Κάνε focus: Ο Παναγιώτης Γκιζώτης δίνει σάρκα και οστά σε μία ολόκληρη πόλη

Διαβάζεται σε 10'
Ο Παναγιώτης Γκιζώτης
Ο Παναγιώτης Γκιζώτης

Ο Παναγιώτης Γκιζώτης συστήνεται στο NEWS 24/7, μιλά για τη δημιουργική διαδικασία πίσω από την παράσταση, τη θεματική της και τη δική του σκηνοθετική προσέγγιση στο θέατρο.

Ο Παναγιώτης Γκιζώτης ανήκει στη νέα γενιά σκηνοθετών που καταθέτουν μια ξεχωριστή ματιά στο ελληνικό θέατρο. Με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε τη διαδρομή του από τη φοιτητική θεατρική ομάδα “Κουίντα” της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, πριν φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Έχει συνεργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτη με τον Δημήτρη Καραντζά σε παραστάσεις όπως το “Λεωφορείο ο Πόθος” και η “Έντα Γκάμπλερ”, ενώ τα τελευταία χρόνια διαμορφώνει το δικό του στίγμα στη σκηνοθεσία, με έργα που συνδυάζουν λεπτομερή αφήγηση, κινηματογραφικές τεχνικές και κοινωνικά ερωτήματα.

Ανάμεσα στις σκηνοθετικές του δουλειές ξεχωρίζουν το “Εσωτερικό” του Μωρίς Μαίτερλινκ και ο μονόλογος “Πάντοτε ζήλευα τα αποδημητικά πουλιά”, εμπνευσμένος από τη ζωή της ακτιβίστριας Ρέιτσελ Κόρι. Με το έργο του “Η πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα”, που συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο 104, εξερευνά τον σύγχρονο αστικό κόσμο, την αποξένωση και τη διαστρέβλωση της αλήθειας, μέσα από μια ευρηματική σκηνική αφήγηση που παντρεύει το θέατρο με τη ζωντανή κινηματογράφηση και τις μακέτες πόλεων.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Παναγιώτης Γκιζώτης συστήνεται στο NEWS 24/7, μιλά για τη δημιουργική διαδικασία πίσω από την παράσταση, τη θεματική της και τη δική του σκηνοθετική προσέγγιση στο θέατρο.

Ο Παναγιώτης Γκιζώτης
Ο Παναγιώτης Γκιζώτης

Συστήσου μας… Πώς ήσουν σαν παιδί, τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις, ποιες ήταν οι πρώτες σου θεατρικές εμπειρίες;

Ένα μικρό δαιμόνιο, οι καθηγητές μου πρέπει να με μισούσαν. Υπερκινητικός και ετοιμόλογος, καραδωκούσα να τους “την πω” σε κάθε ευκαιρία. Φαντάσου αυτό το πλάσμα σε μια αίθουσα θεάτρου με τα άλλα ζιζάνια-συμμαθητές να κάθονται δίπλα του, νομίζω ότι ήμουν αυτό ακριβώς το παιδί που μισούν οι ηθοποιοί που παίζουν παιδικό.

Μου πήρε πολύ καιρό να μπω ουσιαστικά στον κόσμου του θεάτρου, γύρω στα 19 έγινε η πρώτη εξόρμηση. Δεν είχα ιδέα τι ήθελα να γίνω, αυτό το ταξίδι μου πήρε ακόμη περισσότερο, ας πούμε ότι μέχρι τα 22 απλώς περιπλανιόμουν ψάχνοντας και ανακαλύπτοντας. Μετά ήρθε η απόφαση.

Τι ήταν αυτό που σε έκανε να γίνεις σκηνοθέτης;

Νομίζω ο τρόπος που διαβάζω και αντιλαμβάνομαι τα κείμενα. Πιστεύω ότι σε αυτό έχει συνδράμει ο μεγάλος όγκος λογοτεχνικών έργων που έχω μελετήσει. Στη σχολή δε μάθαμε ποτέ να διαβάζουμε στην ουσία του ένα έργο, να ανακαλύπτουμε τους ενδότερους μηχανισμούς του, μέναμε σε μια επιφανειακή ανάγνωση που είχε ως μοναδικό σκοπό πως θα το παίξουμε ώστε να έχει “ενδιαφέρον” παραβλέποντας συχνά μια συνολικότερη εικόνα.

Εγώ παρατήρησα ότι ενδιαφερόμουν περισσότερο στη συνολικότερη αφήγηση, με συνέπεια και πάντα γύρω από ένα πυρήνα. Πέρα από αυτό άρχισε να αναπτύσσεται μέσα μου η ανάγκη της παρατήρησης σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτή της μίμησης. Παρατηρούσα τους συμφοιτητές μου επί σκηνής και προσπαθούσα να αποστάξω από τη συνολική εικόνα την ουσία της δράσης και τι αυτή μας αφηγείται.

Έχεις συνεργαστεί με τον Δημήτρη Καραντζά ως βοηθός σκηνοθέτη. Τι νιώθεις πως αποκόμισες από αυτή τη συνεργασία;

Νομίζω ότι ο Δημήτρης έχει παρόμοιες ανησυχίες με αυτές που εξέφρασα παραπάνω και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ να λαξεύσω ακόμη περισσότερο την αντίληψή μου. Η διορατικότητά του όσον αφορά τα κείμενα είναι κάτι αξιοζήλευτο και κάτι που σου επιτρέπει να αντλήσεις έμπνευση από την παραμικρότερη αφορμή. Χρησιμοποιεί ελάχιστα, αλλά πολύ ουσιώδη εργαλεία για να παράξει ένα σκηνικό αποτύπωμα της ιδέας του που μπορεί να γοητεύσει με την απλότητά του. Όλα αυτά έχουν συνδράμει σε καθοριστικό βαθμό στο πως λειτουργώ ως σκηνοθέτης.

Η Πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα

Ποια είναι η δική σου σχέση με την πόλη; Σε γοητεύει ή σε τρομάζει το αστικό περιβάλλον;

Νομίζω και τα δύο. Είναι τρομερό να βλέπεις εκ διαμέτρου αντίθετες εικόνες και ιστορίες να συνυπάρχουν σε ένα πεζοδρόμιο. Ένα ζευγάρι που αποτυπώνεται στη ματιά του ο απόλυτος έρωτας μόλις δύο μέτρα δίπλα από έναν άστεγο που παλεύει να φανεί για να κερδίσει το ημερήσιο ψωμί του. Πραγματικά δεν ξέρω πως να νιώσω με αυτό το παράδοξο κράμα. Είναι πηγή για έμπνευση ή για θλίψη; Είναι το αστικό περιβάλλον που μπορεί και εναρμονίζει αυτά τα δύο ή νοσηρή μας αντίληψη πάνω στα πράγματα; Και την ίδια στιγμή τα πάντα γύρω (και εν τέλει και εσύ ο ίδιος) να τρέχουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Εκατοντάδες ερεθίσματα σαν και αυτό κάθε μέρα. Πού να κάτσει ο νους να συλλογιστεί το παραμικρό; Χάνεται.

Το κείμενο του Μέτερλινκ και η πόλη

Τι σε συγκίνησε στο κείμενο του Μέτερλινκ;

Το στοιχείο της εισβολής και της δύναμης που αυτή προσφέρει. Γι’ αυτό επέλεξα να κάνω και κάτι αντίστοιχο σε αυτή τη δουλειά. Τι σημαίνει πραγματικά όταν κάποιος εισβάλει στη ζωή σου και αλλάζει τα πράγματα άρδην; Πώς αντιδράμε εμείς που, μουδιασμένοι από την απότομη εισβολή, νιώθουμε ανήμποροι; Αυτό σε συνδυασμό με τα βαθειά υπαρξιακά και πανανθρώπινα ζητήματα που θέτει ο Μέτερλινγκ στο έργο του ήταν η κινητήριος δύναμη για να κάνω το πρώτο μεγάλο βήμα ως σκηνοθέτης.

Η Πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα

Πώς γεννήθηκε η ιδέα της παράστασης; Υπήρξε κάποια προσωπική εμπειρία ή γεγονός που σε ενέπνευσε;

Τα γύρω βιώματα όπως αυτά που ανέφερα παραπάνω. Η βία που υπάρχει στους δρόμους είναι πάντα ενδεικτική για τη ζωή σε μια πόλη και, αν κάτσεις και στοχαστείς επάνω της έχεις να ανακαλύψεις πολλά. Δε μιλάω φυσικά για την καθαρή βία -ξύλο, βρισιές κλπ, αλλά για μια βία υποδόρια που ενυπάρχει μέσα σε όλους μας και εκφράζεται πάντα ενάντια στον συνάνθρωπό μας.

Δεν πιστεύω ότι αυτή η βία είναι κάτι έμφυτο στους ανθρώπους, είναι κάτι που η κοινωνία μας γεννά και θρέφει σε κάθε στάδιο της ζωής μας. Από το οικογενειακό τραπέζι, στο σχολείο, στη μετέπειτα ζωή μέχρι και το θάνατο. Χρέος μας είναι πρώτα απ’ όλα να την αντιληφθούμε, να την αποδεχτούμε και εν τέλει να της αντισταθούμε.

Ποιος είναι ο κεντρικός προβληματισμός της παράστασης; Είναι μια αλληγορία για τον σύγχρονο κόσμο και την επιτήρηση ή κάτι βαθύτερο;

Κεντρικός προβληματισμός είναι το πώς μπορεί μια ατομικότητα να απεμπλακεί από τα στενά πλαίσια που μας επιβάλλονται καθημερινά. Αυτό έχει πολυποίκιλες διαστάσεις καθώς βλέπουμε κάποια να παλεύει (κάπως επιπόλαια) να βάλει ένα τέλος ερχόμενη σε άμεση αντιπαράθεση με αυτό και τους ανθρώπους που το θρέφουν και την επόμενη στιγμή, σε ένα πιο υπερβατικό επεισόδιο τη βλέπουμε να προσπαθεί να γλιτώσει μέσα από τον έρωτα για τον σύντροφό της. Αποκομμένοι από τα πάντα και μέσα στην κλειστή θαλπωρή των μυαλών τους αναζητούν διαφυγή απ’ όλα αυτά που τους περιορίζουν.

Η Πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα

Στην παράσταση η μακέτα μιας πόλης «ζωντανεύει». Πώς λειτουργεί αυτό σκηνικά και τι ρόλο παίζει στη δραματουργία;

Δραματουργικά είναι ο πυλώνας της παράστασης, ήθελα το στοιχείο της επιτήρησης και της παρέμβασης να πάρει ρόλο σκηνικής δράσης και υπόστασης. Βλέπουμε ανθρώπους επί σκηνής να κινηματογραφούν ζωντανά μια μέρα στην πόλη.

Στην αρχή αυτό μοιάζει σαν μια απλή εξιστόρηση της ημέρας αυτής. Καθώς όμως περνάει η ώρα συνειδητοποιούμε τι δύναμη και εξουσία έχουν αυτοί οι επιτηρητές στα χέρια τους. Η κάμερα παύει να είναι απλά μια κάμερα, γίνεται ξαφνικά εργαλείο που τα ελέγχει όλα και μετατρέπει την πόλη σε ένα Πανοπτικόν που ελαχιστοποιεί τα περιθώρια ιδιωτικότητας και διαφυγής. Η επιστράτευση του συναισθήματος του τρόμου –κι όχι η ίδια η παρακολούθηση– υποβάλλει συμπεριφορές υπακοής χωρίς να είναι αναγκαία η βίαιη παρέμβαση των αρχών.

Η σχέση της πόλης με την επιτήρηση είναι ένα διαχρονικό θέμα. Πόσο κοντά στην πραγματικότητα βρίσκεις τον κόσμο που παρουσιάζεις στη σκηνή;

Το Πανοπτικόν που ανέφερα πριν ήταν μεγάλη πηγή έμπνευσης για τη δουλειά αυτή, δεν είναι τυχαίο που έχει υιοθετηθεί στο έπακρο στον σύγχρονο κόσμο. Δοκίμια επί δοκιμίων έχουν γραφτεί πάνω σε αυτό και πως επηρεάζει άμεσα τις ζωές μας. Το θεωρούμε πλέον δεδομένο ότι τα πάντα βλέπονται και ακούγονται, οπότε πάντα λειτουργούμε βάσει αυτού του άξονα. Τι θα συνέβαινε πραγματικά αν δεν νιώθαμε δέσμιοι αυτού;

Ο τίτλος της παράστασης φέρει ειρωνεία: «Η πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα». Μπορεί κανείς πραγματικά να κοιμηθεί ήσυχος σε έναν κόσμο όπου όλα παρακολουθούνται;

Ανάλογα πόσο κλεισμένος και προστατευμένος νιώθει σε μια φούσκα που έχει ο ίδιος δημιουργήσει για να αισθάνεται ασφαλής. Οι φούσκες βέβαια είναι ασταθείς και σκάνε εύκολα.

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;

Για αρχή σίγουρα να ξεκουραστώ. Φέτος έκανα 4 πρεμιέρες μέσα ένα διάστημα 3 μηνών (δύο ως σκηνοθέτης: “Πάντοτε ζήλευα τα αποδημητικά πουλιά” και “Η Πόλη ή πως να κοιμηθείτε ήσυχα” και δύο ως βοηθός του Δημήτρη: “Λεωφορείο ο Πόθος” και “Έντα Γκάμπλερ”). Νομίζω ότι έχω μεγάλη ανάγκη μια αγρανάπαυση για να αναθεωρήσω κάποια πράγματα και να κάνω τις σωστές επιλογές για το πως θα συνεχίσω από του χρόνου. Θέλω επίσης να μπορέσω να βρω μια πηγή χρηματοδότησης (είτε μέσω επιχορήγησης, είτε παραγωγής), οι ανεξάρτητες παραγωγές είναι κάτι πολύ δημιουργικό και ελεύθερο και συνάμα πολύ κουραστικό και διασπαστικό. Θέλω πολύ να αναμετρηθώ με τα πλαίσια μιας μεγαλύτερης παραγωγής και να δοκιμαστώ σε αυτά και πιστεύω πως είναι αυτός ο καιρός.

Συντελεστές

Σύλληψη, σκηνοθεσία: Παναγιώτης Γκιζώτης
Δραματουργία: Παναγιώτης Γκιζώτης, Μαρίνος Ευτυχίου
Μουσική: Δημήτρης Ροΐδης
Βίντεο, φωτογραφίες: Γιάννης Παπαγεωργίου
Σκηνογραφία: Μαίρη Βασιλάκη
Κοστούμια: Στέβη Παχή
Φωτισμοί: Χρήστος Μπαλαγιάννης
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρίνος Ευτυχίου
Εμφανίζονται στο βίντεο: Μανώλης Μαυροματάκης, Άρης Μπαλής, Γκαλ Ρομπίσα, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Αγγελίνα Τερσενίδου, Αγγελική Τόμπρου
Παίζουν: Μαρία Καραγκιοζίδου, Δημήτρης Ροΐδης, Γιώργος Χιώτης

Πληροφορίες:

Έως 30 Μαρτίου
Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:15
Τιμές εισιτηρίων: 14 ευρώ (γενική είσοδος), 10 ευρώ (μειωμένο)
Διάρκεια: 90 λεπτά
Θέατρο 104:  Ευμολπιδών 41, Αθήνα 118 54 (3’ λεπτά από το μετρό του Κεραμεικού)
Τηλέφωνο: 695 126 9828

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα