Ένα γράμμα στη Μιλού, το σκυλάκι με τα μάτια που ήταν βαμμένα σαν να φορούσε μαύρο eyeliner

Ένα γράμμα στη Μιλού, το σκυλάκι με τα μάτια που ήταν βαμμένα σαν να φορούσε μαύρο eyeliner
Η Violet Louise Βασίλης Koυντούρης

Η Violet Louise γράφει ένα συγκινητικό γράμμα στον σκύλο της, τη Μιλού, που έφυγε από τη ζωή.

Η Violet Louise είναι μία καλλιτέχνιδα που από́ το 2012 ερευνά́ το πεδίο της πολυμεσικής αφήγησης. Μέσα δηλαδή από τη χρήση μηχανισμών εικόνας και ήχου αφηγείται τις ιστορίες της με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο.

Στο “Ημερολόγιο Ενός Σκύλου” – που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2020 σε ψηφιακή μορφή και τώρα παρουσιάζεται στον Κάτω Χώρο του Θέατρου του Νέου Κόσμου- σ’ έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά, η καθημερινότητα φαντάζει λιγότερο επώδυνη, μέσα από τη σχέση αγάπης ανθρώπου και ζώου. Το Ημερολόγιο ενός σκύλου είναι το ημερολόγιο ενός ανθρώπου που επαναδιαπραγματεύεται τις απώλειές του.

Στο έργο αυτό, μια γυναίκα ζει μόνη στην Αθήνα, αναζητώντας καθημερινά στο διαδίκτυο ίχνη του σκύλου της που έφυγε από́ τη ζωή. Μέσα από τις μηχανές αναζήτησης, ανακαλύπτει εικόνες από́ μέρη που ταξιδέψαν, βίντεο, μουσική, φωτογραφίες και δημιουργεί το ψηφιακό της ημερολόγιο. Ένα ημερολόγιο που καταγράφει προσωπικές στιγμές καθώς και σημαντικά πολιτικά και κοινωνικά στιγμιότυπα της ελληνικής πραγματικότητας από τους Ολυμπιακούς του 2004 μέχρι και σήμερα.

Στήνει έναν μηχανισμό εικόνας και ήχου που αναπαράγει μνήμες και συναισθήματα και αφηγείται τις ιστορίες της. Μέσα από αναδρομές στο παρελθόν, επανεφευρίσκει το παρόν και χαράζει το δρόμο της προς την ενηλικίωση.

Εμείς ζητήσαμε από την Violet Louise να γράψει ένα γράμμα στο δικό της σκυλί, τη Μιλού. Η Μιλού -που δεν βρίσκεται πια στη ζωή- πρωταγωνιστεί στην παράσταση αυτή.

Βασίλης Koυντούρης

Ένα γράμμα στη Μιλού

“Αγαπημένη μου Μιλού

Θέλω να σου εξηγήσω και δε θέλω να μου γαβγίσεις με θυμό, για ποιο λόγο σε έβαλα να πρωταγωνιστείς στην παράστασή μου. Ναι, το ξέρω, θα μου πεις πως έχουμε γίνει ρεζίλι. Πως δε σε ρώτησα όταν μοιράστηκα με το κοινό, τις αναμνήσεις μας. Αλλά πίστεψέ με. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ξεπεράσω το κενό που άφησες πίσω σου, όταν εγκατέλειψες και μένα και το μάταιο τούτο κόσμο.

Η αλήθεια είναι πως εμείς οι δυο ήμασταν παρωδία. Αγρίμι εγώ, σίφουνας εσύ, τα διαλύαμε όλα στο πέρασμά μας. Kαταστροφή! Πόσα ποτά δεν είχαμε πιει, πόσες μεταμεσονύκτιες βόλτες με τ’αμάξι, πόσες φορές δε σε πήρα αγκαλιά να σου κλαφτώ για χαζομάρες. Τότε δεν ήξερα. Πως ακόμα δεν είχαν έρθει τα δύσκολα. Αν και τον πρώτο χρόνο με είχες βγάλει εκτός εαυτού πολλές φορές. Όταν έφαγες τα καινούργια μου παπούτσια, τα καλώδια του τηλεφώνου και τα 18 μελομακάρονα που είχε φτιάξει η γιαγιά σε μία μόνο μέρα, ήμουν έτοιμη να σε στείλω από κει που ήρθες. Σε κράτησα και το αποτέλεσμα;

Nα μας διώξουν κακήν κακώς από το πρώτο μας σπίτι. Βέβαια τι καλύτερο να περιμένει κανείς όταν τον ιδιοκτήτη του, τον λένε Θύμιο. Ευτυχώς στο δεύτερο σπίτι μείναμε 15 ολόκληρα χρόνια παρά τις αταξίες και τις σκανταλιές σου. Όταν άκουγες γάτες και μηχανάκια, ανέβαινες στην ταράτσα και αλυχτούσες σαν τον λύκο. Μια Κυριακή του Πάσχα σε έψαχνα όλη τη μέρα. Είχες ακολουθήσει έναν κύριο που κρατούσε το ταψί με το αρνί. Σε βρήκα το ίδιο βράδυ στο λόφο του Προφήτη Ηλία, ανάμεσα από τα αυτοκίνητα και τα ζευγαράκια που φιλιόντουσαν. Το περίεργο ήταν ότι όχι μόνο δε μας έδιωξαν από τη γειτονιά, άλλα είχες βρει τον τρόπο να σε λυπούνται και να ταΐζουν όλοι. Για χρόνια δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ενώ σου έκανα δίαιτα, εσύ πάχαινες με ταχύτατους ρυθμούς.

Όλοι σε ήξεραν. Η Μιλού, το σκυλάκι με τα μάτια που ήταν βαμμένα σαν να φορούσε μαύρο eyeliner. Η Μιλού, ένα λευκό ημίαιμο λαμπραντόρ με μια μεγάλη καφέ βούλα στην πλάτη. Να ξέρεις, ακόμα περνώ από την παλιά μας γειτονιά. Θυμάσαι το φίλο σου τον Τζακ, το αδεσποτάκι που τρέχατε μαζί σα σίφουνες στην κατηφόρα; Zει ακόμα! Υπέργηρος! Με αναγνώρισε όταν τον χάιδεψα.

Όταν σε πήγαινα επίσκεψη στους γονείς μου, δεν ήθελες να φύγεις. Έβαζες κόντρα με τα πόδια σου. Έπρεπε να σε δελεάσω με κάποια λιχουδιά για να σε βάλω στο ασανσέρ. Είχες τα δίκια σου. Σε άφηνα πολλές ώρες μόνη. Εξάλλου στο σπίτι των γονιών μου καλοπερνούσες. Σου έκάναν όλα τα χατίρια. Και όταν μετά από χρόνια, αρρωστήσατε και εσύ και η μητέρα μου, από την ίδια παλιοαρρώστια, την ίδια χρονική περίοδο, νόμιζα πως παρακολουθούσα ταινία φίλων κακού σινεμά. Ποιος θα το πίστευε πως πιάσαμε τζακ ποτ!

Εσύ στάθηκες τυχερή. Ως εκ θαύματος πήρες τα πάνω σου. Ενώ η μητέρα μου ακολούθησε ένα μονοπάτι που δεν έχει γυρισμό. Στην κηδεία της, δεν ήσουν. Δε θα ήταν σωστό να είναι εκεί το σκυλί, όπως έλεγαν συγγενείς και φίλοι. Ένα ζώο ανάμεσα σε ανθρώπους. Εκείνο το πρωί, όταν γύρισα στο σπίτι μετά την κηδεία, με κοιτούσες σιωπηλή. Δε χρειάστηκε να πω κουβέντα. Ήξερα πως είχες καταλάβει. Για μέρες ήσουν ανόρεχτη. Δεν ήθελες ούτε να πας βόλτα. Δε σε είχα ξαναδεί ποτέ έτσι.

Εκείνη να ξέρεις, θα ήθελε να είσαι εκεί. Σε αγαπούσε πολύ. Αν και στην αρχή, όταν σε είχα πρωτοφέρει μου είχε πει να σε πάω πίσω, εκεί που σε βρήκα. Στα σκουπίδια.

Μιλού την έκανες την καλύτερη στιγμή. Όταν ξεκίνησε η πανδημία. Ευτυχώς γλύτωσες. Κάτι ήξερες για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Εγώ από την άλλη, μόνη σε τέσσερις τοίχους, κόντεψα να φάω τις σάρκες μου. Πώς μπόρεσαν να μου το κάνουν αυτό. Με φυλάκισαν σε ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις, για να μην πεθάνω από τον ιό. Το σκοτάδι του μυαλού, είναι χειρότερο από κάθε ιό. Κι εσύ για πρώτη φορά, στα δύσκολα δεν ήσουν εκεί.

Σε μια στιγμή παροξυσμού πέταξα όλα σου τα πράγματα. Το μετάνιωσα την ίδια στιγμή. Μετά από κάποιους μήνες, άρχισα να διαβάζω τα παλιά μου ημερολόγια, να ψάχνω φωτογραφίες σου και βίντεο από το αρχείο μου, να μπαίνω στο google map για να δω το σπίτι μας στην Καστέλα, τον Κλεινοβό, το χωριό μας στην Πίνδο που περνούσαμε τα καλοκαίρια μας, την Κάρυστο που ζήσαμε τις τελευταίες μας διακοπές. Έψαχνα μέσα από τα δικά σου ίχνη, τις δικές μου διαδρομές. Έπρεπε από κάπου να πιαστώ. Και πιάστηκα από εσένα. Με βοήθησες ακόμα και που δεν ήσουν εκεί. Σε έφερνα στο μυαλό μου για να ξορκίσω τους φόβους μου.

Μου λείπεις. Όχι τόσο πολύ τη μέρα. Όσο τη νύχτα. Έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε βλέπω να τρέχεις χαρούμενη. Τα μουστάκια σου λάμπουνε στον ήλιο. Δεν είσαι μόνη σου. Δίπλα σου, αναγνωρίζω αγαπημένα πρόσωπα. Ξέρεις Μιλού, αυτοί που έρχονται στον ύπνο μας, δεν είναι σκιές. Έχουν πρόσωπο, όνομα, φωνή. Kοιτάζουν με συμπόνια το φθαρτό μας σώμα. Ακούνε την ανάσα μας. Εισβάλλουν στα όνειρά μας.

Σκέφτομαι, αν περνούσα κι εγώ στην άλλη πλευρά; Tι θα έβλεπα εκεί;

Όμως τι βλακείες λέω… Η ζωή είναι εδώ. Εδώ και τώρα. Η ζωή είναι εδώ και μας προσπερνά με την ταχύτητα του φωτός. Δεν υπάρχει χρόνος για ουτοπίες. Δεν υπάρχει χρόνος για αναβολές. Χωρίς παρεξήγηση.»

* Στη δραματουργία χρησιμοποιούνται αποσπάσματα από ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, του Γεωργίου Σουρή, του Νίκου Καρούζου, του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Γιώργου Σεφέρη. Το απόσπασμα για την Επιχείρηση ΠΑΝΘΗΡΑΣ είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Κωνσταντινίδη: Επιχείρηση Πάνθηρας – Οι Γερμανοί εισβάλλουν και πυρπολούν την Πίνδο.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία, μουσική, πρωτότυπο κείμενο, αφήγηση, τραγούδι: Violet Louise/Ηθοποιός σε βίντεο: Αγλαΐα Παππά/Φωτογραφία, εικονοληψία, μοντάζ, επεξεργασία και προγραμματισμός πολυμέσων: Βασίλης Koυντούρης (Studio19st)/Σχεδιασμός φωτισμού: Σάκης Μπιρμπίλης/Ηχητικός σχεδιασμός, ηχογραφήσεις, μίξη ήχου, βίντεο, μοντάζ: Violet Louise/Ηχοληψία, mastering: Κωνσταντίνος Μπώκος (Studio19st)/Τεχνικός συντονισμός παραγωγής: T.P.T. (ThePerfectTeam) /Creative Team at Visual Arts & Graphics: Linear Creative Content Company/ Με τη Violet Louise

Θέατρο του Νέου Κόσμου: Κάτω Χώρος/14.10.2022 – 13.11.2022/ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: 60 λεπτά/ΜΕΡΕΣ- ΩΡΕΣ: Παρασκευή 21:15, Σάββατο 21:15, Κυριακή 19:00/ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ: Κανονικό 16€, Μειωμένο 13€/Εισιτήρια για την παράσταση προπωλούνται: www.viva.gr/tickets/theater/to-imerologio-enos-skylou/

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα