Αντρέας Μαντάς: “Για μένα είναι ο Παζολίνι είναι ο απόλυτος Ευρωπαίος μπίτνικ”

Διαβάζεται σε 8'
Ο Ανδρέας Μαντάς
Ο Ανδρέας Μαντάς Κωστής Χριστοδούλου

Μια συγκλονιστική Λουκία Μιχαλοπούλου σε ένα συγκλονιστικό κείμενο που αφορά του μεγάλου Παζολίνι τον θάνατο – ίσως και τη ζωή – δεν μπορεί παρά να σε κινητοποιήσει για το… από πίσω. Το «Οστια – αυτό είναι το σώμα μου» είναι ένα θεατρικό ποιητικό θαύμα.

Πώς έγραψε ο Αντρέας Μαντάς αυτό το εκπληκτικό ποιητικό κείμενο; Τι κρύβεται πίσω από τις μεταμορφώσεις της πρωταγωνίστριας που σε καθηλώνουν και κάνουν την καρδιά να χτυπά πρωτόγνωρα. Αφήνουμε τις εικασίες και τον ρωτάμε. Και μας απαντά με τον πιο ποιητικό τρόπο. Θα του πω δημόσια – κατ’ ιδίαν δεν το πρόλαβα – πως οι απαντήσεις του θα είναι σαν φυλαχτό στην «εγκυκλοπαίδεια» της ζωής μου.

Υπάρχουν φράσεις αυτής της συνέντευξης που τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω όπως κάνω με των σπουδαίων αγαπημένων συγγραφέων τα δημιουργήματα. Όχι μόνο για να εξηγήσω κάτι, αλλά να, για να νιώσω ξανά αυτή την ευφορία που νιώθεις όταν κάτι σε ξεπερνάει. Τόσο απλά.

Πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα για κάτι τόσο εξειδικευμένο;

Σ’ ένα ταξίδι, έγραψα στο τετράδιό μου κάπου κοντά στη λίμνη Λουγκάνο – ο θάνατος μας παραμονεύει παντού, αλλά δεν υπάρχει το τέλος. Η ποίηση λειτουργεί στον κενό χώρο. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι ίσως να μπορέσω να γράψω κάτι σε σχέση με τον «επισκέπτη», έχοντας στο μυαλό μου το «Θεώρημα» (του), την αγαπημένη μου ταινία και βιβλίο.

Μια σειρά από γεγονότα με οδήγησαν στο να συναντηθώ πρόσωπο με πρόσωπο με μια χελώνα στην Όστια, στον τόπο της δολοφονίας του. Αυτή η εικόνα της Βιβλικής χελώνας που αργά και στωικά έσερνε τη μοίρα της μ’ έκανε να νιώσω όπως όταν ανοίγουμε την πόρτα του δωματίου, έχοντας την αίσθηση ότι παραβιάζουμε όλη τη ζωή μας που έμεινε εκεί σκόρπια. Μήπως η χελώνα ήταν ο ίδιος ο Παζολίνι; Να ήταν άραγε κρυμμένη στο διπλανό θάμνο την ώρα του φονικού;

Έτσι γίνεται. Άνθρωποι, ζώα και γεγονότα έρχονται και φωτίζουν τις καταπακτές μας. Και γίνονται φως. Και τότε χάνουμε τη γη. Κλείνοντας τα μάτια μου, στην ‘Οστια, ήρθε η εικόνα σαν όραμα – η Σουζάνα, η μάνα του Παζολίνι, ως άλλη Παναγία κοιμίζει τον Χριστό – Πιερ Πάολο στην κούνια.

Ο Ανδρέας Μαντάς
Ο Ανδρέας Μαντάς Κωστής Χριστοδούλου

Εσείς, προσωπικά, μετά την τόση έρευνα που κάνατε, πώς θα περιγράφατε -με δυο λόγια ασφαλώς- τον Παζολίνι ή έστω κάποιες πλευρές της προσωπικότητά του;

Οι Έλληνες μαρτυράμε τα μυστικά μας. Οι Ιταλοί όχι. Η πρώτη μου επαφή με την Ιταλία ήταν μέσα από τις ταινίες του Πέτρι, του Ρόσι, του Ντε Σίκα, του Πιετραντζέλι, του Βισκόντι και αργότερα του Φελίνι, του Αντονιόνι, του Μπερτολούτσι και του Παζολίνι. Τον τελευταίο τον φοβόμουν γιατί με το έργο του ένιωθα σαν να μου ζητούσε να καταφύγω στην Αίτνα. Να έρθω κατευθείαν αντιμέτωπος με το χώμα, με τη ρίζα, με τον χρόνο. Ήταν ο Κύριος Βροχή. Ένα άντρας που παρέμεινε ποιητής 20 χρονών.

Ένα αγόρι με μια μαύρη τρύπα στο κέντρο του. Για μένα είναι ο απόλυτος Ευρωπαίος μπίτνικ. Τώρα τον νιώθω σαν τον Πιερπάολο, τον μακρινό θείο που θα μου μιλήσει για ποίηση και θα παίξουμε ποδόσφαιρο στην εκκλησία ενός χωριού. Ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένας Μαρξιστής με Χριστιανικές μνήμες.

Ένα ποιητικό κείμενο εκφράζει περισσότερο τον ψυχισμό του συγγραφέα του, παρά κατ’ ανάγκη έναν ρεαλιστικό κόσμο. Εσείς στηριχθήκατε πάνω σε ρεαλιστικά στοιχεία ταινιών του Παζολίνι δημιουργώντας ένα κείμενο που συγκινεί έντονα αλλά δεν γίνεται απαραιτήτως κατανοητό. Σας απασχολεί η κατανόηση του έργου;

Σας ευχαριστώ που μου κάνετε αυτή την ερώτηση. Στην πραγματικότητα δεν στηρίχθηκα σε ρεαλιστικά στοιχεία ταινιών του – πήρα πέντε κινηματογραφικές ηρωίδες του και το κείμενο που γράφτηκε είναι μια ωδή στη γυναίκα. Στη μάνα, την αδερφή, τη σύντροφο και στο επίκεντρο ένας χαμένος γιός. Ο Παζολίνι. Φυσικά μέσα σε αυτό υπάρχω και εγώ, εσείς, ένας Πατέρας, ο καθένας μας.

Είναι η ιστορία της αιωνιότητας. Η μεγάλη μήτρα. Δυστυχώς, η ίδια η ζωή έχει αντικαταστήσει την τέχνη. Το βλέπουμε παντού. Θα το πω με τον απόλυτο σεβασμό που έχω στο κοινό που βλέπει παραστάσεις – και βάζω και τον εαυτό μου μέσα – θέλουμε μασημένη τροφή. Δεν έχουμε μάθει ν’ ακούμε με τα μάτια και να βλέπουμε με τ’ αυτιά. Η ποίηση δεν είναι ποτέ μελαγχολική και το θέατρο είναι το παράπονο της ζωής.

Η Λουκία Μιχαλοπούλου

Έγραψα ένα κείμενο – κάθε φορά που γράφει κάποιος βλέπει την κηδεία του και αναρωτιέται τι είναι αυτή η μουσική που χάνεται και ξεμακραίνει. Θα σας πω μια ιστορία. 1995. Ο Οδυσσέας Ελύτης κάθεται σ’ ένα βράχο και εξηγεί σε εμένα και σ’ ένα συμμαθητή μου το ότι αυτό που μας είπε η δασκάλα -πρώτη δημοτικού τότε- για ένα συγκεκριμένο ποίημά του, από αυτά που ήταν στα ανθολόγια, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Είχα κάνει κάτι σημειώσεις πάνω στο χαρτί, σχετικά με αυτά που μας είχε πει η δασκάλα και το έδειξα στον ποιητή. Εκείνος χαμογέλασε και είπε «δεν το έγραψα γι’ αυτό τον λόγο… αλλά δεν πειράζει».

