Είδαμε τους “Πέρσες” του Δημήτρη Καραντζά στην Επίδαυρο – Και βιώσαμε τη δική μας ήττα
Είδαμε την πολυσυζητημένη παράσταση των "Περσών" που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς στην Επίδαυρο και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
- 19 Ιουλίου 2022 14:44
Οι “Πέρσες” του Αισχύλου γράφτηκαν το 472 π.Χ και θεωρούνται ως η παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία, αλλά και η παλαιότερη καταγραφή γεγονότων της ελληνικής ιστορίας στο θέατρο. Μάλιστα αναφέρεται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα μόνο επτά χρόνια πριν από την παρουσίασή της στο κοινό, καθώς πραγματεύεται την οδύνη των Περσών, όταν πληροφορούνται για τη συντριπτική ήττα τους στη Σαλαμίνα.
Αυτή η εμβληματική τραγωδία που οι μνήμες της ήταν ακόμη νωπές κατά την πρώτη διδασκαλία της, είναι ανοιχτή σε πάρα πολλές ερμηνείες. Αφενός μεν άπτεται πολλών -πολιτικών- κυρίως ζητημάτων τα οποία παραμένουν άλυτα στο πέρασμα των αιώνων, αφετέρου δε ανοίγει τραγικά επίκαιρες συζητήσεις, αν αναλογιστεί κανείς πως ζούμε στη σκιά ενός πολέμου που λαμβάνει χώρα δίπλα μας. Και τότε, όπως και τώρα, πηγή του κακού ήταν και είναι η αλαζονεία. Και τότε ένας ηγέτης (ο Ξέρξης) με τη βεβαιότητα της νίκης και της επέκτασης της αυτοκρατορίας του έκανε εκστρατεία στην Ελλάδα και ουσιαστικά κάλπασε προς την καταστροφή παρασυρμένος από την αλαζονεία του. Και τώρα ακριβώς το ίδιο δε συμβαίνει σε όλα τα επίπεδα;
Ο Δημήτρης Καραντζάς επιλέγει πολύ συνειδητά να παρουσιάσει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου το έργο αυτό. Και η πρότασή του έχει οπτική, άποψη, μέτρο, ουσία και αισθητική. Θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το τι συνιστά «κοινωνία», τι σημαίνει η επίμονη προσκόλληση στην εξουσία και η ανάγκη της πίστης σ’ έναν οδηγό, άνθρωπο ή θεό, μέσα σε έναν συντετριμμένο κόσμο. Χρησιμοποιεί τον Αισχύλειο λόγο σαν αφορμή για έναν ανοιχτό διάλογο για την ήττα και τους όρους συνύπαρξης του λαού και μίας απολυταρχικής εξουσίας.
“Αναζητούμε στους Πέρσες τους κύκλους που διαγράφουν οι κοινωνίες. Κάπως σαν τον Σίσυφο, ανεβαίνουν πλαγιές για να κατρακυλήσουν πάλι κάτω. Και ξανά και πάλι” διαβάζουμε στο σημείωμα του σκηνοθέτη στο πρόγραμμα της παράστασης.
Ορχήστρα πάνω στην ορχήστρα και ένα δημόσιο βήμα
Μπαίνοντας στο αργολικό θέατρο ένας επιβλητικός κυκλικός δίσκος (σκηνικό -Κλειώ Μπομπότη) έχει “καρφωθεί” στον χώρο της ορχήστρας. Η μία του πλευρά είναι “χωμένη” στο χώμα, η άλλη προεξέχει. Είναι μία δεύτερη ορχήστρα πάνω στην αρχαία, δεν έχει καν θυμέλη πάνω της και γρήγορα παίρνει άλλες προεκτάσεις. Ένα κλείσιμο ματιού πως αυτό που θα δούμε θα είναι διαφορετικό. Ο χορός κατεβαίνει από τις κερκίδες σαν απλοί θεατές, ενώ γρήγορα γίνεται αντιληπτό πως έχουν καταστρατηγηθεί τα συμβατικά όρια της σκηνής. Γιατί σιγά σιγά μία δημόσια συζήτηση ανοίγει. Και το θέατρο έχει μεταμορφωθεί σε μία Εκκλησία του Δήμου, σε μία πλατεία χωριού.
Ο Καραντζάς ήθελε να ανοίξει συζητήσεις και να φωτίσει εμμέσως παγκόσμιους προβληματισμούς που μοιάζουν αδιέξοδοι. Δε θεώρησε παρωχημένα τα λόγια του Αισχύλου, το αντίθετο. Έμεινε πιστός κατά κύριο λόγο στο κείμενο διατηρώντας τη μετάφραση του έμπειρου φιλολόγου Παναγιώτη Μουλλά, εμβολιάζοντάς το εξαιρετικά εύστοχα με κάποια σπαράγματα ποιημάτων και αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητά του.
Εκτός από την Αλεξία Καλτσίκη και τη Θεοδώρα Τζήμου, στον χορό συμμετέχουν άλλοι 40 εθελοντές, άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών που ανοίγουν ανοιχτό διάλογο με το κοίλον και το καλούν σε ενεργή συμμετοχή. Είναι όλοι ντυμένοι με ρούχα απλά και καθημερινά (κοστούμια Ιωάννα Τσάμη), δεν ξεχωρίζουν από τους θεατές. Είναι σαν να είμαστε εμείς κι όχι οι γέροντες φύλακες του Αισχυλείου χορού. Καινοτομία; Ναι, αλλά λειτουργική και ουσιαστική, καθώς με τον τρόπο αυτό η τραγωδία “χτυπά” την πόρτα στο σήμερα και μας κάνει κοινωνούς της.
Με τον ίδιο τρόπο, στην πάροδο ακούμε διά στόματος της Αλεξίας Καλτσίκη ένα εξαιρετικό ιρανικό ποίημα, ενώ λίγο αργότερα η αναπόληση των περσικών κατακτήσεων στο Γ Στάσιμο αντικαθίσταται από μία σύνθεση στίχων ποιητών διαφορετικών εποχών, χωρών και φύλων σαν μια αναδρομή στη συνειδητοποίηση της τραγικότητά μας παντού και πάντα.
“Κανείς δεν είναι ο πρώτος που πατά ένα χώμα” Κάριν Καρακασλί
Και η παράσταση ξεκινά και μεταφερόμαστε στα Σούσα, την περσική πρωτεύουσα, όπου οι πολίτες που έχουν μείνει πίσω, αναμένουν νέα από την πολεμική επιχείρηση του Ξέρξη στην Ελλάδα. Αναρωτιούνται με κραυγές αιφνίδιες, ενώ μία τρομπέτα βγάζει παράφωνες κραυγές που φέρνουν στο μυαλό έναν πληγωμένο παιάνα.
Και τότε κάνει την εμφάνισή της η βασίλισσά τους, Άτοσσα, που βασανίζεται από κακούς οιωνούς. Η Ρένη Πιττακή μπαίνει επιβλητικά στην ορχήστρα φορώντας ένα κοστούμι στελέχους πολυεθνικής, τακούνια και με τα χέρια στις τσέπες. Ο φωτισμός δημιουργεί τριγύρω της επιβλητικές σκιές, του σώματός της, που την περιβάλλουν σαν φωτοστέφανο. Είναι μητέρα και ταυτόχρονα εκπρόσωπος της εξουσίας που προσπαθεί πάση θυσία να εξασφαλίσει τη συνέχεια του απολυταρχικού αυτού καθεστώτος. Εξιστορεί τον εφιάλτη της και νιώθουμε πώς με τον τρόπο αυτό προοιωνίζει τις εξελίξεις του έργου. Η φωνή της φτάνει στα αυτιά μας στιβαρή και αυστηρή. Είναι μία γυναίκα που πολύ δύσκολα θα κλονιστεί.
“Κι όμως να ξέρετε: Αν νικήσει ο γιος μου, θα ‘ναι άνδρας θαυμαστός. Αν δε νικήσει, δεν έχει στην πατρίδα του να δώσει λόγο”, λέει και περιγράφει μέσα σε δύο μόνο στίχους τον πυρήνα της μοναρχίας.
Στο βάθος της σκηνής, πίσω από την ορχήστρα, στα δέντρα, ο Χρήστος Λούλης ως αγγελιαφόρος, περιτριγυρισμένος από πολίτες- συγγενείς των νεκρών, αναγγέλλει σπαρακτικά, με φωνή που σπάει από τον πόνο, τη φρικτή έκβαση της μάχης της Σαλαμίνας: ο περσικός στρατός και οι επίλεκτοι αρχηγοί του έχουν συντριβεί. Ο κατάλογος των αγνοουμένων μάς φέρνει στο μυαλό εικόνες από το σήμερα. Από τα χείλη του δεν ακούμε το “Ιτε παίδες Ελλήνων”, τη φράση αυτή που ξεσηκώνει πάντα το κοινό και το κάνει να ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ακούμε μόνο ένα “εμπρός γενναίοι στη μάχη να ορμήσουν”. Και το κοινό δεν αντιδρά, γιατί ακούει την περιγραφή μιας ήττας και ένα ξέπνοο πνευστό να ηχεί λυπημένο. Στο επίκεντρο της διήγησης δεν αντιπαρατίθενται οι καλοί δημοκράτες Έλληνες ενάντια στους κακούς βάρβαρους Πέρσες. Το κείμενο μιλά για την ήττα ενός οποιουδήποτε λαού, ακόμη και του δικού μας. Και ο Χρήστος Λούλης λιποθυμά υπό το βάρος του ρόλου του στο κέντρο της ορχήστρας όπου έχει φτάσει με μεγάλο κόπο. Ποιος μπορεί άλλωστε να σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας ήττας και τόσων νεκρών.
Η Άτοσσα και ο Χορός καλούν το φάντασμα του Δαρείου για να τους καθοδηγήσει σε μία άψογη εικονοκλαστική δυστοπική σκηνή. Ξαπλωμένοι όλοι πάνω στον τεράστιο κυκλικό δίσκο της ορχήστρας καλούν με θρήνους και ιαχές τον μεγάλο βασιλιά τους σαν να συμμετέχουν σε μία τελετουργία, ένα μεταμορφωτικό μυστήριο (η κίνηση του Γιώργου Καραχάλιου πραγματικά εντυπωσιάζει στη σκηνή αυτή).
Και ο Δαρείος εμφανίζεται. Ακούμε πρώτα την ήρεμη και καθησυχαστική φωνή του Γιώργου Γάλλου και μετά τον βλέπουμε. Πίσω από την ορχήστρα, γυρισμένο πλάτη σε εμάς. Και κοντά του πηγαίνει η Ρένη Πιττακή. Ένα λευκό φως ρίχνεται πάνω στο ζευγάρι. Νιώθουμε πως παρακολουθούμε ένα ερωτικό ραντεβού. Είναι μία σκηνή ρομαντική – η πιο ωραία ίσως σκηνή της παράστασης– που δε θυμίζει σε τίποτα άλλες τραγικές προσεγγίσεις. Από το στόμα του Δαρείου μαθαίνουμε το νόημα των όσων διαδραματίζονται μπροστά μας. Το ποίημα για τη νίκη των Ελλήνων μάς αποκαλύπτεται πιο καθαρά από ποτέ.
Η καταστροφή της βασιλικής δύναμης παριστάνεται σαν συνέπεια εκείνης της αρχικής αμαρτίας που ο Έλληνας την ονομάζει Ύβρη. Ο άνθρωπος που τον βρήκε η Άτη, ξεπερνά τα σύνορα που του έχουν οριστεί, κλονίζει την τάξη του κόσμου και πρέπει να πέσει θύμα της δικής του τύφλωσης. Έτσι, ακριβώς ένα τεράστιο κράτος, το περσικό, ξεπέρασε το μέτρο που του ήταν ορισμένο και η Ύβρις αυτής της εκστρατείας βρήκε την καθαρή της έκφραση στην αμαρτία του Ξέρξη. Ο ένδοξος βασιλιάς καταδικάζει την ύβρη του Ξέρξη, που θέλησε να δαμάσει φύση και θεία βούληση και προβλέπει περισσότερες ακόμη καταστροφές.
Με την άφιξη του Ξέρξη, κορυφώνεται η συντριβή. Ο Μιχάλης Οικονόμου κάνει την εμφάνισή του, όχι φορώντας τα κουρέλια της μάχης, αλλά το ατσαλάκωτο της εξουσίας. Τι κι αν έκανε λάθος. Αυτός είναι ο βασιλιάς. Και ο Χορός των Περσών, μολονότι ξεκίνησε με πίστη και υπακοή, καταντά ένα άναρχο πλήθος χωρίς οδηγό και σημείο αναφοράς. Ένα πλήθος που λιντσάρει τον ηγέτη του στην Έξοδο και ταυτόχρονα τον καταβροχθίζει. Σαν να τον αφομοιώνει και ξερνάει μαζί. Σαν να μην ξέρει καταπού να πάει, σε τι να πιστέψει…
Γιατί εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία συμφιλίωση και έναν θρήνο για την πατρίδα, αλλά με έναν λαό που στέκεται απέναντι από την πηγή της δυστυχίας του. Τον μέχρι πρότινος θεό της, τον μονάρχη της. Αυτός ο λαός αρχίζει να αμφισβητεί και να ταρακουνάει τα θεμέλια του πολιτεύματος. Και ονομάζει πλέον ως υπεύθυνο τον βασιλιά και όχι τον θεό. Τελικά είναι εφικτό το κοινωνικό συμβόλαιο; Υπάρχει ελπίδα στην πολιτική;
Οι κατα τόπους αστοχίες
Η προσέγγιση αυτή των Περσών από τον Δημήτρη Καραντζά αποτελεί μία πρόταση για το πώς μπορεί κάποιος να αναγνώσει τα αρχαία κείμενα και να τα αξιοποιήσει, φωτίζοντας άλλα κομμάτια και προβληματικές τους. Αυτό που έκανε, σε καμία περίπτωση δεν ήταν εύκολο και βέβαια είχε και αρκετές αστοχίες που πολλές φορές σε “πετούσαν” έξω από την παράσταση.
Ιδιαίτερα στις στιγμές του θρήνου, επικρατούσε κατά στιγμές μία αδικαιολόγητη υποκριτική υστερία, ενώ το ηχητικό τοπίο που δημιούργησε ο Γιώργος Πούλιος δεν έδεσε κατά το αναμενόμενο με τη συνολική οπτική. Οι ασυρματικοί ήχοι και τα θρηνητικά ουρλιαχτά της Θεοδώρας Τζήμου στο μικρόφωνο δεν έφταναν καθαρά στα αυτιά μας και δημιουργούσαν μία αναίτια βαβούρα. Το ίδιο συνέβη και με την σχεδόν αυτιστική μικροφωνική επανάληψη λέξεων και συλλαβών της Ρένης Πιττακή που αντί να δημιουργεί ένα δυστοπικό κλίμα, περισσότερο αποσυντόνιζε στη θέαση. Υπερβολικό και οριακά εκνευριστικό και το τόσο ανασήκωμα του χώματος κατά την επίκληση του φαντάσματος του Δαρείου.
Οι ερμηνείες
Οι ηθοποιοί έδωσαν όλοι εξαιρετικές ερμηνείες. Προεξάρχουσα αυτή της Ρένης Πιττακή που ήταν απόλυτα πειστική ως Άττοσα και μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ της “πάει” η Επίδαυρος. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η ερμηνεία του Γιώργου Γάλλου που παρόλο που δεν τον είδαμε ως Δαρείο μπροστά στην ορχήστρα, κατάφερε να μας μαγέψει με τον τόνο της φωνής του, αλλά και του Χρήστου Λούλη ως αγγελιαφόρο. Οι Μιχάλης Οικονόμου, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος έδωσαν επίσης αξιοπρόσεκτες ερμηνείες και έδρασαν σε απόλυτο συντονισμό επί σκηνής.
Συμπέρασμα: Μία ουσιαστική προσέγγιση του Αισχυλείου δράματος, ιδωμένο σαν μια σπουδαία αλληγορία για την αλαζονεία και την έπαρση που ελλοχεύει σε κάθε πολίτευμα που επιμένει να αγνοεί τις ανθρώπινες ζωές μπροστά στους στόχους που θέτει. Αλλά και ένα ρέκβιεμ της ίδιας της κοινωνικής δομής του τότε και του τώρα, καθώς τελικά χάνεται η ελπίδα απέναντι σε κάθε μορφή αντίδρασης…
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις