Μάνο Καρατζογιάννη, πόσο λείπει σήμερα η φωνή της Λούλας Αναγνωστάκη;

Διαβάζεται σε 17'
Ο Μάνος Καρατζογιάννης
Ο Μάνος Καρατζογιάννης Λεωνίδας Βασιλόπουλος

Ο Μάνος Καρατζογιάννης μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή την “Κασέτα” της Λούλας Αναγνωστάκη που ανεβάζει στο θέατρο Σταθμός από τις 11 Απριλίου.

Η σχέση του Μάνου Καρατζογιάννη με τη Λούλα Αναγνωστάκη είναι πολύ βαθιά. Θα έλεγε κανείς πως η συνάντησή του μαζί της στάθηκε απόλυτα καθοριστική για τη μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία. Άλλωστε όπως ο ίδιος λέει “ό,τι έχω κάνει στο θέατρο, ήταν πάντα πρώτη φορά με τη Λούλα”.

Τώρα, 40 περίπου χρόνια μετά τη θρυλική παράσταση του Κάρολου Κουν και 20 χρόνια μετά το τελευταίο ανέβασμα του στην Αθήνα, «Η Κασέτα», το ανατρεπτικό και αναρχικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, επιστρέφει στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός του οποίου την καλλιτεχνική διεύθυνση έχει ο Μάνος Καρατζογιάννης.

Σκηνοθετεί – στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής στο πανεπιστήμιο του Ηull με τίτλο «Η πνευματική παρακαταθήκη της Λούλας Αναγνωστάκη» – ο Μάνος Καρατζογιάννης, έχοντας στο ενεργητικό του τη μακρόχρονη εργασία του πάνω στη δραματουργία της Αναγνωστάκη (Η Κασέτα, Η Παρέλαση, Ο ήχος του όπλου, Ο Ουρανός κατακόκκινος, Σ’ εσάς που με ακούτε, Δωμάτια Μνήμης, Ενέδρες της Ζωής – Λούλα Αναγνωστάκη mixage, Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη, Εντευκτήριο: Αφιέρωμα Λούλα Αναγνωστάκη).

Η καθοριστική γνωριμία του Μάνου Καρατζογιάννη με τη Λούλα Αναγνωστάκη

Ο Μάνος Καρατζογιάννης γνώρισε τη Λούλα Αναγνωστάκη στην ηλικία των 20 χρόνων και η γνωριμία του μαζί της καθόρισε όλη του την καλλιτεχνική πορεία. Ο ίδιος εξομολογείται πως “ό,τι έχω κάνει στο θέατρο, ήταν πάντα πρώτη φορά με τη Λούλα. Το πρώτο θεατρικό κείμενο που έπιασα για να δώσω εξετάσεις, ήταν “Η Παρέλαση”, τυχαία. Ο πρώτος ρόλος ήταν ο Γιωργάκης στην “Κασέτα”. Δεν ήμουν ούτε 20 χρόνων, όταν ο δάσκαλός μου, ο Γιώργος Αρμένης, μου πρότεινε να παίξω τον ρόλο. Εκεί γνώρισα και τη Λούλα Αναγνωστάκη. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν μια ρώτα. Έγινε “Ο ήχος του όπλου”, έπειτα “Η Παρέλαση”, πρώτα στο Αμόρε όπου δεν έπαιξα τελικά, κι ύστερα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου όπου έπαιξα για δύο χρόνια, σε σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι.

Μετά ακολούθησε η πρώτη φορά που έκανα μια δραματουργική σύνθεση όλων των έργων της στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (Ενέδρες της Ζωής). Η πρώτη μου σκηνοθεσία επίσης ήταν, το “Σ’ εσάς που με ακούτε” κι αργότερα σκηνοθέτησα τον “Ουρανό Κατακόκκινο” με τη Νένα Μεντή. Το πρώτο βιβλίο που έγραψα, ήταν για εκείνη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σόκολη (Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη) καθώς κι ένα αφιέρωμα που επιμελήθηκα το 2015 στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννη, για τα πενήντα χρόνια της δραματουργίας της. Τέλος, εκπονώ τη διδακτορική μου διατριβή, που ολοκληρώνεται το 2025 με θέμα την πνευματική παρακαταθήκη της δραματουργίας της.

Η Λούλα Αναγνωστάκη και ο Μάνος Καρατζογιάννης
Η Λούλα Αναγνωστάκη και ο Μάνος Καρατζογιάννης

Το κυριότερο όμως, είναι ότι η Αναγνωστάκη είχε συλλάβει η ίδια τόσο ολόκληρα τη θεατρική πράξη αλλά και την ελληνική κοινωνία που αισθανόσουν πως μάθαινες διαρκώς δίπλα της τον κόσμο και το θέατρο. Αισθανόσουν κοντά της σαν να παίζεις σε έργο της. Οι αντιφάσεις που έχουν οι χαρακτήρες της, κύριο γνώρισμα των ηρώων του κλασικού ρεπερτορίου, η γλώσσα που χρησιμοποιεί, η υπαινικτική της έκφραση, ο ρυθμός και η μουσικότητα του λόγου της, το χιούμορ, το σασπένς καθώς και η πολιτική διάσταση των έργων της αποτέλεσαν μεγάλο σχολείο για μένα. Και βέβαια η αυθεντικότητα που διέκρινε την ίδια.

Όσο πήγαινες κοντά της, δεν τη διέψευδε τίποτα. Ίσα-ίσα, ήταν από τις προσωπικότητες εκείνες που όσο κι αν τις προσέγγιζες αισθανόσουν να είναι το ίδιο αυθεντικές, τόσο δημόσια, όσο και ιδιωτικά, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσαν την αίγλη, το μυστήριο και τον μύθο τους. Κάτι που στην Ελλάδα, το έχω συναντήσει με λίγους ανθρώπους. Εν κατακλείδι, θα τολμούσα να πω πως η Αναγνωστάκη επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση μου ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη”.

Η διαχρονική γραφή της Λούλας Αναγνωστάκη

“Αν η πνευματική καταγωγή του Καμπανέλλη, όπως την ορίζει ο ίδιος σε συνέντευξή του, είναι το «στρατόπεδο» εννοώντας το Μαουτχάουζεν, η πνευματική αφετηρία της Αναγνωστάκη είναι σίγουρα ο εμφύλιος, μια και υπάρχει ως ιστορική αναφορά σχεδόν στο σύνολο των έργων της.
Η Λούλα Αναγνωστάκη εξέφρασε όσο κανείς, όπως αντίστοιχα στην ποίηση ο αδελφός της Μανόλης Αναγνωστάκης, την ήττα και τα τραύματα του Νεοέλληνα. Η πρώτη φράση που ανταλλάξαμε άλλωστε αφορούσε μια προσωπική της ματαίωση: «Ήθελα να γράφω για τον κινηματογράφο»… Πόσοι ηθοποιοί δεν πραγματοποίησαν το θεατρικό τους ντεμπούτο μέσα από το έργο της –κανείς δεν έγραψε όσο εκείνη για νέους σε ηλικία χαρακτήρες– και πόσοι ομολογημένα μεταγενέστεροι Νεοέλληνες συγγραφείς δεν επηρεάστηκαν από το έργο της” αναφέρει ο Μάνος Καρατζογιάννης στο NEWS 24/7.

Με την τολμηρή της γραφή η Λούλα Αναγνωστάκη αποτέλεσε τη δραματουργική μας ρίζα στοχεύοντας κατ’ ουσία στην πολιτική μας αφύπνιση. Μέσα στα εγκλήματα του παρακράτους γράφει στη “Συναναστροφή” (1967) για μια «πόλη που γεμίζει στρατό» λίγο πριν διακοπούν κι οι ίδιες οι παραστάσεις του έργου της από τη Χούντα των Συνταγματαρχών μερικές εβδομάδες μετά την έναρξή τους.

Το 1981, όταν ο γιος του Γεώργιου Παπανδρέου Ανδρέας γίνεται κι εκείνος πρωθυπουργός, αναρωτιέται μέσα από τον Σπύρο στην “Κασέτα”: «Τι είναι η Ελλάδα, Γιωργάκη; Οικογενειοκρατία που αναπαράγεται στο φουλ». Ενώ το 2003, μέσα στην ευμάρεια των Ολυμπιακών αγώνων, προοικονομεί στο “Σ’ εσάς που με ακούτε”: «Όλη η Ευρώπη θα ‘ρθει τα πάνω κάτω. Λένε πως η ψαλίδα ανοίγει, ο φτωχός θα γίνει φτωχότερος…»

Ουδείς δεν προφήτευσε τόσο τολμηρά τα δεινά της πολιτικής και κοινωνικής νεοελληνικής ζωής, σκιαγραφώντας ήδη από το 1978 στη “Νίκη” τη διχόνοια ως αρχετυπικό στοιχείο της φυλής μας αλλά και υπογραμμίζοντας την αξία της ετερότητας και του σεβασμού στη διαφορετικότητα ως βασική προϋπόθεση της δημοκρατίας –τόσο στο “Αντόνιο ή Το μήνυμα” (1972) όσο και στο μεταγενέστερο “Ουρανός Κατακόκκινος” (1998). «Εγώ δε βολεύομαι. Δεν είμαι ο μέσος όρος. Δεν είμαι από αυτούς που ρίχνουν νερό στο μύλο των ισχυρών και νομίζουν πως είναι κάτι. Εγώ κάνω τη δική μου επανάσταση…»

Η “Κασέτα” και πάλι στο θεατρικό σανίδι

Ο Μάνος Καρατζογιάννης εξηγεί γιατί επέλεξε να ανεβάσει εκ νέου την Κασέτα : “Αν μπορούσα να χωρέσω σε ένα έργο όλο μου τον ενθουσιασμό, την πνευματική αναζήτηση, αλλά και την αγωνία μου, αυτό θα ήταν αναμφίβολα η Κασέτα. Όχι μόνο γιατί βγήκα στο θέατρο με αυτό, μαθητής ακόμα, στο πλευρό του δασκάλου μου Γιώργου Αρμένη, αλλά γιατί τότε γνώρισα για πρώτη φορά τη Λούλα Αναγνωστάκη, η οποία καθόρισε τον τρόπο που σκέφτομαι από τα πρώτα μου ήδη βήματα ως ηθοποιός και αργότερα ως σκηνοθέτης.

Είκοσι χρόνια σχεδόν μετά την πρώτη μου επαφή μαζί του, θέλησα να ανεβάσω ξανά το έργο – ίσως γιατί τον ενθουσιασμό μου διαδέχεται πια μια αγωνία όλο και πιο έντονη, για όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας. Σήμερα που κυριαρχεί ένα έντονο χνάρι εμφύλιας διαμάχης κάτω από οποιαδήποτε δημόσια συζήτηση, είτε πρόκειται για έναν μεταρρυθμιστικό νόμο, είτε για μια δήλωση ενός προβεβλημένου προσώπου ή ακόμα και για μια μορφή σάτιρας, η επικαιρότητα του έργου είναι συγκλονιστική.

Κι όσο συνεχίζουμε να υποτιμάμε επιδεικτικά ο ένας τον άλλο μέσα στην ασφυκτική μας καθημερινότητα, αναζητώντας τη μεγάλη πράξη μόνο στη σφαίρα της ουτοπίας, η ομοψυχία αντί για προϋπόθεση θα εξακολουθεί να είναι συλλογικό αλλά και προσωπικό ζητούμενο ανέφικτο”.

Τι έχει αλλάξει στην ελληνική κοινωνία 40 χρόνια από το πρώτο ανέβασμα της Κασέτας από το Θέατρο Τέχνης και 20 χρόνια μετά την πρώτη επαφή σου με το έργο; 

“Υπάρχουν δύο στίχοι, δύο τραγούδια, ένα του Μανώλη Ρασούλη κι ένα του Μάνου Ελευθερίου που μου έρχονται αυθόρμητα στο νου όσο συλλογίζομαι το έργο. «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν…» και «Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές…». Το τελευταίο μάλιστα, από τον Άμλετ της Σελήνης, το χρησιμοποιώ και στο έργο. Όπως συμβαίνει πάντα, άλλα έχουν βελτιωθεί στη δημόσια ζωή μας και άλλα έχουν πάρει την κάτω βόλτα.

Για μένα κάτι σαφέστατα που έχει συντελέσει σε μια αδιαμφισβήτητα βαθιά ηθική έκπτωση στην κοινωνία είναι η απαξίωση της παιδείας και των ιδεολογιών. Είτε είναι κανείς αριστερός είτε όχι, οι αξίες της αριστεράς – ακόμη και με τις όποιες ουτοπίες της – αποτελούσαν, ή επιχειρούσαν να δημιουργήσουν έστω, έναν κοινό τόπο αλληλεγγύης και διεκδίκησης για μια συλλογικά δικαιότερη κοινωνία. Τώρα πια νομίζω ότι η αγωνία που καταθέτει η Αναγνωστάκη στο έργο είναι ακόμη μεγαλύτερη, τόσο για τη μεταξύ μας συνύπαρξη και συναναστροφή όσο και για τα υπαρξιακά αδιέξοδα του καθενός μας.”

Σκιαγράφησέ μας τους χαρακτήρες του έργου… Σε ποιους αισθάνεσαι ιδιαίτερα “κοντά”;

“Η “Κασέτα” είναι ένα έργο που με συνταράζει. Ίσως γιατί συμπυκνώνει αριστοτεχνικά, μέσα σ’ ένα σχεδόν τσεχοφικό περιβάλλον, τις χαρές της ζωής αλλά και την αγωνία για την εξαφάνισή της. Αλλά και γιατί με αυτό το έργο βγήκα στο θέατρο πριν από περίπου 20 χρόνια, μαθητής ακόμα στο πλευρό του δασκάλου μου Γιώργου Αρμένη. Τότε γνώρισα και τη Λούλα Αναγνωστάκη, με την οποία συνδέθηκα με βαθιά φιλία και έδρασε καταλυτικά στην καλλιτεχνική μου διαμόρφωση.

Στη σπαρακτική, αλλά και σπαρταριστή “Κασέτα”, έργο που ανέβασε για πρώτη φορά ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης κι έγραψε η Αναγνωστάκη στα 1982, στον απόηχο της απόπειρας της δολοφονίας του Πάπα και της τραγωδίας της Θύρας 7, ο Παύλος, «δραπέτης» της πραγματικότητας, όπως τον χαρακτηρίζει ο Πούχνερ καταγράφει τις σκέψεις του σε ένα κασετόφωνο. Σκέψεις που τον βοηθούν να αντιμετωπίσει τη χειραγώγηση που υφίσταται από τους γύρω του: από την κοπέλα του που μένει έγκυος και τον πιέζει να παντρευτούν, τον επιστήθιο φίλο του Σπύρο, τον ηλικιωμένο πατέρα του και τον μικρότερο αδελφό του, που τελικά θα σκοτωθεί πανηγυρίζοντας τη νίκη της αγαπημένης του ποδοσφαιρικής ομάδας.

Σταδιακά ο Παύλος απομονώνεται στο δωμάτιό του για να ακούει τις κασέτες με τις σκέψεις του, κασέτες που θέλει να τις στείλει στον Τούρκο που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Πάπα πριν λίγο καιρό. Στα μάτια του εκείνος ο Τούρκος και ο αγαπημένος μουσουλμάνος συμμαθητής του από το δημοτικό γίνονται το ίδιο πρόσωπο και η πράξη αυτή μοιάζει για εκείνον η Μεγάλη Πράξη. Μια πράξη που θα τον βοηθήσει να απεγκλωβιστεί από την ανούσια ζωή που οι άλλοι έχουν ρυθμίσει για λογαριασμό του. Μέσα από αυτήν την τρελή σχεδόν αστήρικτη ταύτιση – στοιχείο που ξανασυναντάμε το ίδιο αλλόκοτα στην ταύτιση του Γιαννούκου του Ήχου του Όπλου με τα θύματα ενός τροχαίου, που επίσης δε γνώρισε ποτέ αλλά πληροφορήθηκε το θάνατό τους από την εφημερίδα (!) – ο Παύλος θα αναζητήσει με τη σειρά του τη Μεγάλη Πράξη, που θα τον ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα πρόσωπα και θα τον αποκόψει από τον ασφυκτικό κλοιό τους. Η αυτοχειρία θα αποτελέσει για εκείνον και την τελική πράξη λύτρωσης.

Η Αναγνωστάκη, η οποία ήδη από τη Νίκη έχει ξεκινήσει μια στροφή στον ρεαλισμό, που θα ολοκληρωθεί αργότερα στον “Ήχο του Όπλου” γράφει για τους ήρωες του έργου: «Τα πρόσωπα του έργου προέρχονται από τον οικείο γύρω μας κοινωνικό χώρο. Μετέωροι, ανάμεσα στην πρωτόγονη ύπαιθρο, απ’ όπου κατάγονται και το αφιλόξενο τοπίο της πόλης, απ’ όπου μετανάστευσαν, εντάσσονται στο μεγάλο πλήθος των Νεοελλήνων». Μέσα από τις στιχομυθίες των προσώπων γίνονται αναφορές σε σύγχρονα κοινωνικά θέματα, όπως ο επαναπατρισμός, τα ναρκωτικά, η διασκέδαση των νέων, ο γάμος, οι ανύπαντρες μητέρες, η ενδοοικογενειακή βία».

Συνεχίζει η συγγραφέας στο σημείωμά της αναφερόμενη στα πρόσωπα του έργου: «Κάτοικοι των παρυφών της πρωτεύουσας – αλλά και ακατάπαυστα κυκλοφορώντας στο κέντρο της – προσπαθούν να επιβιώσουν με έναν σπασμωδικό και εύθραυστο ρεαλισμό. Χρησιμοποιώντας βιαστικά τα καινούργια πρότυπα, που αφειδώς, τους προσφέρονται υποχρεώνονται να υπάρξουν με «μικρές» καθημερινές πράξεις. Μέσα όμως σε αυτές τις μικρές πράξεις συμπιέζεται ένας αρχέγονος ψυχισμός, που με αμετάλλαχτα τα δικά του συναισθηματικά και φυλετικά στοιχεία, εξακολουθεί να διατηρείται μέσα τους. Τότε τα πρόσωπα αισθάνονται αδικαίωτα, συνειδητοποιούν ότι δεν είναι ευτυχισμένα, χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθούν τα αίτια, η ζωή τους χάνεται στο τίποτα» ( Λούλα Αναγνωστάκη, Ο Ήχος Της Ζωής, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2006).

Σ’ ένα τίποτα που κατακλύζεται από ένα έντονο ηχητικό αστικό τοπίο, όπως η ίδια η συγγραφέας το καθορίζει μέσα από τις σκηνικές της οδηγίες: «Σειρήνες – μαρσαρίσματα αυτοκινήτων – τηλεοράσεις που παίζουν και κάπου πιο μακριά ρυθμικές φωνές από διαδήλωση ή από γήπεδο», άλλο ένα «δημόσιο» γεγονός, που διατρέχει έργο της Αναγνωστάκη.

Σ’ αυτό το ηχητικό τοπίο παρεμβάλλονται τραγούδια, επιλεγμένα από την ίδια τη συγγραφέα, κάτι που επιχειρεί και στα επόμενα έργα της. Το τραγούδι “Παποράκι του Μπουρνόβα” δίνει εξαρχής τον τόνο της εσωτερικής μετανάστευσης, μοτίβο που συναντάμε επίσης στα έργα της “Η Νίκη και Αντόνιο” ή το “Μήνυμα” με τη μορφή όμως της εξωτερικής μετανάστευσης. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικόνας – την “Κασέτα”, όπως και τα επόμενα έργα της η Αναγνωστάκη, τη γράφει σε εικόνες – το τραγούδι “Το τρένο φεύγει στις 8” με το μελαγχολικό του ύφος προοικονομεί το τραγικό φινάλε του έργου.

Στην τελευταία σκηνή του έργου – έχοντας ήδη εκφράσει σε προηγούμενες σκηνές το όνειρο του για την ελευθερία και την αγωνία του για την ανθρώπινης ύπαρξη – ο Παύλος επιλέγει ως Μεγάλη Πράξη, την αυτοχειρία, την άρνηση. Σε συνέντευξή της για τον πεζογράφο σύζυγό της Γιώργο Χειμωνά, η Λούλα Αναγωστάκη αποκαλύπτει: «Ο ήρωας στην Κασέτα έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Γιώργο. Μπορεί να είναι ένας αγράμματος οικοδόμος με παράλογες εμμονές, αλλά αποτυπώνει σε μια κασέτα την αξίωση μιας αυθεντικής ύπαρξης. Συμπίπτει, αν θέλετε, με την αναζήτηση του μεγέθους που είχαν οι ήρωες του Γιώργου».

Ο Παύλος, που ερμηνεύω στην παράσταση, είναι ο πιο αδύναμος και ο πιο δυνατός μαζί. Σ’ αυτό το σημείο νιώθω να ταυτίζομαι μαζί του. Βιώνει με αγωνία το χάσιμο της ζωής του κι αρπάζεται από μια στιγμή για να αποφύγει, έστω και για λίγο, την παγίδα της παραγωγής και της δουλειάς. Ενός ασφυκτικού συστήματος που καραδοκεί για όλους μας. Η Αναγνωστάκη δε χαρίζεται. Δε διστάζει να μιλήσει και για τα δεινά της δημόσιας ζωής μας, μια και το εμφυλιακό χνάρι είναι κι εδώ παρόν για να υπονομεύσει κάθε επικοινωνία και συναναστροφή. Άλλωστε, αν το Μαουτχάουζεν είναι η πνευματική καταγωγή του Ιάκωβου Καμπανέλλη, όπως την ορίζει ο ίδιος, ο εμφύλιος είναι η πνευματική αφετηρία της Αναγνωστάκη – σταθερή αναφορά σε κάθε έργο της (εκτός από το «Διαμάντια και Μπλουζ») και η «Κασέτα» η δική της «Αυλή».

Λείπει η Λούλα Αναγνωστάκη σήμερα;

Πόσο όμως λείπει σήμερα η φωνή της Λούλας Αναγνωστάκη; Ο Μάνος Καρατζογιάννης απαντά πως: “Υπάρχουν συγγραφείς και σήμερα που εκφράζουν μια πηγαία και γνήσια αγωνία όπως ο Βασίλης Κατσικονούρης και ο Γιάννης Τσίρος, που είχα τη χαρά να σκηνοθετήσω έργα τους στον Σταθμό.

Και βέβαια η ίδια η Αναγνωστάκη, μια δυναμικά μοναδική μορφή σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, παραμένει ζωντανή, συγκλονιστικά επίκαιρη και διαχρονική. Υπάρχουν βέβαια και νεότερες φωνές. Το ρεύμα είναι που είναι αλλού. Σε μια τάχα εξωστρέφεια για να ξεχνιόμαστε και να περνάει κάπως με πασατέμπο ο καιρός.

Το ρεύμα – κακά τα ψέματα – όπως διαμορφώνεται από τους περισσότερους παραγωγούς ή σκηνοθέτες είναι αυτό. Ή αν θέλετε, κι όταν καταπιάνονται με πολιτικά έργα, υπάρχει τόση βαβούρα που χάνεται και το όποιο μήνυμα. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις. Πάντως, όπως και να ‘χει, δε νοείται ελληνικό θέατρο χωρίς ελληνικό έργο”.

Τι είναι αυτό που θα έλεγες πως σε θυμώνει ιδιαίτερα γύρω σου; Και τι θα άλλαζες μονομιάς αν μπορούσες;

Με θυμώνει η υποτίμηση που έχουμε ο ένας για τον άλλον στις ζωές μας. Ο χώρος που δε δίνουμε. Η εύκολη κριτική και άποψη. Η ελαφρά τη καρδία γνώμη. Είναι ζητήματα που τα θέτει και το ίδιο έργο. Δυστυχώς ισχύει και στο Θέατρο αυτό. Και μιλώ περισσότερο για όσους εργαζόμαστε πρακτικά σ’ αυτό.

Ας πούμε, για να έχω γνώμη κάνω πρόβα τρεις μήνες το λιγότερο και πάλι αμφιβάλλω. Ή εργάζομαι πάνω από είκοσι χρόνια πάνω σε μια δραματουργία και πάλι αναρωτιέμαι. Ανοίγω όμως την τηλεόραση και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων όλοι τοποθετούνται για όλα λίγο πριν τοποθετήσουν εμπορικά και τα ίδια τα προϊόντα, τάπερ, κρουασάν, απορρυπαντικά… Ή εκεί κάπου ανάμεσα… Μα που τη βρήκαμε αυτήν την ευρυμάθεια; Και στο τέλος βέβαια δε γίνεται τίποτα. Αυτή τη φορά θέλω όμως να πιστεύω πως θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Τότε μόνο ίσως καταλαγιάσουν ο θυμός, η αγωνία και η στεναχώρια για όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Το θέατρο οφείλει να παίρνει θέση πιστεύεις σε όσα διαδραματίζονται στην κοινωνία; Ρωτώ γιατί σπάνια πια βλέπουμε πολιτικό πρόσημο σε παραστάσεις.

Μα οι πιο σπουδαίες από τις τραγωδίες μας: οι Πέρσες και η Αντιγόνη έχουν έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Εκεί βρίσκεται η δραματουργική μας ρίζα. Βέβαια κι εδώ υπάρχει ο ίδιος κίνδυνος που ελλοχεύει και στη δημόσια ζωή μας. Τι είναι πραγματικά πολιτικό και κυρίως πως αυτό εκφράζεται; Πάντως, οι μεταξύ μας καλλιτέχνες νιώθουμε όλο και πιο έντονα αυτήν την ανάγκη. Επομένως, πιστεύω πως κάπως έτσι αισθάνεται και μέρος του ίδιου του κοινού.

Και ο Σταθμός του Μάνου Καρατζογιάννη

Πώς κυλά η φετινή χρονιά για τον Σταθμό; Μελλοντικά σχέδια- στόχοι;

Ήταν αντικειμενικά από τις καλύτερες και πιο δημιουργικές μας χρονιές. Το «Γάλα», ο «Τσιτάχ», «Οι γριες που μαζεύουν την τσουκνίδα» ήταν κατά κανόνα sold out, ενώ ο «Ταρτούφος» και «Το Τραγούδι της Φλέρυς» πραγματοποίησαν με επιτυχία ένα δεύτερο κύκλο παραστάσεων. Παρουσιάστηκε επίσης για πρώτη φορά το τελευταίο έργο της Μαρίας Λαϊνά «Λοξοί δρόμοι» και της Γιασμίνα Ρεζά «Bella Figura», ενώ ο μονόλογος «Όταν μεγαλώσω θα γίνω Νάνα Μούσχουρη» απέσπασε τον έπαινο των κριτικών για το φετινό διεθνές ρεπερτόριο.

Φιλοξενήθηκαν επίσης μέχρι στιγμής οι εξαιρετικές παραστάσεις του Γιάννη Λεοντάρη, της Αικατερίνης Παπαγεωργίου και της Αθηνάς Δελιάδη και διοργανώθηκαν μοναδικές εκδηλώσεις με κοινωνικό και πολιτιστικό χαρακτήρα. Αυτήν την περίοδο έχω μόλις ξεκινήσει πρόβες για την παράσταση 50 χρόνια, μια νύχτα που σκηνοθετώ για το Φεστιβάλ Αθηνών. Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο από τη συμπλήρωση των πενήντα χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η παράσταση επιχειρεί μια σύγχρονη ανάγνωση της οριακής αυτής στιγμής από τη σκοπιά του θεάτρου. Ο παλλόμενος λόγος αληθινών πρωταγωνιστών ζωντανεύει μέσα από αυθεντικές μαρτυρίες φοιτητών, μαθητών αλλά και απλών πολιτών ‒ άλλες δημοσιευμένες, άλλες συλλεγμένες στο πλαίσιο της δραματουργικής έρευνας· πολιτών που πήραν μέρος, ηθελημένα ή άθελά τους, στο δράμα της Ιστορίας ο καθένας από τη δική του θέση.

Ενώνοντας παλαιότερες και νεότερες γενιές ηθοποιών, η παράσταση συνθέτει το παζλ αυτού του «ρευστού, βίαιου και χωρίς συγκεκριμένο περίγραμμα» γεγονότος –όπως χαρακτηρίζει τις εξεγέρσεις η Αμερικανίδα ιστορικός Janet Lugo–, σε μια συλλογική αφήγηση που γίνεται πρώτη ύλη για ένα πολύτιμο μάθημα θεάτρου και οδηγός στην αναζήτηση του νοήματος της Δημοκρατίας.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Γιώργος Δεπάστας, Γιώργος Ζιόβας, Βάσω Καμαράτου, Μάνος Καρατζογιάννης, Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη, Ερμίνα Κυριαζή, Σμαράγδα Σμυρναίου, Γιάννης Τσουμαράκης
Μουσική: Γιώργος Ανδρέου
Σκηνικά- Κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη:Χρύσω Χαραλάμπους Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο

Η παράσταση Η ΚΑΣΕΤΑ πραγματοποιείται με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.

Info

Πρεμιέρα: Πέμπτη 11 Απριλίου 2024 στις 21:00
Παραστάσεις: έως 24 Απριλίου, κάθε Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 21:00 & Κυριακή στις 18:15
Διάρκεια: 110 λεπτά
ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ : 15 ευρώ, φοιτητικό 13 ευρώ, ανέργων/ΑΜΕΑ 8 ευρώ

ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ: https://www.more.com/theater/i-kaseta/

Θέατρο Σταθμός: Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο Αθήνα (πλησίον του ΜΕΤΡΟ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ)
τηλ. 210 52 30 267

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα