Αγγελική Παπαθεμελή στο NEWS 24/7: Ό,τι έμαθε ο καθείς το έμαθε με “ατομική του ευθύνη”
Μια κουβέντα με την βραβευμένη ηθοποιό με αφορμή τον ιστορικο-ποιητικό μονόλογό της, «Φυλαχτό», που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο.
- 11 Νοεμβρίου 2021 10:18
Λέγεται ότι το σύντομο μυθιστόρημα «Φυλαχτό» (μόνο 230 σελίδες στην ελληνική έκδοση της Άγρας) του Χιλιανού Ρομπέρτο Μπολάνιο εμπνέεται από ένα αληθινό περιστατικό: τον Σεπτέμβριο του 1968, μετά από μήνες φοιτητικών ταραχών μέσα κι έξω από το Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού, μπούκαραν τα όργανα της τάξης και, λίγες μέρες πριν από την έναρξη της Ολυμπιάδας, άνοιξαν πυρ στους φοιτητές καταλήγοντας σε αυτό που έμεινε στην Ιστορία ως Σφαγή του Τλατελόλκο.
Φαίνεται, λοιπόν, πως στην διάρκεια των πολύμηνων βίαιων γεγονότων, ένα άτομο κρύφτηκε μέσα σε κάποιο κτίριο και έμεινε εκεί, μόνο, αποκλεισμένο και ίσως αντιστασιακό, για αρκετές μέρες.
Ακριβώς η περίπτωση της Αουξίλιο Λακουτίρ, δηλαδή. Της ηρωίδας του «Φυλαχτού» που από το ξεκίνημα του βιβλίου βρίσκεται κρυμμένη, μόνη, αποκλεισμένη, και αντιστασιακή στις γυναικείες τουαλέτες του τετάρτου ορόφου της Σχολής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας… Θα μείνει εκεί και έτσι για 13 μέρες. Και, σε ένα σχεδόν παραληρηματικό μονόλογο που διανθίζεται από κάτι σαν όραμα στο τέλος, η μεσόκοπη Αουξίλιο θα βρει τον χρόνο να κάνει μια αναδρομή στην ζωή της. Κυρίως, όμως, στην περίοδο από την άφιξή της στο Μέξικο Σίτι το 1965 μέχρι το 1976. Τότε που αυτή, μια παράνομη μετανάστρια από την Ουρουγάη, έγινε, κατά δήλωσή της, η «μητέρα της μεξικανικής ποίησης».
Ιστορίες που ξετυλίγονται σε καφέ και μπαρ γύρω απ’ το πανεπιστήμιο παρέα με όλον τον λογοτεχνικό ανθό των Μεξικανών ποιητών. Βιβλία, στίχοι, ποιητές, αναμνήσεις, και στο βάθος η αμείλικτη πολιτική ιστορία κατακλύζουν το κείμενο του Μπολάνιο, καθώς πραγματικά γεγονότα και εξπρεσιονιστική μυθοπλασία μπερδεύονται αριστοτεχνικά. Κι άλλες ιστορίες, για την εξόριστη Καταλανή ζωγράφο Ρεμέδιος Βάρο, ή για την ποιήτρια Λίλιαν Σέρπας που κάποτε πλάγιασε με τον Τσε Γκεβάρα…
Αυτόν τον φύσει θεατρικότατο μονόλογο διασκεύασε για την σκηνή η πρωτοεμφανιζόμενη στην σόλο σκηνοθεσία, Μάγδα Κόρπη. Την δε Αουξίλιο, αυτό το μοναδικό κράμα ελπίδας, ανασφάλειας, ποίησης και ανυπακοής, ενσαρκώνει, μόνη στην σκηνή του Θεάτρου Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής, η σπουδαία Αγγελική Παπαθεμελή. Επιλεκτική, με συναίσθημα καλλιεργημένο και ακριβό, εκθαμβωτική στην υποκριτική της ουσία, η βραβευμένη ηθοποιός του θεάτρου μοιράστηκε με το NEWS 24/7 σκέψεις και συναισθήματά της για την Αουξίλιο. Και το φυλαχτό της. Και, φυσικά, τον Μπολάνιο τους.
Τίνος ήταν η ιδέα να μεταφερθεί στην σκηνή το συγκεκριμένο σύντομο μυθιστόρημα του Μπολάνιο;
Της Μάγδας Κόρπη, στην οποία ανήκει η δραματουργική επεξεργασία και η σκηνοθεσία. Εδώ και μερικά χρόνια είχε την επιθυμία να το μεταφέρει στην σκηνή και είχε ξεκινήσει να δουλεύει για την πραγματοποίησή της.
Ομολογουμένως, η πρωτοπρόσωπη σχεδόν παραληρηματική αφήγηση του «Φυλαχτού» μοιάζει να λοξοκοιτάζει εξ αρχής κατά θέατρο μεριά. Ήταν όντως έτσι, όταν αρχίσατε να το επεξεργάζεστε, ή ούτε καν;
Μιλάμε για ένα μυθιστόρημα γραμμένο εξ ολοκλήρου σε πρώτο πρόσωπο, επομένως χωρίς αμφιβολία, αν εξαιρέσεις την έκτασή του, ο κώδικας της γραφής δεν διαφέρει από αυτόν ενός θεατρικού μονολόγου. Και ένας μονόλογος παρουσιάζει πάντα τις ίδιες δυσκολίες, είτε ανήκει σε θεατρικό είτε σε λογοτεχνικό έργο. Ως επί το πλείστον δεν έχει την αμεσότητα μιας διαλογικής σκηνής, έχει συχνά μακροσκελείς και ποιητικότερες φράσεις, ενώ περιγράφει, αναφέρεται σε, περισσότερο μεταφέρει ένα βίωμα παρά βλέπουμε κάτι που συμβαίνει εδώ και τώρα. Και μάλλον πάντοτε ο παρτενέρ είναι στ’ αλήθεια ο θεατής και όχι ένα άλλο πρόσωπο επί σκηνής.
Καλείσαι λοιπόν, στην περίπτωση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, να αναζητήσεις τους τρόπους με τους οποίους θα διαχειριστείς την ιδιαιτερότητα του θεατρικού είδους «μονόλογος», και όχι το ζήτημα της λογοτεχνικής προέλευσης του κειμένου. Παρόμοια συμβαίνει και με οποιοδήποτε «μη θεατρικό» κείμενο μεταφέρεται επί σκηνής, πρωτοπρόσωπο ή όχι. Και στην πορεία διαπιστώνεις πως, είτε αφηγείσαι είτε «ενσαρκώνεις» ένα ρόλο, επί της ουσίας καλείσαι να αντιμετωπίσεις τα ίδια βασικά ζητήματα της θεατρικής λειτουργίας: ποιος είναι ο φορέας του λόγου του κειμένου, ποιος ο αποδέκτης του, και με ποιον τρόπο αυτό κυκλοφορεί ανάμεσα στους δύο. Με άλλα λόγια, σε ποιον απευθύνεσαι, κατά πόσο βιώνεις ή ερμηνεύεις ή μεταφέρεις ή αναπαριστάς κλπ. το λόγο του κειμένου, με ποιον τρόπο υπάρχεις ως παρουσία επί σκηνής, και όλα αυτά.
Έχει συντομευτεί πολύ το πρωτότυπο κείμενο; Το οποίο βρίθει λογοτεχνικών αναφορών, και μάλιστα σε Λατινοαμερικανούς ποιητές που δεν είναι ότι τους ξέρουμε απ’ έξω κι ανακατωτά… Πώς προσεγγίσατε τις συγκεκριμένες αναφορές;
Το κείμενο, σωστά κατά τη γνώμη μου για τη συγκεκριμένη παράσταση, έχει συντομευτεί. Οι αναφορές σε ποιητές των οποίων το έργο προσωπικά δε γνωρίζω, δεν με απασχόλησε ως πρόβλημα. Μου αρκεί η σχέση που περιγράφεται με τον καθένα ή/και με την ποίησή του, και το πρόσωπο που εγώ τους έχω δώσει διαβάζοντας το έργο. Όσο για αναφορές, ας πούμε, σε έναν συγκεκριμένο στίχο ή φράση κάποιου λογοτέχνη, κάποιες έχουν εντοπιστεί, άλλες πιθανότατα όχι, και επίσης πιθανότατα έχω προσδώσει την ιδιότητα αυτή σε φράσεις που ίσως ανήκουν στον ίδιο τον Μπολάνιο… Όπως και με τη Δουλτσινέα του Δον Κιχώτη, είναι η ωραιότερη γυναίκα της γης και μικρή σημασία έχει αν υπάρχει ή όχι στ’ αλήθεια.
Με τον ίδιο τρόπο, πέρα από τη συγκίνηση που μου προκαλεί η ιστορία της και μια γνήσια περιέργεια, δε με απασχόλησε ιδιαίτερα το πραγματικό πρόσωπο στο οποίο ο Μπολάνιο βασίζει την ηρωίδα του. Από τη στιγμή που της δίνει ένα άλλο όνομα, πιστεύω ότι είναι καλύτερα κανείς να δει το πρόσωπο που αυτός έχει πλάσει. Η Μάγδα, από την άλλη, ξέρω ότι έκανε μια πολύ πιο ενδελεχή λογοτεχνική και αρχειακή έρευνα και με τη δική της διαδρομή επέλεξε τι θα ενσωματώσει και τι όχι στο κείμενο.
Όπως πάντα, στο κείμενό του ο Μπολάνιο επιστρέφει σε προσφιλείς θεματικές του, όπως το πραξικόπημα κατά Αλιέντε το 1973, η διάψευση του διεθνούς κινήματος του ’68 –ακόμη και την μετανάστευση ψαύει μέσα από την προσωπική διαδρομή της Αουξίλιο από την Ουρουγουάη στο Μεξικό. Εσείς, ποια κεφαλαιώδη ζητήματα ξεχωρίσατε διαβάζοντας το βιβλίο;
Σε αντίθεση με εσάς που εστιάζετε περισσότερο σε κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα –αλλά και χωρίς να θέλω να ισχυριστώ ότι δε με κινεί βαθιά το πραγματικό πλαίσιο του έργου– το βιβλίο μού φώτισε κάποιες πιο «υπαρξιακές» θεματικές.
Με απασχόλησε ο τρόπος που ο Μπολάνιο σχεδιάζει την ηρωίδα του μέσα από την έννοια της ταξιδιώτισσας και της γυναίκας. Το βλέμμα του πάνω της, στενός φίλος ο ίδιος με την πραγματική «Αουξίλιο». Με απασχόλησε γενικά η παρουσία του ίδιου του Μπολάνιο στην αφήγηση, όπως μπορεί κανείς να την διακρίνει κάτω από τις λέξεις ιδιαίτερα στην αρχή και στο τέλος του κειμένου. Γιατί είναι μια λειτουργία που με γοητεύει και ανοίγει παράθυρα για την παρουσία του ίδιου του ηθοποιού μέσα στο έργο.
Με απασχόλησε επίσης έντονα η έννοια του προορισμού και της μοίρας και της τυχαιότητας. Η έννοια της αντίστασης ως αντοχής να μη σταματήσεις… Πάρα πολύ η νεότητα, η φιλία, το μαζί, –αλλά όχι το μαζί δυο ανθρώπων, το συλλογικό μαζί. Αυτό που μετατρέπει στην λεγεώνα της τελικής σκηνής «τα υποσιτισμένα και τα καλοταϊσμένα παιδιά που είχαν τα πάντα και αυτά που δεν είχαν τίποτα», το μαζί που δεν πολτοποιεί αλλά επιτρέπει να ξεχωρίζεις ένα-ένα τα πρόσωπα.
Και ποια, τελικώς, ζητήματα κράτησε κι αναδεικνύει η παράσταση που ετοιμάσατε;
Αυτό δεν είμαι σε θέση να σας το απαντήσω με βεβαιότητα. Και σίγουρα ο κάθε θεατής «διαβάζει» το έργο μέσα από την προσωπική του ματιά. Μπορώ, όμως, να πω με χαμόγελο πως η παράσταση που ακόμα ετοιμάζουμε, εδώ και πολύ καιρό και με πολλές διακοπές και αναβολές λόγω καραντίνας κλπ, σίγουρα ως διαδικασία αναδεικνύει την αντοχή να μη σταματάς!
Τι συναισθήματα τρέφετε για την Αουξίλιο; Συναντιούνται κάπου, οπουδήποτε, οι ψυχοσυνθέσεις σας; Την αγαπάτε, ας πούμε, εσείς την ποίηση;
Η Αουξίλιο είναι μια γαμάτη τύπισσα, που μπορεί να περιαυτολογεί ούσα ο πιο ταπεινός άνθρωπος επί γης. Που μπορεί να υποφέρει και να αυτοσαρκάζεται ταυτόχρονα. Που αντί να κάνει κορώνα στο κεφάλι της το δράμα της, το κατάπιε σταγόνα-σταγόνα, μέχρι να μπορέσει να έρθει και να μας δώσει ένα απόσταγμα που μπορεί να γίνει το φυλαχτό μας. Κουβαλάει μια ζωή αιώνων και φανερώνεται μέσα από μια ιστορία γεμάτη τανκς, στρατό, αστυνομία και αίμα για να μας μεταφέρει ουσιαστικά ότι μόνο η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο. Η ποίηση, η ομορφιά των παιδιών που βουτάνε στην άβυσσο τραγουδώντας ένα τραγούδι πολέμου και αγάπης. Είναι τουλάχιστον φίλη μου.
Αναρωτιόμουν, οι τρέχουσες σπουδές σας στην Κοινωνική Ανθρωπολογία σάς δίνουν ένα εργαλείο παραπάνω στην κατανόηση και απόδοση των θεατρικών χαρακτήρων;
Όχι. Αυτό το δίνουν μόνο τα χρόνια που περνούν, με την έννοια μιας εμπειρίας (ζωής και δουλειάς) που λίγο-λίγο συσσωρεύεται. Μου δίνουν, όμως, ένα εργαλείο παραπάνω στην κατανόηση του κόσμου που με περιβάλλει, κάνουν την ζωή μου πολύ πιο ενδιαφέρουσα, και μου δίνουν την δύναμη να συνεχίζω να κάνω την δουλειά μου μέσα σε ένα πολύ ζοφερό πια θεατρικό τοπίο.
Το βιβλίο τελειώνει με την φράση «Και αυτό το τραγούδι είναι το φυλαχτό μας». Αν έπρεπε να δέσουμε σε μια κλωστή σαν φυλαχτό κάτι από όλα αυτά τα ασύλληπτα που ζούμε την τελευταία κορονόπληκτη διετία, τι θα επιλέγατε; Μάθαμε κάτι;
Ό,τι έμαθε ο καθείς το έμαθε με «ατομική του ευθύνη»… Δεν νομίζω ότι μάθαμε κάτι συλλογικά. Αλλά είναι και νωρίς για κάτι τέτοιο, οι άνθρωποι συνήθως ωριμάζουμε καιρό μετά τα γεγονότα, και μάλλον όταν ο αντίκτυπός τους έχει κοπάσει. Ίσως θα έχει ενδιαφέρον να μάθουμε κάτι για τον φόβο, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Και για το ποιες είναι πραγματικά οι προτεραιότητές μας ή ποιος τις επιλέγει για μας.
Αν δεν κάνω λάθος, πρόκειται για την πρώτη σκηνοθεσία που υπογράφει μονάχη της η Μάγδα Κόρπη. Πώς συνεργαστήκατε;
Δεν κάνετε λάθος. Η Μάγδα είναι ένας άνθρωπος ταλαντούχος και καλός και, όπως όλοι ξέρουμε, ο συνδυασμός δεν είναι αυτονόητος. Το έργο την αφορά βαθιά κι αυτό επίσης δεν είναι αυτονόητο. Έκανε μια εξαιρετικά σοβαρή δουλειά με το κείμενο και, παρόλο που ως τότε δεν είχε επιχειρήσει να αναλάβει η ίδια μια σκηνοθεσία, ήταν αυτονόητο ότι η «μισή σκηνοθεσία» είχε ήδη γίνει. Το όραμά της για την παράσταση ήταν ήδη παρόν στο κείμενο που έφτιαξε. Και το όραμα κάποιου δεν ανατίθεται σε κάποιον άλλο για να το υλοποιήσει. Για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί είναι πρακτικά αδύνατο να μεταφερθεί.
Χαίρομαι πολύ που τόλμησε αυτό το εγχείρημα. Το τόλμησε δε αναλαμβάνοντας όλα τα βάρη, και αυτά της παραγωγής, πράγμα αξιοθαύμαστο. Επέλεξε, μηδενός εξαιρουμένου, εξαιρετικούς συνεργάτες. Και δεν ξέρω αν η αγνότητα των προθέσεων είναι θέμα δικής της επιλογής ή είναι απλά κάτι μεταδοτικό, πάντως όλοι κινηθήκαμε μέσα από μια ειλικρινή πρόθεση να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας και προς τα έξω την υπόσταση αυτού του εξαιρετικού κειμένου του Μπολάνιο. Αυτή η καθαρότητα στην πρόθεση, ξέρετε, δημιουργεί ένα έδαφος όπου μπορούν να υπάρξουν δημιουργικές διαφωνίες, ένα έδαφος ικανό να απορροφήσει διάφορες αντιξοότητες –και δε συναντήσαμε λίγες.
Όταν κάποιος κάνει κάτι για πρώτη φορά, τα πάντα γύρω από αυτό αποκτούν μια διάσταση ζητήματος ζωής και θανάτου. Και καθώς εγώ απέχω πια αρκετά από αυτή την αίσθηση για το θέατρο –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποιες φορές δε χάνω τον ύπνο μου με κάποιο πρόβλημα–, νομίζω ότι η συνύπαρξή μας με την Μάγδα όλο αυτό το διάστημα είχε τελικά μια χρυσή ισορροπία. Καθώς είμαι σίγουρη ότι συχνά πολλαπλασίασα το άγχος της με τη ζεν στάση μου ότι «όλα θα γίνουν όταν έρθει η στιγμή τους, και αν δεν έρθει δεν πειράζει», είναι μια ευκαιρία και από εδώ να την ευχαριστήσω για τον τρόπο που κατάφερνε να τιθασεύει την αγωνία της.
Η ίδια πρωτίστως, αλλά και η Όλγα Σπυράκη που έκανε την κίνηση, η βοηθός σκηνοθέτη Μαρία Φασουλή, και ο μουσικός μας, ο Παύλος Παυλίδης (αναφέρω απλά τους συντελεστές με τους οποίους είχαμε την πιο καθημερινή συνεργασία), κατάφεραν να στηρίξουν το όλο εγχείρημα σε, το ξαναλέω, δύσκολες συνθήκες. Το αποτέλεσμα είναι η ανάγνωση όλων μας πάνω σ’ ένα κείμενο που αγαπήσαμε. Και αυτό το χρωστάμε στην Μάγδα που μας το σύστησε μέσα από τα μάτια της.
Συντελεστές παράστασης
Κείμενο: Ρομπέρτο Μπολάνιο | Μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος | Δραματουργική επεξεργασία, σκηνοθεσία: Μάγδα Κόρπη | Μουσική: Παύλος Παυλίδης | Κοστούμι, σκηνικός χώρος: Γιωργίνα Γερμανού | Φωτισμοί: Λάμπρος Παπούλιας | Επιμέλεια κίνησης: Όλγα Σπυράκη | Ερμηνεία: Αγγελική Παπαθεμελή
► Πληροφορίες: Θέατρο Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής (Κυκλάδων 11, Κυψέλη, 210-8217877), Δευτέρες και Τρίτες στις 21:00 από 22 Νοεμβρίου. Διάρκεια 70′, εισιτήριο 12€ (μειωμένο 10€), προπώληση εδώ.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις