Είδαμε τα “Φτηνά Τσιγάρα” σε μιούζικαλ- Όταν μία ταινία “παίρνει” το αίμα της πίσω ετεροχρονισμένα
Είδαμε την παράσταση που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Ρήγος στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
- 09 Μαρτίου 2022 21:07
Γυρισμένη μέσα σε εικοσιτρείς μέρες του Αυγούστου του 1999 με φόντο την ερημική Αθήνα, η δεύτερη κινηματογραφική ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη, “Φτηνά Τσιγάρα”, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2000. Κατόπιν προβλήθηκε σε άδειες αίθουσες και οι κριτικές που απέσπασε ήταν από κακές έως κάκιστες. Αρκετά χρόνια μετά την παταγώδη εμπορική αποτυχία της ταινίας, τα “Φτηνά Τσιγάρα” άρχισαν να αποκτούν φανατικούς θιασώτες. Υπήρχαν παρέες νέων που νοίκιαζαν την ταινία και την έβλεπαν και την ξανάβλεπαν επαναλαμβάνοντας τις ατάκες της και μετά, με την εξάπλωση πια του διαδικτύου, την έβλεπαν στο youtube στο repeat. Σήμερα η ταινία μετρά εκατομμύρια θεάσεις στο διαδίκτυο, ενώ κάθε προβολή της στα θερινά σινεμά προκαλεί το αδιαχώρητο.
Προσωπικά κοιτούσα όλο αυτό το φαινόμενο της ταινίας αυτής με τρομερα μεγάλη απορία. Ίσως γιατί ανήκω στην πλειοψηφία του κοινού που την είδα στον κινηματογράφο όταν πρωτοβγήκε και δε μου άρεσε καθόλου. Θεώρησα πως δεν έχει σενάριο, αδυνατούσα να γελάσω με τα αστεία της, να ταυτιστώ με κάποιον από τους ήρωές της.
Την ξαναείδα είκοσι δύο χρόνια μετά την πρώτη προβολή της σε μορφή μιούζικαλ στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Με ιντρίγκαρε το πώς θα μπορούσε αυτή η “κακή” ταινία να μεταμορφωθεί σε μία “ρομαντική οπερέτα” με 34 σκηνές και 19 τραγούδια, αλλά και οι συντελεστές της: ο Κωνσταντίνος Ρήγος που ανέλαβε τη σκηνοθεσία της, ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος στη μουσική και οι Πέτρος Βουνισέας, Μιχάλης Γκανάς και Ελένη Ζιώγα που υπογράφουν μαζί του τους στίχους των τραγουδιών.
Και τελικά ένιωσα πως η ταινία αυτή να πήρε το αίμα της πίσω ετεροχρονισμένα μέσα μου. Γιατί είδα μία παράσταση που κράτησε ακέραιο τον καλλιτεχνικό πυρήνα της βάζοντάς του ένα πιο σύγχρονο ποπ περιτύλιγμα. Και άκουσα πάλι τις εμβληματικές της ατάκες –ακόμη και τραγουδιστά- και μου άρεσαν, γιατί είχαν ένα άλλο -νοσταλγικό- άρωμα και μία διαφορετική συνομιλία με το σήμερα. Και μετα την παράσταση έβαλα και ξαναείδα την ταινία στο youtube και “κόλλησα”.
Η σκηνοθετική οπτική του Κωνσταντίνου Ρήγου ανέδειξε στο έπακρο τη θεατρικότητα της ταινίας, χαρίζοντάς μας μία παράσταση με ρυθμό, εξαιρετική κίνηση, ωραίες εναλλαγές ανάμεσα στη νουάρ και την ποπ αισθητική και το βασικότερο σωστη αναλογία πρόζας και τραγουδιών. Σε συνεργασία με τη Μαίρη Τσαγκάρη δημιούργησε ένα πολύ έξυπνο σύγχρονο εικαστικό σύμπαν που έμοιαζε με πολυμορφικό, παραισθησιογόνο lounge μέσα στο οποίο χώρεσαν όλα. Πίσω δεξιά η μπάντα που έπαιζε ζωντανά μουσική, μπροστά της τα εμβληματικά καρτοτηλέφωνα της δεκαετίας του ‘90 που λίγο πριν την έλευση της κινητής τηλεφωνίας γνώρισαν μεγάλες “δόξες”. Πολύχρωμοι καναπέδες, πολυθρόνες, τραπέζια και στο κέντρο της σκηνής “χωμένο” ένα λευκό πιλοτήριο στο οποίο βρισκόταν ο Ρένος Χαραλαμπίδης. Από εκεί ντυμένος στα λευκά, σαν να έχει φτάσει στις πύλες του παραδείσου, μας εξιστόρησε εν είδει φλας μπακ μέσα από τις αναμνήσεις του στιγμές των ηρώων της ταινίας. Ηρώων που ερωτεύονται, βρίζουν, φιλοσοφούν, διεκδικούν τον ρομαντισμό και ικανοποιούνται με τα ελάχιστα, καπνίζοντας πάντα φτηνά τσιγάρα. Μόνο που τώρα πια δεν καπνίζουν στην πραγματικότητα, τα κρατούν όλοι στα χέρια τους σβησμένα από τον χρόνο…
Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου: στιγμές (στίχοι από την παράσταση).
Ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλλη και ενταγμένα στη φιλοσοφία της παράστασης τα κοστούμια του σχεδιαστή μόδας Απόστολου Μητρόπουλου που σε πλήρη αρμονία με τις ταπετσαρίες των επίπλων.
Ο συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος πρόσθεσε 16 νέα τραγούδια στην αρχική παρτιτούρα της ταινίας και αυτό είναι το στοιχείο που απογείωσε τη θεατρική της μεταφορά. Τα τραγούδια συμπυκνώνουν ευφυώς μέσα τους όλη τη θεματολογία και τις εμβληματικές φράσεις της ταινίας και “απενοχοποιούν” τη νεοελληνική βωμολοχία, από το “Γαμιέστε” μέχρι τη “Μουνάρα” και το “Δε θέλω να γαμήσω, θέλω να ηρεμήσω”. Ο συγγραφέας Πέτρος Βουνισέας ανέλαβε ένα μεγάλο στοίχημα υπογράφοντας το λιμπρέτο του νέου αυτού μιούζικαλ. Στη διασκευή του, οι ατάκες και οι αυθεντικοί χαρακτήρες της ταινίας έχουν μείνει ανέπαφοι και “αγκαλιάζουν” όμορφα τα τραγούδια αποτελώντας ένα αδιάρρηκτο σώμα που συνομιλεί εξαιρετικά εποικοδομητικά με το σήμερα.
Τους ρόλους και τα τραγούδια ερμηνεύει ένα πολυσυλλεκτικό καστ ηθοποιών-τραγουδιστών (Τάκης Βαμβακίδης, Αθηνά Βρούβα, Πάρις Θωμόπουλος, Idra Kayne, Σοφία Κουρτίδου, Θάνος Λέκκας, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Δημήτρης Ναλμπάντης, Χριστίνα Στεφανίδη, Ίαν Στρατής και Ρένος Χαραλαμπίδης) και το αποτέλεσμα είναι πολύ ικανοποιητικό. Να σημειωθεί εδώ πως όλοι τους ήταν εξαντλητικά δουλεμένοι στην κινησιολογία.
Ο κεντρικός χαρακτήρας (που ενσάρκωνε ο Χαραλαμπίδης στην πρωτότυπη ταινία) μοιράζεται εδώ ανάμεσα στον παροντικό και τον παρελθοντικό εαυτό του, ρίχνοντας ένα βλέμμα νοσταλγικό αλλά και κριτικό στην καθοριστική, για τον ήρωα και για την πόλη, μετάβαση τόσο από τη νωχελική μετεφηβεία στην ωριμότητα όσο και από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης κρατά το παρελθόν και ο Θάνος Λέκκας το παρόν (εύστοχη η ασπρόμαυρη αντίθεσή τους). Ο πρώτος (Ρ. Χαραλαμπίδης) έχει ουκ ολίγες φορές αποδείξει την υποκριτική του στιβαρότητα, ο δεύτερος (Θ. Λέκκας) εντυπωσιάζει με σκηνική του άνεση και γοητεία.
Αυτός ωστόσο που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι ο σαρωτικός Κωνσταντίνος Μπιμπής, που για άλλη μια φορά αποδεικνύει το ανεξάντλητο ταλέντο του και στην πρόζα και στο τραγούδι, αλλά και στις υποκριτικές του μεταλλάξεις. Εξίσου απολαυστικοί ήταν η Σοφία Κουρτίδου και ο Πάρις Θωμόπουλος, καθώς κατάφεραν να ισορροπήσουν στις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων τους με απόλυτη πειστικότητα. Πολύ ενδιαφέρον το δίδυμο των Τάσου Βαμβακίδη και Δημήτρη Ναλμπάντη και ερμηνεία έκπληξη αυτή του Ίαν Στρατή (με αποκορύφωμα το τελικό του τραγούδι). Μοναδική παραφωνία η ερμηνεία της Χριστίνας Στεφανίδη που δεν κατάφερε να ενταχθεί στο υποκριτικό καστ και δεν μας έπεισε ούτε στην πρόζα ούτε στο τραγούδι (εδώ μας έλειψε η φρέσκια και ανόθευτη ερμηνεία της Μαρίας Παπαχαραλάμπους).
Η εξαμελής ορχήστρα (Σταύρος Λάντσιας /πιάνο, Ανδρέας Πολυζωγόπουλος /τρομπέτα, Χρήστος Ραφαηλίδης/ βιμπράφωνο, Γιώργος Παλαμιώτης/ ηλεκτρικό μπάσο, Θανάσης Τσακιράκης- Χρήστος Βίγκος/ ντραμς, κρουστά, Παναγιώτης Καλαντζόπουλος /κιθάρες, γιουκαλίλι) απέδωσε με ξεχωριστή δεξιοτεχνία τη μουσική της παράστασης.
Συμπέρασμα: Μία εξαιρετικά κεφάτη και υψηλών προδιαγραφών παράσταση και ένα καθόλα άρτιο νεοελληνικό μιούζικαλ που -επιτέλους- βάζει λίγο πιο ψηλά τον πήχη του είδους στην Ελλάδα.