Αυτό εμένα μου έμεινε. Αυτό το «αλλά δεν πειράζει». Δηλαδή ότι η ποίηση μπορεί να μεταφραστεί και να ερμηνευτεί από οποιονδήποτε όπως εκείνος θέλει. Είναι ανοιχτή η ποίηση. Βλέποντας μετά τον Ελύτη να αλλάζει βλέμμα, να μας χαιρετάει και να κατευθύνεται σε αυτόν τον ανοιχτό και καθαρό ορίζοντα, ήταν αυτή η εικόνα που με έφερε στην ποίηση.

Ήταν μια πυρογραφία, μια θαλασσογραφία στο χέρι μου. Αν και δεν είμαι Χριστιανός – πιστεύω ότι ο καθένας μας κουβαλάει το σταυρό του – αυτή η παράσταση είναι μια δοξολογία. Και στη λειτουργία δεν τα καταλαβαίνεις όλα αλλά κάθε ψαλμωδία γίνεται καμπύλη, σαν τα ραβδιά που κρατούν οι χωρικοί, οι ζητιάνοι, οι ταξιδιώτες, οι παιδαγωγοί. Μην ξεχνάτε ότι το κοινό το φτιάχνουμε εμείς.

Πιστεύετε πως χρειαζόταν, εκτός από μία καλή ηθοποιό για τον ρόλο αυτό, και μια ιδιαίτερη προσωπικότητα ή ψυχοσύνθεση;

Υπάρχουν ηθοποιοί και ηθοποιοί. Υπάρχουν και οι ηθοποιοί που παίζουν με το νευρικό τους σύστημα με τέτοιο τρόπο που είναι σα να βλέπεις μέσα από κλειδαρότρυπα την ανάσα του νεκρού. Αυτό που κάνει η Λουκία το έχω δει από τον Χρίστο Τσάγκα στην Σονάτα του Σεληνόφωτος και στον Αίαντα του Ρίτσου, το έχω δει να το κάνει ο Βογιατζής στο Θερμοκήπιο του Πίντερ, το έχω δει απ’ τον Μισέλ Πικολί, τη Νίκη Τριανταφυλλίδη, την Ρούλα Πατεράκη και την Λυδία Φωτοπούλου. Η Λουκία δεν παίζει και αυτό είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που είπαμε. Δεν είναι μονόλογος. Είναι η κινούμενη ανάσα της χελώνας.

Όταν τελειώνει κάθε παράσταση αιωρούνται μέσα μου τα τελευταία λόγια από τη «Μαργαρίτα Περδικάρη» του Χατζή που είναι:
Πίσω από τις μεγάλες κορφές της Πίνδου ανεβαίνει ο ήλιος. Ξημερώνει σε λίγο. Ο Νικόλας και η Αγγελικούλα, ο καινούργιος κόσμος! Σε σας γυρίζει η τελευταία σκέψη όσο κρατάει μέσα στ’ ανοιγμένο κρανίο ο τελευταίος σπασμός της ζωής

– Φκιάξτε τον, έναν καλύτερο κόσμο!… Η Μαργαρίτα ψιθυρίζει…Ο Νικόλας και η Αγγελικούλα ήμαστε εμείς.

Θα μας πείτε δυο λόγια για τη σχέση του Παζολίνι με την κάθε γυναίκα που επιλέξατε;

Στις καλειδοσκοπικές τους πορείες αυτές οι γυναίκες μετέφεραν λιοντάρια και βουνά, κλαμένη αγάπη, τη στάχτη της ηδονής, απατηλή ελπίδα, ατέρμονη. Το όνειρο. Αυτήν την πρόγευση θανάτου. Ουσιαστικά και οι πέντε είναι το ίδιο πρόσωπο. Η μοίρα για τον Παζολίνι λειτουργούσε όπως περίπου και στην Αρχαία τραγωδία – Φραγμός στη βούληση. Ορίστε δυο λόγια για την καθεμία – με την σειρά που εμφανίζονται στην παράσταση.

Μαρία – Η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της μέρας
Μάμα Ρόμα – Η έντιμη πόρνη με τα μεγάλα όνειρα
Ιοκάστη / Οιδίποδας – Ένας νεκρός που δεν έζησε ποτέ
Εμίλια – Ο σπόρος του καινούργιου κόσμου
Μήδεια – Ένα δοκίμιο πάνω στην ουσία της ιστορίας του πολιτισμού

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα