Είδαμε την “Αυλή των Θαυμάτων” στο Μέγαρο – Όταν ο Καμπανέλλης έγινε μιούζικαλ

Είδαμε την “Αυλή των Θαυμάτων” στο Μέγαρο – Όταν ο Καμπανέλλης έγινε μιούζικαλ
Μιχάλης Γκούμας

Είδαμε την "Αυλή των Θαυμάτων" σε σκηνοθεσία Χρήστου Σούγαρη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

“Η Αυλή των Θαυμάτων” είναι ένα από τα θεατρικά έργα που σημάδεψαν την πορεία του ελληνικού Θεάτρου. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης σκηνοθέτησε ο ίδιος το έργο αυτό και το παρουσίασε για πρώτη φορά στις 18 Ιανουαρίου 1957 στο Θέατρο Τέχνης. Το έργο βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. «Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, φεύγουν κι η συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσε κάπου, να σιγουρέψει κάτι», σημειώνει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, στην πρώτη ιστορική αυτή παρουσίαση του έργου το 1957.

Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στα δωμάτια μια αυλής της γειτονιάς του Βύρωνα. Εκεί κατοικούν άτομα και οικογένειες διαφορετικής προέλευσης που ανήκουν στη λαϊκή τάξη. Ο γερο-Ιορδάνης με τη γυναίκα του και τα παιδιά του είναι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η κυρά Αννετώ είναι μία χήρα με κόρη παντρεμένη στην Αγγλία. Ο Στέλιος, ένας ονειροπόλος με πολλές αδυναμίες, ιδιαίτερα στον τζόγο, και η γυναίκα του Όλγα γεννημένη στην προεπαναστατική Ρωσία. Η Βούλα κι ο Μπάμπης, ζευγάρι που εναλλάσσει τα χαϊδολογήματα με τα μαλλιοτραβήγματα και ονειρεύεται την ευτυχία στην Αυστραλία. Η Μαρία, γυναίκα ναυτικού που τη βασανίζει η μοναξιά της. Η Ντόρα, νέα γυναίκα, ανύπαντρη, που, όμως, δεν ξέρει τι θα πει μοναξιά. Στους παραπάνω ένοικους θα προστεθεί και ένας νέος ένοικος, ο Στράτος, υδραυλικός στο επάγγελμα, που θα βάλει ερωτικό μπουρλότο σε αυτή τη μικροκοινωνία.

Ο Χρήστος Σουγάρης μαζί με τον Στέφανο Κορκολή υπογράφουν μια ιδιαίτερη μουσική εκδοχή αυτού του εμβληματικού έργου του νεοελληνικού θεάτρου, βασιζόμενοι στο πολύ ενδιαφέρον λιμπρέτο του Γεράσιμου Ευαγγελάτου και στη στιβαρή δραματουργία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου.

Tο εντυπωσιακό και υψηλής αισθητικής σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου στο οποίο δεσπόζει μία εντυπωσιακή εργατική διωροφη πολυκατοικία Μιχάλης Γκούμας

Μέσα στο εντυπωσιακό και υψηλής αισθητικής σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου στο οποίο δεσπόζει μία εντυπωσιακή εργατική διωροφη πολυκατοικία και υπό τους λεπτομερείς ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου (που καταφέρνει να φωτίσει ακόμη και τα σπίτια στο εσωτερικό τους), οι ήρωες του Ιάκωβου Καμπανέλλη παίρνουν σάρκα κι οστά ξεδιπλώνοντας τις ατομικές ιστορίες τους και πασχίζοντας να ευημερήσουν και να “στεριώσουν” επιτέλους σε έναν τόπο. Στην ταράτσα του κτιρίου είναι εγκατεστημένος ο κύριος Ιορδάνης, ανάμεσα σε μία σημαία του ΠΑΣΟΚ και μία φθαρμένη διαφημιστική πινακίδα. Σκηνικό φτώχειας. Το εσωτερικό των μικροσκοπικών διαμερισμάτων εκπέμπει ένα αίσθημα θλίψης. Το ίδιο και η γυμνή αυλή μπροστά, ο τόπος συνάντησης των ενοίκων εκεί που λαμβάνουν χώρα τα θαύματα.

Η παράσταση ακολουθεί τον κεντρικό δραματουργικό άξονα του έργου. Οι ιστορίες ξεδιπλώνονται η μία μετά την άλλη υπό τη μουσική υπόκρουση του Στέφανου Κορκολή και οι ήρωες βγαίνουν μπροστά τραγουδώντας τα βάσανα, τις αδυναμίες, τις σκέψεις και τα όνειρά τους -ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος έκανε εξαιρετική δουλειά και παρέδωσε ένα λιμπρέτο που τους ψυχογραφεί εις βάθος. Τα μουσικά μοτίβα του Στέφανου Κορκολή -άψογα εκτελεσμένα και σε αρμονικά δεμένα με την ατμόσφαιρα του έργου- μας μεταφέρουν πίσω, στην Ελλάδα άλλων δεκαετιών, τότε που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να βγουν από τη φτώχεια τους, τότε η δική τους “Μόσχα” ήταν η Αυστραλία. Κάθε ήρωας και άλλο τραγούδι και όλα μαζί στήνουν ένα όμορφο νοσταλγικό ηθογραφικό πλαίσιο που μαγνητίζει και γοητεύει.

Η παράσταση ακολουθεί τον κεντρικό δραματουργικό άξονα του έργου. Οι ιστορίες ξεδιπλώνονται η μία μετά την άλλη με τη μουσική υπόκρουση του Στέφανου Κορκολή και οι ήρωες βγαίνουν μπροστά τραγουδώντας τα βάσανα, τις αδυναμίες, τις σκέψεις και τα όνειρά τους. Μιχάλης Γκούμας

Τι μας έλειψε; Οι στίχοι των τραγουδιών σε υπέρτιτλους, πράγμα που θα έπρεπε να είναι προαπαιτούμενο σε όλα τα μιούζικαλ. Γιατί ναι μεν οι ηθοποιοί τραγουδούσαν στα ελληνικά, ωστόσο δεν ήταν λίγες οι φορές που οι φωνές τους δεν έφταναν καθαρά στα αυτιά μας είτε γιατί η μουσική της ορχήστρας ήταν πιο δυνατή από όσο έπρεπε και τις κάλυπτε είτε γιατί το λιμπρέτο ήταν πυκνό λέξεων και νοημάτων. Ιδιαίτερα στα ντουέτα, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνεις τους διαλόγους. Παράλληλα, οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού ήταν σε στιγμές υπέρ το δέον στιλιζαρισμένες και δεν ήταν λίγες οι στιγμές που νιώσαμε πως παρακολουθούμε ελληνική ταινία της δεκαετίας του ‘60, γεγονός, που μας “πετούσε” έξω από την ατμόσφαιρα του έργου.

Η Ρούλα Πατεράκη στον ρόλο της γραίας Αννετώς δίνει μία ερμηνεία έκπληξη, αποδεικνύοντας πως ακόμη και το μιούζικαλ της πάει πολύ. Ο Γιώργος Γάλλος στον ρόλο του Στέλιου – ενός νέου ανθρώπου που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς του δαίμονες- δίνει μία συγκινητική ερμηνεία και ξαφνιάζει ευχάριστα με τις φωνητικές και χορευτικές του επιδόσεις. Η Φιλαρέτη Κομνηνού κινείται με ξεχωριστή σκηνική άνεση στον ρόλο της Καίτης και στην πρόζα και στα τραγουδιστικά μέρη, ενώ ο Μάνος Βακούσης δίνει μία σπαρακτική ερμηνεία στον ρόλο του Γερό Ιορδάνη, ιδιαίτερα στα μουσικά φιλοσοφικά του ιντερμέδια στην ταράτσα.

Η Κατερίνα Παπουτσάκη στον ρόλο της συζύγου του, Όλγας, δίνει μία πολύ αξιοπρεπή και πειστική ερμηνεία -χωρίς ωστόσο να καταφέρνει και την προσωπική της υπέρβαση. Μιχάλης Γκούμας

Η Κατερίνα Παπουτσάκη στον ρόλο της συζύγου του, Όλγας, δίνει μία πολύ αξιοπρεπή και πειστική ερμηνεία -χωρίς ωστόσο να καταφέρνει την προσωπική της υπέρβαση, στο ίδιο υψηλό επίπεδο κινείται και η δυναμική και νευρική Κόρα Καρβούνη στον ρόλο της Βούλας. Πιο “θολοί”, οι Αλέξανδρος Μπουρδούμης ως Μπάμπης και ο Γιώργος Τσιαντούλας ως Στράτος και καλή σε στιγμές η Μαρία Διακοπαναγιώτου ως Ντόρα. Αξίζει να σταθούμε στη διεθνή μέτζο σοπράνο, Ειρήνη Καραγιάννη, και στην σπαρακτική της φωνητική ερμηνεία ιδιαίτερα στο τέλος. Συγκινητικό και το μικρό πέρασμα του Δημήτρη Πιατά ως Λάσκος. Ο Αλέξανδρος Βάρθης στον ρόλο του Γιάννη εντυπωσιάζει και μαγνητίζει στην αρχή με τη ροκ ερμηνεία του αποδεικνύοντας για άλλη μία φορά το πόσο ταλαντούχος είναι.

Η εννιαμελής ορχήστρα (Ρόλη Γιαμοπούλου – ντραμς / Βασίλης Δεφίγγος – σαξόφωνο, φλάουτο και κλαρινέτο / Δημήτρης Κουζής – βιολί / Βίκτωρ Κουλουμπής – ηλεκτρικό και ακουστικό μπάσο / Μαριλίζα Παπαδούρη – βιολοντσέλο / Αγγελική Πουλημένου – κόρνο / Κώστας Πυρένης – κιθάρα / Σάββας Ρακιντζάκης – πλήκτρα / Χρήστος Σπηλιόπουλος – τρομπόνι) εκτέλεσε ιδανικά τις συνθέσεις του Στέφανου Κορκολή (ο ίδιος καθόταν στο πιάνο). Ισορροπημένη η μουσική διεύθυνση του Αναστάσιου Συμεωνίδη.

Συμπέρασμα: Μία έντιμη παράσταση- υπερθέαμα που απευθύνεται στο ευρύ κοινό και ένα εμβληματικό νεοελληνικό θεατρικό έργο που με σεβασμό γίνεται μιούζικαλ.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα