Είδαμε την “Αντιγόνη” με την Έλλη Τρίγγου και τον Βασίλη Μπισμπίκη – Το χαμένο στοίχημα του καλοκαιριού
Είδαμε την πολυσυζητημένη παράσταση που σκηνοθετεί ο Τσεζάρις Γκραουζίνις με πρωταγωνιστές τον Βασίλη Μπισμπίκη και την Έλλη Τρίγγου και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
- 06 Αυγούστου 2022 07:41
Το να σκηνοθετήσει κάποιος την τραγωδία της Αντιγόνης δεν είναι εύκολο, γιατί είναι μία από τις πιο πολυπαιγμένες τραγωδίες και γιατί η πλειοψηφια του ελληνικού κοινού τη γνωρίζει πολύ καλά, καθώς την έχει διδαχθεί στο σχολείο. Όλοι ξέρουν τη διαλεκτική που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Αντιγόνη και τον Κρέοντα, αλλά και το τι πρεσβεύει και συμβολίζει ο καθένας.
Ο Τσεζάρις Γκραουζίνις είναι ένας ιδιαίτερα αγαπητός σκηνοθέτης στην Ελλάδα. Με τον ιδιαίτερο “Οιδίποδα” που παρουσίασε το 2012 (Οιδίποδας ο Αιμίλιος Χειλάκης, Ιοκάστη ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) έδειξε την ανατρεπτική του σκέψη, ενώ αργότερα, το 2016, οι “7 Επί Θήβας” που παρουσιάστηκαν επί δύο συναπτές χρονιές στην Επίδαυρο είχαν ενθουσιάσει – και όχι άδικα- το κοινό. Ο Λιθουανός σκηνοθέτης έδωσε τα καλύτερα διαπιστευτήρια με εκείνη την προσέγγιση και απέδειξε πως μπορεί, και μάλιστα καλά, να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες του αρχαίου δράματος.
Τώρα καταπιάνεται με τη συνέχεια του Μύθου των Λαβδακιδών και αναμετριέται με το ηθικό μεγαλείο της Αντιγόνης, μίας ηρωίδας που τόλμησε να υψώσει το ανάστημά της απέναντι και στους κοσμικούς νόμους, αλλά και στον κυρίαρχο ανδρικό λόγο του Κρέοντα.
Μία γιορτή επανάστασης και συντριβής
Την επόμενη μέρα του Εμφυλίου πολέμου στη Θήβα, οι μέχρι χθες προστάτες της πόλης γιορτάζουν τη νίκη τους, προσπαθώντας να σβήσουν από τη μνήμη τους τις μέρες της ανασφάλειας και της δυστυχίας. Τα δύο αδέλφια Πολυνείκης και Ετεοκλής, που είχαν συμφωνήσει να βασιλέψουν διαδοχικά ανά ένα χρόνο την πόλη, είναι νεκρά από χέρι “αυτάδελφον”.
Ο νέος ηγεμόνας, ο Κρέοντας, γιορτάζει με στόχο να εδραιώσει την εξουσία του, εκφοβίζοντας τους συμπολίτες του με απειλές. Ο Πολυνείκης πρέπει να μείνει άταφος έξω από τα τείχη της πόλης. Είναι ο προδότης. Ο Ετεοκλής αντιθέτως, θα ταφεί με όλες τις τιμές. ”Γιορτάζει” και η νεαρή Αντιγόνη, αλλά μια γιορτή ανυπακοής, που τη φωτίζει ο ενθουσιασμός της αντίστασης στον πολιτικό πραγματισμό της τυραννίας. Και πηγαίνοντας ενάντια στους κοσμικούς νόμους επιλέγει να αντισταθεί και να τιμήσει τον αδελφό της με ταφή. Οι συνέπειες δε θα αργήσουν να έρθουν και θα είναι καταστροφικές για όλους.
Η ζυγαριά έχει γείρει εξ αρχής
Ο Γκραουζίνις για το εγχείρημά του αυτό επιλέγει ένα στιβαρό υποκριτικό καστ που το κοινό γνωρίζει καλά από τις τηλεοπτικές σειρές και η επιτυχία μοιάζει σχεδόν σίγουρη. Ωστόσο τι έφταιξε και το αποτέλεσμα δεν ήταν αναμενόμενο;
Καταρχάς, ο Λιθουανός σκηνοθέτης στήνει μια σύγχρονη μεταφορά της σοφόκλειας αντιπολεμικής τραγωδίας έχοντας από την πρώτη στιγμή επιλέξει στρατόπεδο. Είναι καταφανέστατα με το μέρος της Αντιγόνης. Και ναι, αυτή είναι μία οπτική και είναι απόλυτα σεβαστή. Αυτή είναι η δική του πρόταση και αυτή προσπαθεί να στηρίξει.
Αυτή του, όμως, η απόφαση στέρησε από την παράσταση αφενός μεν ένα μεγάλο κομμάτι του νοήματος του έργου και αφετέρου δε την ίδια την κορύφωση. Παρακολουθώντας κανείς τη σκηνοθετική αυτή προσέγγιση δεν αμφιταλαντεύεται ποτέ ανάμεσα στο δίκιο των δύο ηρώων. Έχει απέναντί του μία γοητευτική επαναστάτρια και έναν βροντερό φαφλατά άρχοντα που προσπαθεί να επιβάλλει την εξουσία του με κάθε τρόπο.
Μα αυτό είναι η Αντιγόνη; Αυτή είναι η τελειότερη, όπως έχει χαρακτηριστεί, τραγωδία της αρχαιότητας; Ξεκινά η τραγωδία με τη ζυγαριά να έχει ήδη γείρει; Και τότε πώς το κοινό θα βιώσει τη συντριβή του Κρέοντα και θα επέλθει η κάθαρση;
Η Αντιγόνη εκφράζει την «ηθική του κοινού αίματος», τους άγραφους και θεϊκούς νόμους, ενώ ο Κρέοντας εκφράζει το «άστυ», τους κοσμικούς και ανθρώπινους νόμους. Οι δύο ήρωες αντιδικούν με επιχειρήματα. Και στο πρόσωπό τους προβάλλεται η διττή φύση του ανθρώπου/πολίτη και η σύγκρουση μεταξύ της ηθικής και της πολιτικής αρετής. Και για την υπερβολή του Κρέοντα πολύ εύστοχα ο Albin Lesky έχει τόσο εύστοχα σημειώσει πως “γίνεται αρκετά ευδιάκριτο το πρόβλημα, αν η Πολιτεία μπορεί να θεωρεί τον εαυτό της σαν έσχατη και ανώτατη αξία, ή αν και αυτή πρέπει να σέβεται νόμους, που δεν προήλθαν από αυτήν και που ξεφεύγουν αιώνια από τη δικαιοδοσία της”.
Και αυτός ο Κρέοντας δεν είναι απλώς – όπως τον παρουσιάζει ο Γκραουζίνις- ένας κακός άνθρωπος που εν γνώσει του θέλει το άδικο. Είναι τόσο αδιέξοδα αιχμάλωτος της πίστης προς την απεριόριστη δύναμη της πολιτείας και τη δική του, που την ταυτίζει μ’ εκείνην, ώστε ο δρόμος του από την «ύβρι» στην «τίσι», την καταστροφή δηλαδή, δεν είναι μόνο ένα ηθικό παράδειγμα, αλλά κι ένα κομμάτι γνήσιας τραγικότητας.
Λόγος θολός
Ο σοφόκλειος λόγος (μετάφραση Γιώργος Μπλάνας) άλλες φορές ακούγεται καθαρά και άλλες πολύ θολά. “Δεν είναι πόλεμος για μένα η ζωή, αγάπη είναι” λέει η Αντιγόνη υπερασπιζόμενη πως ό,τι κάνει το κάνει από αγάπη για τον αδελφό της και συγκινεί. Ωστόσο, στο διάσημο χορικό για τον έρωτα ακούμε ένα τραγούδι λυρικό, σαν ερωτικό σονέτο: “Έρωτα, γλυκέ μου έρωτα” και αυτό ξενίζει σαν επιλογή.
Η μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη κάνει το τοπίο ακόμη πιο νεφελώδες. Ενώ στο πρώτο χορικό στην ορχήστρα βγήκαν βιολιά και ένα τεράστιο τύμπανο και όλα προμήνυαν πως θα δούμε κάτι ανάμεσα σε έναν βαλκάνιο χορό στα πρότυπα του Κουστουρίτσα και του Μπρέγκοβιτς και στο Ρεμπέτικο – ο χορός ήταν ντυμένος με κοστούμια που παραπέμπουν στην ταινία- τίποτα τέτοιο δε συμβαίνει. Ζωντανή μουσική ακούστηκε ελάχιστα και τον χώρο κατά διαστήματα πλημμύρισαν ηχογραφημένες κινηματογραφικές μουσικές και πιανιστικοί αρπισμοί που ουδεμία σχέση είχαν με το θέμα, αλλά και και την όψη της παράστασης.
Όλο αυτό το σκηνοθετικό συνονθύλευμα διαφορετικών πραγμάτων, μοιραία αποδυνάμωσε και την πολύ ενδιαφέρουσα σκηνογραφική πρόταση του Kenny McLellan. Πριν αρχίσει η παράσταση στη σκηνή είδαμε μία επιμήκη σανίδα που έμοιαζε με αυτοσχέδια ζυγαριά/ τραμπάλα και στη συνέχεια αυτές οι σανίδες έγιναν ένα μεγάλο γιορτινό τραπέζι στο οποίο κάθισαν ο Κρέοντας και ο χορός των γερόντων για να γλεντήσουν. Τραπέζι το οποίο διαλύεται στη συντριβή και ξαναστήνεται στο τέλος σε ένα ευφάνταστο καλέσμα νεκρών. Ωραία σαν ιδέα, αλλά και αυτή έμεινε μετέωρη στο τέλος.
Ερμηνείες και αποκλίσεις
Την ίδια στιγμή ο θίασος μοιάζει ασυντόνιστος ως προς τις ερμηνείες. Δε συνιστά ομάδα με κοινό σκοπό. Ο κάθε ηθοποιός είναι σαν να παίζει τη δική του εκδοχή της τραγωδίας με τους προσωπικούς υποκριτικούς του κώδικες. Και εδώ η σκηνοθετική ευθύνη του Γκραουζίνις είναι τεράστια. Σαν να μην κατάφερε να δαμάσει τους ηθοποιούς του, να τους μεταφέρει το δικό του όραμα. Γι΄αυτό τον λόγο υπάρχει μία τρομερή απόκλιση ερμηνειών στους δύο κεντρικούς ρόλους.
Η Έλλη Τρίγγου ως Αντιγόνη είναι η μόνη που φαίνεται πως έχει μπει στο κλίμα και δίνει μία αξιοπρόσεχτη ερμηνεία με εσωτερική δυναμική και κλιμακούμενη ένταση. Τα λόγια της φτάνουν καθαρά στα αυτιά μας καθόλη τη διάρκεια και υπάρχουν στιγμές που αισθανόμαστε το τραγικό της μεγαλείο.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης από την άλλη πλευρά δεν έπεισε σαν Κρέοντας. Η ερμηνεία του έχει την ίδια βάση με αυτές του σκληρού νεοελληνικού ρεαλισμού που τον έχουμε συνηθίσει. Εδώ, όμως, το έργο και οι κανόνες του είναι διαφορετικοί. Και οι τραγικοί ήρωες έχουν και εξωστρεφείς στιγμές, έχουν όμως και σπουδαίες στιγμές εσωτερικής έντασης, στιγμές που φλέγονται εσωτερικά χωρίς να εκρήγνυνται εξωτερικά. Γκραουζίνις και Μπισμπίκης εμμένουν σε μία αδικαιολόγητη εξωστρεφή ερμηνεία ακόμη δίνοντας στον Κρέοντα ένα ανάρμοστο φαφλατάδικο περίβλημα που δεν του αρμόζει ακόμη και στις στιγμές της τραγικής του πτώσης.
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης ήταν στιβαρός και ανταποκρίθηκε στον ρόλο του κορυφαίου του χορού, εξαιρετικός στον ρόλο του φύλακα ο Κώστας Κορωναίος, καθώς κατόρθωσε να εμποτίσει τον ήρωά του με πολλά στοιχεία, ακόμη και κωμικοτραγικά και έδωσε στην παράσταση έναν ξεχωριστό ρυθμό. Αξιοπρόσεκτος και ο νεαρός Στρατής Χατζησταματίου στον ρόλο του παθιασμένου και ορμητικού Αίμονα που πηγαίνει ενάντια στην πατρική εξουσία.
Ο Χρήστος Σαπουντζής κατάφερε με την υποκριτική του εμπειρία να διασώσει τον Τειρεσία του, ενώ η Δανάη Μιχαλάκη στον ρόλο της Ισμήνης αποδείχθηκε κατώτερη των προσδοκιών, καθώς τη χαρακτήριζε μία έντονη κινησιολογική αμηχανία και ένα αδικαιολόγητο αγχωτικό υπερπαίξιμο. Ο δε Γιώργος Παπαγεωργίου ήταν σχεδόν αόρατος σαν μέλος του χορού, ενώ σαν αγγελιαφόρος έλαμψε ελάχιστα. Πολλά ήταν τα ερωτηματικά που δημιούργησε η Μαρίνα Αργυρίδου ως Ευριδίκη, καθώς έδειχνε παράταιρη σε όλα, ενδυματολογικά και κινησιολογικά και υποκριτικά.
Συμπέρασμα
Μία θολή σκηνοθετική προσέγγιση και ένα άτακτο άθροισμα ιδεών και επιλογών που περισσότερο επέφεραν σύγχυση παρά έκαναν μία νέα πρόταση στην τραγωδία της Αντιγόνης.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις