Αλέξανδρε Διαμαντή, πώς θα ήταν η ζωή αν διεκδικούσαμε το όνειρο;
Διαβάζεται σε 9'Ο Αλέξανδρος Διαμαντής μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή το νέο έργο του κορυφαίου Έλληνα θεατρικού συγγραφέα Άκη Δήμου «Αν ήμουν κόκκινο».
- 02 Δεκεμβρίου 2024 06:31
Ο Αλέξανδρος Διαμαντής, με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου σκηνοθετεί το νέο έργο του κορυφαίου Έλληνα θεατρικού συγγραφέα Άκη Δήμου «Αν ήμουν κόκκινο», έργο γραμμένο κατά παραγγελία από το Θέατρο Σημείο και με έμπνευση τη θρυλική θεατρική συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη.
Άλλωστε τόσο ο Δήμου, όσο και η Αναγνωστάκη αποτελούν ιδανικούς παρατηρητές της μαγικής αυτής εποχής, που ακόμα δεν έχει τελειώσει, και μάλιστα από απολύτως ξεχωριστό και προσωπικό «μετερίζι» ο καθένας.
Ο Αλέξανδρος Διαμαντής σημειώνει στο NEWS 24/7 πως “στα 40 χρόνια της πορείας του, το Θέατρο Σημείο επιδιώκει πάντοτε και διαρκώς να συνεργάζεται με τους σύγχρονους συγγραφείς του τόπου μας και να δίνει βήμα στην τωρινή ελληνική θεατρική γραφή. Από τον Γιάννη Χρυσούλη ως τον Παύλο Μάτεσι ή τον Βασίλη Ζιώγα, τους αδελφούς Κούφαλη, τον Κώστα Κατσουλάρη, τη Μαρία Λαϊνά, τον Κώστα Μουρσελά ή τον Γιάννη Κοντό και τώρα, φυσικά τον Άκη Δήμου – με τον οποίο άλλωστε έχουμε συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν, είναι μακρά η λίστα”.
Και συνεχίζει μιλώντας για τη Μεταπολίτευση “τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, κατά την άποψή μου, σηματοδοτούν ένα πέρασμα: η Ελλάδα κατάφερε να σπάσει τον γύψο της χούντας και να γίνει μια σταθερή δημοκρατία, παρ’ όλες τις πολλές και μεγάλες προκλήσεις που αντιμετώπισε στο μεταξύ – χωρίς να παραβλέπει κανείς το πλήθος τα σφάλματα και τις αστοχίες. Τώρα η χώρα οφείλει να βρει τη θέση της σ’ έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο, ταραγμένο και ανήσυχο. Και είναι τώρα η ώρα, θα έλεγα, η Ελλάδα να επιτύχει μια μεταλαμπάδευση: από τη γενιά του Πολυτεχνείου – τη γενιά των γονιών μου, στη γενιά της Κρίσης, τη γενιά τη δική μου. Η τωρινή συνεργασία του Θεάτρου μας με τον Άκη Δήμου, έναν συγγραφέα της ενδιάμεσης γενιάς, σηματοδοτεί, θα έλεγα, ακριβώς αυτή την αλλαγή σκυτάλης”.
Το «Αν ήμουν κόκκινο» περιγράφει μια απρόσμενη συνάντηση. Η Λούλα έχει απομονωθεί σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου κι εκεί αναμετράται με τον μεγαλύτερο εχθρό όλων των συγγραφέων, την λευκή σελίδα που περιμένει να γραφτεί. Ξαφνικά, ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα και μια άγνωστη εισβάλει στο δωμάτιο – η Άννα. Φοράει στο λαιμό λευκά διαμάντια και στο χέρι της κρατάει ένα ζευγάρι γόβες, κατακόκκινες.
Στο ίδιο χρώμα «του πάθους και της ήττας» είναι και οι κουβέντες των δυο γυναικών, για συζύγους κι εραστές, για την Αριστερά και τον Εμφύλιο, για την επανάσταση και το συμβιβασμό, για τον έρωτα και το θάνατο. Κρασί, ουίσκι και τσιγάρα, τραγούδια, δάκρια και γέλια, μαύρα γυαλιά, κόκκινες γόβες και λευκά διαμάντια – όλα αυτά συνθέτουν το τέλειο περιβάλλον για μια βραδιά που «προμηνύεται θεαματική».
Αν ήμουν κόκκινο…
Τι γοητεύει τον Αλέξανδρο Διαμαντή στο έργο αυτό; Και πώς εμπλέκεται η Λούλα Αναγνωστάκη;
“Με γοητεύει ότι είναι ένα έργο που μιλάει για μια συγγραφέα. Θέμα του έργου είναι το πώς ξεκίνησε η Αναγνωστάκη να γράφει ένα από τα πιο μεγάλα της συγγραφικά κατορθώματα, τα ‘Διαμάντια και Μπλουζ’. Κι επειδή είμαι κι εγώ συγγραφέας και γράφω και το να γράφω είναι αυτό που θα έκανα κατ’ αποκλειστικότητα αν ζούσα υπό την απειλή μιας άμεσης θανατικής καταδίκης, ένιωσα ότι πρέπει, ότι οφείλω να το κάνω αυτό το έργο, ότι είναι καθήκον μου ν’ αναπαραστήσω -έστω και στ’ αστεία- αυτή την τρομερή αναμέτρηση που είναι το να συναντάς κάθε πρωί και κάθε βράδυ μια άδεια σελίδα και να την πίνεις γουλιά-γουλιά, ως τον τρομακτικό, τελικό, άσπρο της πάτο”.
Στο φόντο, η Ελλάδα και ο Κόσμος του 1989. Ο Δήμου τοποθετεί την δράση του έργου ακριβώς την στιγμή που όλα τελείωσαν και που, ταυτόχρονα, ξεκίνησαν: η πτώση της ΕΣΣΔ, η κορύφωση της πολιτικής των σκανδάλων στην Ελλάδα, η έναρξη, στη Δύση, του δόγματος ότι «ζούμε το τέλος της Ιστορίας».
Η Πολιτική και η Ιστορία κρέμονται πάνω από τη συνάντηση των δύο γυναικών, σαν ήχοι από βόμβες που πέφτουν κι ακούγονται υπόκωφα, πίσω απ’ το κλειστό παράθυρο. Οι δύο ηρωίδες έχουν πάθος για ζωή και ό,τι κι αν γίνεται γύρω τους, αρνούνται να το βάλουν κάτω”.
«Αν ήμουν κόκκινο»: Τι συμβολίζει ο τίτλος αυτός;
“Τον Αγώνα. Ίσως όχι με την πολιτική του έννοια, αλλά σαν στάση ζωής. Την αντίρρηση, την αφοσίωση στην Τέχνη. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι καλλιτεχνών, όπου μπορεί να μην υπήρχαν πολλά λεφτά, αλλά όπου στ’ αλήθεια υπήρξε ένα δυνατό πάθος που κι αν δεν μας πρόσφερε παρά μια συνεχή οικονομική απογοήτευση, μας έδωσε εντούτοις και την αίσθηση ότι όντως υπήρξαμε. Ότι παραμείναμε ζωντανοί. Ότι, όσο κι αν αποτυγχάνεις, όσο κι αν τα δεδομένα φαίνονται ακατανίκητα και συντριπτικά, εσύ ποτέ δεν θα το βάλεις κάτω.
Υπάρχει πολύς κόσμος εκεί έξω που σαν εμένα δεν έχει τίποτα το ηρωικό, αλλά που, όσο κι αν ζει μες στη ματαίωση, τις νύχτες, πριν κλείσει τα μάτια, φαντάζεται πώς θα ήταν τα πάντα αν ήταν αλλιώς. Ένας φιλόσοφος μίλησε κάποτε για το «άλμα της Πίστης». Αυτό, λοιπόν, είναι για ‘μένα ο τίτλος. «Αν ήμουν κόκκινο» – πώς θα ήταν η ζωή αν διεκδικούσαμε το όνειρο; Να μια πρόκληση” απαντά ο Α. Διαμαντής.
Και συνεχίζει σκιαγραφώντας τις δύο ηρωίδες: “Αυτή είναι μια παράσταση για τη δημιουργία πρώτα απ’ όλα, αλλά ταυτόχρονα και για τη γυναικεία φιλία, για τη συντροφικότητα μεταξύ των γυναικών. Ξέρετε, δεν μπορώ να μιλήσω παρά ως άντρας. Κι εδώ που τα λέμε, ας τ’ αφήσουμε για λίγο όλα αυτά τα ξενικά και φορεμένα προσχήματα γύρω από το φύλο και τα λοιπά: η παράσταση μιλάει για το πώς δύο άνθρωποι, που μόλις τώρα γνωρίστηκαν, διεκδικούν το δικαίωμα ν’ αφήσουν ο ένας στον άλλον τ’ αποτύπωμά του και να συμμαχήσουν απέναντι στον κοινό εχθρό όλων μας, που δεν είναι άλλος από τη λήθη, από τον κίνδυνο το πέρασμά μας από τη ζωή να μην αφήσει κανένα αποτύπωμα, να πεθάνουμε κι εμείς μαζί με το θάνατό μας, να μην πουν ποτέ οι άλλοι ιστορίες για εμάς. Να είμαι ειλικρινής, αυτή είναι και η τελική παρηγοριά που προσφέρει η Τέχνη – ότι εξασφαλίζει μια κάποια, αυθαίρετη έστω, αθανασία”.
Το 1989 και το 2024…
Πώς συνδέεται το έργο αυτό με το σήμερα και το 1989 με το 2024;
“Είπαν τότε, το 1989 ή λίγο πιο μετά, κάποιοι ότι τελείωσε πια η Ιστορία. Αλλά να που 35 χρόνια αργότερα, η Ιστορία επιμένει να συνεχίζει, αμείλικτη κι αδυσώπητη, σαρώνοντας στην πορεία της βεβαιότητες και δικλείδες ασφαλείας. Υπάρχει ένας πολύ ωραίος πίνακας του Τζορτζόνε που αναπαριστά μια καταιγίδα – αυτός, αν δεν απατώμαι, είναι και ο τίτλος του.
Εκεί συναντά κανείς μια μικρή οικογένεια κάτω από σύννεφα που μαζεύονται και που όπου να ‘ναι θα ξεσπάσουν με κρότο τρομερό. Ε, λοιπόν, θα έλεγα πως τα σύννεφα που ξεκίνησαν να μαζεύονται το ’89, περίπου τώρα, όπου να ‘ναι, θα ξεσπάσουν. Είναι αυτή μια στιγμή που οφείλει ίσως κανείς να κάνει μια στάση και να σκεφτεί – πώς μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον Κόσμο; Ή, τουλάχιστον, πώς μπορούμε να διασχίσουμε την καταιγίδα;” λέει ο Α. Διαμαντής.
Στο σημείωμά του αναφέρει πως “τώρα είναι η σωστή στιγμή να προσπαθήσει ένας άντρας σκηνοθέτης να θέσει αυτό το ερώτημα στον εαυτό του: πώς μας βλέπουν οι γυναίκες; Όχι με την έννοια του όποιου πόθου ή της αυτονόητης κοινωνικής συναναστροφής, αλλά επί της ουσίας: τι πάει να πει να είσαι πατέρας, σύζυγος, αδελφός ή γιός;” Αλήθεια, ποια η σχέση του με τις γυναίκες και τι σημαίνει το ερώτημα που θέτει;
“Είμαι 30 χρόνων κι ακόμα ψάχνω την απάντηση – τόσο όσο αφορά στο πώς βλέπω εγώ τις γυναίκες, όσο κι ως προς το πώς αυτές με βλέπουν. Γι’ αυτό, νομίζω, κάνω αυτή την παράσταση. Και διάλεξα για συνοδοιπόρους μου, πρώτον την ίδια μου τη μητέρα και δεύτερον μια παλιά μου φίλη, από τα χρόνια της εφηβείας, που έγινε ηθοποιός στο μεταξύ και που η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να συνεργαστούμε τώρα και σ’ αυτό το συγκεκριμένο έργο. Κατά τ’ άλλα, θα έλεγα πως γενικά ευτύχησα στη σχέση μου με τις γυναίκες, χωρίς βέβαια να λείπουν τα παράπονα, οι αδικίες και οι πίκρες – εκατέρωθεν” απαντά.
Και συνεχίζει: “Επιδιώκω μέσα από αυτό το έργο που κάνω τώρα να μάθω κάτι περισσότερο για τον εαυτό μου ως άντρα. Θέλω να γίνω καλύτερος. Ωραία. Πώς, λοιπόν, μπορώ να το πετύχω αυτό; Πώς μπορώ να γίνω καλύτερος; Νομίζω, στην εποχή μας, αυτή είναι μια γενική αγωνία. Άλλωστε, ας μην το ξεχνάμε, οι γυναίκες οπωσδήποτε μπορούν να ζήσουν δίχως άντρες, αλλά κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να ισχυριστεί και το αντίστροφο”.
Συντελεστές:
Κείμενο: Άκης Δήμου
Σκηνοθεσία – Σκηνική Σύλληψη: Αλέξανδρος Διαμαντής
Διεύθυνση Παραγωγής: Θεόφιλος Κωστούλας
Βοηθός Σκηνοθέτη: Εύα Πουλή
Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Βίντεο: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Λούλα: Ιωάννα Μακρή
Άννα: Ελίνα Παπαθεοδώρου
Γενικές Πληροφορίες:
Θέατρο Σημείο – Σκηνή lab, Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα
Παραστάσεις: Παρασκευή: 20:30, Σάββατο: 20:30, Κυριακή: 19:30
Τιμές Εισιτηρίων: Γενική Είσοδος: €16. Μειωμένο εισιτήριο (φοιτητές, 65 και άνω, άνεργοι, αμεα) : €12. Ατέλειες: €8. Ομαδικό (παρέες άνω των 10 ατόμων): €10.
Προπώληση: https://www.more.com/theater/an-imoun-kokkino/