Είδαμε τους “Βρυκόλακες” σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή- Τα φαντάσματα του παρελθόντος ξυπνούν, αλλά δε συγκινούν

Είδαμε τους “Βρυκόλακες” σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή- Τα φαντάσματα του παρελθόντος ξυπνούν, αλλά δε συγκινούν
Γιώργος Καβαλλιεράκης

Είδαμε τους "Βρυκόλακες" που σκηνοθέτησε ο Σταμάτης Φασουλής και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Ο Σταμάτης Φασουλής επιστρέφει μετά από χρόνια στο Εθνικό Θέατρο με τους “Βρυκόλακες” του Ίψεν, ένα έργο με το οποίο έχει συναντηθεί πολλές φορές και που έχει σημαδέψει και καθορίσει την πορεία του. Αποτέλεσε άλλωστε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1979.

Το έργο, λόγω της τολμηρής για την εποχή του θεματολογίας, συνάντησε έντονες αντιδράσεις. Κατηγορήθηκε ως μηδενιστικό, αθεϊστικό, πολλοί υποστήριξαν πως προάγει τον ελεύθερο έρωτα και την έκλυτη ζωή, ακόμη και οι βιβλιοπώλες το κατέβασαν από τα ράφια τους. Λογικό. Τα όσα πρεσβεύει ο Ίψεν είναι απολύτως ριζοσπαστικά, η αποδόμηση των ανθρωπίνων και δη των οικογενειακών σχέσεων είναι συγκλονιστική, ενώ το γεγονός πως τίθεται σε αυτό το θέμα της ευθανασίας – και μάλιστα σαν δίλημμα μιας μητέρας για τον γιο της- το καθιστά σαν έργο επανασταστικό ακόμη και σήμερα. Μια κοινωνία υποκρισίας και διαφθοράς ξεσκεπάζεται με τρόπο που πραγματικά σοκάρει.

Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά, στα νορβηγικά αντί στα δανέζικα που συνήθως έγραφε ο συγγραφέας στο Σικάγο, στις 20 Μαΐου του 1881, μπροστά σε ένα κοινό από Νορβηγούς μετανάστες. Μάλιστα, η μόνη επαγγελματίας ηθοποιός ήταν η Δανέζα που έκανε την κυρία Άλβινγκ. Οι άλλοι ρόλοι εξυπηρετήθηκαν απο Δανούς και Νορβηγούς ερασιτέχνες ηθοποιούς. Στην Ευρώπη ανέβηκε για πρώτη φορά το 1883, πρώτα στο Χέλσινμποργκ της Σουηδίας από τον θίασο του διάσημου τότε, Σουηδού ηθοποιού Αύγουστου Λίντμπεργκ. Τους επόμενους μήνες, ο Λίντμπεργκ το πήγε περιοδεία σε αρκετές Σκανδιναβικές πόλεις, κατορθώνοντας έτσι σιγά-σιγά να το αποδεχτεί ο κόσμος.

Σιγά σιγά με το πέρασμα του χρόνου οι Βρυκόλακες κατόρθωσαν να “επιβληθούν” και να θεωρηθούν μάλιστα από τα αρτιότερα τεχνικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου. Σήμερα θεωρείται από τα κλασικά του δραματικού ρεπερτορίου, από τα πιο αντιπροσωπευτικά του Ίψεν και των προβληματισμών του.

Η υπόθεση του έργου

Η κυρία Άλβινγκ ετοιμάζεται για τα εγκαίνια του Ιδρύματος που έφτιαξε στη μνήμη του συζύγου της. Ο γιος της Όσβαλντ, είναι ζωγράφος, ζει από παιδί στο εξωτερικό και έχει επιστρέψει για την τελετή. Αυτή η επιστροφή σηματοδοτεί και τη σύγκρουση που επίκειται. Ο παλιός οικογενειακός φίλος και διαχειριστής του Ιδρύματος, Πάστορας Μάντερς, έχει έρθει και αυτός για να εκφωνήσει λόγο για την προσφορά του λοχαγού Άλβινγκ. Η Ρεγγίνα, η κοπέλα που φροντίζει το σπίτι, γίνεται αντικείμενο του πόθου του Όσβαλντ και όλα βαίνουν όμορφα μέχρι που οι μάσκες πέφτουν. Κάτω από την αψεγάδιαστη, γυαλιστερή επιφάνεια, κάτι άρρωστο και σαθρό ελλοχεύει. Ένα κουβάρι από ψέματα και μυστικά αρχίζει να ξετυλίγεται σταδιακά και ολόκληρο το οικοδόμημα της αγίας οικογένειας κλυδωνίζεται.

Γιώργος Καβαλλιεράκης

Η προσέγγιση του Σταμάτη Φασουλή

Ο Σταμάτης Φασουλής πήρε το ρίσκο να αναμετρηθεί με ένα έργο που γνωρίζει κάθε του πτυχή, κάθε του λέξη. Η θεατρική του αυτή προσέγγιση νιώσαμε πως ήταν υπέρ το δέον επεξηγηματική. Ο λόγος του Ίψεν είναι υπαινικτικός. Κόβει σαν μαχαίρι και πρώτα νιώθεις την κοφτερή του ακμή και μετά την καταλαβαίνεις. Στη δραματουργική επεξεργασία που ο ίδιος ο Φασουλής έκανε, νιώσαμε πως κάποιος μας εξηγεί τα σημαινόμενα. Και αυτό αφαίρεσε από την παράσταση ένα μεγάλο μέρος της δυναμικής της και έκανε αόρατα τα ιψενικά τρίγωνα που κινούν την πλοκή της.

Η σκηνοθετική του προσέγγιση ήταν αμιγώς κλασική. Μέσα στο όμορφο και λειτουργικό σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά, στα “βαριά” κοστούμια του Άγγελου Μέντη και υπό τους επιβλητικούς φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη οι ηθοποιοί πήραν τις θέσεις τους και ερμήνευσαν τους ρόλους τους άκρατα στιλιζαρισμένα και με ένα στοιχείο υποκριτικού εγκλωβισμού να τους διακρίνει.

Η Ναταλία Τσαλίκη ήταν η μόνη που κατάφερε να “διασωθεί” και να ανταποκριθεί στον δύσκολο ρόλο της κυρίας Άλβινγκ. Η ερμηνεία της ήταν η φυσικότερη όλων και το υποκριτικό της ανάστημα ήταν αυτό που κράτησε την παράσταση σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο. Ο Περικλής Μουστάκης στον ρόλο του Πάστορα Μέντερς είχε κάποιες καλές στιγμές, δεν κατάφερε ωστόσο να δώσει μία ισορροπημένη ερμηνεία. Στο ίδιο επίπεδο κινήθηκε και ο Γιώργος Τζιόβας ως Έγκστραντ. Ο Αργύρης Πανταζάρας στον νευραλγικό ρόλο του Όσβαλντ, του γιου δηλαδή, αρκέστηκε σε μία μελαγχολικά μονότονη και μη πειστική αποτύπωση του ήρωά του. Δεν κατάφερε να κάνει την ανατροπή ούτε στην τελευταία συγκλονιστική σκηνή του έργου. Αμήχανη και εκτός κλίματος η Κατερίνα Μαούτσου στον ρόλο της Ρεγγίνας, καθώς δεν κατάφερε να μας πείσει για την εύθραυστη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας της.

Συμπέρασμα

Μία παράσταση που ενώ είχε όλα τα διαπιστευτήρια και τα φόντα να απογειωθεί, τελικά πνίγηκε μέσα στην επεξηγηματικότητα και τη φόρμα της.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα