Περιμένοντας τον Γκοντό: Η προσμονή για την αλλαγή που ποτέ δεν έρχεται
Τρεις θεατρικοί συντελεστές, τρεις καλλιτέχνες, τρεις νέοι άνθρωποι που δημιουργούν στην Ελλάδα του σήμερα. Στην παράσταση "Περιμένοντας τον Γκοντό" σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου που ανεβαίνει στο θέατρο Χώρος, ο καθένας έβαλε το δικό του στοιχείο σε ένα ενιαίο μωσαϊκό και κατάφερε η "ψηφίδα" του να είναι τόσο αξιοπρόσεκτη όσο και αναπόσπαστο μέρος μιας συλλογικής δουλειάς.
- 10 Νοεμβρίου 2018 08:22
Φωτογραφίες: Ειρήνη Προβίδα
Το «Περιμένοντας τον Γκοντό», ίσως το πιο γνωστό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ και σίγουρα ένα από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα, δε θα σταματήσει να είναι επίκαιρο παρόλο που γράφτηκε στα τέλη του ’40. Και αυτό γιατί ποτέ οι άνθρωποι δεν θα σταματήσουμε να περιμένουμε κάτι να συμβεί, να αλλάξει, να μας σώσει.
Συνεπώς δε χρειάζεται εξήγηση γιατί η βραβευμένη ηθοποιός Έλενα Μαυρίδου επέλεξε το πολυπαιγμένο στην ελληνική σκηνή δίπρακτο για την πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα. Αυτό που έχει αξία είναι να δει κανείς πώς προσέγγισε το κείμενο και κατάφερε να κερδίσει την πρόκληση και να του δώσει νέα πνοή.
Οι “γραμμές” που επέλεξε να τραβήξει είναι απλές, μινιμαλιστικές αλλά ουσιώδεις και “γεμάτες”: Επιλέγει δύο ζευγάρια ηθοποιών να υποδυθούν τους δύο βασικούς ήρωες και φροντίζει το ένα ζεύγος να είναι καθρέφτης του άλλου, όμοιο αλλά κι αντίστροφο. Αναμφίβολα στην πρώτη γραμμή βάζει την ερμηνεία και τον ρυθμό: Ρυθμό στην κίνηση, στην ατάκα, στη ροή, στη σχέση των Βλαντιμίρ (Ντιντί) και Εστραγκόν (Γκογκό), η οποία εμφανίζεται στο άδειο τετράγωνο της σκηνής πιο ισχυρή από ποτέ: Ο θεατής ανά στιγμές βλέπει είτε δύο απατεώνες είτε δύο φίλους ή και συντρόφους. Πάντα όμως παρακολουθεί δύο εξαρτημένους από αγάπη αλλά και απελπισία ανθρώπους να περιμένουν σπαρακτικά τη σωτηρία τους. Αντ’ αυτής συναντούν τον πληθωρικό Πόντσο και τον ασθενικό Λάκι (που μοιάζουν σαν υπήρξαν κάποτε στη θέση των Ντιντί-Γκογκό αλλά πλέον συμβιβάστηκαν ο ένας με τη σωτηρία του στην παρουσία του άλλου) και μια τιτάνια ζωόμορφη οντότητα που τους περιγελά στο τέλος κάθε πράξης αλλά επαληθεύει τουλάχιστον ότι ο Γκοντό ίσως πράγματι υπήρξε…
Η κίνηση είναι η πιο ξεκάθαρη σκηνοθετική οδηγία: Κάθε χειρονομία ή βήμα μπορεί να θυμίζει έντονα τσίρκο ή και παντομίμα αλλά είναι καλοκουρδισμένα, σαφή και απαραίτητα στην εξέλιξη των ηρώων και της πλοκής. Εκείνο που έχει ωστόσο τη μεγαλύτερη σημασία στη σκηνοθεσία της Μαυρίδου είναι το πάντρεμα όλων εκείνων των στοιχείων που αποτελούν μια παράσταση σε ένα ενιαίο σύνολο που με την πρώτη ματιά φαίνεται ανεπιτήδευτο, απλό, φυσικό.
Κουστούμια ιδιαίτερα αλλά και “αόρατα”, σκηνικό ασφυκτικό αλλά άδειο, μουσική ambient αλλά και μελωδική, φως που εξυπηρετεί τη δράση αλλά και την περιορίζει συνδράμουν στο να τονιστεί αυτή η αναμονή της αλλαγής.
Το News 24/7 βρήκε τους ανθρώπους αυτούς που έστησαν στο πλευρό της Έλενας Μαυρίδου μια χειροποίητη παράσταση και συζήτησε μαζί τους για την κρυφή “συνταγή” του Γκοντό τους και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν να φτιάξουν κάτι πραγματικά πρωτότυπο. Η σκηνογράφος – ενδυματολόγος Ιωάννα Πλέσσα, ο μουσικός Γιώργος Μαυρίδης και ο φωτιστής (μεταξύ άλλων ειδικοτήτων) Περικλής Μαθιέλλης είναι τρεις νέοι καλλιτέχνες που πασχίζουν στην Ελλάδα του σήμερα να φτιάχνουν αυθεντικές παραστάσεις που θα προκαλέσουν αυθεντικά συναισθήματα.
Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» ο καθένας έβαλε το δικό του στοιχείο σε ένα ενιαίο μωσαϊκό και κατάφερε η “ψηφίδα” του να είναι τόσο αξιοπρόσεκτη όσο και αναπόσπαστο μέρος μιας συλλογικής δουλειάς…
‘Ο καθένας μπορεί να φτιάξει τη δική του μόδα, ακόμα και με ευτελή υλικά’
Κυρία Πλέσσα, υπάρχει μια άποψη ότι στο θέατρο και το σινεμά ο ρόλος είναι το “κοστούμι” του, πολλοί ηθοποιοί βρίσκουν στοιχεία του χαρακτήρα που υποδύονται όταν φορούν τα ρούχα του.
«Σίγουρα το κοστούμι δίνει πάρα πολλά στον ρόλο. Μπορεί να “χτίσει” ο ηθοποιός καλύτερα τον ρόλο του μαζί με αυτό στις πρόβες, παρά όταν θα το φορέσει για πρώτη φορά λίγο πριν την πρεμιέρα.»
Πώς ξεκινάτε να δουλεύετε, ποιο είναι το έναυσμα για δείτε τι χρειάζεται η σκηνή και ο ηθοποιός για να “ντυθούν”;
«Η διαδικασία είναι πάντα διαφορετική και εξαρτάται από τις συνθήκες. Το ιδανικό για εμένα είναι να “χτίζονται” όλα μαζί από την αρχή σκηνικά και κοστούμια, αλλά αυτό δεν είναι εφικτό κάθε φορά. Είναι συνήθως μια συλλογική διαδικασία, με την έννοια ότι θα μου δώσει στοιχεία ο ηθοποιός, ο σκηνοθέτης και εγώ θα έχω μια πρόταση για το σύνολο. Επομένως στο τέλος καταλήγουμε σε αυτό που μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα.
Από πού αντλείτε έμπνευση;
«Μέσα από την καθημερινότητα, μέσα από την Τέχνη, από τα πάντα μπορώ να εμπνευστώ».
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε στον Γκοντό, δεδομένου του στοιχείου του παραλόγου αλλά και του μινιμαλισμού που χαρακτηρίζει την παράσταση;
«Νομίζω μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που προέκυψαν είναι ότι έπρεπε να δημιουργήσουμε τέσσερις χαρακτήρες – δύο δίδυμα – που θα πρέπει να έχουν μια σύνδεση μεταξύ τους, εξωτερική και εσωτερική. Να συνδέονται δηλαδή και τα δύο δίδυμα μεταξύ τους αλλά και οι τέσσερις χαρακτήρες μεταξύ τους. Το ένα δίδυμο δε έπρεπε να αποτελέσει “καθρέφτη” του άλλου. Πιστεύω πως πέτυχε.»
Τα κοστούμια του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν έχουν επιρροές από τσίρκο; Διακρίνεται και ένας διχασμός σε αυτά, είναι όλα μισά κομμάτια…
«Ναι αυτό έχει καθαρά συμβολική αξία, να δηλωθεί πιο καθαρά στον θεατή ότι ο ένας ήρωας μπορεί να έχει στοιχεία του άλλου, ότι αλληλοσυμπληρώνονται ή ακόμα και εναλλάσσουν τις ποιότητές τους. Ως προς τις επιρροές, δεν είναι αμιγώς εμπνευσμένο από τσίρκο. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω με την έννοια ότι στην εικόνα που βλέπει το κοινό υπάρχουν πολλά ετερόκλητα στοιχεία, από διάθεση τσίρκου μέχρι και μόδα. Μου αρέσει να βλέπω τις τάσεις της μόδας και να μπορώ σε μια παράσταση να τις “κοροϊδεύω”. Οι κλόουν -όπως εμφανίζονται ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν – μπορούν με ευτελή υλικά να νομίζουν ότι φτιάχνουν τη δική τους μόδα. Πιστεύω ο καθένας μας μπορεί με ευτελή υλικά να φτιάξει κάτι που δεν καταλαβαίνεις στο τέλος τις ρίζες του. Πολλοί οίκοι μόδας με πλούσια υλικά μπορούν να φτιάξουν κάτι που να μοιάζει με ένα κοστούμι που δημιούργησε ένας ενδυματολόγος σε μια παράσταση.»
Υπάρχει κάποιο κοστούμι ή αντικείμενο από την παράσταση που ξεχωρίζετε;
«Σίγουρα το κοστούμι αυτού του ζωόμορφου πλάσματος που εμφανίζεται στο τέλος κάθε πράξης έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Έπρεπε να φτιαχτεί ένα ρούχο που θα μπορούσε να ντύσει δύο ηθοποιούς και να κρύβει τον έναν που κρατά τον άλλο στους ώμους του. Ξεκίνησε με μια πρακτικότητα η δημιουργία του και μου αρέσει που έχει μεγάλη επίδραση στο κοινό. Εμένα η πρόθεσή μου δεν ήταν να αποτελέσει έναν άγγελο που έπεσε στη γη, όπως έχω ακούσει να λένε. Ήθελα να αποτυπώσω απλά ένα πλάσμα τιτάνιο και ανοιχτό στην ερμηνεία του κάθε θεατή.»
Ποιος είναι για εσάς ο Γκοντό. Πείτε μας κάτι, το οποίο περιμένατε για πολύ καιρό στη ζωή σας;
«Δεν έχει μορφή ο Γκοντό, είναι ιδέα, συναίσθημα ίσως. Ως προς τι έχω περιμένει πολύ στη ζωή μου η απάντηση είναι το λεωφορείο (γέλια). Αυτό θα πω: Ο Γκοντό είναι το λεωφορείο που περιμένει κάποιος σε μια στάση.»
Το “πρώτο βιολί” στο θέατρο είναι οι ηθοποιοί
Κύριε Μαυρίδη, τι προσφέρει η μουσική σε μια παράσταση;
«Άλλοτε οι μουσικές μπορεί να είναι θεματικές και να συνδέονται με κάποιον χαρακτήρα και άλλοτε να δημιουργούν μια ατμόσφαιρα, η οποία υπογραμμίζει την ιστορία και την εικόνα που βλέπει ο θεατής εκείνη τη στιγμή. Μπορεί άρα να επαναφέρει έναν χαρακτήρα με το θέμα του στη σκηνή αλλά νομίζω εστιάζει κυρίως στο να διεγείρει και να χρωματίσει τα συναισθήματα που γεννιούνται στο κοινό κατά τη διάρκεια μιας παράστασης.»
Πώς σας φαίνεται η απουσία μουσικής στο θέατρο;
«Έχοντας αυτό που λέμε “μουσικό αυτί” εξυπακούεται ότι προτιμώ να υπάρχει μουσική στο θέατρο ή και τον κινηματογράφο αλλά έχω δει εξαιρετικές παραστάσεις και ταινίες που δεν είχαν μουσική. Η υποκριτική και η ιστορία η ίδια δεν χρειάζονταν μουσική. Το “πρώτο βιολί” στο θέατρο είναι οι ηθοποιοί. Αυτοί θα παίξουν το σολιστικό όργανο, την κυρίως “μελωδία” της ιστορίας, του θεατρικού έργου.»
Στον Γκοντό;
«Σε αυτή την κατεύθυνση κινηθήκαμε και στον Γκοντό. Ο ρόλος μου δεν ήταν να τονίσω τη μουσική αλλά να υπογραμμίσω αυτό που κάνουν οι ηθοποιοί επί σκηνής και τι συμβαίνει στο έργο. Ενδεχομένως ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση να μη θυμάται πολλά πράγματα από τη μουσική. Και αυτό στην προκειμένη το θεωρώ επιτυχία για η μουσική υποσυνείδητα υπογραμμίζει το συναίσθημα.»
Ποια συναισθήματα θέλατε να ενισχύσετε σε αυτήν την παράσταση;
«Η κυρίαρχη κατάσταση που επικρατεί εξ αρχής στο έργο είναι αυτή της αναμονής, της προσμονής. Μέσα από αυτή οι ήρωες βιώνουν συναισθήματα όπως χαρά, ελπίδα και στην πορεία πιο δυσάρεστα. Αλλά η γενική αίσθηση είναι αυτή ενός ρολογιού που τρέχει και όλοι – ηθοποιοί και θεατές- μένουν να το παρατηρούν, να βιώνουν τον χρόνο που κυλάει από τα χέρια χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Αυτό προσπάθησα να αποδώσω και μέσα από τα μουσικά μοτίβα.»
Στην παράσταση κυριαρχούν εκτός από ambient μουσικές που γεμίζουν τον χώρο συναντούμε και έντονα μελωδικά κομμάτια. Πώς επιλέξατε πού θα μπει τι;
«Αυτό έχει να κάνει με την ποιότητα της σκηνής. Αν για παράδειγμα σε μια σκηνή δεν υπάρχει λόγος – κείμενο, μπορεί κανείς να παίξει παραπάνω με τη μουσική, με το φως, να γεμίσεις έναν άδειο λεκτικά χώρο. Επομένως κάποιες μουσικές με έντονη μελωδικότητα προέκυψαν από αυτήν την ανάγκη.
Στην έναρξη της παράστασης χρησιμοποίησα αρκετά τη μελώδια. Ενδιάμεσα οι μελωδίες γίνονται πιο ασαφείς και ατμοσφαιρικές, όπως επίσης υπάρχουν και λειτουργικά κομμάτια. Για παράδειγμα το κομμάτι του τετραγώνου ή το κομμάτι του χορού. Η μουσική πρέπει να είναι λειτουργική. Βλέποντας από τις πρώτες πρόβες κιόλας τις ανάγκες που προκύπτουν για το έργο, γράφεις μουσική είτε για να “γεμίσεις” τη σύνθεση είτε για να την “αδειάσεις”.
Από πού αντλήσατε έμπνευση;
«Στις πρώτες συζητήσεις που είχαμε με τη σκηνοθέτιδα, δεν “άκουγα” μουσική στην παράσταση, ακριβώς λόγω της κατάστασης της αναμονής. Στην πορεία όμως μου ήρθε στο μυαλό ο συνθέτης Στιβ Ράιχ και μια συγκεκριμένη τεχνική σύνθεσης που χρησιμοποιούσε. Σε αυτή έχεις έναν ήχο διάρκειας π.χ. τριών δευτερολέπτων και -ενώ αυτός “τρέχει”- από κάτω δημιουργείς μια λούπα λίγο μεγαλύτερη. Όσο τρέχουν παράλληλα αρχίζει να ολισθαίνει ο πρώτος ήχος και προκύπτουν διάφορα ρυθμικά ενδιαφέροντα στοιχεία, πολυρυθμίες… Το δοκίμασα και είδα ότι “δουλεύει” σε σχέση με το έργο, όπου και οι ήρωες μεταξύ πρώτης και δεύτερης πράξης είναι μεν οι ίδιοι αλλά και λίγο διαφορετικοί.
Το μοτίβο αυτό είναι αρκετά ισχυρό και στην πορεία θεωρήσαμε ότι πρέπει να κρατηθεί αυτούσιο στη μουσική του τετραγώνου -όπου δεν υπάρχει κείμενο αλλά κίνηση- και να υπάρχει διάσπαρτο σε κάποια σημεία μέσα σε υπόλοιπα κομμάτια. Εμφανίζεται και εξαφανίζεται.»
Έχετε εργαστεί και στον κινηματογράφο κι έχετε παίξει live σε σκηνές. Τι σας δυσκολεύει περισσότερο;
«Αυτό που θεωρώ μεγάλη πρόκληση είναι να γράψει κανείς μουσική για το θέατρο, η οποία θα έχει ενδιαφέρον, θα υποστηρίζει τους χαρακτήρες και την πλοκή αλλά δεν θα κλέβει την παράσταση. Πρέπει να είναι και παρούσα και απούσα. Ξεκινώ συνήθως με έναν άδειο καμβά και σχεδόν ποτέ δεν ξέρω τι θα γράψω, πώς θα εξελιχθεί.»
Ποιος είναι για εσάς ο Γκοντό.
«Νομίζω ανάλογα με το πού βρισκόμαστε στη ζωή μας, ο Γκοντό είναι κάτι διαφορετικό, άλλοτε περιμένουμε έναν σύντροφο, άλλοτε μια καλύτερη επαγγελματική πορεία… Ίσως τελικά είναι η προσμονή η δική μας ή ίσως είναι κάποιος που έθεσε όλο αυτό το σύστημα σε εκκίνηση και μετά απλά έφυγε.»
Πείτε μας κάτι, το οποίο περιμένατε για πολύ καιρό στη ζωή σας;
«Μάλλον για επαγγελματικά ζητήματα έχει χρειαστεί να περιμένω πολύ. Αλλά σίγουρα κάτι που θα περιμένω πάντα είναι να εμφανίζονται ευχάριστοι άνθρωποι στη ζωή μου.»
“Όλοι οι νοήμονες άνθρωποι θα περιμένουν κάτι να συμβεί”
Κύριε Μαθιέλλη, όλες οι δράσεις διαδραματίζονται μέσα σε ένα τετράγωνο. Αυτό βοηθά ή περιορίζει τις επιλογές στον φωτισμό;
«Η σκηνοθέτις ήθελε βάσει δραματουργίες όλες οι δράσεις του έργου να λάβουν χώρα μέσα σε ένα τετράγωνο και πιστεύω ότι σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό το έχουμε καταφέρει. Έχει πολύ ενδιαφέρον ο περιορισμός αυτός. Τεχνικά δεν είναι ούτε δύσκολο ούτε εύκολο, απλά θέλει πολλά φώτα για να γίνει σωστά.»
Σημασιολογικά ποια είναι η λειτουργία των φωτών; Εκτός από την εναλλαγή σκηνών στην οποία συμβάλλει ο φωτισμός, κάποια στιγμή ένας προβολέας υποκαθιστά το μόνο σκηνικό που περιγράφει ο Μπέκετ, το δέντρο.
«Δεν βασίζεται τόσο στα φώτα το έργο, με εξαίρεση μερικές στιγμές που ορίζουν μια μετάβαση. Τα κεντρικά στοιχεία είναι οι ερμηνείες, και ο σκηνοθετικός ρυθμός που έχει δώσει η Έλενα Μαυρίδου. Τα φώτα έρχονται να αναδείξουν και να υπηρετήσουν τα στοιχεία αυτά της παράστασης. Συμπληρώνουν ένα ήδη ενιαίο σύνολο.
Ως προς το δέντρο, από τις αρχές των προβών συζητούσαμε τι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Βρήκα ένα δυνατό, ρομποτικό φως, το οποίο διαφέρει σαν πηγή από όλα τα υπόλοιπα φώτα που χρησιμοποιούμε. Το “δέντρο” έχει μια βαρύτητα σαν φως και επιτρέπει σαν “καπέλο” να γίνουν πολλά πράγματα από κάτω του.»
Πώς αντιμετωπίσατε τη λειτουργία του χρόνου στο έργο. Ο Μπέκετ περιγράφει ένα σούρουπο. Στην παράσταση είδαμε ένα συνεχές παιχνίδι φωτός.
«Υπάρχει γενικότερα το στοιχείο του παιχνιδιού στην παράσταση. Κάποια στιγμή σπάει ο τέταρτος τοίχος και οι ηθοποιοί βγαίνουν από τους ρόλους τους και κάθονται στις θέσεις των θεατών. Η δε νύχτα πέφτει με τον ερχομό του βοηθού του Γκοντό, τον οποίο ερμηνεύει η Νατάσα Εξηνταβελόνη.
Ως προς τα φώτα το παιχνίδι παρατηρείται ως προς τις εντάσεις και τον χρωματισμό του δέντρου, το οποίο στην πορεία του έργου γερνάει. Επομένως το φως έχει άμεση σχέση με τον χρόνο.»
Το “δέντρο” και ο χρόνος τελικά παγιδεύουν τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν;
Νομίζω πως ναι. Υπάρχουν στιγμές που είναι τόσο μάταιο αυτό που συμβαίνει, με αποτέλεσμα αυτοί οι δύο άνθρωποι να είναι διπλά εγκλωβισμένοι: Στην αρχή του έργου περιορίζονται σε ένα “τετράγωνο” ενώ στο τέλος βρίσκονται και σε έναν στενό κύκλο. Ο απόλυτος κύκλος που σχηματίζει το φως στο έδαφος τους παγιδεύει απόλυτα. Συνεχώς συρρικνώνονται μέσα στο φως του “δέντρου”.
Ποιοι θα μπορούσαν να είναι ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν σήμερα;
«Νομίζω είναι όλοι οι νοήμονες άνθρωποι, οι οποίοι περιμένουν κάτι να συμβεί, κάτι να αλλάξει. Εν δυνάμει νομίζω όλοι περιμένουμε κάτι να γίνει και ο καθένας μας προσπαθεί με τον τρόπο του για αυτήν την αλλαγή, η οποία είτε δεν έρχεται ποτέ είτε έρχεται με πολύ αργούς ρυθμούς. Αυτό είναι και η ιστορία, μια αναμονή αλλαγής, μια μικρή αλλαγή ή μια επανάληψη γεγονότος. Και σήμερα, εν μέσω της αναμονής μας για αλλαγή, βλέπουμε ακόμη φασίστες να ανεβαίνουν στην εξουσία. Ποτέ δεν βλέπουμε να έρχεται η πραγματική αλλαγή, η πραγματική ευτυχία και η πραγματική πρόοδος.»
Κάτι για το οποίο έχει χρειαστεί να περιμένετε πολύ;
«Είτε ως τεχνικός, είτε ως διευθυντής φωτογραφίας είτε ως μοντέρ έχω περάσει άπειρες ώρες να περιμένω το πρόγραμμα να ρεντάρει κάτι και να μη γίνεται (γέλια)»
Συντελεστές
Σκηνοθεσία – Δραματουργία – Ιδέα σκηνικού χώρου: Έλενα Μαυρίδου
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Κοστούμια – Μάσκες – Επιμέλεια σκηνικού: Ιωάννα Πλέσσα
Μουσική σύνθεση – Σχεδιασμός ήχου: Γιώργος Μαυρίδης
Σχεδιασμός φωτισμών: Περικλής Μαθιέλλης
Training workshop: Δήμητρα Κούζα
Βοηθοί σκηνοθέτιδος: Γιάννα Αλ Νακά, Φωτεινή Μποστανίτη
Επιμέλεια κειμένων – Συνεργάτιδες δραματουργίας: Νατάσα Εξηνταβελώνη Μαρία Μοσχούρη
Μεταφράσεις υλικού: Αγγελική Πασπαλιάρη
Παίζουν: Νατάσα Εξηνταβελώνη, Ανδρέας Κανελλόπουλος, Γιάννης Καράμπαμπας, Γιώργος Κατσής, Κίμων Κουρής, Γιάννης Λεάκος
Πληροφορίες
Θέατρο Χώρος (Πραβίου 6, Βοτανικός)
Τηλ.: 210 342 6736
Παραστάσεις (έως τις 5 Φεβρουαρίου): Δευτέρα-Τρίτη στις 21.00
Εισιτήρια: 12€, 8€ μειωμένο