγαλύτερες συμφωνικές ορχήστρες του κόσμου, όπως η Czech Philharmonic (1998–2003), η NHK Symphony Orchestra στο Τόκυο (2004–7), ενώ από 2009 έως 2013 ήταν  Principal Conductor και Artistic Advisor της Sydney Symphony Orchestra. Εξαιρετικά σημαντική είναι και η θέση του ως μουσικού διευθυντή της European Union Youth Orchestra, με την οποία κάνει περιοδεία κάθε χρόνο.

2000: Κερδίζει 6ο Grammy στην κατηγορία Καλύτερη οργανική ερμηνεία από σολίστα ή σολίστες χωρίς ορχήστρα για το  «24 Preludes and Fugues, Op. 87» του Σοστακόβιτς.

2016: Συναυλία κλασικής μουσικής με έργα Μπετόβεν, Μότσαρτ και Τσαϊκόφσκι, από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, σε μουσική διεύθυνση Βλαντιμίρ Ασκενάζυ. (01/08 Ηρώδειο).

2018 (16/03): Ο Βλαντιμίρ Ασκενάζυ επιστρέφει στο πόντιουμ της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών για τη συναυλία «Ελπίδες και Αναμνήσεις. Συναυλία στη μνήμη του Χαράλαμπου Φαραντάτου», κατά την οποία θα ερμηνευτεί η θρυλική 10η Συμφωνία του Σοστακόβιτς τον οποίο εξομολογείται ότι είχε γνωρίσει, ως νέος, ερμηνεύοντας έργο του «Ήταν πολύ συνεσταλμένος και λιγομίλητος. Ήταν έργο για τρία πιάνα, είχαμε παίξει τέλεια. Εκείνος το μόνο που είπε ήταν: πολύ καλά! Θα πάρετε ένα τσάι; Βλέπετε, ήταν πολύ σεμνός κι  ευγνώμων όταν κάποιος ερμήνευε έργο του». Στην ίδια συναυλία, ο διεθνώς καταξιωμένος σολίστ κλαρινέτου θα ερμηνεύσει στο εξειδικευμένο κλαρινέτο ντι μπασέτο in La, για πρώτη φορά στην Ελλάδα το δεξιοτεχνικά απαιτητικό Κονστέρτο για Κλαρινέτο του Μότσαρτ.

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα