Γιατί ένα αθηναϊκό θέατρο διατρέχει τη βελούδινη επανάσταση της Πράγας και τα βάζει με το σύστημα;
Διαβάζεται σε 17'Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου και ο Αλέξανδρος Βάρθης μιλούν στο NEWS 24/7 με αφορμή το έργο του Βάτσλαβ Χάβελ, “Μεμοράντουμ” που θα παρουσιαστεί στο Θέατρο Μπέλλος.
- 13 Νοεμβρίου 2024 06:44
Η γραφειοκρατία, η εξουσία και η αδυσώπητη μάχη για την επικράτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσα σε έναν κόσμο παραλογισμού. Το έργο του Βάτσλαβ Χάβελ, “Μεμοραντουμ”, δεν είναι απλώς μια θεατρική παράσταση· είναι ένας καθρέφτης της σύγχρονης πραγματικότητας. Σατιρίζοντας με μαεστρία τα κακώς κείμενα της γραφειοκρατίας, ο Χάβελ δημιουργεί ένα κείμενο που παραμένει τρομακτικά επίκαιρο.
35 χρόνια θα έχουν συμπληρωθεί σε λίγες ημέρες από τη “Βελούδινη επανάσταση”, μια ειρηνική επανάσταση (εξ ου και το όνομά της, βελούδινη, λόγω της μη ύπαρξης θυμάτων), που έγινε στην Τσεχοσλοβακία από τις 16 Νοεμβρίου έως τις 29 Δεκεμβρίου 1989 και είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και κατ’ επέκταση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας. Στην Πράγα, ο Βάτσλαβ Χάβελ, θεατρικός συγγραφέας και γνωστός στην αστυνομία αφού έχει ήδη αποφυλακιστεί μετά από πέντε χρόνια, τίθεται επικεφαλής όλων των διαμαρτυριών κατά του καθεστώτος – είχε ήδη διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη λεγόμενη “Άνοιξη της Πράγας” του 1968. Ο Χάβελ υπήρξε ο τελευταίος πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας και πρώτος Πρόεδρος της Τσεχίας, από τις 2 Φεβρουαρίου 1993 ως τις 2 Φεβρουαρίου 2003.
Εμείς συνομιλήσαμε με την Αικατερίνη Παπαγεωργίου που σκηνοθετεί το έργο και τον Αλέξανδρο Βάρθη που πρωταγωνιστεί – οι δυο τους είναι ιδρυτικά μέλη της ομάδας The Young Quill– που επιχειρούν να φέρουν στη σκηνή αυτό το διαχρονικό αριστούργημα αναδεικνύοντας την πιο κωμική, γελοία αλλά και τρομακτική πλευρά του συστήματος. Μια φάρσα που γίνεται πραγματικός εφιάλτης θα αποδείξει ότι στο τέλος χάνει ο μόνος που δεν φταίει. Το «Μεμοράντουμ» είναι ένα αλληγορικό και απόλυτα επίκαιρο κοινωνικοπολιτικό έργο, μολονότι γράφτηκε ως σχόλιο κατά του σοβιετικού καθεστώτος της Τσεχοσλοβακίας και στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’70, ως σχόλιο κατά της Χούντας των Συνταγματαρχών.
Όλα ξεκινούν από ένα…υπόμνημα
“Το Memorandum είναι ένα έργο επίκαιρο σε πολλά επίπεδα. Καταρχάς, αναφέρεται σε μια νέα «γλώσσα» που καλούμαστε να μάθουμε και να εξοικειωθούμε μαζί της και αποκαλύπτει έναν φαύλο κύκλο εξουσίας και διαφθοράς σε έναν οργανισμό, που αφήνεται να εννοηθεί ότι είναι αέναος.
Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι, παρόλο που το έργο γράφτηκε ως σχόλιο για μια καθεστωτική κατάσταση και παρουσιάστηκε στην Ελλάδα με τον ίδιο στόχο, οι συμπεριφορές και οι τρόποι με τους οποίους λειτουργούν οι άνθρωποι μέσα σε αυτόν τον οργανισμό δεν διαφέρουν καθόλου με το σήμερα.
Η δράση εκτυλίσσεται μέσα σε έναν δημόσιο οργανισμό. Ωστόσο, στο σήμερα, αυτός ο οργανισμός θα μπορούσε να είναι εξίσου μια μεγάλη εταιρεία, ένας θεσμικός φορέας ή ακόμα και ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός. Οποιοσδήποτε τέτοιος χώρος μπορεί να αντικατοπτρίζει τις ίδιες δυναμικές εξουσίας και συμπεριφορές” αναφέρει η Αικατερίνη Παπαγεωργίου.
Ο Αλέξανδρος Βάρθης συμπληρώνει πως: “πρόκειται για ένα πολιτικό κείμενο γραμμένο από έναν πολιτικό σε μια εποχή που μπορεί να μοιάζει σήμερα μακρινή. Ωστόσο, αυτό που με γοήτευσε είναι το πόσο επίκαιρο παραμένει. Το έργο καυτηριάζει και σχολιάζει τα συστήματα που οι άνθρωποι δημιουργούν, υποτίθεται για να τους εξυπηρετούν, αλλά τελικά μετατρέπονται οι ίδιοι σε γρανάζια αυτών των συστημάτων.
Και όλο αυτό είναι σαν να έχουν μπει όλοι σε έναν λαβύρινθο με τη θέλησή τους, σε ένα λαβύρινθο που έχουν φτιάξει μόνοι τους. Και ενώ γνωρίζουν ποια είναι η έξοδος, επιλέγουν συνειδητά ή υποσυνείδητα να μη βγουν ποτέ από αυτόν. Εμένα κάπως μου θυμίζει αυτό τον “Άγγελο Εξολοθρευτή” του Μπουνιουέλ, όπου είναι όλοι κλεισμένοι μέσα σ ένα δωμάτιο και συνεχώς λένε “πρέπει να φύγουμε”. Και καταλήγουν να είναι συνεχώς εκεί χωρίς να φεύγει κανείς από αυτό”.
Οι χαρακτήρες του έργου
Αναφορικά με τους χαρακτήρες του έργου η Αικατερίνη Παπαγεωργίου αναφέρει πως “όλοι οι χαρακτήρες φαίνονται να ζουν σε έναν κόσμο όπου η έννοια της ιδεολογίας και της πίστης έχει καταρρεύσει, αφήνοντάς τους χωρίς σταθερότητα, να παρασύρονται από τις συνθήκες. Δεν υπάρχει ένα συνεκτικό νήμα μεταξύ τους, ο καθένας έχει βρει τον δικό του τρόπο για να επιβιώσει σε ένα σαθρό και προβληματικό σύστημα, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι. Κάποιοι επιλέγουν να φορέσουν ένα συγκεκριμένο προσωπείο, έχοντας πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει, αντιλαμβανόμενοι ότι αυτό είναι το μέσο για να επιβιώσουν.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι άλλοι που το κάνουν ασυνείδητα και αυτοί είναι και οι πιο επικίνδυνοι, γιατί δεν συνειδητοποιούν το μέγεθος του προβλήματος και πόσο οι ίδιοι το αναπαράγουν. Και φυσικά υπάρχει και ένα εξιλαστήριο θύμα το οποίο δεν φταίει σε τίποτα, αλλά στο τέλος την πληρώνει”.
Και ο Αλέξανδρος Βάρθης συνεχίζει “οι περισσότεροι από αυτούς τους ήρωες γνωρίζουν ότι εμπλέκονται σε μια διαδικασία που οδηγεί σε αδιέξοδο. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν να υπηρετούν αυτό το σύστημα τυφλά. Με έναν τρόπο, αυτό αντικατοπτρίζει τις κοινωνίες γενικότερα, όχι μόνο την ελληνική. Είτε μιλάμε για πολιτικές — εξωτερικές ή εσωτερικές — είτε για κοινωνικές δομές, το μοτίβο παραμένει το ίδιο. Και το στοίχημα για εμάς είναι να αποδώσουμε με σαφήνεια αυτό το μήνυμα μέσα από τη δική μας παράσταση”.
Η νέα γλώσσα του έργου
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου λέει πως “ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του έργου είναι ότι αυτή η νέα γλώσσα παρουσιάζεται ως τεχνητή και συνθετική, σχεδιασμένη να εξασφαλίσει απόλυτη ακρίβεια στη γραφειοκρατική επικοινωνία. Στόχος ήταν τα γραπτά να αποτυπώνουν ακριβώς ό,τι εννοείται, χωρίς περιθώρια για ερμηνείες ή παρερμηνείες. Ωστόσο, αυτός είναι και ένας από τους λόγους που το εγχείρημα τελικά αποτυγχάνει. Όσο περισσότερο οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούν, τόσο αρχίζει να διαπλέκεται με συναισθηματικές αποχρώσεις, καταλήγοντας να ενσωματώνει ακριβώς αυτό που προσπαθούσαν αρχικά να αποφύγουν. Έτσι, στην προσπάθειά τους να λύσουν ένα πρόβλημα, καταλήγουν να δημιουργούν ένα νέο”.
Ο Αλέξανδρος Βάρθης μιλά για την επικράτηση μιας νέας «γλώσσας» που μας απομακρύνει ακόμη και από το βιβλίο. Τη γλώσσα της εικόνας, των social media, της επίπλαστης πραγματικότητας που διαμορφώνεται γύρω μας: Σήμερα, υπάρχουν εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης που μπορούν να σου βγάλουν τα κυριότερα σημεία ενός βιβλίου απλώς με μία εντολή. Αλλά το ζήτημα δεν είναι απλώς να μάθεις τι λέει ένα βιβλίο, αλλά πώς το λέει. Αυτό ακριβώς προσπαθούμε να δείξουμε και στην παράστασή μας. Στο έργο, εμφανίζεται μια νέα γλώσσα που κανείς δεν καταλαβαίνει. Οι περισσότεροι προσπαθούν να την αποκωδικοποιήσουν και να την προσαρμόσουν στο σύστημά τους, με αποτέλεσμα να χάνουν εντελώς τον αρχικό τους στόχο. Αυτή η δημόσια υπηρεσία, αντί να εξυπηρετεί τον κόσμο, όπως ήταν ο αρχικός της σκοπός, επικεντρώνεται πλέον στο να μάθει αυτή τη γλώσσα για να καταπολεμήσει τη γραφειοκρατία και καταλήγει ακόμα πιο γραφειοκρατική”.
“Σήμερα κυνηγάμε όχι μόνο την ευκολία, αλλά και την αποτελεσματικότητα. Αυτό, όμως, οδηγεί σε μια ολοένα αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους και σε ό,τι τους εξουσιάζει. Αισθανόμαστε αποκομμένοι από οτιδήποτε μας καθορίζει, όπως το κράτος. Κι ενώ προσπαθούμε να γεφυρώσουμε αυτό το χάσμα, σκοντάφτουμε πάνω σε τείχη διαφθοράς και αναξιοκρατίας, παγιδευμένοι στον ίδιο φαύλο κύκλο. Αυτή ακριβώς την κατάσταση περιγράφει το έργο” συνεχίζει η Αικατερίνη Παπαγεωργίου.
Ένα έργο και μία επιλογή πολιτική από μία ομάδα νέων ανθρώπων…
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου αναφέρει για την επιλογή του έργου πως “η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το κείμενο, εκείνο που με άγγιξε, άσχετα από το κομμάτι της γλώσσας που ήταν πολύ ιντριγκαδόρικο, ήταν στο ότι υπάρχει πολύ έντονα αυτή η αίσθηση της κατάρρευσης της ιδεολογίας. Οπότε, σε μια κατάσταση που δεν υπάρχει όραμα, όνειρο και ηθική προκύπτει το ερώτημα του “τι κάνουμε, αλλάζει αυτό;” Το κείμενο λέει ότι δεν μπορεί να αλλάξει, γιατί αυτός που πάει να φέρει την αλλαγή καταλήγει να είναι και το εξιλαστήριο θύμα και να φεύγει.
Και συνεχίζει μιλώντας για το γεγονός πως η ομάδα Young Quill στο θέατρο Μπέλλος έχει προτάξει θεματολογικά τον άνθρωπο σε σχέση με την κοινωνία των πολιτών σε σχέση με το σύστημα, τους θεσμούς, το κράτος, την πολιτεία. “Προσπαθούμε να θίξουμε αυτό το ζήτημα, γιατί και εμάς μας βασανίζει. Η αίσθηση ανελευθερίας που νιώθει κανείς γίνεται ολοένα και πιο έντονη – και τα τελευταία χρόνια συναντώ όλο και περισσότερους ανθρώπους που βρίσκονται παγιδευμένοι από τις δυσκολίες στη φορολογία μέχρι την επιλογή σπουδών και το αν θα ακολουθήσει κανείς τα όνειρά του, γνωρίζοντας πως οι πιθανότητες επιτυχίας είναι ελάχιστες, δεδομένων των συνθηκών. Αυτή η πίεση που ασκείται από το περιβάλλον γίνεται όλο και πιο ασφυκτική, και θεωρούμε πως είναι επιτακτικό να ανοίξει μια συζήτηση γι’ αυτό το ζήτημα.
Είναι ασφυκτικό πως σήμερα δεν μας επιτρέπεται να μην είμαστε επιτυχημένοι. Προσωπικά, δεν βλέπω διέξοδο, γι’ αυτό και επέλεξα αυτό το έργο. Θα ήθελα να δω μια αχτίδα φωτός. Με το να φέρνουμε ένα τέτοιο ζήτημα στη σκηνή, κάποιοι άνθρωποι αρχίζουν να προβληματίζονται, όπως προβληματίζομαι κι εγώ και όλος ο θίασος γύρω από αυτό το θέμα. Πιστεύω ότι η αρχή για τη λύση ενός προβλήματος ξεκινά με τη συνειδητοποίηση. Μια παράσταση μπορεί, αν μη τι άλλο, να ανοίξει έναν διάλογο, να θέσει ένα ζήτημα και να ξεκινήσει μια συζήτηση. Γενικά πιστεύω πολύ στις ανθρώπινες σχέσεις και στις συναντήσεις του ανθρώπου με ένα έργο τέχνης”.
Ο Αλέξανδρος Βάρθης μιλά για τη ρήση του Χάβελ ότι «το θέατρο μπορεί να απεικονίσει την πολιτική ακριβώς, επειδή δεν έχει πολιτικούς στόχους». Είναι άλλωστε ιδιαίτερα σημαντικό το ότι, ως νέα ομάδα, η Young Quill ασχολείται με ένα έργο που φέρει πολιτικό μήνυμα, δείχνοντας ότι η τέχνη μπορεί ακόμα να προκαλεί σκέψη και διάλογο σε καιρούς που αυτό μοιάζει να έχει ατονήσει.
“Αυτό δεν το θέτουμε ως στόχο συνειδητό. Δηλαδή το ένστικτό μας, μας οδηγεί και εμάς προς τα εκεί. Ίσως και γιατί ζούμε όλα αυτά που ζούμε, γιατί θεωρούμε ότι μπορεί να γίνει εύστοχα μία παράσταση που θα έχει μία πολιτική χροιά, όχι κομματική, καθαρά πολιτική χροιά, χωρίς να είναι στρατευμένη. Όταν μιλάμε για πολιτική, μιλάμε ουσιαστικά για τον άνθρωπο, γιατί ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον. Οπότε αν θέλουμε να μιλήσουμε για την κοινωνία και δεν θέλουμε να πούμε μια ιστορία έρωτα και αγάπης που εγώ προσωπικά ακόμα και εκεί βρίσκω ένα πολιτικό αντίκρισμα.
Η λέξη «πολιτική» έχει δυστυχώς αποκτήσει μια αρνητική χροιά σήμερα, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είναι καθαρή και ξεκάθαρη, να σημαίνει απλώς τη θέση του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Αναπόφευκτα, λοιπόν, κι εμείς, ως ομάδα, προβληματιζόμαστε πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Δεν προσπαθούμε να κηρύξουμε ή να επιβάλλουμε κάτι, αλλά να δείξουμε έναν δρόμο φωτός, να ανοίξουμε μια συζήτηση για το πώς μπορεί να είναι η πολιτική όταν εστιάζει πραγματικά στον άνθρωπο και την κοινωνία.
Φέτος, επιλέγουμε να ανεβάσουμε μια πολιτική σάτιρα. Ο στόχος μας είναι, όταν το κοινό φύγει από την παράσταση και πάει στο σπίτι του ή για ένα ποτό με φίλους, να έχει κάτι να σκεφτεί και να συζητήσει. Αν καταφέρουμε να προκαλέσουμε έστω και έναν προβληματισμό, αυτό από μόνο του αποτελεί την αρχή μιας πολιτικής πράξης”.
Τι είναι αυτό που συγκινεί περισσότερο σε αυτό το έργο;
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου εξομολογείται πως τη συγκινεί “το ερώτημα που θέτει το έργο στο φινάλε, κλείνοντας με ένα απόσπασμα από τον Άμλετ. Έχει ενδιαφέρον γιατί το απόσπασμα εκφέρεται από έναν χαρακτήρα που έχει πάρει μια πολύ σαφή στάση απέναντι στην κατάσταση, αλλά ταυτόχρονα διερωτάται αν έχει νόημα να αντέχεις σιωπηλά όσα συμβαίνουν γύρω σου ή να εξεγείρεσαι. Ωστόσο, η επιλογή της επανάστασης συνεπάγεται ένα βαρύ κόστος, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Αυτό το δίλημμα είναι εξαιρετικά εύστοχο και αγγίζει τον τρόπο με τον οποίο κανείς επιλέγει να κινηθεί κοινωνικά και πολιτικά”.
Και ο Aλέξανδρος Βάρθης αναφέρει: “Το πρόβλημα που καυτηριάζει αυτή η παράσταση είναι εξαιρετικά βαθύ. Το έργο μάς καλεί να γίνουμε παρατηρητές ενός συστήματος που έχει πάρει λάθος κατεύθυνση. Ενός συστήματος που αυτοσυντηρείται και παραμένει δυσλειτουργικό. Πιστεύω ότι το ζήτημα αυτό αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο — πώς, αρχικά ως άτομο και στη συνέχεια ως μικρή ομάδα και τελικά ως κοινωνία, βρίσκεται αντιμέτωπος με το τέρας που ο ίδιος έχει δημιουργήσει”.
Ο Βάτσλαβ Χάβελ, θεατρικός συγγραφέας και πολιτικός, που γεννήθηκε στην Πράγα το 1936. Πέρασε, σχεδόν πέντε χρόνια της ζωής του σε διάφορες φυλακές με την κατηγορία ότι επεδίωκε την ανατροπή του επιβεβλημένου κομμουνιστικού καθεστώτος. Τα έργα του ήταν για πολύ καιρό απαγορευμένα. Με την αποχώρηση των Σοβιετικών από την Τσεχοσλοβακία εκλέχθηκε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και στη συνέχεια Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ήταν οπαδός της «μη βίας» και το πρώτο πράγμα που είπε στο λαό του μετά την εκλογή του ήταν «η αλήθεια και η αγάπη θα νικούν πάντα το ψέμα και το μίσος». Ήταν ένας άνθρωπος που κατάφερε να μετατρέψει τη θεωρία του σε πράξη, προσπαθώντας να την εφαρμόσει στην πραγματικότητα — κάτι που σπάνια βλέπουμε στις μέρες μας.
“Αυτό το έργο, παρά την πεσιμιστική του διάθεση σε πολλά σημεία, γράφτηκε από τον Χάβελ του σε πολύ νεαρή ηλικία, μόλις στα 30 του χρόνια. Το συνέθεσε σε μια περίοδο που ο ίδιος βρισκόταν σε φάση επαναστατικής δράσης, αντιστεκόμενος σθεναρά στο σοβιετικό καθεστώς που είχε επιβληθεί στην Τσεχοσλοβακία. Το έργο αυτό ήταν το προσωπικό του σχόλιο στο «εγώ προσπαθώ να φέρω την αλλαγή».
Ο ίδιος δεν ήταν απλώς ένας επαναστάτης· μαζί με άλλους, κατάφερε να επιφέρει την αλλαγή, οδηγώντας την περίφημη Βελούδινη Επανάσταση που έβαλε τέλος στο σοβιετικό καθεστώς και έφερε τη δημοκρατία. Στη συνέχεια, ως πρωθυπουργός, είχε μεγάλες προσδοκίες και όνειρα για το πώς θα διαμορφώσει το νέο πολιτικό σκηνικό” αναφέρει η Αικατερίνη Παπαγεωργίου.
Και συνεχίζει: “Ιστορικά, του αποδίδεται μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για τη μετάβαση από το σοβιετικό καθεστώς στη δημοκρατία, καθώς βρέθηκε στην πρώτη γραμμή αυτού του αγώνα. Φυσικά, τέτοιες αλλαγές δεν επιτυγχάνονται από έναν μόνο άνθρωπο. Ωστόσο, το γεγονός ότι κατάφεραν να απομακρυνθούν από τον επιβεβλημένο κομμουνισμό και να μεταβούν σε μια δημοκρατία χωρίς τη χρήση βίας και πολέμων αποτελεί ένα φωτεινό και ελπιδοφόρο παράδειγμα.
Ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας και ο πρώτος πρωθυπουργός της Τσεχίας, και είχε δηλώσει πως «Η αγάπη και η ελπίδα θα νικούν πάντα το μίσος και το ψέμα». Ήταν ένας βαθιά ιδεολόγος που αναζητούσε την ουσία της ιδεολογίας όχι μόνο σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά και στον τρόπο που κάποιος βιώνει την ιδεολογία στην καθημερινή του ζωή”.
Ο Αλέξανδρος Βάρθης σημειώνει πως “στην εποχή του Χάβελ, στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, υπήρχαν πολιτικοί άνδρες και λογοτέχνες που ενσάρκωναν τα ιδανικά. Για μένα, αυτή η περίοδος των 20-30 ετών, από τον Πρώτο ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε καθοριστική και γόνιμη σε ανθρώπους που πίστευαν και δρούσαν για κάτι ανώτερο.
Σήμερα αυτό το φαινόμενο έχει εκλείψει, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει στον βαθμό που υπήρχε στο παρελθόν. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι η πληροφορία είναι πλέον άμεσα διαθέσιμη, και μπορούμε να μάθουμε για τη ζωή οποιουδήποτε με μεγάλη ευκολία. Έτσι, απομυθοποιούμε όλα τα πρότυπα και τους ήρωες, με αποτέλεσμα να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να πιστέψουμε σε κάτι. Για να ξεπεραστεί αυτή η απομυθοποίηση, πιστεύω ότι χρειάζεται να διαβάσουμε πολύ, να εμβαθύνουμε στη γνώση. Κι αυτό είναι θετικό, αλλά δυστυχώς δεν νομίζω ότι πολλοί το επιδιώκουν πλέον.
Σήμερα βιώνουμε την έλλειψη του «ήρωα». Αυτό, σε συνδυασμό με την απόλυτη εξειδίκευση, έχει περιορίσει τους ανθρώπους σε στεγανά. Ένας συγγραφέας δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά μόνο συγγραφέας, ένας ηθοποιός δεν μπορεί να είναι κάτι πέρα από ηθοποιός. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα σπάνια προκύπτουν από το καθαρό ταλέντο ή την αγάπη για την κοινωνία. Όσοι καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, ειδικά όταν μιλάμε για τον χώρο της πολιτικής, φαίνεται να εντάσσονται τελικά στο ίδιο σύστημα που προανέφερα, το οποίο συνεχώς αυτοτροφοδοτείται.
Ακριβώς επειδή έχουμε έλλειψη ηρώων, ο ήρωας έχει απομακρυνθεί από το βάθρο του. Και το εννοώ αυτό με θετικό πρόσημο — ως ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει σε ορισμένους ανθρώπους. Αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας λόγος που οι νέοι σήμερα δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική. Δεν πιστεύουν ότι μια πολιτική ιδεολογία, οποιασδήποτε κατεύθυνσης, μπορεί πραγματικά να προσφέρει κάτι ουσιαστικό”.
Και τελικά τι σημαίνει το Memorandum;
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου διευκρινίζει πως “πρόκειται για ένα υπόμνημα — ένα έγγραφο που συνήθως καταγράφει τα βασικά συμπεράσματα ελέγχων και αξιολογήσεων. Στο έργο, είναι αρκετά ειρωνικό το γεγονός ότι φτάνει αυτό το υπόμνημα, γραμμένο στη νέα γλώσσα των φεδεμικών, και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το περιεχόμενό του. Το κείμενο είναι τόσο ακατανόητο, που μοιάζει με αστείο.
Αν το συνδέσουμε με το σήμερα, είναι πολύ χαρακτηριστικό το πώς νομοσχέδια, τροπολογίες και άλλες ρυθμίσεις συντάσσονται με τρόπο που είναι σχεδόν αδύνατο να αποκωδικοποιηθούν. Το ίδιο ισχύει και για τις δικαστικές αποφάσεις. Χρειάζεται να έχεις εξειδικευμένη γνώση της νομικής γλώσσας για να καταλάβεις τι ακριβώς αναφέρεται.
Αυτό αντανακλά την απόσταση ανάμεσα στους μηχανισμούς ελέγχου και τους απλούς ανθρώπους, δημιουργώντας έναν ακόμα πιο ασφυκτικό έλεγχο. Στην ουσία, πρόκειται για ένα σύστημα που όχι μόνο δεν διευκολύνει, αλλά αντίθετα σε δεσμεύει και σου δένει τα χέρια
.
Τελικά, το έργο του Χάβελ είναι αισιόδοξο;
Ο Αλέξανδρος Βάρθης καταλήγει πως “το τέλος δεν έχει θετική έκβαση. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, αλλά ο Χάβελ, μέσα από αυτό το έργο και το τέλος που του έδωσε, φαίνεται να πιστεύει ότι ο φαύλος κύκλος που περιγράφει είναι αναπόφευκτος. Ότι όποιος αρνείται να συμμετέχει σε αυτόν, θα εξοστρακίζεται χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν την τρίχα από το ζυμάρι. Εμείς, όμως, βρίσκουμε αξία σε αυτή την «τρίχα» και προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να τη φωτίσουμε μέσα από την παράστασή μας”.
Πληροφορίες
Θέατρο Μπέλλος: Κέκροπος 1, Πλάκα – Ακρόπολη
Πρεμιέρα: 15 Νοεμβρίου 2024
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00
Τιμές εισιτηρίων: 17€ (κανονικό), 12€ (φοιτητικό/ανέργων/ άνω των 65)
Early bird: 10€ (για τις πρώτες 8 παραστάσεις)
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/theater/memorantoum/