Είδαμε την παράσταση “Αυτόχειρ!” στο Εθνικό- Άραγε θα ζήσουμε μιλώντας ψιθυριστά;
Είδαμε την παράσταση "Αυτόχειρ!" που σκηνοθετεί ο Γιώργος Παπαγεωργίου στο Εθνικό Θέατρο και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
- 09 Μαΐου 2022 06:51
Ο Νικολάι Έρντμαν είναι ένας σχετικά άγνωστος Μοσχοβίτης συγγραφέας που πέρασε πολλά χρόνια εξόριστος στη Σιβηρία λόγω της “πένας” του. Η συγγραφή του “Αυτόχειρα” (1928), μίας καθαρόαιμης κωμωδίας – για πολλούς και το “καταραμένο” του έργο– απαγορεύτηκε από το σταλινικό καθεστώς το 1932 και έμεινε αόρατο στη Ρωσία μέχρι το 1987 λόγω του τολμηρου, σατιρικού και δηκτικού του λόγου.
Ο Έρντμαν στο έργο αυτό προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω στην κόψη της δυστυχίας και του κωμικού, ανάμεσα στο θέατρο του παραλόγου και την υπαρξιακή φάρσα, θέτοντας και εκθέτοντας πολλά φλέγοντα θέματα που αφορούν κυρίως τον καθεστωτικό αυταρχισμό, αλλά και το πέπλο φόβου κάτω από το οποίο ζούσαν οι πολίτες. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα “ύπουλο” και καθαρόαιμο κωμικό περίβλημα.
Ο “Αυτόχειρ” του τίτλου, τουτέστιν ο Σεμιόν Σεμιόνοβιτς, είναι ένας άνεργος ανθρωπάκος, που επιβιώνει πάνω στους ώμους της δύστυχης εργαζόμενης γυναίκας του και της πεθεράς του (οι οποίες ωστόσο υποατασσόμενες στην πατριαρχική κοινωνία τον έχουν στα ώπα ώπα). Ένα βράδυ, το μόνο που θέλει ο Σεμιόν είναι να φάει ένα σαλάμι, ωστόσο αυτή η επιθυμια του παρεξηγείται από τη γυναίκα του, η οποία καταλαβαίνει πως θέλει να αυτοκτονήσει. Από αυτήν την παρανόηση, που διαδίδεται σαν νέο με αστραπιαία ταχύτητα, ξεκινά ένα τρελό γαϊτανάκι παρεξηγήσεων, καθώς κάθε λογής εκπρόσωποι της εξουσίας, της θρησκείας, ακόμη και ερωτιάρες γυναίκες εισβάλλουν στη ζωή του Σεμιόν προσπαθώντας να του επιβάλλουν την αυτοκτονία. Μέλημά τους; Να τον πείσουν στο σημείωμά του να γράψει ως αιτία της αυτοκτονίας αυτό που αυτοί θέλουν, έτσι ώστε ακολούθως να την οικειοποιηθούν και να πραγματοποιήσουν το όραμά τους.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου έχει πολλάκις δηλώσει πως αρέσκεται στους σκοτεινούς ήρωες. Σε αυτούς που είναι απλοί μεν άνθρωποι, αλλά έχουν μία ιδιαίτερη και πιο σκοτεινή δύναμη που τους κινεί και τους καθορίζει. Ο Σεμιόν είναι ένας από αυτούς. Είναι ένας ανθρωπάκος που ζούσε στην αφάνεια και στη μετριότητα σχεδόν παρασιτώντας, μέχρι που μία παρανόηση στρέφει όλους τους προβολείς πάνω του. Και από αντιήρωας γίνεται ήρωας, καθώς βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχήςόλων
Ο κόσμος που στήνει στην πρώτη του πολυπρόσωπη σκηνοθεσία είναι απολύτως συντονισμένος και συνάμα εκρηκτικός, πολύχρωμος, με φαντεζί χρώματα. Μέσα του κυριαρχεί η κίνηση (την οποία έχει επιμεληθεί η Σεσίλ Μικρούτσικου), η βαβούρα και πολλή μουσική (εξαιρετική η μουσική προσέγγιση του Γιώργου Δούσου και του Δημήτρη Κλωνή). Οι ήρωές του κινούνται μέσα στο λειτουργικό λυόμενο σκηνικό του Πάρι Μέξη νευρικά, σχεδόν σπασμωδικά, είναι βροντεροί, καθόλου διακριτικοί. Μοιάζουν με ένα φασαριόζικο γκροτέσκο μπουλούκι που εισβάλλει μέσα στο ήρεμο σπιτικό του Σεμιόν φέρνοντας τα πάνω κάτω και δημιουργώντας άπειρες παρεξηγήσεις.
Νιώθουμε σαν να βλέπουμε μία παράσταση στη διαπασών. Σαν ολόκληρος ο θίασος να έχει μπει στην πρίζα και να οδηγείται σε μία ολοένα και μεγαλύτερη παράκρουση. Αυτό από τη μία θυμίζει αρκετά τον κόσμο που ζούμε, έναν κόσμο μέσα σε χρώματα, διαρκή κίνηση και άκρατο παραλογισμό μέσα στον οποίο καταλήγουμε να χάνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας γνωρίσματα και γινόμαστε ένα με τους υπόλοιπους…
Από την άλλη, όμως, η ένταση αυτή αποσυντονίζει τη συνολική ουσία της θέασης και κουράζει, καθώς δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις και χαλαρωτικά ιντερμέδια. Αυτό “στέγνωσε” την παράσταση από τη βαθιά πολιτική της υφή. Ίσως βέβαια αυτό να ήταν ζητούμενο του σκηνοθέτη – το ίδιο άλλωστε έκανε και στην “Δεσποινίδα Μαργαρίτα” που παρουσιάστηκε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Απολύτως συνειδητά, λοιπόν, φαίνεται πως επιμένει στη βαθιά υπαρξιακή πτυχή του “Αυτόχειρα”, αυτή στην οποία “μόνο μισή ώρα πριν από τον εγνωσμένο θάνατό σου μπορείς να ζήσεις πια ελεύθερος και ευτυχισμένος”, όπως εύστοχα λέει ο Σεμιόν και αυτή που τελικά δοξάζει την αξία του να παραμένεις ζωντανός.
Όλο αυτό το κωμικοτραγικό κρεσέντο των ηρώων καταλήγει σε έναν έξοχο “ήσυχο” επίλογο με τον Μανώλη Μαυροματάκη μόνο επί σκηνής να βυθίζεται σε έναν συγκλονιστικό υπαρξιακό κλαυσίγελο που καταλήγει στο «θα ζήσουμε μιλώντας ψιθυριστά».
Το ερμηνευτικό καστ συντονίστηκε απόλυτα με τη σκηνοθετική οπτική και έδωσε εξαιρετικές ερμηνείες. Έτσι απολαύσαμε τον εκπληκτικό Νίκο Καρδώνη ως διανοητή Αριστάρκ, τον απολαυστικό Μάκη Παπαδημητρίου ως Αλεξάντρ Πετρόβιτς, τον συγκλονιστικό Κώστα Μπερικόπουλο ως Βίκτορ Βικτόροβιτς -που μας μάγεψε με την αναφορά στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου- τις εξαιρετικές Ναταλία Τσαλίκη και Αγορίτσα Οικονόμου στους ρόλους της πεθεράς και της συζύγου του Σεμιόν, τη συγκροτημένη Χριστίνα Χειλά- Φαμέλλη, αλλά και την ισορροπημένη Βάσω Καβαλλιεράτου ως υπέρβαρη ερωτιάρα.
Συμπέρασμα: Μία πολύ καλά δουλεμένη σκηνοθετικά παράσταση που συστήνει ένα “άγνωστο” με ποικίλες υπαρξιακές προεκτάσεις έργο ακροβατώντας στην κόψη της θλίψης και του κωμικού.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις