Νέα Υόρκη: Ο Έλληνας βαρύτονος που τραγούδησε Χατζηδάκι στο Μανχάτταν. Γνωρίστε τον Στέφανο Κορωναίο

Νέα Υόρκη: Ο Έλληνας βαρύτονος που τραγούδησε Χατζηδάκι στο Μανχάτταν. Γνωρίστε τον Στέφανο Κορωναίο

Ο Έλληνας βαρύτονος που τραγούδησε Χατζηδάκι στο Μανχάτταν, άφησε την Ελλάδα στα 17 του χρόνια, για να κυνηγήσει το όνειρό του, που δεν ήταν άλλο από το να σπουδάσει κλασσική μουσική.

Επιμέλεια: Χριστόδουλος Αθανασάτος

Άφησε την Ελλάδα στα 17 του χρόνια, προκειμένου να κυνηγήσει το όνειρό του: Να σπουδάσει κλασσική μουσική.  Παιδί χωρισμένων γονέων, με καταγωγή από την Αρεόπολη Λακωνίας και την Πάτρα, ο Στέφανος Κορωναίος είχε να αντιμετωπίσει διάφορα εμπόδια μέχρι να έρθει σε επαφή με το αντικείμενό του: Την έλλειψη “ερεθισμάτων” της εποχής – όταν δεν υπήρχαν Internet και πολλά κανάλια, παρά μόνο κάποιες εκπομπές της ΕΡΤ και της ΥΕΝΕΔ – αλλά και των οικείων ή φίλων που να μοιράζονταν το πάθος του.  Όμως, η λύση ήρθε τελικά από μακριά: Ήταν οι φίλοι του δι’αλληλογραφίας από ολόκληρο τον κόσμο που του απέστειλαν υλικό στην Ελλάδα, και, στην συνέχεια, οι καθηγητές που τον ενέπνευσαν στην Ιταλία.

Είκοσι χρόνια αργότερα, ο βαρύτονος Στέφανος Κορωναίος διαπρέπει σε διάφορους γνωστούς καλλιτεχνικούς χώρους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αναγκάζοντας ακόμη και αυστηρούς Αμερικανούς κριτικούς να τον παραδεχτούν για τον τρόπο με τον οποίο προσάρμοσε το απαιτητικό Νεοϋορκέζικο κοινό της όπερας στην ελληνική γλώσσα.  Τον συναντήσαμε λίγο μετά τις πρόβες του με το μουσικό σχήμα “Δίφωνο”, στο οποίο συμπράττει και “δένει” απόλυτα με τον Τενόρο, Νίκο Αργυράτο.

Στέφανε, είχες τάση στην μουσική από μικρή ηλικία.  Πώς επέλεξες όμως να κάνει σπουδές σε ένα τόσο απαιτητικό είδος, το οποίο θα απαιτούσε σκληρή δουλειά και ενδεχομένως σήμαινε δυνατό ανταγωνισμό;

Όντως, θέλει πολύ δουλειά.  Όταν ήμουν μικρός το μόνο που είχα – γιατί στην οικογένειά μου δεν είχαμε… πολλά – ήταν τα όνειρά μου.  Τα όνειρά μου με πήγαν στην Ιταλία και μου έδωσαν την δύναμη να κάνω κάτι που είναι, όντως, πάρα πολύ δύσκολο.  Αρχικά, πήγα να κάνω σπουδές στην μουσική.  Όταν διάλεξα την Όπερα την διάλεξα επειδή όντως αγαπούσα πολύ την κλασική μουσική και την αγαπάω ακόμα.  Η δυσκολία των τραγουδιστών της Όπερας είναι πως είμαστε μουσικοί, ηθοποιοί και τραγουδιστές.  Αυτό χρειάζεται σπουδές πολλών ετών και παρά πολλές θυσίες γιατί είμαστε το μόνο είδος μουσικών που έχουμε το μουσικό όργανο μέσα στο σώμα μας:  Το όργανό μας είναι οι φωνητικές μας χορδές.  Έτσι, όπως όλοι οι αθλητές που χρειάζονται κάθε μέρα, έτσι κι εμείς χρειαζόμαστε κάθε μέρα δουλειά και προπόνηση στην φωνή μας, τις φωνητικές μας χορδές, την παρουσίασή μας, την μουσικότητά μας και, πάνω απ’ όλα , πρέπει να είμαστε και ηθοποιοί.  Αυτή είναι η δυσκολία του επαγγελματικού κλασικού τραγουδιού.

 

Γεννήθηκες στην Αθήνα και μετά από κάποια χρόνια μετακομίσατε οικογενειακώς στην Αρεόπολη.  Σε μια περίοδο χωρίς εικόνες, χωρίς διαδίκτυο, χωρίς πολλά ΜΜΕ, ένα στενό κοινωνικό περιβάλλον, πώς είναι δυνατόν ένα παιδί να αναπτύξει ενδιαφέρον για την κλασική μουσική;

Θυμάμαι μια φορά τον μήνα η ΕΡΤ έδειχνε όπερες στην τηλεόραση.  Έτσι ξεκίνησα να βλέπω κλασική μουσική.  Κι επειδή μιλούσα από μικρός πολύ καλά αγγλικά και γερμανικά –  και ήμουν και μοναχικό παιδί –  άρχισα να έχω πολλούς φίλους δι’ αλληλογραφίας από άλλα σημεία του πλανήτη, όπως Αμερική, Γερμανία και Αυστραλία.  Άρχιζα λοιπόν να τους ζητάω να μου στέλνουν δίσκους ή κασέτες.  Όχι μόνο κλασικής μουσικής.  Είχα από INXS μέχρι Broadway, όλα τα είδη.  Περνούσα τις ημέρες μου έτσι, ακούγοντας μουσική και ονειρεύοντας ότι κάποια στιγμή θα είμαι κι εγώ μέσα σε αυτούς.

Με δεδομένο ότι ήσουν καλός μαθητής, οι δικοί σου ήθελαν να γίνεις κάτι άλλο;

Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και ο αδερφός μου ακολούθησε το ίδιο επάγγελμα από πολύ μικρός.  Δεν μου έβαλε εμπόδιο ο πατέρας μου, αν και δεν καταλάβαινε τι σημαίνει «κλασική μουσική».  Του άρεσαν τα μπουζούκια και το λαϊκό τραγούδι.  Η κλασική μουσική ήταν μια δική μου ιδέα και μίλησα για αυτήν στην οικογένειά μου πολύ αργότερα.  Δεν έβγαζα προς τα έξω τις σκέψεις μου, γιατί πίστευα ότι κανένας δεν θα με καταλάβει.  Η αλήθεια είναι ότι ήμουν καλός μαθητής.  Είχα εικοσάρια παντού, εκτός από τα Μαθηματικά και την Χημεία, που δεν ήταν… το δυνατό μου σημείο.

Πώς ήταν οι σπουδές σου στην Ιταλία και ποιοι καλλιτέχνες αποτέλεσαν έμπνευση για σένα;

Ξεκίνησα να κάνω μαθήματα με τον Κωνσταντίνο Εγγολφόπουλο, που είναι γνωστός σαν Constantino Ego.  Ήταν ένας βαρύτονος πολύ γνωστός, γιατί είχε τραγουδήσει πολύ με την Μαρία Κάλας και ήταν πολλά χρόνια μόνιμος καλλιτέχνης στην Σκάλα του Μιλάνο.  Μόλις ο Κωνσταντίνος «έφυγε», γιατί όταν τον γνώρισα ήταν ήδη μεγάλος σε ηλικία, άρχισα να σπουδάζω με έναν εκπληκτικό καλλιτέχνη διεθνούς φήμης που λεγόταν Cesto Bruscantini.  Αυτός με οδήγησε στις καλλιτεχνικές μου διαλογές και με ώθησε να αρχίσω να κάνω character parts, τους γνωστούς «κωμικούς ρόλους».  Με αυτούς τους ρόλους ξεκίνησα στην Ιταλία, σε κάποια μεγάλα Φεστιβάλ.  Ο Cesto ήταν και ένας από τους καλλιτέχνες που με επηρέασαν περισσότερο.  Μπορούσε να πάρει μια λέξη και να δώσει σε αυτήν την λέξη μια μορφή, μια ομορφιά που εμένα με ενέπνεε πάντα.  Όσο έκατσα μαζί του έμαθα πάρα πολλά.

Θέλω να μου περιγράψεις λίγο πώς ένοιωσες στο ντεμπούτο σου, στην Γερμανία.  Ποιες ήταν οι σκέψεις σου πριν βγεις στην σκηνή;

Ήταν μια από τις μεγαλύτερες τιμές για μένα.  Μου φαινόταν απίστευτο ότι σε ένα τέτοιο venue, όπως είναι το Berliner Philarmonie, έμπαινε μέσα το ελληνικό κλασικό τραγούδι, και μάλιστα ενός καλλιτέχνη του βεληνεκούς του Χατζηδάκη.  Η ιδέα για τον «Καπετάν Μιχάλη» του Χατζηδάκι δεν ήταν δική μου, αλλά ενός Αμερικανού μαέστρου, που μένει στην Γερμανία, ο οποίος είναι μεγάλος Φιλέλληνας και ήταν πολύ καλός φίλος του Χατζηδάκη.  Μόλις γνωριστήκαμε και με άκουσε σε μια παραγωγή που εγώ τραγουδούσα και αυτός είναι ο μαέστρος, με ρώτησε αν θα ήθελα κάποια στιγμή να τραγουδήσω με την ορχήστρατου κάποια τραγούδια στα ελληνικά, από τους κύκλους που είχε γράψει ο Χατζηδάκης.  Η απάντησή μου ήταν πολύ θετική και όσο πιο πολύ διερευνούσαμε ποιον κύκλο θα επιλέξουμε, τόσο πιο πολύ παθιαζόμουν με το εγχείρημα αυτό.  Η ελληνική κλασική μουσική έχει αμέτρητους θησαυρούς και είναι μια γλώσσα που όπως η Ιταλική, η ελληνική, η γαλλική και η ρωσική, όταν την βάλεις στην μουσική είναι πολύ ευχάριστη για τον ακροατή.  Είναι μια πολύ μουσική γλώσσα.

Έχουν διαφορές οι προσλαμβάνουσες και οι απαιτήσεις του κοινού σε ΗΠΑ και Ευρώπη;  Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει κοινό «εκπαιδευμένο» και «λιγότερο εκπαιδευμένο» στο δικό σας είδος;

Υπάρχει κοινό εκπαιδευμένο και λιγότερο εκπαιδευμένο σε όλο τον κόσμο.  Οι απαιτήσεις του ευρωπαϊκού κοινού είναι λίγο πιο υψηλές.  Αγαπάει πολύ τον Μότσαρτ αλλά και όπερες που δεν είναι πολύ κλασικές.  Το αμερικανικό κοινό προτιμά πιο κλασικές όπερες όπως είναι η Τραβιάτα, η Μποέμ κ.ά.  Βέβαια, θα μπορούσα να πω ότι τα άτομα που αγαπούν την όπερα έχουν πάντα τις ίδιες απαιτήσεις.  Από εμάς απαιτούν να ακούσουν καλή ποιότητα και να υπάρχει καλή προετοιμασία.  Επίσης, τα τελευταία χρόνια, είναι δεδομένο ότι ο τραγουδιστή της όπερας πρέπει να είναι και καλός ηθοποιός.  Όλα αυτά μετά την εμφάνιση της Μαρίας Κάλας, η οποία απέδειξε ότι το κλασικό τραγούδι συνδυάζει φωνή και ηθοποιία.  Εκεί άλλαξαν οι απαιτήσεις.

Μίλησέ μου για το Δίφωνο και πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Η ιδέα ξεκίνησε από την ίδια ιδέα που ξεκίνησαν τα πράγματα στην Γερμανία.  Μόλις εγώ άρχισα να γνωρίζω την ελληνική κλασική μουσική μίλησα με τον φίλο μου τον τενόρο, το Νίκο Αργυράτο, και σκεφτήκαμε ότι ίσως είναι καλό για το αμερικανικό κοινό να ακούσει κάτι που δεν έχει ξανακούσει.  Ψάξαμε εάν έχει ακουστεί πάλι κάτι ελληνικό στο κλασικό τραγούδι στη Νέα Υόρκη και βρήκαμε ότι αυτό το κοινό όντως δεν έχει ακούσει κάτι ελληνικό.  Αποφασίσαμε λοιπόν να δούμε πώς θα ανταποκριθεί το κοινό.  Εγώ ήμουν σίγουρος για την επιτυχία, καθώς είδαμε την ανταπόκριση που είχε στην Γερμανία ο «Καπετάν Μιχάλης» – όπου μας χειροκροτούσαν επί 11 λεπτά! – ενώ ίδια αντιμετώπιση είχαμε και στην Ελβετία τον προηγούμενο Μάιο με τα ίδια τραγούδια.  Επιτυχία κριτικής και κοινού.  Πολύ σημαντικό είναι ότι ο κύκλος της Γερμανίας ενορχηστρώθηκε για πρώτη φορά με κλασική ορχήστρα και αυτή η ενορχήστρωση ήταν μια πρώτη παγκόσμια πρεμιέρα.  Στην Ελβετία τα είπαμε με πιάνο και στη Νέα Υόρκη με πιάνο, όπως τα είχε γράψει ο Χατζηδάκις.  Κι έτσι ξεκινήσαμε, κάναμε το πρώτο κοντσέρτο, πήγε πολύ καλά, ο κόσμος ανταποκρίθηκε, οι κριτικοί το ίδιο, και τώρα προχωράμε όσο μπορούμε.  Εμένα το πρόγραμμά μου σαν τραγουδιστής είναι λίγο βαρύ, οπότε δεν έχω πάντα χρόνο να ασχοληθώ με το «Δίφωνο», αλλά όταν μπορώ το κάνω ευχαρίστως.

Ένας κριτικός όπερας, σχολιάζοντας την εμφάνισή σας στο Μανχάτταν τον περασμένο Σεπτέμβριο ανέφερε ότι δεν μπορούσε να φανταστεί πως η ελληνική γλώσσα περικλείει τέτοια ομορφιά στην μουσική.  Τελικά η ελληνική γλώσσα στο είδος το δικό σας μπορεί να προσελκύσει και το ξενόγλωσσο κοινό;

Το ξενόγλωσσο κοινό όταν πηγαίνει στο Μετροπόλιταν να ακούσει όπερα του Βάγκνερ, το 99% δεν καταλαβαίνει ούτε μια λέξη.  Παρακολουθούν τους υπέρτιτλους.  Η ελληνική γλώσσα, όπως και όλες οι ευρωπαϊκές, είναι συνδεδεμένες με την μουσική.  Τις καλύτερες κριτικές τις κερδίσαμε από ξένους, όπως είναι οι Γερμανοί, οι Αμερικανοί και οι Αυστριακοί.  Το κλασικό τραγούδι είναι βασισμένο στην ομορφιά των φωνηέντων και η ελληνική γλώσσα έχει πολύ ωραία φωνήεντα, πολύ πλούσια.  Και για αυτό μας ζητήθηκε αυτόν τον μήνα να τραγουδήσουμε στο Western Connecticut University.  Εκεί θα τραγουδήσω τον Καπετάν Μιχάλη και μετα θα κάνουμε αποσπάσματα μας ελληνικής οπερέτας (του «Βαφτιστικού» του Σακελαρίδη).  Είναι η πρώτη φορά που ένα αμερικανικό Πανεπιστήμιο οργανώνει κοντσέρτο κλασικής μουσικής στα ελληνικά.

 

Μένεις μόνιμα στη Νέα Υόρκη, έχεις κάνει σημαντικές εμφανίσεις, έχεις κερδίσει τον χώρο σου στην διεθνή σκηνή.  Μέσα από αυτήν την εμπειρία, ρεαλιστικά, θεωρείς ότι στην Ελλάδα μπορούν να ευδοκιμήσουν ανάλογες συναυλίες και παραγωγές;

Θαυμάζω πολύ τον καινούργιο καλλιτεχνικό διευθυντή της Ελληνικής Λυρικής Σκηνής, που λέγεται Μύρων Μιχαηλίδης.  Νομίζω ότι έχει κάνει μια καταπληκτική δουλειά για να φέρει τις ελληνικές παραγωγές όπερας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μαζί με τον διάσημο μπάσο και καλό μου φίλο τον Δημήτρη Καβράκο, που μένει μόνιμα στη Νέα Υόρκη.  Ελπίζω κάποια στιγμή να ανοίξουν οι πόρτες και για μένα εκεί, γιατί θεωρώ ότι είναι ένα από τα σημαντικότερα θέατρα στην Ευρώπη και η δουλειά που γίνεται εκεί είναι πολύ υψηλού επιπέδου.

Ποια θεωρείς πιο σημαντική στιγμή της σταδιοδρομίας σου;

Το πιο σημαντικό βήμα της σταδιοδρομίας μου έγινε πέρυσι, όταν τραγούδησα El Gato Con Bottas με την Gotham Chamber Opera στη Νέα Υόρκη, με την σκηνοθεσία του Μόιζες Κάφμαν (εναν από τους πιο διάσημους σκηνοθέτες στο Broadway) και την διεύθυνση του Neil Goren, που μου έφερε πολύ μεγάλη επιτυχία κριτικής και γενικώς η καριέρα μου από εκείνη την στιγμή άλλαξε επίπεδο.

Ποια είναι τα άμεσα καλλιτεχνικά σχέδιά σου;

Στις 18 Φεβρουαρίου, όπως προανέφερα, στο Western Connecticut University, θα τραγουδήσω τον «Καπετάν Μιχάλη» του Χατζηδάκη.  Τον Απρίλιο θα τραγουδήσω τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Don Pasquale στο Μαϊάμι και τον Μάιο θα τραγουδήσω έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην Τosca (Πουτσίνι) στην Καλιφόρνια.

Πηγή: New Greek TV

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα