Ηρακλής μαινόμενος με… παρεμβολές
Διαβάζεται σε 7'Είδαμε την παράσταση “Ηρακλής Μαινόμενος” που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς στο Θέατρο Βράχων- Οι έξωθεν παρεμβολές και οι εντυπώσεις μας.
- 11 Σεπτεμβρίου 2024 13:19
Το Θέατρο Βράχων είναι κατάμεστο από κόσμο για τον “Ηρακλή Μαινόμενο”, αν δεν έχει κάποιος φτάσει τουλάχιστον 20 λεπτά πριν, είναι αδύνατον να βρει καλή θέση. Ο Δημήτρης Καραντζάς, που έχει δώσει τα καλύτερα διαπιστευτήρια με τις σκηνοθετικές του προσεγγίσεις – είναι μάλιστα η τρίτη φορά που βυθίζεται στον τραγικό κόσμο του Ευριπίδη (μετά την Ελένη και τη Μήδεια)- και το λαμπερό υποκριτικό καστ που έχει επιλέξει (Γιώργος Γάλλος, Στεφανία Γουλιώτη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης) έχουν αποτελέσει σίγουρα ισχυρούς πόλους έλξης του κοινού.
Οι έξωθεν παρεμβολές από τους Βράχους
Τα φώτα σιγά σιγά πέφτουν, η παράσταση είναι έτοιμη να ξεκινήσει και το βλέμμα μας αποσπούν κάποιες φωτεινές λάμψεις στην κορυφή των Βράχων πάνω από τη σκηνή. Διακρίνεται μία ομάδα νέων παιδιών, τα γέλια τους ακούγονται μέχρι κάτω στις κερκίδες. Η παράσταση ξεκινά και η ομάδα των παιδιών αρχίζει να φωτίζει το κοινό με κάτι μεγάλους φακούς. Το φως είναι εξόχως έντονο, πολλές φορές όχι μόνο αποσπά την προσοχή, αλλά μας τυφλώνει. Και το μαρτύριο δε σταματά εκεί, στη συνέχεια οι νεαροί αρχίζουν να φωτίζουν τη σκηνή, οι φωτισμοί μπλέκονται με τους φωτισμούς της παράστασης, ενώ άναρθρες κραυγές μπλέκονται με τις φωνές των ηθοποιών.
Οι ηθοποιοί συνεχίζουν απτόητοι. Ο Γιώργος Γάλλος με τη Στεφανία Γουλιώτη βρίσκονται στο κέντρο σκηνής και συνδιαλέγονται αγνοώντας τις όποιες παρεμβολές. Τους θαυμάζω. Δεν χάνουν τα λόγια τους, το βλέμμα τους δε αποσπάται από τις λευκές λάμψεις. Αυτό συνεχίζεται για αρκετή ώρα. Μέχρι που οι νεαροί αποχωρούν.
Δυστυχώς επιστρέφουν ακόμη πιο επανδρωμένοι σαράντα λεπτά αργότερα, όταν στη σκηνή είναι ο Γιώργος Γάλλος και ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης στο μέσο της πιο τραγικής στιχομυθίας. Αυτή τη φορά όχι μόνο με λευκούς, αλλά και με πράσινους δυνατούς φωτισμούς και μεγάφωνα από τα οποία ακούγονταν εκκωφαντικά τραπ μουσική. Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης δεν άντεξε, έκανε κάποιες μεγάλες παύσεις για να μπορέσει να αρθρώσει τα λόγια του και να ακουστεί.
Το κοινό ατάραχο παρακολουθούσε, κανείς δεν έκανε τη χάρη σε αυτούς τους νεαρούς ταραξίες να ασχοληθεί μαζί τους. Και η παράσταση συνεχίστηκε κανονικότατα, όπως έπρεπε δηλαδή. Με άκρατο επαγγελματισμό και ψυχραιμία.
Μένει βέβαια η απορία το γιατί κάποιος από το θέατρο Βράχων δεν έσπευσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή εξαρχής ή γιατί δεν κλήθηκε άμεσα η αστυνομία από τους υπευθύνους.
Η παράσταση του Ηρακλή Μαινόμενου
Ο “Ηρακλής Μαινόμενος” είναι μία τραγωδία που εξετάζει σε βάθος την έννοια της τραγικής μοίρας και της ανθρώπινης ευθραυστότητας. Μέσα από την ιστορία του Ηρακλή, ο Ευριπίδης αναδεικνύει την αντίθεση μεταξύ της δύναμης και της αδυναμίας, της λογικής και της τρέλας. Ο μεγαλύτερος ήρωας της αρχαιότητας, γνωστός για τη φυσική του δύναμη και τις ηρωικές του πράξεις, παρουσιάζεται στο Ευριπίδειο έργο ως ένα τραγικό πρόσωπο που δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του και την εκδικητική μανία των θεών.
Σ’ αυτό, το πιο σκοτεινό και πιο ανθρώπινο έργο του Ποιητή, τόπος δράσης είναι η Θήβα, που βρίσκεται σε καθεστώς τυραννίας από τον Λύκο, αφότου ο Ηρακλής έφυγε για τον τελευταίο του άθλο. Ο πατέρας και η σύζυγος του Ηρακλή, εξόριστοι και μελλοθάνατοι, δεν έχουν καμία ελπίδα. Ο Ηρακλής επιστρέφει εγκαίρως και, ως ήρωας, εξουδετερώνει τον Λύκο και σώζει την οικογένειά του.
Ωστόσο, αυτή η φαινομενική νίκη μετατρέπεται σε καταστροφή όταν η Ήρα, η ζηλότυπη θεά και θετή μητέρα του Ηρακλή, αποφασίζει να τον εκδικηθεί. Η Ήρα στέλνει τη Λύσσα, την προσωποποίηση της παράνοιας, για να τον τρελάνει. Σε μια κατάσταση μανίας, ο Ηρακλής πιστεύει ότι οι εχθροί του βρίσκονται μπροστά του και, παρασυρμένος από την ψευδαίσθηση, σκοτώνει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Όταν συνέρχεται και συνειδητοποιεί την πράξη του, ο Ηρακλής γεμίζει με φρίκη και θλίψη.
Ο Ευριπίδης μέσω της ιστορίας αυτής σχολιάζει το βάθος της ανθρώπινης εμπειρίας, την αβεβαιότητα της ζωής και την αναπόφευκτη τραγικότητα της ύπαρξης. Το έργο του μιλά για τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής να αντιμετωπίσει την τρέλα και τη φρίκη, αλλά και για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Στο τέλος της τραγωδίας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει και ο σκηνοθέτης στο σημείωμά του, ο Ηρακλής θα πρέπει να συμφιλιωθεί με την φθαρτή, ανθρώπινη και αδύναμη φύση του, δεν θα είναι πια ο ήρωας που ήταν. Ο τελευταίος του άθλος θα είναι να υποταχθεί στη ζωή, να αντέξει να κοιτάξει την δυστυχία του κατάματα.
Αυτό δυστυχώς δεν φάνηκε καθαρά από την παράσταση. Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά εστιάζει μεν στο υπαρξιακό και πολιτικό πρόσημο του ευριπίδειου λόγου, όμως είναι αρκετά θολή. Πάνω στο κυκλικό και αδικαιολόγητα σκονισμένο σκηνικό που μοιάζει με αρχαία ορχήστρα, οι ηθοποιοί απλώς μπαίνουν, βγαίνουν στη σκηνή και λένε στα λόγια τους. Όλα μοιάζουν κάπως πιο πρόχειρα, η κατασκευή του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη φαίνεται φτωχική και “κλωτσάει” μέχρι τη στιγμή που ανοίγει διάπλατα, ενώ οι μονότονοι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη μοιάζουν με φώτα πρόβας και αφήνουν πίσω τους ενοχλητικές σκιές.
Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης δεν άντεξε να σηκώσει στους ώμους του το τραγικό μεγαλείο του Ηρακλή. Δεν πείθει ούτε με το παράστημα ούτε με την ένταση της φωνής του ούτε με την εκφραστικότητά του. Τουναντίον, ο Γιώργος Γάλλος στον ρόλο του γέροντα Αμφιτρύωνα και η Στεφανία Γουλιώτη ως Μεγάρα “πλάθουν” τις φωτεινές στιγμές της παράστασης.
Ο Λύκος – Αινείας Τσαμάτης από την άλλη πλευρά βολεύεται σε μία αφελή μανιέρα, ενώ η Ηρώ Μπέζου δίνει την εντύπωση πως επαφίεται σε ένα υπερπαίξιμο. Ευτυχώς μία δέουσα “θεϊκή” ισορροπία φέρνει η “Λύσσα” της Άννας Καλαϊτζίδου.
Ο δε πενταμελής χορός είναι σχεδόν αόρατος (Γιάννης Κλίνης, Θανάσης Ραφτόπουλος, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Αντώνης Αντωνόπουλος, Γκαλ Ρομπίσα), μερικές δε φορές δίνει την εντύπωση πως απλώς περιφέρεται άσκοπα.
Συμπέρασμα
Οι έξωθεν παρεμβολές σίγουρα επηρέασαν δραστικά το επίπεδο της παράστασης, σίγουρα η προσοχή των θεατών αποσπάστηκε και πολλοί ήταν αυτοί που βγήκαν από το κλίμα, όμως έφταιξε μόνο αυτό; Μήπως δεν υπήρξε σωστή σωστή μελέτη και εστίαση στο ευριπίδειο κείμενο; Και μήπως αυτό στέρησε και από τους ηθοποιούς την απαιτούμενη μεταξύ τους χημεία; Γιατί και χωρίς τις παρεμβολές, ο Ευριπίδειος λόγος δεν έφτασε κρυστάλλινος στο κοινό.