Φώτης Μακρής: “Το θέατρο δεν πάει με τα γούστα του κοινού, τα διαμορφώνει”

Φώτης Μακρής: “Το θέατρο δεν πάει με τα γούστα του κοινού, τα διαμορφώνει”

Ο Φώτης Μακρής μιλά στο NEWS 24/7 για το έργο της Ελέιν Μέρφυ «Τζεμ» που σκηνοθετεί στο Studio Μαυρομιχάλη.

Το έργο της Ελέιν Μέρφυ «Τζεμ» σκηνοθετεί ο Φώτης Μακρής της φετινή θεατρική σεζόν στο studio Μαυρομιχάλη με τις Μαρία Κανελλοπούλου, Στέλλα Κρούσκα και Βασιλίνα Κατερίνη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Τρυφερό αλλά και σκληρό, συγκινητικό αλλά και γεμάτο χιούμορ, ανατρεπτικό και τολμηρό, το έργο της Ιρλανδής Ελέιν Μέρφυ, έρχεται να μας υπενθυμίσει σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ζούμε όλοι μας, ότι ο άνθρωπος πάνω απ’όλα έχει ανάγκη την επαφή, το άγγιγμα, την κατανόηση την αλληλεγγύη και την αγάπη.

Το έργο «Τζεμ» γράφτηκε το 2008 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στο Dublin Fringe Festival στο Δουβλίνο και κέρδισε το βραβείο Fishamble New Writing Award. Αμέσως μετά η παράσταση μεταφέρθηκε στο Civic Theatre στο Δουβλίνο.

Την ίδια χρονιά ήταν υποψήφιο για το καλύτερο έργο της χρονιάς στην Ιρλανδία από τα Irish Times Theatre Awards. Το 2009 παρουσιάστηκε στο Edinburgh Fringe Festival στη Σκωτία και κέρδισε το βραβείο Carol Tambor Best of Edinburgh Award. Το 2008, η Ελέιν Μέρφυ κέρδισε το βραβείο Stewart Parker BBC Northern Ireland Drama Award.

Μαρία Κανελλοπούλου, Στέλλα Κρούσκα και Βασιλίνα Κατερίνη στο Τζεμ

Εμείς με αφορμή την παράσταση αυτή μιλήσαμε με τον Φώτη Μακρή.

Τι σας γοήτευσε στο έργο της Ελέιν Μέρφυ «Τζεμ» και αποφασίσατε να το σκηνοθετήσετε;

Υπάρχουν τρία στοιχεία στο έργο που με έκαναν να αποφασίσω να το σκηνοθετήσω. Η ενδιαφέρουσα δομή του, ο εξαιρετικός τρόπος που αναπτύσσει το θέμα του και το γεγονός ότι δεν έχει παιχτεί ποτέ στη χώρα μας.

Το έργο είναι γραμμένο σε μορφή αφηγηματικών μονολόγων. Οι τρεις γυναίκες (γιαγιά, κόρη, εγγονή), αφηγούνται στους θεατές την ιστορία τους. Η ιστορία της καθεμιάς πηγαίνει αρχικά παράλληλα με τις ιστορίες των άλλων δύο και στην συνέχεια, σιγά σιγά αλληλοτέμνονται, μέχρι το φινάλε, όπου οι τρεις γυναίκες φτάνουν στην σχεδόν απόλυτη αλληλοκατανόηση και στην ελπίδα ότι πλέον μπορούν να συνεχίσουν μαζί τις ζωές τους, δυνατές και με την σιγουριά ότι για την καθεμία από αυτές οι άλλες δύο είναι εκεί για να της συμπαρασταθούν, αν και σε ότι χρειαστεί.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στο έργο, ότι όλη αυτή η πορεία, δίνεται με συνεχείς αφηγήσεις των τριών γυναικών προς τους θεατές, και παρόλα αυτά δημιουργείται στην παράσταση μέσω αυτών των μονολόγων, ένα πολύ ισχυρό πλέγμα σχέσεων που έχουν ως τέταρτο συμμετέχοντα το κοινό!

Η απουσία του «τέταρτου τοίχου» λειτουργεί κατά την γνώμη μου λυτρωτικά, τόσο για τους ηθοποιούς της παράστασης, όσο, ελπίζω, και για τους θεατές, ειδικά αυτήν την εποχή που έχουμε τόσο πολύ ανάγκη την «επαφή» με τον διπλανό μας.

Σκιαγραφήστε μας τους χαρακτήρες του…

Θα έλεγα ότι και οι τρεις γυναίκες είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Και αυτό είναι πολύ γοητευτικό στο έργο, γιατί παρακολουθείς πράγματα και καταστάσεις που σε αφορούν. Η Κέι, η γιαγιά της ιστορίας μας, είναι μια δυνατή γυναίκα, με πάθος για την ζωή και τις έντονες συγκινήσεις. Δυναμική, με χιούμορ και πραγματικό ενδιαφέρον για την κόρη της και την εγγονή της. Αλλά και αιωνίως ερωτευμένη με τον άντρα της, τον Τζεμ. Η κόρη της Κέι, η Λορέιν, είναι μια ευάλωτη και συναισθηματικά ασταθής γυναίκα, που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, μετά από ένα αποτυχημένο γάμο σε πολύ μικρή ηλικία και την προσπάθεια να μεγαλώσει μόνη της την κόρη της, Άμπερ. Η Άμπερ, τέλος, χαμένη στις εφηβικές και μετεφηβικές αναταράξεις, προσπαθεί να βρει τα «θέλω της» για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, καθώς η «έλλειψη» μπαμπά στη ζωή της φαίνεται να τη στοιχειώνει.

Πού ακουμπά στο σήμερα;

Ένα έργο που προτάσσει την ανάγκη της επαφής, την ανάγκη της αλληλοκατανόησης, της ενσυναίσθησης, της αλληλοβοήθειας και της αγάπης, δεν μπορεί παρά να ακουμπά στις συνθήκες κάθε εποχής, ειδικά τώρα, μετά από σχεδόν 2 χρόνια «απομάκρυνσης» των ανθρώπων λόγω της πανδημίας.

Τι πιστεύετε πως το κοινό μετά από τους απανωτούς εγκλεισμούς έχει ανάγκη να δει στο θέατρο φέτος;

Ειλικρινά, δεν ξέρω. Αν κρίνω όμως από την δική μας ανάγκη σαν καλλιτέχνες, θα έλεγα ότι το κοινό θα θέλει να δει παραστάσεις που προβάλλουν θετικές σκέψεις για την συνέχεια της ζωής μας και κυρίως έργα ανθρωποκεντρικά, με ήρωες της διπλανής πόρτας όπως είπα και πριν για τις ηρωίδες του «Τζεμ», που μιλάνε για τα προβλήματά τους, τις σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους και που αφήνουν, μια μικρή έστω, χαραμάδα αισιοδοξίας.

Στο Studio Μαυρομιχάλη βάσει ποιου άξονα στήθηκε το φετινό του ρεπερτόριο;

Μια πρόταση θα έλεγα χαρακτηρίζει το φετινό μας πρόγραμμα: «Άνθρωπος σε κρίση προσπαθεί να βρει λόγους να αισιοδοξεί»

Εσείς πώς βιώνετε την πανδημία σαν καλλιτέχνης;

Υπήρξε το θετικό και το αρνητικό κομμάτι στον τρόπο που βίωσα και βιώνω την πανδημία. Το θετικό είναι ότι ξαναβρήκα χρόνο για τον εαυτό μου και τους ανθρώπους που αγαπάω και με αγαπάνε. Και χρόνο να διαβάσω και να σκεφτώ χωρίς την πίεση που υπάρχει στην κανονικότητά μου. Το αρνητικό, ήταν φυσικά η ανασφάλεια και το άγχος για το μέλλον. Οικονομική ανασφάλεια φυσικά, αλλά και ένα σχεδόν υπαρξιακό άγχος για την πορεία της πανδημίας και του πώς θα μπορέσει το θέατρο γενικότερα να την ξεπεράσει. Ένα άγχος που φυσικά εξακολουθεί να υπάρχει, παρόλο το άνοιγμα των κλειστών θεάτρων μετά από ενάμιση χρόνο. Γιατί κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το άμεσο ή το απώτερο μέλλον…

Τι θα θέλατε να αλλάξετε άμεσα στο θεατρικό τοπίο γύρω σας;

Προφανώς δεν έχω καμία δύναμη να αλλάξω κάτι στο θεατρικό τοπίο, παρά μόνο να εκφράζω τις απόψεις μου, με τις δικές μου καλλιτεχνικές παρεμβάσεις. Σε επίπεδο ευχής περισσότερο, θα έλεγα ότι ίσως θα έπρεπε όλοι μας να βάλουμε ως προτεραιότητα την σταδιακή ανύψωση του κοινού μας και όχι να κάνουμε επιλογές με γνώμονα το «αυτά θέλει το κοινό σήμερα». Ένα δυναμικό και με όραμα θέατρο, δεν πάει με τα γούστα του κοινού, αλλά διαμορφώνει το γούστο του κοινού.

Όλο αυτή η συζήτηση με τους εμβολιασμένους και μη, πόσο τελικά θα βλάψει το θέατρο;

Νομiζω ότι το σύνολο σχεδόν του Ελληνικού θεάτρου έχει απαντήσει. Η συντριπτική πλειοψηφία των αιθουσών θα λειτουργήσουν ως covid free, δεχόμενοι μόνο εμβολιασμένους και νοσήσαντες. Είναι μια θέση που με εκφράζει απόλυτα και εμένα και τους συνεργάτες μου. Θεωρώ λοιπόν, ότι όχι, η συζήτηση αυτή δεν θα βλάψει καθόλου το θέατρο. Όταν έχεις μια ισχυρή θέση και κατά τη γνώμη μου, σύμφωνη με την κοινή λογική, δεν μπορείς να φοβάσαι κάτι.

Πώς νομίζετε πως θα κυλήσει η φετινή χρονιά;

Αυτή είναι η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου. Αστειεύομαι. Πρώτα απ’ όλα κανείς δεν γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί η πανδημία. Αν τα πράγματα πάνε καλά σε αυτό το μέτωπο, είμαι αισιόδοξος. Μην ξεχνάτε ότι τα θέατρα είναι από τους ασφαλέστερους κλειστούς χώρους, καθώς ο θεατής μένει για μία με μιάμιση ώρα μέσα, δεν μιλάει και φοράει μάσκα. Καθώς επίσης, όπως είπα και πριν, στην συντριπτική πλειοψηφία οι αίθουσες θα είναι covid free, οπότε γνωρίζεις ότι οι διπλανοί σου είναι επίσης εμβολιασμένοι. Αν λοιπόν δεν έχουμε δυσάρεστες εκπλήξεις στο μέτωπο της πανδημίας, πιστεύω ότι η χρονιά θα κυλήσει ικανοποιητικά.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα