Είδαμε το “Κόκκαλο”: Η παράσταση που βγάζει τη γλώσσα στον σύγχρονο καθωσπρεπισμό
Διαβάζεται σε 5'Είδαμε την παράσταση “Κόκκαλο” που σκηνοθετεί η Ιόλη Ανδρεάδη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
- 23 Μαρτίου 2022 17:15
Ένας σκοτεινός και δυστοπικός κόσμος έχει στηθεί στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Ένας κόσμος υποφωτισμένος, πλασμένος με θεατρικά υλικά που σε κάποιους κάτι θυμίζει, έστω και αχνά. Στο κέντρο υπάρχει ένα μικρόφωνο τοποθετημένο πάνω σε ένα stand. Δεξιά της σκηνής μία καρέκλα, αριστερά μπορούμε να διακρίνουμε κάποια μουσικά όργανα. Ένα μικρό μπολ με μπογιά είναι πρόχειρα τοποθετημένο μπροστά στα καθίσματα της πρώτης σειράς.
Είναι ο κόσμος του Αντονέν Αρτώ. Του ιδιοφυή καλλιτέχνη, επαναστάτη, αναθεωρητή, ποιητή που από το 1931 εργάστηκε πάνω σε μία εντελώς νέα θεατρική φόρμα, το θέατρο της Σκληρότητας (σύμφωνα με το οποίο η θεατρική πράξη δεν πρέπει να περιορίζεται σε ένα σκηνικό δρώμενο μπροστά σε ένα παθητικό ακροατήριο, αλλά οφείλει να αφυπνίζει το υποσυνείδητο και τα καταπιεσμένα ένστικτα των θεατών, ως μία σωματική και πνευματική θεραπεία).
Το συγγραφικό δίδυμο των Ιόλη Ανδρεάδη- Άρη Ασπρούλη παραδίδει το νέο του ελληνικό θεατρικό έργο με τίτλο “Κόκκαλο”, μια σπαρακτική τελετουργία για τη ζωή και το έργο αυτού του μεγάλου διανοητή και καλλιτέχνη του σύγχρονου θεάτρου. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι συγγραφείς “συναντιούνται” με τον σκοτεινό Αρτώ. Είχε προηγηθεί η «Οικογένεια Τσέντσι» (2016) και το «Αρτώ / Βαν Γκογκ, avec un pistolet» (2015).
Η μυστηριώδης προσωπικότητα αυτού του Αρτώ, η ανθρώπινη πλευρά του είναι φανερό πως τους διεγείρει καλλιτεχνικά και γι΄αυτό τώρα το “όλον” του, όλα όσα δηλαδή τυραννούν το μυαλό του – τα πάθη του, η αρρώστια του, οι απογοητεύσεις του- αλλά και όλα όσα υπερνικά προκειμένου να καταθέσει τον ιδιοφυή λόγο του αποτελούν την πρώτη τους ύλη. Το στοίχημα τους πέτυχε απόλυτα. Το νέο αυτό θεατρικό έργο είναι μεστό και στιβαρό. Διαβάζεται απνευστί, ακόμη και απολύτως αυτόνομα (το βιβλίο κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική) και είναι από τις σπάνιες φορές που ένα ολόκληρο εξομολογητικό σύμπαν παίρνει “σάρκα κι οστά” με έναν σχεδόν αυτόματο μηχανισμό στο μυαλό του αναγνώστη.
Ο Αρτώ. Αυτός είναι το επείγον περιστατικό. Αυτός απέσπασε τη λογοτεχνία από την αστυνομία, το θέατρο από την ιατρική. Κάτω από τον ήλιο των βασανιστηρίων που φωτίζει όλες τις ηπείρους αυτού του πλανήτη, ανθίζουν τα κείμενά του. Κάποτε θα διαβαστούν πάνω στα ερείπια της Ευρώπης. Και τότε θα γίνουν κλασικά. Χάινερ Μύλλερ
Η παράσταση που η Ιόλη Ανδρεάδη στήνει στο Υπόγειο του Τέχνης είναι ατμοσφαιρική, προσεγμένη στην κάθε της λεπτομέρεια και έντονα στυλιζαρισμένη, χωρίς, όμως, αυτό να εγκλωβίζει και να πνίγει τον πρωταγωνιστή.
Ο Γεράσιμος Γεννατάς εισέρχεται με το τρίτο κουδούνι στη σκηνή και σαν μικρό παιδί αρχίζει και ζωγραφίζει με κιμωλία μπροστά από τα πόδια των θεατών παράξενες ανθρώπινες φιγούρες. Είναι σαν να δίνει μορφή στους ήρωες του μυαλού του, αλλά και σαν να “στήνει” το δικό του κοινό εκεί μέσα, στο κελί του ασύλου που είναι κλεισμένος οικειοθελώς. Τουλάχιστον κάπως έτσι τον φαντάστηκαν οι συγγραφείς, καθώς λίγο πριν (το έργο διαδραματίζεται εν έτει 1946), οι “φίλοι του Αντονέν Αρτώ” που είχαν οργανώσει μια βραδιά αφιερωμένη στο έργο του του απαγόρευσαν την είσοδο στην εκδήλωση εξαιτίας του φόβου που προκαλούσε η εξασθενημένη του φιγούρα και η πιθανότητα ενός ακόμα θηριώδους ξεσπάσματος. Τώρα φορώντας όμορφα ρούχα, ένα πουκάμισο, κασκόλ κι ένα καλό παλτό (εναρμονισμένη με τη σκηνοθετική γραμμή η σκηνογραφία της Δήμητρας Λιάκουρα), θέλει να δώσει ένα τελευταίο σόλο, μια παράσταση χειμαρρώδη για ένα κοινό που έπλασε μέσα στο μυαλό του. Και όντως στέκεται μπροστά στο μικρόφωνο και με πύρινο λόγο καταφέρεται εναντίον όλων και παίρνει σαφή και καυστική θέση απέναντι στον σύγχρονο καθωσπρεπισμό, βγάζοντας τη γλώσσα στην κοινωνική υποκρισία και τις επινοημένες αυθεντίες του καιρού μας.
Παθιασμένος, εμπνευσμένος, θλιμμένος και ερωτευμένος ο Γεράσιμος Γεννατάς μέσα στο σκηνικό των «αποτυχημένων» Τσέντσι, ενσαρκώνει σαν παντόμιμος κλόουν τον σπουδαίο Γάλλο δίνοντας μία αξιοπρόσεκτη ερμηνεία. Αν μάλιστα ο έμπειρος ηθοποιός καταφέρει να την εντάξει απόλυτα μέσα στον δικό του υποκριτικό κώδικα (είδαμε την παράσταση τις πρώτες ημέρες και νιώσαμε πως ακόμη δεν έχει βρει τον ρυθμό της σε κάποια έντονα παραληρηματικά σημεία), τότε θα μιλάμε για μία σπουδαία αποτύπωση του ήρωα.
Καθοριστική η ζωντανή συμβολή του μουσικού-περφόρμερ Γιώργου Παλαμιώτη που ακολουθεί με τους αυτοσχεδιασμούς του τον πρωταγωνιστή στις ανάσες του στήνοντας ένα σκοτεινό ηχοτοπίο. Μολονότι θα περιμέναμε μία πιο δυνατή ροκ και ρυθμική υπόκρουση, η μουσική σε συνδυασμό με τους φωτισμούς και τις σκιές του Σάκη Μπιρμπίλη, δημιούργησε μία μυσταγωγική ατμόσφαιρα και ένα ονειρικό τοπίο μνήμης.
Συμπέρασμα: Ένα νέο στιβαρό ελληνικό θεατρικό έργο και μία παράσταση – πρόταση σε ένα κοινό που “διψά” για κάτι διαφορετικό. Και η γεμάτη αίθουσα του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης μαρτυρά πως είναι πολλοί οι… “διψασμένοι”.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις