Χρήστος Θεοδωρίδης: “Δεν ακουγόμαστε γιατί δεν κραυγάζουμε. Και στον δρόμο δεν είμαστε πολλοί ”
Διαβάζεται σε 14'Ο Χρήστος Θεοδωρίδης μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή την παράσταση «Σ’ εσάς που με ακούτε» της Λoύλας Αναγνωστάκη που θα παρουσιαστεί από τις 11 Μαΐου στο Αμφι-Θέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου.
- 09 Μαΐου 2024 06:25
Ο Χρήστος Θεοδωρίδης έχει δώσει μέχρι σήμερα τα καλύτερα διαπιστευτήρια. Απόφοιτος του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ, το 2008 ίδρυσε με την χορογράφο Ξένια Θεμελή την Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων και η σκηνοθετική του πορεία μέχρι σήμερα, είναι σχεδόν αψεγάδιαστη.
Τη σεζόν 2022-2023 μας χάρισε μία εξαιρετική θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Εντουάρ Λουί, “Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου” στο ΠΛΥΦΑ (η παράσταση συνεχίστηκε και τη φετινή σεζόν στο θέατρο Προσκήνιο), ενώ και παλιότερα είχε δημιουργήσει ιδιαίτερα θετική αίσθηση με τη “Σφαγή των Παρισίων” του Κρίστοφερ Μάρλοου στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Μετά από δύο απόλυτα επιτυχημένες σεζόν με συνεχόμενα sold out και εξαιρετικές κριτικές, το επίκαιρο και βαθιά πολιτικό κείμενο «Σ’ εσάς που με ακούτε» που σκηνοθέτησε για λογαριασμό του ΚΘΒΕ έρχεται στην Αθήνα και θα παρουσιαστεί στο Αμφι-Θέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου, από το Σάββατο 11 έως την Κυριακή 26 Μαΐου. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χρήστος Θεοδωρίδης καταπιάνεται με κείμενο της Λούλας Αναγνωστάσκη. Το 2021 είχε σκηνοθετήσει στο ΠΛΥΦΑ το “Αντόνιο ή το μήνυμα”.
Στο «Σ’ εσάς που με ακούτε» προσωπικές ιστορίες που «ακουμπούν» στην έντονη επιθυμία όλων των ανθρώπων του κόσμου για ελευθερία, ισότητα και ουσιαστική αποδοχή της διαφορετικότητας. Πρόκειται για ένα έργο που προκαλεί πάντα ενδιαφέρουσες συζητήσεις και θίγει ζητήματα διαχρονικά, βαθιά πολιτικά με τον άνθρωπο στο επίκεντρο να παλεύει και να διεκδικεί τα αυτονόητα.
Ο Χρήστος Θεοδωρίδης αναφέρει στο NEWS 24/7 για το έργο και τι τον γοήτευσε σε αυτό: “Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω κάποια προσωπική «αποθήκη» έργων με τα οποία θα ήθελα κάποια στιγμή να ασχοληθώ. Η σχέση μου με το κάθε έργο το οποίο καταλήγω να δουλεύω ξεκινάει όταν καταλαβαίνω ότι αυτό που διαβάζω μιλάει για την ανθρωπότητα σήμερα, για το τώρα μας. Αυτό ακριβώς έγινε και με το “Σ εσάς που με ακούτε”.
Συνειδητοποίησα πολύ γρήγορα ότι αυτό το έργο οφείλει να ανέβει τώρα, ότι χρειάζεται να ακουστεί. Ζούμε στους πιο επικίνδυνους καιρούς πολιτικά και κοινωνικά που τουλάχιστον εγώ έχω την ατυχία να βιώσω και το έργο αυτό μιλάει ακριβώς για αυτούς τους καιρούς. Για τον παραγκωνισμό των αδύναμων, την επικράτηση των ισχυρών, τις προσωπικές αλλά και τις συνολικές ήττες μας. Βασικά για τις ήττες μας.
Και εκεί βρίσκεται το κύριο στοιχείο της συνολικής δραματουργίας της Αναγνωστάκη και προφανώς και του έργου αυτού που αποτελεί κάτι σαν την “διαθήκη” της, αυτό που θα ήθελε να μείνει από αυτήν. Η ήττα του ανθρώπου, του ανθρώπου που βρίσκεται από την «χαμένη» πλευρά της Ιστορίας, του ανθρώπου που δεν είναι νικητής, του ανθρώπου που συχνά περιγράφεται ως παράπλευρη απώλεια”.
Η προφητική ματιά της Λούλας Αναγνωστάκη
Βερολίνο, 2001 ή 2023. Βερολίνο, τώρα. Ελλάδα τώρα. Ποιοι νοηματικοί του άξονες και πόσο επίκαιρο είναι το έργο αυτό;
“Η Αναγνωστάκη διαλέγει το Βερολίνο ως ένα κέντρο πολυπολιτισμικότητας που το 2001 ήταν από τις πρώτες πόλεις που δέχτηκαν ροές μεταναστών και ανθρώπων από όλο τον κόσμο που προσπαθούσαν να βρουν ένα καλύτερο αύριο για τους εαυτούς τους. Το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει και στην Αθήνα σήμερα.
Η Αναγνωστάκη είχε ένα πολύ ισχυρό προφητικό μάτι. Με την εξαιρετική παρατήρηση που είχε προσπαθούσε πάντα να βλέπει μπροστά, σ’ αυτό που έρχεται. Και αυτό που έβλεπε, με τη γνώση των 20 και κάτι χρόνων που πέρασαν από την συγγραφή του έργου, είναι ανατριχιαστικά ακριβές. Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη μαρτυρά ακριβώς αυτό.
Η φτωχοποίηση μεγάλης μερίδας της Ελληνικής κοινωνίας, η παραμορφωμένη αγάπη για την πατρίδα, τα εγκλήματα του κράτους, το μίσος για οτιδήποτε διαφορετικό, είτε αυτό είναι εθνοκαταγωγή, είτε σεξουαλικότητα, είτε οτιδήποτε ξεφεύγει από αυτό που η πλειοψηφία βαφτιζει “νόρμα” μαρτυρούν ακριβώς αυτήν την συγκλονιστική επικαιρότητα του έργου. Το 2001 όλα αυτά θα έρχονταν, το 2024 ήρθαν και είναι πιο ισχυρά από ποτέ.
Απέναντι σ’ αυτό το τείχος που υψώνεται, τι κάνουν οι άνθρωποι που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν; Τι κάνουν “οι χαμένοι της γης”, τι κάνουν “όλοι αυτοί οι τρομαγμένοι λαοί”, όπως τους αποκαλεί η ίδια στο έργο; Συνεχίζουν να παλεύουν. Γιατι δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Συνεχίζουμε να φωνάζουμε. Γιατι δεν ξέρουμε να κάνουμε αλλιώς. Γιατι προφανώς, όλοι εμείς δεν έχουμε την τύχη μιας ήρεμης ζωής. Ξέρετε ακόμη και ο όρος “διαφορετικότητα” είναι όρος επιβεβλημένος από την πλειοψηφία, είναι μέσα από τα μάτια της πλειοψηφίας. Γιατι ποιο κριτήριο ορίζει το διαφορετικό όταν η ίδια η ανθρώπινη υπόσταση ενέχει μέσα της το διαφορετικό, όταν όλοι είμαστε διαφορετικοί από όλους; Και ακριβώς επειδή αυτά τα θέματα δεν είναι λυμένα το 2024, συνεχίζουμε να παλεύουμε. Αυτήν ακριβώς την πάλη βλέπουμε και στο έργο της Αναγνωστάκη ” σημειώνει ο Χ. Θεοδωρίδης.
Οι ήρωες του έργου
Ο Χ. Θεοδωρίδης συνεχίζει σκιαγραφώντας τους ήρωές του έργου “φανερά επηρεασμένη από τα γεγονότα στη Γένοβα το 2001, τοποθετεί τους ήρωές της σε ένα σπίτι στο Βερολίνο, σε μια ταραχώδη περίοδο όπου άνθρωποι από όλον τον κόσμο έχουν βρεθεί στην πόλη για να “μιλήσουν για αυτά που τους απασχολούν”, για να ακουστούν, σε μια απόπειρα ένωσης των αδυνάμων απέναντι στους ισχυρούς.
Ο Άγης, Έλληνας μετανάστης που γράφει αυτήν την περίοδο ένα έργο βασισμένο στην ζωή της κομμουνίστριας επαναστάτριας Ρόζα Λούξεμπουργκ, κάνει πρόβα για την ομιλία που θα δώσει στην συγκέντρωση. Στην πρόβα αυτή καλεί όλους τους παρευρισκόμενους κι έτσι το έξω της διαδήλωσης έρχεται μέσα, στο εσωτερικό του σπιτιού. Καλεί την Σοφία, Ελληνίδα που έχει μετακομίσει μαζί του στο Βερολίνο και προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από την οικογένεια της, τον Ιβάν, πιθανόν Βέλγικης υπηκοότητας που προσπαθεί να ζήσει πουλώντας ναρκωτικά με την βοήθεια και της Σοφίας, τον Χανς, Γερμανό που ζει ματαιωμένος από το όνειρο εναντιον της ένωσης των δύο Γερμανιών, την Μαρία, Ελληνίδα κόρη μεταναστών, παντρεμένη με τον Χανς που ονειρεύεται την επιστροφή στην Ελλάδα όπως την έχει στο μυαλό της από τις εικόνες που έχει δει, την Έλσα, μητέρα της Σοφίας που έρχεται επίσκεψη στο Βερολίνο, ματαιωμένη από μια ζωή που δεν πήγαν τα πράγματα όπως έπρεπε, τον γιο της τον Νίκο, που μετά από ένα δυστύχημα δεν μπορεί πια να περπατήσει, τον Τζίνο, Ιταλό τραγουδιστή, μποέμ πολίτη του κόσμου που βρίσκεται σε σχέση με τον Νίκο και την Τρούντελ, Γερμανίδα από το Ανατολικό Βερολίνο που ήρθε στο Δυτικό να ζήσει μια ζωή όπως την ονειρεύεται.
‘Ενα σύνολο ανθρώπων που κοινό τους χαρακτηριστικό είναι οι ήττες τους, αυτά που έχασαν, αυτά που ήθελαν να κυνηγήσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν, οι απώλειές τους, η πάλη τους όχι μόνο για επιβίωση, αλλά και για μια ζωή όπως θα την ήθελαν. Υπάρχει μία φράση στην ταινία «Piedras» του Ramon Salazar που πάντα με συγκινούσε και την βρίσκω απόλυτα ταιριαστή με το σύμπαν του έργου “Τι σκληρό που είναι να αποδεχτείς ότι δεν θα γίνεις ποτέ αυτό που ονειρευόσουν”.
Νομίζω ότι οι ήρωες της Αναγνωστάκη γενικότερα στα έργα της παλεύουν ακριβώς με αυτήν την συνειδητοποίηση, αλλά και πέρα από αυτήν. Τι σκληρό που είναι πράγματι να αποδεχτείς την ήττα σου. Αλλά και τι είναι αυτό που πρέπει να κάνεις για να την ξεπεράσεις και ίσως τελικά να νικήσεις κάπου αλλού; Ξέρετε, όταν πετυχαίνει τον στόχο της η παράσταση, συμβαίνει ακριβώς αυτό σε ηθοποιούς και κοινό. Αναλογιζόμαστε όλοι μαζί τις ήττες μας, τις “χασούρες” μας και συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε μόνοι. Είμαστε μαζί με τους άλλους. Και το μαζί πάντα δίνει δύναμη”.
Η εμπειρία του ΚΘΒΕ για τον Χρήστο Θεοδωρίδη
Το έργο αυτό, το σκηνοθετήσατε για το ΚΘΒΕ. Μιλήστε μας για την εκεί εμπειρία σας…
“Οι δυσκολίες ήταν στην αρχή πριν ξεκινήσουν οι πρόβες κι αυτό γιατί δεν είχε τύχει να δουλέψω σε ένα έργο εξ ολοκλήρου με ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Το περιβάλλον της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων που έχουμε χτισει στην Αθήνα με την Ξένια Θεμελή, μόνιμη συνεργάτη μου, είναι κατά κάποιον τρόπο ένα ασφαλές περιβάλλον γιατι αποτελείται από ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι σταθερά, από ανθρώπους που τους καταλαβαίνω και καταλαβαίνουν τον τρόπο που προτείνω, από ανθρώπους που έχουμε μεγαλώσει μαζί καλλιτεχνικά. Οπότε αρχικά υπήρχε αυτός ο φόβος του αγνώστου.
Αυτός ο φόβος έφυγε με την πρώτη πρόβα. Αισθάνομαι τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό που βρέθηκαν στο δρόμο μου ηθοποιοί όπως όλοι στο “Σ’ εσάς που με ακούτε” που πίστεψαν αδιαπραγμάτευτα στο όραμά μας και δόθηκαν με όλο τους το είναι σε αυτό. Και σε αυτό οφείλεται σε ένα μεγάλο ποσοστό και η όποια επιτυχία της παράστασης. Φρόντισα επίσης η δημιουργική ομάδα να αποτελείται από ανθρώπους, με τους οποίους έχω δουλέψει στο παρελθόν, όπως ο Τάσος Παλαιορούτας στα φώτα, ο Εδουάρδος Γεωργίου στο σκηνικό και η Μαρίνα Κελίδου στα κοστούμια και αυτό εξασφάλισε ένα επίπεδο αλληλοκατανόησης,.
Επίσης προσωπικά, έτυχα μεγάλης βοήθειας από όλους τους ανθρώπους του ΚΘΒΕ. Από την γραμματεία, την οργάνωση παραγωγής, από όλους. Οπότε μόνο καλά έχω να πω για την εμπειρία της συνεργασίας μου. Ευτύχησα κιόλας να βρίσκομαι σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από ένα καλλιτεχνικό άνοιγμα του Κρατικού προς νέες κατευθύνσεις και νέες συνεργασίες.
Το αρνητικό που παρατήρησα είναι ότι αυτό το άνοιγμα, λόγω πρακτικών δυσκολιών, χρόνιων παθογενειών και έλλειψης κρατικής υποστήριξης φτάνει μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο. Κι αυτό έχει να κάνει και με το πως αντιμετωπίζει η Αθήνα, οτιδήποτε συμβαίνει καλλιτεχνικά εκτός της περιφέρειάς της. Υπάρχει ακόμη αυτή η άτυπη παράφραση “what happens in Thessaloniki, stays in Thessaloniki” από την οποία πρέπει να φύγει το ΚΘΒΕ πολύ γρήγορα. Γι’ αυτό και είμαι ενθουσιασμένος που καταφέρνουμε να φέρουμε αυτήν τη δουλειά στην Αθήνα”.
Χρήστο Θεοδωρίδη, λείπει σήμερα η φωνή της Λούλας Αναγνωστάκη;
“Θα πω απερίφραστα πως λείπει, ναι. Για μένα η Αναγνωστάκη είναι από τους ελάχιστους σύγχρονους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς των οποίων τα έργα μπορούν να παίζονται και σε μεγάλες σκηνές του εξωτερικού κι αυτό γιατι πυρήνας της δραματουργίας της είναι ο άνθρωπος, εν γένει.
Μια από τις αρετές της γραφής της είναι ότι αντλεί από το στενό εθνικό περιβάλλον, από τον τόπο της, από την Ελλάδα, από το δικό της “τώρα” και ταυτόχρονα διατηρεί ένα ανοιχτό πλαίσιο με πτυχές, νοήματα και ιδέες που απασχολούν τον άνθρωπο γενικά, εκτός συνόρων και καταγωγής, εκτός χρόνου. Θα τολμήσω να πω ότι αυτή η ισορροπία είναι ανάλογη της ισορροπίας που έχει ο Τσέχωφ.
Και θα ξαναπώ ότι λείπει η φωνή της γιατί η φωνή της είναι η φωνή των αδυνάμων, η φωνή του ανθρώπου που συνθλίβεται από την μπότα, η φωνή αυτού που τσακίζεται από την εξουσία. Ξέρετε ακόμη και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, δεν έχουμε πολλούς συγγραφείς που τολμούν να πάνε ενάντια στο πολιτικό ρεύμα, που δέχονται να τους ορίζει η ιδεολογία τους αλλά ταυτόχρονα να κρίνουν ακόμη και αυτήν, με αποτέλεσμα να την ξεπερνάνε και να μιλάνε τελικά για τον άνθρωπο τον ίδιο, για αυτήν την ουσία της “ανθρωπίλας” που λέω συχνά.
Η Αναγνωστάκη μπορεί να έμεινε στην ιστορία και για τις πολιτικές της πεποιθήσεις, αλλά το έργο της είναι ένα έργο σκληρά ρομαντικό που ξεφεύγει ακόμη κι από αυτές. Ένα έργο που οραματιζεται μια κοινωνία ελεύθερη και ίση για όλους, που ακόμη σε κάνει να ονειρεύεσαι. Κι αυτό δεν το βλέπω σε πολλά σύγχρονα έργα. Κι αν θέλετε να το ανοίξουμε, δεν το βλέπω και σε πολλούς σύγχρονους καλλιτέχνες.
Είμαστε κάπως απορροφημένοι από τα προσωπικά μας καλλιτεχνικά οράματα και καταλήγουμε να ασχολούμαστε μουσειακά με πράγματα που δεν απασχολούν καθόλου τον σύγχρονο άνθρωπο. Πηγαίνουμε στο θέατρο και καταλήγουμε να μιλάμε για αισθητική απόλαυση και τρόπο ματιάς, ενώ κανονικά θα πρέπει το θέατρο και γενικά η Τέχνη να μας οδηγεί σε έναν τόπο που να μας κάνει να σκεφτόμαστε εμάς τους ίδιους και τις ζωές μας. Να μας αφορά, να μας αλλάζει, έστω λίγο. Κι αυτό η Αναγνωστάκη το έκανε γενναιόδωρα”.
Ο τιτλος του έργου έχει γίνει ουκ ολίγες φορές σύνθημα σε κινητοποιήσεις. Το είδαμε και στις κινητοποιήσεις των σπουδαστών των δραματικών σχολών. Αλήθεια, μας ακούει κανείς σήμερα; Γιατί δεν ακούγεται η φωνή μας;
“Περίπου δύο βδομάδες αφότου ξεκινήσαμε τις πρόβες είδαμε το σύνθημα στον δίκαιο αγώνα των καλλιτεχνών και των σπουδαστών δραματικών σχολών απέναντι στο επαίσχυντο προεδρικό διάταγμα του Υπουργείου. “ Σε εσάς που μας ακούτε”. Το θεώρησα απολύτως λογικό. Αυτό μας έφερε ακόμη πιο βίαια σε ένα αδιαπραγμάτευτο “τώρα” που ούτε εγώ το φανταζόμουν. Μόνο που δυστυχώς ακόμη και τότε, δεν ακουστήκαμε τελικά. Δεν ακουγόμαστε λοιπόν πια γιατί δε μιλάμε με την δύναμη που χρειάζεται. Δεν κραυγάζουμε. Και δεν είμαστε πολλοί στον δρόμο. Κι αυτό ξέρετε ως έναν βαθμό εξηγείται εύκολα.
Τα τελευταία χρόνια της συγκεκριμένης κυβέρνησης στην Ελλάδα, ζούμε κυριολεκτικά κάθε μέρα, κάθε ώρα, μια πρωτοφανή επίθεση αδικιών, εγκλημάτων, συγκάλυψης των εγκλημάτων, ψεμάτων, διαφθοράς μέχρι κάτω από το πετσί, ανικανότητας μεταμφιεσμένης σε αριστεία. Από ένα σημείο και μετά η αντιδραση είναι fulltime job. Πώς μπορείς να έχεις το σθένος να αντιδράσεις στα πάντα, πώς μπορείς να ξεπεράσεις το σοκ του “ε, όχι! Ακόμα κι αυτό;” Κι έτσι καταλήγουμε μουδιασμένοι κι ανίκανοι να αρθρώσουμε δυνατή φωνή. Ωστόσο, αυτό απαιτούν οι καιροί από εμάς, αυτό μας έλαχε, τι να κάνουμε. Οφείλουμε να φωνάξουμε γιατι διαφορετικά δεν γίνεται, γιατι θα περάσει ο οδοστρωτήρας και από πάνω μας και θα είμαστε χωρίς να τα καταλάβουμε “χθεσινά νέα”.
Ζούμε στην εποχή που αυτοί που κινούν τα νήματα έχοντας εξαντλήσει το μίσος τους απέναντι στα ζώα και τη φύση, στρέφονται πια προς τους ανθρώπους που βρίσκονται από κάτω τους. Και είμαστε πολλοί αυτοί. Η Έλσα λέει κάποια στιγμή: “Οι χαμένοι της γης θα καταστραφούν για να ζήσουν καλά οι υπόλοιποι μέσα σε ανάκτορα με αλεξίσφαιρα κρύσταλλα να αντικρίζουν ήσυχοι επιτέλους τον πρωινό ήλιο.” Αν συνειδητοποιήσουμε στην απόλυτη κυριολεξία ότι είμαστε μαζί και πολλοί, μπορεί αυτή φορά να νικήσουμε”.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία, Δραματουργική Επεξεργασία, Μουσική Επιμέλεια: Χρήστος Θεοδωρίδης
Δραματουργική επεξεργασία: Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου
Σκηνικά: Εδουάρδος Γεωργίου
Κοστούμια: Μαρίνα Κελίδου
Χορογραφία, επιμέλεια κίνησης, βοηθός σκηνοθέτη: Ξένια Θεμελή
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Βοηθός Σκηνογράφου: Δανάη Πανά
Β Βοηθός Σκηνογράφου: Ερατώ Γεωργίου
Οργάνωση παραγωγής: Ηλίας Κοτόπουλος
Photos under That long black cloud
Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Πάρης Αλεξανδρόπουλος (Τζίνο), Σεμίραμις Αμπατζόγλου (Τρούντελ), Νικόλας Δροσόπουλος (Νίκος), Ελένη Θυμιοπούλου (Μαρία), Γιώργος Κολοβός (Ιβάν), Νίκος Μήλιας (Άγης), Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Σοφία), Δημήτρης Ναζίρης (Χανς), Μπέττυ Νικολέση (Έλσα)
*Κατά τη διάρκεια της παράστασης για τις ανάγκες της δράσης ακούγεται πυροβολισμός και ένας ηθοποιός ανάβει τσιγάρο.
Πληροφορίες
Αμφι-Θέατρο Σπύρου Α. Ευαγγελάτου, Αθήνα (Αγγελικής Χατζημιχάλη 15 & Ανδριανού)
Τηλ. Επικοινωνίας: 211.015.4559
Πρεμιέρα: Σάββατο 11 Μαΐου, 21:00
Διάρκεια παραστάσεων: έως Κυριακή 26 Μαΐου
Ώρες παραστάσεων
Τετάρτη: 20.00
Πέμπτη– Παρασκευή– Σάββατο: 21.00
Κυριακή: 18.30