Το ζεστό φως του Δημήτρη Μητροπάνου
Εννιά χρόνια μετά τον θάνατο του «μικρού βλάχου» από τα Τρίκαλα, συζητάμε με τον στιχουργό Φίλιππο Γράψα και τον μουσικοσυνθέτη Γιώργο Μουκίδη για τη σπουδαία προσωπικότητα μιας αξέχαστης φωνής
- 17 Απριλίου 2021 07:33
Στις 17 Απριλίου του 2012, γύρω στις έντεκα το πρωί, μια τρύπα σχηματίστηκε στον ουρανό πάνω από το Μαρούσι για να υποδεχθούν στον άλλον κόσμο τον Δημήτρη Μητροπάνο. Μα πόσο τυχεροί! Στα 64 του χρόνια, μόλις δεκαπέντε μέρες μετά τα γενέθλιά του, ο τραγουδιστής πεθαίνει από πνευμονικό οίδημα στο νοσοκομείο «Υγεία». Αυτομάτως, πραγματώνει ένα από τα τραγούδια του καθώς μεταμορφώνεται σε «ήχο που ζει στη σιωπή». Δεν είναι εδώ, αλλά το φως του έρχεται από κείνη τη μόνιμη τρύπα για να γιατρεύει τις πληγές και να μας συντροφεύει στις μοναχικές στιγμές, τότε που χάνεται το μυαλό και ψάχνει απάγκιο σε μια ζεστή αγκαλιά.
Και αυτή η ζεστασιά της φωνής, του ανθρώπου που σφράγιζε ανεξίτηλα τα τραγούδια με την ερμηνεία του, ήταν το σήμα κατατεθέν του. Ακόμη και στις δεύτερες εκτελέσεις έκανε το κομμάτι κτήμα του, χωρίς να αλλάζει τη μελωδία, χωρίς να αλλοιώνει το πρωτότυπο. Ουσιαστικά, το βάφτιζε εξ αρχής. «Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν ο δικός του τρόπος να ζεσταίνει τα τραγούδια, όπως κάποιος φτιάχνει κάτι με πηλό», περιγράφει ο στιχουργός και συνθέτης Γιώργος Μουκίδης, και προσθέτει πως «με το που έπαιρνε ένα κομμάτι είχε μια μαγική ικανότητα να μαλακώνει τη μοριακή του μάζα και να το πλάθει σε αυτό που έχει μέσα του εκείνη τη στιγμή».
Με εξαιρετικά πλατύ ρεπορτόριο, το οποίο περιλαμβάνει από αντρίκια ζεϊμπέκικα – σαν ζωντανή Polaroid μοιάζει η ανάμνηση που έχω από το 2009, να χορεύει με το πουκάμισο σαν άλλος Διγενής το «Σ’αναζητώ» στη λουλουδιασμένη πίστα της Ιεράς Οδού – μέχρι μπαλάντες και μελοποιημένα ποιήματα, ο Μητροπάνος στη σαραντάχρονη και βάλε δισκογραφική του πορεία κατόρθωσε να εκφράσει με συνέπεια πολύ διαφορετικές γενιές. Γνήσιος ως το μεδούλι, χωρίς ίχνος έπαρσης, διαχειριζόταν σωστά το κύρος του με την απλότητα του ανθρώπου που του άρεσε να περνάει το Πάσχα με την οικογένειά του στο Περτούλι. Μέχρι και την τελευταία του συνέντευξη επέμενε ότι δουλειά του είναι να τραγουδάει και όχι να σχολιάζει την επικαιρότητα. Ο ίδιος, αυτή τη στάση ζωής την απέδιδε στον Γιώργο Ζαμπέτα, τον δάσκαλο που θήτευεσε δίπλα του στα πρώτα του βήματα.
Ο μύθος του «Σ’ αναζητώ»
Το 1992 έμελε να είναι η χρονιά που θα χαρίσει στον Μητροπάνο το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι του και στη Θεσσαλονίκη τον ερωτικό της ύμνο. Το «Σ’αναζητώ», το οποίο κυκλοφόρησε με τον δίσκο «Η εθνική μας μοναξιά» σε μουσική του Μάριου Τόκα, έγινε αμέσως σύνθημα στα χείλη του κόσμου, παρότι αρχικώς είχε αντιμετωπιστεί ως ένα αντιεμπορικό ποιήμα λόγω ασυνήθιστου λεξιλογίου. Ο στιχουργός, Φίλιππος Γράψας, κατόπιν προτροπής ενός φίλου του, είχε γράψει το κομμάτι εντός μισής ώρας για τους μουσικούς αγώνες της Κέρκυρας που διοργάνωνε ο Μάνος Χατζηδάκις το 1982. Οι στίχοι, έπειτα από διάφορες περιπλανήσεις, έμειναν για δέκα χρόνια στο συρτάρι ώσπου ο τραγουδιστής, Διονύσης Θεοδόσης, απαίτησε από τον φίλο του Γράψα να πάει το κομμάτι στον Μάριο Τόκα.
Ο Κύπριος συνθέτης συγκινείται από τον στίχο «βρες το μαχαίρι που στα δυο μας χωρίζει» γιατί του θυμίζει την εισβολή στην πατρίδα του και αποφασίζει να το ντύσει με μουσική. Από κει και πέρα τη δουλειά αναλαμβάνουν ο μουσικός παραγωγός Ηλίας Μπενέτος μαζί με τον Μάκη Μάτσα, ιδιοκτήτη της δισκογραφικής εταιρείας MINOΣ. «Όχι, δεν το φανταζόμουν ότι ο Μητροπάνος θα τραγουδούσε τους στίχους μου» λέει ο Φίλιππος Γράψας, ο οποίος γνώρισε τον Μητροπάνο το 1991 σε ένα νυχτερινό κέντρο κοντά στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. «Είχε έρθει στην πόλη για κάποιες εμφανίσεις. Μου τηλεφώνησε και με κάλεσε να τα πούμε στο μαγαζί. Συντροφιά με κρασί, περάσαμε πολύ όμορφα, από τη χαρά μου σαν ψέμα φαινόταν αυτό που συνέβαινε», θυμάται.
Ο Γράψας τον είχε επισκεφτεί σε αρκετές συναυλίες με τον Τόκα. Σε μία εξ αυτών στο Βεάκειο το 1992, μία μητέρα του έδωσε ένα γαρίφαλο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο αφιερωμένο από τον παράλυτο γιό της και ο Μητροπάνος που τον είδε δακρυσμένο του είπε «να είσαι βέβαιος ότι αυτό δεν θα το ξεχάσεις ποτέ». Μία άλλη στιγμή, ο Γράψας είχε διαβάσει μια σκληρή κριτική για κάποιο από τα κομμάτια του. «Αυτά πρέπει να τα συνηθίσεις. Αν δεν ξέρεις να παλεύεις κάτσε στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα τρώνε ανθρώπους» τον συμβούλευσε στοργικά ο τραγουδιστής, ο οποίος έδινε σιωπηρά όλες τις μεγάλες μάχες της ζωής του, όπως εκείνη με τη μεταμόσχευση νεφρού στο Παρίσι το 2008. Σύμφωνα με τον Θεσσαλονικιό στιχουργό, ο οποίος συνεργάστηκε με τον τρικαλινό ερμηνευτή και στους δίσκους «Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό» (1993) και «Παρέα μ’έναν ήλιο» (1994), αγαπημένο τραγούδι του Μητροπάνου ήταν το «Μια στάση εδώ». Λογικό. Ποιος άλλος θα ήθελε να χορέψει ζεϊμπέκικο στη μέση της ασφάλτου;
Στο τέλος της συνομίλιας μας με τον Γράψα, όταν προσπάθησα να «βγάλω» κάτι που δεν έχει ειπωθεί ξανά, κάτι που έχει κρυμμένο βαθιά στην ψυχή του και δεν έχει αποκαλύψει, ο στιχουργός προς στιγμήν σκάλωσε. «Ξέρεις», μου ψιθυρίζει με δισταγμό, «κάποιοι προσπάθησαν να λερώσουν τη φιλία μου με τον Μητροπάνο, τον πότισαν με λόγια που δεν είπα ποτέ. Τα τελευταία χρόνια, λόγω αυτού του γεγονότος, δεν επικοινωνούσαμε καθόλου, παράπονο το έχω». Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο, όμως η ζωή αλέθει τα πάντα με πίστη θρησκευτική.
Στου κόσμου το μπαλκόνι
Γενικότερα, η δεκαετία του ’90 ήταν μια πολύ δημιουργική περίοδος για τον Μητροπάνο, η οποία εκτός από τη συμμετοχή σε 31 (!) δίσκους, προσωπικούς ή συλλογικούς, γεννάει μια σειρά από νέες, ενδιαφέρουσες συνεργασίες. Για την ακρίβεια, η φωνή του μπαρκάρει για εξερευνήσεις σε άγνωστα μουσικά νερά. Ο Γιώργος Μουκίδης, ο άνθρωπος που θα τον ξεναγήσει στις ερωτικές μπαλάντες, γνώρισε τον «Μήτσο» σε μια συναυλία κοντά στη Χαλκίδα. Η συνεργασία τους εγκαινιάστηκε το 1998 με το «Η αγάπη σου τη νύχτα», ένα από τα τέσσερα κομμάτια που συμπεριλαμβάνονταν στον δίσκο «Του έρωτα και της φυγής». «Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν σε ένα ακρωτήρι, δεξιά και αριστερά περνούσε ένα πλοίο. Τότε, άκουσα τον Μητροπάνο να τραγουδάει το «Απόψε θα’θελα». Σηκώθηκα αλαφιασμένος για να γράψω το κομμάτι», αφηγείται ο ίδιος.
Πάντως, ένα περιστατικό που δεν θα ξεχάσει ποτέ, είναι τα λόγια του Μητροπάνου στη δεύτερη συνεργασία τους και στην απονομή του πλατινένιου δίσκου «Θα είμαι εδώ», ο οποίος κυκλοφόρησε το 2003. Στο άλμπουμ, εκτός από το «Για σένα λιώνω», που θαρρείς ότι ο Μητροπάνος το απευθύνει στη γυναίκα του, Βένα (…κι αν δεν με παίρνεις αγκαλιά εγώ θυμώνω, για σένα μένω στη ζωή, για σένα μόνο), υπάρχει και το «Κανείς». Στο ντέμο λοιπόν του τραγουδιού, ο στιχουργός όντας συναισθηματικά φορτισμένος, ακούγεται να κλαίει στο δεύτερο κουπλέ. «Νομίζω ωραία τραγούδησα τα κομμάτια σου. Όλα καλά, όσες φορές όμως προσπάθησα να ξεπεράσω την ερμηνεία σου στο δεύτερο κουπλέ δεν τα κατάφερα», του εξομολογήθηκε ο Μητροπάνος.
Πράγματι, η φωνή του Μητροπάνου ήταν τόσο προικισμένη που δικαίως ήθελε να πετυχαίνει τις τέλειες ερμηνείες. Και αυτή η προίκα ευλογήθηκε από την πρώτη ύλη της ψυχής του που μπόρεσε να αντισταθεί στην ξελογιάστρα λαοφιλία και να προτείνει την αξιοπρέπεια ως παράδειγμα ζωής. «Ο Δημήτρης έφυγε νωρίς, νομίζω δεν θα έφτανε ποτέ στο σημείο να τραγουδά αν δεν μπορούσε. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και η σιωπή του θα ήταν εκκωφαντική. Δεν θα μου προξενούσε καμία εντύπωση αν θα έκανε live χωρίς να πει ούτε νότα. Τον φαντάζομαι σε ένα πατάρι, να κρατάει σιωπηλός το μικρόφωνο και τον κόσμο να τον παρακολουθεί καθηλωμένος», μου λέει ο Μουκίδης, λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο. Τι ωραία που θα ήταν! Γιώργο, όχι σε πατάρι, στου κόσμου το μπαλκόνι. Και εμείς να τραγουδάμε «Να σου φωνάξω όσο ζω, ποτέ δεν θα είσαι μόνη».
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις