Ο Bernhard πιστεύει πως η σκέψη είναι μια καταπιεστική πραγματικότητα. Εσύ;
Διαβάζεται σε 12'
Η Αλεξάνδρα Καζάζου, ο Karol Jarek και οι ηθοποιοί της παράστασης “Βαδίζοντας” του Thomas Bernhard μίλησαν στο NEWS 24/7.
- 28 Μαρτίου 2025 12:52
Το “Βαδίζοντας” του Thomas Bernhard είναι ένα γλωσσικά και υφολογικά αριστουργηματικό διήγημα, γεμάτο παραλογισμό, σκοτάδι και χιούμορ, στο οποίο ο αφηγητής και κάποιος Oehler ενώ περπατούν, συζητούν για τη φύση της σκέψης, της λογικής και της ύπαρξης καθαυτής. Εξετάζουν τη αλληλεπίδραση ανάμεσα στις «συνθήκες και τις καταστάσεις» του κόσμου, καθώς και τη σχέση ανάμεσα στο περπάτημα και τη σκέψη, ανάμεσα στην κίνηση και στην ακινησία.
Το έργο σκηνοθετημένο από την Αλεξάνδρα Καζάζου, εξετάζει τη φύση της σκέψης, της λογικής και του περπατήματος ως μέσα διερεύνησης της ύπαρξης. Ο Karol Jarek –στον οποίο ανήκει και η δραματουργία της παράστασης- σε συνεργασία με την ομάδα Transatlantic, προσφέρει μια αισθητηριακή και μουσική προσέγγιση που αναδεικνύει τη δύναμη της γλώσσας του Μπέρνχαρντ και τις υπαρξιακές αγωνίες των χαρακτήρων.
Το έργο επικεντρώνεται σε ένα επεισόδιο στο μαγαζί του Rustensacher, όπου ο πρωταγωνιστής Karrer φτάνει σε ένα κρίσιμο σημείο για την ύπαρξή του. Το περπάτημα, ως πράξη σκέψης και κίνησης, καταλήγει να γίνει μια καταπιεστική πραγματικότητα, ενώ ο κόσμος γύρω του μοιάζει να καταρρέει. Η παράσταση πειραματίζεται με την αλληλεπίδραση λόγου, ήχου και κίνησης, δημιουργώντας ένα δυναμικό σκηνικό τοπίο που συνδέει την πραγματικότητα με την παράνοια.
Η καλλιτεχνική ομάδα Transatlantic επιχειρεί με την παράσταση αυτή να “επαναστατήσει” απέναντι στη συμβατικότητα της αφήγησης, εστιάζοντας στις ατομικές ενέργειες και τη σύγκρουση των χαρακτήρων σε πραγματικό χρόνο. Στην παράσταση συμμετέχουν οι ηθοποιοί Σπύρος Δέτσικας, Νάντια Μπαϊμπά, Βασίλης Μπούτσικος, Βασίλης Τρυφουλτσάνης και Σταύρος Ζαφείρης.
Κάθε παράσταση είναι μια πραγματική προσπάθεια να “βουτάμε” ξανά και ξανά στο κείμενο του Μπέρνχαρντ
Ο Karol Jarek αναφέρει στο NEWS 24/7 τι ήταν αυτό που τον γοήτευσε έργο αυτό του Μπέρνχαρντ: “Όταν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο του Μπέρνχαρντ, χρειάστηκα μερικές μέρες για να καταλάβω τι πραγματικά συνέβαινε, και μετά άρχισα να το διαβάζω από την αρχή. Η ένταση της γλώσσας του, η ακρίβεια, τα μαθηματικά, η μουσικότητα, ο ανθρωπισμός, η εμμονή, το χιούμορ και πολλά άλλα είναι που με ενδιαφέρουν περισσότερο στο θέατρο, οπότε αμέσως μετά τη δεύτερη ανάγνωση πρότεινα το κείμενο στην Αλεξάνδρα.
Το κλειδί για την απόφαση να πραγματευτούμε αυτό το κείμενο, επί σκηνής, είναι το επεισόδιο στο μαγαζί του Rustensacher, το οποίο έχει μια ατμόσφαιρα που ανταποκρίνεται στον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε κι εμείς στο θέατρο. Δεν μας ενδιαφέρουν οι χαρακτήρες ή η θεατρική σκηνοθεσία του κειμένου, αλλά η σύγκρουση των ατομικών ενεργειών σε πραγματικό χρόνο. Αυτός ο τρόπος πρόσληψης της παράστασης, της δίνει χαρακτήρα εργαστηριακό, και σε εμάς δίνει την ευκαιρία να εργαστούμε, ώστε κάθε παράσταση να συμβαίνει εδώ και τώρα και κάθε μία παράσταση να είναι πάντα μια πραγματική προσπάθεια να “βουτάμε” ξανά και ξανά στο κείμενο του Μπέρνχαρντ”.
Ένα αισθητηριακό ταξίδι, παλλόμενο και άγνωστο…
Στην παράσταση, η αφήγηση αμφισβητεί τη συμβατική δομή και μετατρέπεται σε ένα αισθητηριακό μουσικό ταξίδι. Η Αλεξάνδρα Καζάζου αναφέρει πώς προσεγγίσατε αυτήν τη μεταβαλλόμενη δυναμική μεταξύ λόγου, κίνησης και ήχου λέγοντας: “Η αλήθεια είναι πως μόνο έτσι μπορώ να κατανοήσω τη ζωή, πόσο μάλλον στο θέατρο και σε κάθε μας δημιουργία με την ομάδα. Δηλαδή σαν ένα αισθητηριακό ταξίδι, παλλόμενο και άγνωστο, όπου η συνάντησή μας με την καινούργια ιστορία που καταπιανόμαστε ανοίγει ερωτήματα ικανά να μας μετατοπίσουν σε κάτι που δεν γνωρίζαμε ακόμη. Μουσικά, αισθητηριακά, φαντασιακά, εργαλειακά και γι’ αυτό και υπαρξιακά και υποκριτικά εντέλει.
Με τους περισσότερους δουλεύουμε παρέα χρόνια πια, αλλά αυτή η δουλειά, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, νομίζω υπήρξε και φρέσκια και επίπονη και μοναδική για τον καθένα μας σε ένα επόμενο βήμα. Και ο Μπέρνχαρντ βοήθησε σε αυτό. Είναι μουσική διαχείριση για μένα η σκηνή και με αυτόν τον όρο εδώ εννοώ πως τα εργαλεία του κειμένου, του σώματος και της μουσικής προσπαθούμε να είναι το ίδιο ασκημένα και δυνατά και γι’ αυτό και εύθραυστα και αόρατα, ώστε να καταπιάνονται και να αναδεικνύουν εν τέλει τον παλμό της καρδιάς πάντα στο εδώ και τώρα της σκηνικής δράσης.
Τίποτα δεν είναι χορογραφημένο στην σύνθεση αυτή, αλλά είναι πολύ μακριά από τον αυτοσχεδιασμό. Είναι μία διαδικασία χρόνων που προχωρά πιο βαθιά σε αυτή τη δουλειά, έχει ρίσκο πιο μεγάλο αλλά και μαγεία όταν συντονίζεται, σαν ένα υπέροχο μουσικό χορικό σύμπαν.
Η φύση της σκέψης και της… λογικής
Ο ηθοποιός Σπύρος Δέτσικας απαντά στο πώς το έργο αυτό επικοινωνεί με το σήμερα: “Ζούμε σε μια πραγματικότητα που ο καθένας μας, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, αδυνατεί να βρεθεί αντιμέτωπος με την αλήθεια. Τη δική του προσωπική αλήθεια. Πάντα υπάρχουν παράθυρα διαφυγής της αλήθειας. “Δεν φταίω εγώ”, “έτσι έχουν τα πράγματα”, “αυτό γίνεται πάντα”, “η κατάσταση έχει ως εξής και αν σ’ αρέσει” κ.ο.κ.
Το έργο αυτό πραγματεύεται με παραλογισμό, σκοτάδι και χιούμορ τη φύση της σκέψης και της λογικής. Την αλληλεπίδραση της σκέψης με τον κόσμο και τις συνθήκες αυτού του κόσμου. Και ιδιαίτερα την αλληλεπίδραση της με το βάδισμα, το περπάτημα, την κίνηση ή την ακινησία. Με μια ευρύτερη έννοια, την ίδια την ύπαρξη.
Το κεντρικό συμβάν του έργου μπορεί φαινομενικά να φαίνεται ένα ασήμαντο καθημερινό συμβάν, όμως στην πραγματικότητα για τον ήρωα που αφορά, είναι καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη της ζωής του. Το έργο αυτό είναι μια ρωγμή στην κοινωνία για τη λειτουργία της και το πώς αντιμετωπίζει τους ανθρώπους της. Μια ρωγμή στις ανθρώπινες σχέσεις και το πόσο αυτές έχουν αλλοιωθεί στο όνομα μιας εγωιστικής ευημερίας και μιας προσποιητής καλοσύνης. Μια ρωγμή στην ανθρώπινη ψυχή που είναι αναγκαία για να βγει το φως της. Ο ένας για τον άλλο είμαστε τρελοί.
Είμαστε πάντα απέναντι από τον άλλο βάζοντας ταμπέλες και κουτάκια. Ακούς για παράδειγμα “αυτός είναι τρελός”. Τι είναι τελικά η τρέλα; Και ποιος την ορίζει; Μήπως θα έπρεπε να αναλογιστούμε ότι ίσως δεν είναι αυτός ο τρελός, ότι είναι σε επαφή με την αλήθεια του και τη διοχετεύει χωρίς φίλτρο, σε έναν κόσμο που ασφυκτιά από φίλτρα και “συνθήκες”; Ζούμε σε έναν κόσμο που όσο δεν αντιδρούμε στο παράλογο, αυτό γίνεται λογικό. Και πορευόμαστε με αυτό. Προσωπικά, με όσα συμβαίνουν στις ζωές μας, στις κοινωνίες μας και στον κόσμο εν γένει σήμερα, πιστεύω δεν υπάρχει πιο επίκαιρο έργο.”
Η παράσταση πειραματίζεται με την αποδόμηση της αφήγησης και την έντονη χρήση της μουσικότητας του λόγου. Πόσο δύσκολο ήταν να ενσωματωθεί αυτή η ρυθμική προσέγγιση στην ερμηνεία της υποκριτικής ομάδας και πώς επηρέασε τη σχέση της με το κείμενο;
Η ηθοποιός Νάντια Μπαϊμπά αναφέρει πως: “Ο τρόπος που δουλεύουμε ενώνει όλα αυτά τα στοιχεία οργανικά και εν τέλει χωρίς να το καταλάβεις, δε διαχωρίζεται ο ρυθμός από τον λόγο και από την κίνηση. Μετατρέπονται όλα σε ένα ενιαίο σύνολο που το ένα συμπληρώνει το άλλο. Επομένως, το κείμενο ήρθε να αποτελέσει ένα ακόμη δυναμικό επίπεδο αφήγησης και κάθε φορά γεννιέται απ’ την αρχή, είτε κόντρα στον ρυθμό, στο ξάφνιασμα, είτε μαζί με αυτόν.
Αυτό μας βοήθησε να μην σκεφτόμαστε πώς θα ερμηνεύσουμε το κείμενο, αλλά να εστιάζουμε την προσοχή μας σε όλη την υπόλοιπη «δουλειά» που έχουμε να κάνουμε, στο σωματικό μας λεξιλόγιο, στην συνεχής μας σχέση με τους άλλους και τον χώρο. Η ομάδα, εξάλλου, λειτουργεί έτσι, ως ένα αλληλένδετο σύστημα”.
Είναι η σκέψη μια καταπιεστική πραγματικότητα;
Το έργο του Bernhard θέτει το ερώτημα αν η σκέψη είναι μια καταπιεστική πραγματικότητα. Ο ηθοποιός Βασίλης Μπούτσικος σχολιάζει: “Μια σκέψη, αποτελεί συχνά την αφετηρία μιας δράσης, μιας κίνησης ή την έλλειψη αυτής, μιας επόμενης σκέψης η οποία με τη σειρά της γεννάει άλλες σκέψεις και οδηγεί σε συνειρμούς και νέες συνδέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν και πάντα με βάση την προσωπική μου εμπειρία, η σκέψη μπορεί να γίνει όντως μια βιωμένη φυλακή όταν ο χώρος της εντός μας γιγαντώνεται και αποτρέπει την εισχώρηση κάποιου νέου ερεθίσματος το οποίο θα της επιτρέψει μια ενδεχόμενη αλλαγή κατεύθυνσης που φέρνει μέσα της άλλες ποιότητες.
Από την άλλη, πάλι βέβαια, η συνεχής τριβή με μια συγκεκριμένη ροή σκέψεων καθώς και όσα εκείνες γεννάνε είναι που συχνά οδηγούν σε ένα σπουδαίο έργο τέχνης, μια ανακάλυψη ή σημαντικές κοινωνικές και προσωπικές αλλαγές. Συνεπώς, από την εμμονή μέχρι την έμπνευση ίσως να είναι κι “ένας νευρώνας δρόμος” αλλά εδώ θα χρειαστούμε μάλλον τη βοήθεια ενός ψυχίατρου, ενός νευροεπιστήμονα ή ακόμη κι ενός περαστικού που συναντάμε ένα απόγευμα στην Πανεπιστημίου και που στα μάτια μας μοιάζει να συζητάει με τον εαυτό του, ενώ εκείνος μπορεί και να συνδιαλέγεται με τον κόσμο όλο”.
Η παράσταση φαίνεται να δημιουργεί ένα τοπίο όπου η λογική και η παράνοια συνυπάρχουν. Ο ηθοποιός Βασίλης Τρυφουλτσάνης απαντά πώς προσέγγισε αυτήν την ισορροπία μεταξύ διανοητικής ακρίβειας και υπαρξιακής σύγχυσης στον χαρακτήρα του: “Λογική και παράνοια χωρίζονται από μια πολύ λεπτή, ακαθόριστη γραμμή. Άλλωστε, το τι καταλήγουμε να θεωρούμε λογικό και τι όχι, μεταβάλλεται διαρκώς, και συνήθως το “λογικό” κατασκευάζεται από την κοινωνία, όχι με βάση τους κανόνες κάποιας “κοινής λογικής” ή ηθικής, αλλά με βάση τους νόμους του συμφέροντος.
Η διανοητική ακρίβεια του αφηγητή σχετίζεται με την εμμονή του στη λεπτομέρεια για το τί στ’ αλήθεια συνέβη στο μαγαζί αυτό του Ρούστενσαχερ και ο φίλος του ο Κάρερ κατέληξε στο ψυχιατρείο. Όμως η ίδια αυτή εμμονή στην ακρίβεια και η επαναληπτικότητά της, αποκαλύπτει πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να ξεπεράσει αυτή τη λεπτή γραμμή, μόνο και μόνο επειδή επιμένει να υποστηρίζει την αλήθεια στην οποία πιστεύει, και αυτό, αυτομάτως, να τον κάνει να φαίνεται παρανοϊκός στα μάτια των άλλων.
Η υπαρξιακή του σύγχυση ξεκινά όταν, ενώ αφηγείται το περιστατικό της τρέλας του Κάρερ, ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ότι από δω και μπρος δεν μπορεί να έχει καθαρή συνείδηση όταν μιλάει εξ ονόματος κάποιου που τρελάθηκε, πόσο μάλλον όταν αυτός ο κάποιος είναι φίλος του.
Η διανοητική του ακρίβεια αρχίζει να μετατρέπεται σταδιακά σε διανοητική αστάθεια και άρα ανισορροπία η οποία εκδηλώνεται πνευματικά και σωματικά. Στην προσπάθειά του να μεταφέρει στον Σέρερ, τον ψυχίατρο που τον ακούει, πως ακριβώς συνέβη το περιστατικό, αντιλαμβάνεται ότι ο Σέρερ δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει πραγματικά ούτε τον Κάρερ, ούτε τον ίδιο. Για να καταφέρω να κατανοήσω τη σκέψη του άλλου, πρέπει να κάνω μια υπέρβαση, να μπω στα παπούτσια του, που λέμε, και να βαδίσω μ’ αυτά.
Άρα να σκεφτώ όπως σκέφτεται. Σαν να μην ήμουν εγώ διόλου ο άνθρωπος που είμαι, αλλά να ήμουν ο άλλος, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο και ίσως ακατόρθωτο. Αυτή ακριβώς η προσπάθεια για συνάντηση, για σύνδεση, για κατανόηση και αποδοχή του άλλου όχι μέσα από τη λογική, αλλά μέσα από τις αισθήσεις, είναι που μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην αλήθεια”.
Η Transatlantic Group εστιάζει σε μια αλληλοσυμπληρωματική τέχνη που μπλέκει διαφορετικά είδη και τεχνικές. Πώς λειτούργησε αυτή η προσέγγιση στη συγκεκριμένη παράσταση. Ο ηθοποιός Σταύρος Ζαφείρης λέει: “Λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορετική σωματικότητά μου (άτομο με αναπηρία), αλλά και τις διαφορετικές καλλιτεχνικές καταβολές, η πρόσμιξή μου στην ομάδα της Άλεξ και στο “Βαδίζοντας” έγινε χωρίς σχεδόν καθόλου τριβή. Νομίζω ότι κυρίως ακολουθήσαμε τα ένστικτά μας, δίχως να εξετάζουμε ανά πάσα ώρα και στιγμή αν κάτι είναι πρέπον για το προϋπάρχον αισθητικό πλαίσιο μας. Φυσικά, ο τελικός λόγος ανήκει στην Άλεξ και στη δική της ευαισθησία κι αυτό ήταν ο οδηγός μας σ’ αυτή τη πρόσμιξη”.
Η σκηνοθέτιδα Αλεξάνδρα Καζάζου και η Transatlantic Group πειραματίζονται με τις αφηγηματικές φόρμες. Η Rafal Habel εξηγεί τι καινούργιο έμαθε από αυτή τη διαδικασία: “Στη παράσταση της Αλεξάνδρας Καζάζου, μαθαίνω να παίζω με πλήρη αυτοσχεδιασμό – αλλά μέσα σε ένα ακριβές πλαίσιο που θέτει ο σκηνοθέτης. Πρόκειται για ένα Θέατρο, όπου το σώμα, ο ήχος και ο χώρος συνδέονται οργανικά. Δημιουργώ ζωντανή μουσική, χρησιμοποιώντας το σκηνικό ως μουσικό όργανο, πειραματιζόμενος με τον ήχο και τον ρυθμό. Κάθε πρόβα είναι μια νέα ανακάλυψη – οι ήχοι δημιουργούνται και αναπτύσσονται επί τόπου σε στενή σύνδεση με την κίνηση και τη δράση επί σκηνής. Συντονίζω επίσης το χορικο τραγούδι, το οποίο σταδιακά αφήνεται ελεύθερο για να υπάρξει στο εδώ και τώρα – ενσωματωμένο πλήρως στη διαδικασία. Αν και δεν καταλαβαίνω ελληνικά, μαθαίνω να ακολουθώ τις λέξεις κλειδιά και τον ρυθμό της γλώσσας, καθοδηγούμενος από τη
διαίσθησή μου. Αυτή η εμπειρία εμβαθύνει μέσα μου μια κατάσταση πλήρους παρουσίας, οργανικής συνεργασίας με τους ηθοποιούς και ετοιμότητας να ανταποκριθώ στο απρόβλεπτο – μέσα στην ακριβή δομή της παράστασης.
Πληροφορίες παράστασης
Πρεμιέρα: 31.03.2025
Παραστάσεις: από 31 Μαρτίου έως 20 Μαΐου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Εισιτήρια: 15 ευρώ (κανονικό), 12 ευρώ (μειωμένο), 10 ευρώ (ατέλεια)
Προπώληση : https://www.ticketservices.gr/event/theatro-dipyplon-vadizontas/?eventid=12094&showid=81653
Θέατρο Δίπυλον, Καλογήρου Σαμουήλ 2 & Διπύλου, Κεραμεικός