Μια θεατρική κατάδυση στον Έρωτα – Το “Συμπόσιο” όπως δεν το έχετε ξαναδεί
Διαβάζεται σε 19'
Οι ηθοποιοί της παράστασης “Το Συμπόσιο του Πλάτωνα” που σκηνοθετεί η Άννα Κοκκίνου στο Θέατρο Σφενδόνη μιλούν στο NEWS 24/7.
- 14 Απριλίου 2025 06:52
Το αριστουργηματικό φιλοσοφικό κείμενο του Πλάτωνα εξετάζει τις πολλαπλές όψεις του Έρωτα σ΄ ένα εορταστικό συμπόσιο. Μια παρέα οκτώ προσώπων συγκεντρώνεται για να τιμήσει τον ποιητή Αγάθωνα για τη πρώτη νίκη του στη τραγωδία, αλλά αυτό που ξεκινά ως μια ευχάριστη βραδιά ανάμεσα σε φίλους, μετατρέπεται σταδιακά σε μια φιλοσοφική βύθιση στον Έρωτα, την ψυχή και την επιθυμία.
Το Συμπόσιο προς τιμή του ποιητή Αγάθωνα για τη πρώτη νίκη του στη τραγωδία έγινε το 416 λίγους μόνο μήνες πριν από τον απόπλου του τεράστιου στόλου, για τη κατάκτηση της Σικελίας. Η Αθήνα στο υψηλότερο σημείο της δύναμής της. Ο Αλκιβιάδης έχει ήδη ονομαστεί αρχηγός της εκστρατείας, μεθυσμένος όχι μόνο με κρασί αλλά και με τις φιλοδοξίες που του αποδίδει ο Θουκυδίδης. Ο Αριστοφάνης παρουσιάζεται όπως θα ήταν την εποχή που οι ‘Ορνιθες και η Λυσιστράτη έμελλαν να γραφτούν, γεμάτος πνεύμα και ευθυμία και δροσερότητα, κι όχι ο τσακισμένος άνθρωπος που γνώρισε ο Πλάτων.
Το Συμπόσιο του Πλάτωνα, γραμμένο γύρω στο 386 π.Χ., δεν είναι απλώς ένα από τα πιο δημοφιλή έργα της αρχαιότητας· είναι ένα φιλοσοφικό κείμενο που εξερευνά, με τρόπο ποιητικό και συνάμα διεισδυτικό, τις πολλαπλές όψεις του έρωτα, μέσα από οκτώ διαφορετικά εγκώμια. Η ευθυμία του συμποσίου γίνεται το τέλειο σκηνικό για να αναδειχθεί, με αντίστιξη, η μυστικιστική σοβαρότητα της φωνής του Σωκράτη.
Αυτήν τη λογοτεχνική και φιλοσοφική πρόκληση μεταφέρει στη σκηνή η Άννα Κοκκίνου, με μια παράσταση που ξεδιπλώνει τον διάλογο του Πλάτωνα ως τελετουργία, ως σωματική και αισθητηριακή εμπειρία. Η σκηνοθεσία αναζητά όχι μια πιστή αναπαράσταση του αρχαίου συμποσίου, αλλά μια θεατρική γλώσσα που γεννιέται ξανά από το σώμα, την κίνηση, τη μουσική και την ενέργεια της στιγμής. Οι ηθοποιοί, καθοδηγούμενοι από την κίνηση του Ερμή Μαλκότση και τη μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, συνθέτουν μια σκηνική παρτιτούρα που φωτίζει τις ιδέες του έργου με νέα μέσα: με ρυθμό, σιωπή, αντίστιξη και ψυχική ένταση.
Μιλώντας για τους ρόλους τους, οι ηθοποιοί του θιάσου περιγράφουν μια διαδικασία εσωτερικής και συλλογικής ανασκαφής. Από τον ορθολογικό λόγο του Ερυξίμαχου μέχρι τον παθιασμένο παραλήρημα του Αλκιβιάδη, κάθε χαρακτήρας αναδεικνύει μια διαφορετική πτυχή του έρωτα – επιστημονική, ηθική, κοινωνική, ποιητική. Παράλληλα, το σώμα γίνεται εργαλείο φιλοσοφικής έκφρασης: ο χορός, η φυσική παρουσία και η κινησιολογία δεν συνοδεύουν τον λόγο, αλλά τον μεταμορφώνουν.
Tα πρόσωπα του Συμπόσιου και η διάσταση του έρωτα
Πώς προσεγγίζετε τον χαρακτήρα σας από το φιλοσοφικό κείμενο του Πλάτωνα, και ποια είναι η πιο σημαντική διάσταση του Έρωτα που προσπαθείτε να αναδείξετε μέσω του ρόλου σας;
Ο Τάσος Πετρίτσης (Ερυξίμαχος, χορός) σημειώνει: “Θα έλεγα πως κάθε χαρακτήρας του κειμένου, μέσα από τον διαφορετικό κόσμο που φέρει, δίνει έναν άλλο ορισμό του τι θα ονομάζαμε έρωτα – και στο βάθος μια άλλη θέαση της ίδιας της ζωής.
Το κάθε πρόσωπο αντιπροσωπεύει φαινόμενα και στοιχεία της εποχής που σκιαγραφεί ο Πλάτωνας, όχι μόνο με άξονα τη φιλοσοφία που θέλει να αναδείξει, αλλά και αποτυπώνοντας υπόγεια τις τελευταίες στιγμές μιας αίγλης που σύντομα η πανίσχυρη Αθήνα θα άρχιζε να αποχαιρετά εξαιτίας των εξελίξεων της Σικελικής εκστρατείας.
Ο Ερυξίμαχος, ως γιατρός, δεν είναι μόνο ο εκκεντρικός διανοούμενος του συμποσίου, υπηρετεί μια τέχνη που για τον αρχαίο κόσμο είχε τη δική της ιερότητα, τον δικό της θεό και προφήτη, τον Ασκληπιό. Ο γιατρός που παρουσιάζει στο κείμενο ο Πλάτωνας μοιάζει να ζει κυριολεκτικά υπνωτισμένος από το εγκυκλοπαιδικό σύμπαν της επιστήμης του, είναι το μόνο του μέσο για να διαβάσει και να ερμηνεύσει τον κόσμο. Όταν παίρνει τον λόγο για να εγκωμιάσει τον έρωτα, δεν μπορεί εν τέλει να αντισταθεί στο να μεταδώσει – μάλλον για πολλοστή φορά – τα μυστήρια της τέχνης του και να πελαγοδρομήσει από το κυρίως θέμα και την οποιαδήποτε βαθύτερη αλήθεια.
Είναι λες και ο δικός του Έρως είναι τελικά η ίδια η μανική περιστροφή του νου γύρω από την ιατρική, ο εγκλωβισμός στα δίχτυα της ατελείωτης σκέψης. Στην παγκόσμια λογοτεχνία, τα πρόσωπα που χαρακτηρίζονται από ένα τέτοιο σύμπτωμα – βλ. συχνά στα κείμενα του Μπέρνχαρντ ή και του Μπέκετ – μου προξενούν μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί καλούν σε κάτι πολύ πιο οριακό από όσο φαίνεται”.
Ο Φάνης Γκαρμπουνώφ ( Αγάθων, χορός) αναφέρει: Ως ηθοποιός, προσεγγίζω τον χαρακτήρα του Αγάθωνα μέσα από δύο κύριες διαστάσεις: τη φιλοσοφική του θέση και την αισθητική του παρουσία. Ο Αγάθων είναι ποιητής, ρήτορας, άνθρωπος της ομορφιάς και της εκλεπτυσμένης σκέψης. Στην ομιλία του για τον Έρωτα, δεν δίνει απλώς επιχειρήματα — δημιουργεί ένα σχεδόν ποιητικό εγκώμιο, ένα “λόγο περί κάλλους”.
Για μένα, η πιο σημαντική διάσταση του Έρωτα που προσπαθώ να αναδείξω μέσω του ρόλου είναι η αισθητική και πνευματική τελειότητα που ο Αγάθων βλέπει στον Έρωτα: τον παρουσιάζει ως νέο, ευγενή, ευαίσθητο, δίκαιο, σώφρονα — σχεδόν σαν ιδεατό ον. Αυτή η εξιδανίκευση, όμως, δεν είναι απλώς ρητορική· είναι και καθρέφτης του ίδιου του Αγάθωνα, που επιθυμεί να ζήσει και να αγαπήσει μέσα από την ομορφιά και τη διάνοια.
Ταυτόχρονα, στην απόδοση του ρόλου, προσπαθώ να δείξω και μια λεπτή ειρωνεία: ο Πλάτων μας δείχνει πως, παρά την καλλιέπεια του λόγου του, ο Αγάθων ίσως δεν έχει αγγίξει την αληθινή ουσία του Έρωτα, την οποία θα αποκαλύψει αργότερα ο Σωκράτης. Αυτό δίνει βάθος στον ρόλο — γιατί ο Αγάθων δεν είναι απλώς όμορφος και εύγλωττος, αλλά και ανθρώπινος, με όρια και με μια γλυκιά αφέλεια.
Ο Γιώργος Μπουφίδης (Απολλόδωρος, Φαίδρος, Παυσανίας, Χορός) παίρνει τον λόγο: “Υποδύομαι περισσότερους από έναν, χαρακτήρες του κειμένου και ο τρόπος προσέγγισης, είχε να κάνει με την ανάδειξη των διαφορετικών χαρακτηριστικών του κάθε προσώπου.
Μέσα από τη συνεχή τριβή με τις λέξεις και την εμβάθυνση σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό πλαίσιο, αυτό του 5ου αιώνα π.Χ, καταβάλλουμε κάθε κόπο, να συνδέουμε με το νήμα της φαντασίας μας το τότε με το σήμερα, ούτως ώστε τα νοήματα του κειμένου να είναι ζωντανό υλικό προς συνάντηση και εμπειρία κι όχι μια δυσνόητη κι απρόσιτη φιλοσοφική πραγματεία.
Το κάθε πρόσωπο τοποθετείται, ορμώμενο πρωτίστως από την επιθυμία του να συνομιλήσει και να συνευρεθεί με τους γύρω του. Εξ΄ αφορμής του Έρωτα λοιπόν, αναπτύσσει το συλλογισμό του και μέσω αυτού φανερώνεται η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του κάθε χαρακτήρα, άμεσα συνυφασμένη με τις διάφορες μορφές που μπορεί να λάβει το ίδιο το ερωτικό φαινόμενο.
Γι΄ αυτό και η δική μου βουτιά έγκειται όχι μόνο στην ανάδειξη της εκάστοτε διάστασης του Έρωτα ( είτε αφορά την κοινωνική όψη του, είτε τον ηθικό του διαχωρισμό, σε σχέση με τους πρώτους δύο ομιλητές που υποδύομαι), αλλά και στη συνάντηση με μια θερμοκρασία σκέψης και επιθυμία αφήγησης που αντανακλούν κάτι ευρύτερο, που είναι ο έρωτας της αφηγηματικότητας.
Ο Γιάννης Σέπε (Αλκιβιάδης) λέει: “Όταν προσεγγίζω τον Αλκιβιάδη, προσπαθώ πρώτα να κατανοήσω την ανθρώπινη πλευρά πίσω από τον μύθο. Είναι ένας άντρας με τεράστια αυτοπεποίθηση και ερωτισμό, αλλά και ένας άνθρωπος που έχει πληγωθεί βαθιά. Η ομιλία του στο Συμπόσιο είναι μια ερωτική εξομολόγηση – ωμή, παθιασμένη, γεμάτη ζήλια και λαχτάρα για τον Σωκράτη. Όμως, δεν είναι απλώς ένας ερωτευμένος μαθητής· είναι ένας άνθρωπος που παλεύει να καταλάβει τον εαυτό του μέσα από τον έρωτα.
Η προσέγγισή μου στηρίζεται στην αντίφαση: τη μάχη ανάμεσα στην επιθυμία και την πνευματική ανύψωση που πρεσβεύει ο Σωκράτης. Ο Αλκιβιάδης δείχνει πώς ο έρωτας μπορεί να είναι και δύναμη χειραφέτησης και παγίδα. Μέσα από το σώμα του, τη ζήλια του, τις ενοχές και τις ματαιώσεις του, γίνεται ένας καθρέφτης για το τι σημαίνει να ποθείς κάτι που δεν μπορείς να κατακτήσεις ολοκληρωτικά.
Ο έρωτας εδώ δεν είναι μόνο επιθυμία, είναι και πόνος, είναι συνείδηση της ανεπάρκειας, είναι η ανάγκη να αγγίξουμε κάτι ανώτερο – και τελικά, να αλλάξουμε. Ο Αλκιβιάδης δεν κατορθώνει αυτήν τη μεταμόρφωση, αλλά η πάλη του είναι τραγικά ανθρώπινη και γι’ αυτό βαθιά θεατρική”.
Η Μυρτώ Πεδιωτίδη-Μανιάτη (χορός) αναφέρει με τη σειρά της: “Ο χαρακτήρας, το πλάσμα αυτό, το μικρό αγοράκι δεν υπάρχει γραμμένο στο κείμενο του Πλάτωνα όπως ο Φαιδρός, ο Παυσανίας και οι άλλοι. Μπορούμε ωστόσο να φανταστούμε ότι θα υπήρχαν σε ένα συμπόσιο αγόρια ανάμεσα στους διάφορους παρευρισκομένους.
Η σύλληψη να υπάρχει αυτός ο χαρακτήρας στο Συμπόσιο έχει να κάνει, με το να εμφανιστεί και να προσωποποιηθεί αυτό το παιδικό στοιχείο, όπου λειτουργεί αντιστικτικα με τα όσα λέγονται. Σαν βουβός ρόλος και λειτουργώντας σε σχέση με τον εκάστοτε χαρακτήρα που εγκωμιάζει, είτε συγκαταλέγομαι με τους υπόλοιπους ακροατές ως μέρος ενός Χορού είτε όχι, με το σώμα και την κίνηση φωτίζονται άλλες πλευρές των εγκωμίων και των χαρακτήρων, κρυφές, ίσως, που υπονοούνται αλλά δεν λέγονται”.
Η Ρίτα Λυτού (Σύγχρονο πρόσωπο) αναφέρει: “Ο δικός μου ο ρόλος, ένα σύγχρονο πρόσωπο που υπάρχει στην παρασταση,σε αντίστιξη με τους άλλους και άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτούς.
Η διάσταση του Έρωτα είναι η γενναιοδωρία. Προετοιμαζω για τους θεατές το Συμποσιο που θα φάνε ψωμί, που ψήνεται επί σκηνής, και θα πιουν κρασί, μια τελετουργία που συνδέεται με την χριστιανική πτυχή στο έργο του Πλατωνα.Αισθανομαι εκείνη την ώρα ότι επικοινωνώ με τους νεκρούς, με μια άλλη διάσταση, που προσπαθώ να τους φέρω στο φως. Είμαι ένας διάμεσος στους θεατές και στους ηθοποιούς που παίζουν στο Συμποσιο, τους ρόλους εννοώ”.
Η χορογραφία και η θεατρική γλώσσα της παράστασης
Πώς η χορογραφία ενσωματώνεται στη θεατρική γλώσσα της παράστασης και πώς εξυπηρετεί την ανάδειξη των θεμάτων του Έρωτα και της φιλοσοφίας του Πλάτωνα;
Ο Τάσος Πετρίτσης απαντά πως: “Τόσο η κίνηση, όσο και η μουσική είναι ισχυρά αφηγηματικά μέσα της παράστασης. Της χαρίζουν ολόκληρη την υπόγεια δραματουργία της. Αφηγούμαστε το Συμπόσιο με την ιδέα πως τα χαμένα αυτά πρόσωπα έρχονται στο φως μέσα από ένα τοπίο ψυχών, με σκοπό να λυτρωθούν μέσα από το ίδιο το γεγονός του Λόγου. Αυτή την πραγματικότητα προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε και να «χτίσουμε» μέσα από σωματικές και ψυχικές ποιότητες”.
Η Μυρτώ Πεδιωτίδη-Μανιάτη προσθέτει: “Νιώθω πως σε έναν τόσο περίπλοκο λόγο, γεμάτο φιλοσοφικούς συλλογισμούς, η παρτιτούρα της κίνησης -η χορογραφία- γεννά εικόνες και φωτίζει με λεπτότητα τα νοήματα. Τόσο στο σύνολο της εικόνας όσο και στην κινησιολογία του χαρακτήρα που εγκωμιάζει.
Η ίδια η θεατρική γλώσσα της παράστασης αποτελεί μια παρτιτούρα, η κίνηση δεν ήρθε και ενσωματώθηκε, παρά γεννήθηκε μέσα από αυτή, ήταν μια παράλληλη αναζήτηση τόσο στον λόγο, το σώμα, τη μουσική. Με τη χορογραφία του Ερμή θεωρώ αναδύονται με τρομερή ευαισθησία οι υφές και οι ποιότητες των χαρακτήρων αλλά και του συνολικού σύμπαντος της παράστασης. Καθώς βρισκόμαστε όλοι επί σκηνής καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, οι παράλληλες δράσεις συμπληρώνουν και τροφοδοτούν την ατμόσφαιρα ακόμα και αν βρισκόμαστε σε ακινησία”.
Ο Γιώργος Μπουφίδης αναφέρει πως “η χορογραφία στην παράσταση μας δεν αποτέλεσε κάποια εξωτερική φόρμα που φορέθηκε σε μια ήδη διαμορφωμένη ας το πούμε θεατρική γλώσσα, παρά η ίδια αυτή καθαυτή γέννησε τη δική μας γλώσσα.
Ο τρόπος που εργάστηκε ο Ερμής Μαλκότσης ήταν βασισμένος στα σώματα μας και τις δυνατότητες τους με βάση πάντα την τριβή τους με το υλικό κι από τη στιγμή που είμαστε εμείς οι φορείς του κειμένου και των νοημάτων του, η σύνθεση της συνομιλίας της προσωπικής εμπλοκής με το έργο αποδίδει αρμονικά κατά τη γνώμη μου, το αποτύπωμα της συνάντησης μας με τον κόσμο του Πλάτωνα”.
Ο Φάνης Γκαρμπουνώφ λέει: “Η χορογραφία στην παράστασή μας δεν λειτουργεί απλώς ως αισθητικό στοιχείο, αλλά ως αναπόσπαστο μέρος της θεατρικής γλώσσας. Μέσα από την κίνηση, το σώμα γίνεται φορέας σκέψης, επιθυμίας και στοχασμού — πράγματα που στον Πλάτωνα εκφράζονται με λόγια, αλλά στη σκηνή αποκτούν φυσική υπόσταση. Κυρίως, όμως, εκείνα που δεν εκφράζονται με λόγια, παρά μονάχα υπονοούνται, αυτά προσπαθήσαμε να αναδείξουμε μέσω της κίνησης. Έτσι, κάθε εγκωμιαστή συντροφεύει ένας χορός που άλλοτε συμφωνεί, και άλλοτε όχι, κάποιες φορές παρασύρεται από τον κύριο ομιλητή, άλλες του γυρνά την πλάτη.
Η κίνηση και η χορογραφία αποτέλεσαν κομβικό σημείο της δουλειάς πάνω στον Αγάθωνα. Τοποθετημένος πάνω σε δυο βάθρα, απόρροια της επιθυμίας του να βρίσκεται λίγο ψηλότερα από τους άλλους, ο ρόλος προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω στα νοήματα, να μαγέψει και μέσα από έναν παράτολμο εντυπωσιασμό να παραπλανήσει και να παγιδεύσει. Όλα αυτά την ίδια στιγμή που οι υπόλοιποι ηθοποιοί διαδραματίζουν αυτόν ακριβώς τον ρόλο που ο Αγάθων θα επιθυμούσε: τον χορό του, τους ηθοποιούς του, εκείνους που μαζί του πριν από δύο μέρες κατέκτησαν το πρώτο βραβείο στην τραγωδία. Ανοίγει, έτσι, κι ένα παράθυρο στην φαντασία, τόσο τη δική μας όσο και των θεατών, σχετικά με το πώς μπορεί να ήταν εκείνο το έργο που κέρδισε”.
Ο Γιάννης Σέπε λέει: Η χορογραφία στην παράστασή μας δεν είναι απλώς αισθητικό στοιχείο — λειτουργεί ως υπαρξιακό και φιλοσοφικό εργαλείο. Σώμα και λόγος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Είναι το σώμα που μιλά όταν τα λόγια δεν επαρκούν. Μέσα από την κίνηση, προσπαθούμε να αποδώσουμε τις έννοιες του έρωτα που αναλύει ο Πλάτωνας: την ένταση, την άνοδο, τη σύγκρουση, την έλξη και την απόσταση.
Στη δική μου προσέγγιση ως Αλκιβιάδης, η χορογραφία γίνεται η έκφραση αυτών που δεν μπορούν να ειπωθούν : του σωματικού πόθου, της επιθυμίας για επαφή, της απώθησης αλλά και της ανάγκης για ένωση με το απόλυτο, που ενσαρκώνει ο Σωκράτης.
Κατά την είσοδο του Αλκιβιάδη στο συμπόσιο ο ήρωας κατακλύζεται από μέθη και έκσταση. Μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία του Σωκράτη αποφασίζει να μιλήσει γι’ αυτόν, προσπαθώντας να βρει την νηφαλιότητα του και τις κατάλληλες λέξεις για να μιλήσει γι’ αυτόν. Αυτή η αντίθεση φανερώνεται μέσω της χορογραφίας. Λόγος και κίνηση γίνονται ένα.
Ο Σωκράτης μιλά για άνοδο της ψυχής από τα αισθητά στα νοητά – αυτή η μετάβαση μπορεί να αποτυπωθεί σωματικά, σχεδόν μυσταγωγικά, μέσω της κίνησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η χορογραφία γίνεται φιλοσοφική πράξη —όχι με λόγια αλλά με σώματα που συγκρούονται, αναζητούν, επιθυμούν και τελικά υπερβαίνουν.
Και η Ρίτα Λυτού καταλήγει “οι ηθοποιοί κινούν το σώμα τους με εξωκαθημερινο τρόπο, ζητούμενο ήταν ένας όχι νατουραλιστικος τρόπος κίνησης και έκφρασης, για να μπορέσουν να πάρουν σάρκα και οστά τα λόγια του Πλατωνα.
Σε ένα κείμενο που δεν θεατρικό, γεννιούνται ερωτήματα, που πρέπει να λύσουν όσοι συμμετέχουν σε αυτό. Ηταν μια ευτυχής συνάντηση, και συνομιλία, του Ερμή Μαλκοτση, της Άννας Κοκκινου, του Κορνηλιου Σελαμση και όλων εμάς των ηθοποιών που μπήκαμε στη διαδικασία να εφεύρουμε αν μπορώ να το πω έτσι, μια τελετή στο ονομα του Έρωτα, και τι ήταν το νόημα του.
Η μουσική και ο ήχος στην παράσταση φαίνεται να είναι καθοριστικά για τη διάθεση και τον τόνο του έργου. Πώς συνεργαστήκατε με τοv Ερμή Μαλκότση (χορογράφο) και τον Κορνήλιο Σελαμσή (μουσικό) για να συνδυάσετε τη δυναμική του θεάτρου με την κίνηση και τη μουσική;
Ο Τάσος Πετρίτσης απαντά: “Με αγάπη. Και οι δύο μάς αποκάλυψαν καθοριστικά μονοπάτια, λειτουργίες που προσωπικά θεωρώ πολύτιμες για την ύπαρξη του ηθοποιού στη σκηνή. Ξέχωρα από το τι και πώς, αυτό που θα έλεγα ότι τα εμπεριέχει όλα – και το θεωρώ αληθινά σπάνιο – είναι η τροφοδότηση της φαντασίας”.
Ο Γιάννης Σέπε αναφέρει: Από την αρχή των προβών, προσπαθούμε να φτιάξουμε έναν κοινό «ρυθμό» αφήγησης, όπου το σώμα, η μουσική και ο λόγος λειτουργούν σαν μια ενιαία γλώσσα.
Με τον χορογράφο, δουλεύουμε πάνω στην ποιότητα της κίνησης, πώς αυτή γεννιέται από το συναίσθημα και το νόημα του λόγου. Δεν χορεύουμε για να «διακοσμήσουμε» τη σκηνή — η κίνηση είναι προέκταση του χαρακτήρα.
Με τον μουσικό, η δουλειά μας είναι εξίσου λεπτή: η μουσική δεν είναι απλώς υπόκρουση, αλλά ένας ζωντανός συμπαίκτης στη σκηνή. Επηρεάζει το πώς μιλάω, πώς κινούμαι, ακόμα και πώς σκέφτομαι τον ρυθμό του χαρακτήρα. Υπάρχουν στιγμές που η μουσική “κρατά” τον λόγο, και άλλες που με ωθεί συναισθηματικά να φτάσω πιο βαθιά στον ρόλο.
Η Μυρτώ Πεδιωτίδη-Μανιάτη παίρνει τη σκυτάλη και λέει “είναι φοβερό να δουλεύεις με τέτοιους υπέροχους επαγγελματίες, όπως είναι ο Κορνηλιος και ο Ερμής. Παρακολουθείς και μαθαίνεις από τον τρόπο που δουλεύουν οι δυο μεταξύ τους. Εμπνέονται ο ένας από τη δουλειά του άλλου και δημιουργούν παράλληλα. Αυτό, θεωρώ, έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνονται το σώμα και τον ήχο, τη μουσική, που δεν είναι άλλωστε διαφορετικά μεταξύ τους. Με λεπτότητα και λεπτομέρεια στο κάθε τι, στη μικροκίνηση ή την ακινησία και στον κάθε ήχο, στην κάθε λέξη. Όπως είπα παραπάνω ήταν μια παράλληλη διαδικασία που μέσα από αυτή δημιουργήθηκε η θεατρική γλώσσα της παράστασης”.
Ο Φάνης Γκαρμπουνώφ λέει: “Η συνεργασία με τον χορογράφο Ερμή Μαλκότση και τον συνθέτη Κορνήλιο Σελαμσή αποτελεί βασικό πυλώνα της δημιουργίας αυτής της παράστασης. Από την αρχή, δουλέψαμε με κοινό στόχο: να φτιάξουμε έναν σκηνικό κόσμο όπου η υποκριτική, η μουσική και η κίνηση δεν λειτουργούν ως ξεχωριστά στοιχεία, αλλά ως ένα ενιαίο σώμα. Ο ήχος και η μουσική του Κορνήλιου δημιουργούν μια ατμόσφαιρα, που καθορίζει τον ρυθμό της σκηνικής δράσης και τη συναισθηματική παλέτα κάθε στιγμής. Η μουσική γίνεται παρτενέρ του κάθε εγκωμιαστή. Πάνω σε αυτήν ξεκινά η εκφορά του λόγου. Μέσω αυτής το νόημα ολοκληρώνεται και εν τέλει ο ίδιος ο χαρακτήρας αποκτά υπόσταση. Αντίστοιχα η χορογραφία του Ερμή: δεν συνοδεύει απλώς, αλλά χτίζει πάνω στο σώμα και τον παλμό του κειμένου, ερμηνεύοντας τον Πλατωνικό στοχασμό με ρυθμό, ένταση, σιωπή.
Τελικά, η παράσταση χτίζεται πάνω σε αυτή τη συνάντηση όπου ο λόγος, η μουσική και το σώμα ερωτεύονται μεταξύ τους — όπως θα ταίριαζε, άλλωστε, σ’ ένα έργο που μιλάει για τον Έρωτα ως κινητήρια δύναμη κάθε δημιουργίας”.
Ο Γιώργος Μπουφίδης αναφέρει πως “όπως και με την κίνηση έτσι και η μουσική είναι αξεχώριστο κομμάτι της συνολικής σύνθεσης. Και τα δύο αποτελούν δομικά υλικά της παράστασης. Ο Κορνήλιος κι ο Ερμής, δημιούργησαν ψηφίδα ψηφίδα κάτι, που υπηρετεί το έργο σε συνδυασμό με τις υψηλότερες των προσδοκιών του καθενός από τους συντελεστές. Έτσι, όσοι είμαστε επί σκηνής, βρισκόμαστε στην ευτυχή θέση να αναμετριόμαστε κάθε φορά με την επιθυμία μας για υπέρβαση, αφού υπηρετώντας μια πολύ αυστηρή και λεπταίσθητη μουσικοκινητική παρτιτούρα, έχουμε το προνόμιο όταν το καταφέρνουμε να γευόμαστε την πιο ακριβή και υψηλή ελευθερία, εκείνη της παραχώρησης του εαυτού”.
Και η Ρίτα Λυτού καταλήγει: “Ηταν μια ευτυχής συνάντηση με αυτούς τους συντελεστές, γιατί ξεκινώντας σαν βάση, από αυτό το τόσο σπουδαίο κείμενο, τους έδινε τροφοδότηση, διαρκώς. Εγω μπήκα εμβόλιμα, για να νοηματοδοτήσω το σημερα, και να φέρω στο φως και στους θεατές τι συμβαίνει στο τόπο των Νεκρών.
Δεν είναι τυχαίο που όταν μου ζητήθηκε να έχω πάνω στον πάγκο μου ένα βιβλίο, διάλεξα τα πορτραίτα των Φαγιούμ. Η υπέροχη έκδοση της Ευφροσύνης Δοξιάδη. Συνδεθηκα με έναν κόσμο, που δεν υπάρχει πια και όμως θέλει να επικοινωνήσει με μας. ‘Ελεγε κάπου ο Ζήσιμος Λορεντζάτος ότι η πνευματικοτητα ξεκινά εκεί που συνδέονται οι δύο κόσμοι, οι ζωντανοί και οι νεκροί”.
Συντελεστές
Μετάφραση: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου
Σκηνοθεσία: Άννα Κοκκίνου
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Χορογραφία: Ερμής Μαλκότσης
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Θεατρικές μάσκες: Μάρθα Φωκά
Δραματουργία: Νίκος Φλέσσας, Άννα Κοκκίνου, Κορνήλιος Σελαμσής
Παίζουν: Φάνης Γκαρμπουνώφ, Ρίτα Λυτού, Μυρτώ Πεδιωτίδη-Μανιάτη, Γιώργος, Μπουφίδης, Τάσος Πετρίτσης, Γιάννης Σέπε, Άννα Κοκκίνου
Βοηθός Σκηνοθετη: Ρίτα Λυτού | 2η βοηθός Σκηνοθέτη: Μυρτώ Μανιάτη
Βοηθός Σκηνογράφου: Κατερίνα Βλαχμπέη
Κατασκευή κοστουμιών: Ειρήνη Χαρδαλούπα, Κωνσταντίνος Παντηρμάς,
Κυριακή Γιαννακάκη
Ηχητικός Σχεδιασμός & Επεξεργασία ήχου: Ανδρέας Βαλαχής
Πατίνες Κοστουμιών: Βίκυ Ρουμπέκα
Γραφίστας: Χάρης Παπασιδέρης
Φωτογραφίες: Κarol Jarek
Πληροφορίες
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 19:00 &
Κυριακή στις 18:00
Τιμές εισιτηρίων: 20 ευρώ, 15 ευρώ
Διάρκεια: 170 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Προπώληση: https://www.ticketservices.gr/event/theatro-sfendoni-symposio-tou-platona/?lang=el
Τηλέφωνο κρατήσεων: 6936796890
Πληροφορίες Χώρου: Θέατρο Σφενδόνη, Μακρή 4 (Στάση Μετρό: Ακρόπολη)