Η δίκη του Γκάντι: Γιατί δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του
Διαβάζεται σε 7'Ο Nick Rennison σε ένα απροσδόκητα επίκαιρο βιβλίο εξιστορεί γιατί το έτος 1922 σημάδεψε την παγκόσμια ιστορία. Η σημαδιακή δίκη του Γκάντι και ο ηγετικός ρόλος της Βρετανίας στην Ινδία.
- 05 Μαρτίου 2022 07:22
Το βιβλίο του Nick Rennison, “1922 – Η χρονιά που άλλαξε τον κόσμο”, ζωντανεύει ξανά το έτος – ορόσημο του ’22 εστιάζοντας στην ιδιαίτερη σημασία του. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε έπειτα από έξι αιώνες. H Βρετανική Αυτοκρατορία άρχισε να κλυδωνίζεται. Η Σοβιετική Ένωση ιδρύθηκε την ώρα που η Ιταλία του Μουσολίνι γινόταν το πρώτο φασιστικό κράτος. Η Ελλάδα βυθίστηκε στο πένθος με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο τάφος του Τουταγχαμών ήρθε στο φως, η χρήση της ινσουλίνης προκάλεσε επανάσταση.
Στις 320 σελίδες της έκδοσης, θα περιδιαβείτε μήνα – μήνα στα πιο σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή τους, αλλά και τις εξελίξεις που καθόρισαν τη παγκόσμια πραγματικότητα μέσα στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Το NEWS 24/7 εξασφάλισε αποσπάσματα του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα και σας τα παρουσιάζει κάθε μήνα.
Το νέο απόσπασμα, αφορά τη δίκη του Γκάντι και τον ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας στην Ινδία.
Μάρτιος
“Η Βρετανία μπορεί να ήταν πρόθυμη να περιορίσει λίγο τον έλεγχό της στην Αίγυπτο (βλ. Φεβρουάριο), αλλά μια σύλληψη και μια δίκη τον Μάρτιο έδειξαν ότι η αποφασιστικότητά της να αντισταθεί στις εκκλήσεις για ανεξαρτησία της Ινδίας δεν είχε χαλαρώσει. Το πιο επίμονο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Βρετανοί στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ήταν ο Μαχάτμα Γκάντι. Ο Γκάντι, γεννημένος στο Γκουτζαράτ, είχε σπουδάσει νομικά στο Λονδίνο και είχε περάσει πολλά χρόνια στη Νότια Αφρική, όπου είχε κάνει εκστρατεία για τα πολιτικά δικαιώματα των Ινδών συμπολιτών του, οι οποίοι υφίσταντο φυλετικές διακρίσεις. Όταν επέστρεψε στην Ινδία το 1915, σε ηλικία 45 ετών, ρίχτηκε στον αγώνα για την ανεξαρτησία, εντασσόμενος στο κόμμα του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου και υποστηρίζοντας την ειρηνική αντίσταση στη βρετανική κυριαρχία. Το 1920, ο Γκάντι ξεκίνησε το Κίνημα Μη Συνεργασίας, ως απάντηση στην ολοένα και πιο καταπιεστική νομοθεσία και στη διαβόητη Σφαγή του Αμριτσάρ, την προηγούμενη χρονιά, κατά την οποία στρατεύματα του βρετανικού στρατού της Ινδίας υπό τη διοίκηση του ταξίαρχου Ρέτζιναλντ Ντάιερ είχαν ανοίξει πυρ εναντίον άοπλου πλήθους στην πόλη Αμριτσάρ στη βορειοδυτική Ινδία, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν περισσότεροι από 350 άνθρωποι. Το Κίνημα Μη Συνεργασίας, εφαρμόζοντας τις αρχές της σατιαγκράχα, της μορφής πολιτικής ανυπακοής που διαμορφώθηκε από τον Γκάντι, δυνάμωνε συνεχώς σε ολόκληρη την Ινδία. Οι βρετανικές αρχές έβλεπαν όλο και περισσότερο τον Γκάντι ως απειλή για τη σταθερότητα της εξουσίας τους.
Αυτό εδώ είναι σαν οικογενειακή συγκέντρωση και όχι δικαστήριο
Στις 10 Μαρτίου 1922 συνελήφθη και δικάστηκε για εξέγερση. Το αδίκημά του ήταν η συγγραφή τριών άρθρων για το περιοδικό του που λεγόταν Young India (Νεαρή Ινδία) και η κατηγορία ήταν ότι «προσπαθούσε να υποκινήσει δυσαρέσκεια εναντίον της κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας που έχει εγκαθιδρυθεί βάσει νόμου στη Βρετανική Ινδία». Εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου φορώντας περίζωμα, το ύφασμα το οποίο κάλυπτε μόνο τη λεκάνη του, που είχε γίνει η καθημερινή ενδυμασία του και που είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένο με την εικόνα την οποία έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι γι’ αυτόν. Η Σαροτζίνι Ναϊντού, ποιήτρια, πολιτική ακτιβίστρια και υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών, η οποία βρισκόταν εκείνη την ημέρα στην αίθουσα του δικαστηρίου, παρατήρησε ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι σηκώθηκαν όρθιοι «σε μια πράξη αυθόρμητου σεβασμού», όταν ο Γκάντι μπήκε στην αίθουσα. Σύμφωνα με τη Ναϊντού, ο Γκάντι κοίταξε τριγύρω στην αίθουσα και σχολίασε: «Αυτό εδώ είναι σαν οικογενειακή συγκέντρωση και όχι δικαστήριο». Ο Γκάντι δεν έκανε καμία προσπάθεια να υποστηρίξει την αθωότητά του αναφορικά με τις κατηγορίες. «Δεν έχω απολύτως καμία επιθυμία», ανακοίνωσε, «να αποκρύψω από αυτό το δικαστήριο το γεγονός ότι το να κηρύσσω τη δυσαρέσκεια για το υπάρχον σύστημα διακυβέρνησης μου έχει γίνει σχεδόν πάθος». Δήλωσε ένοχος, αλλά, σε μια συγκινητική δήλωση, εξήγησε τους λόγους για τις πράξεις και τα γραπτά του. «Δεν έχω καμιά προσωπική κακία εναντίον οποιουδήποτε μεμονωμένου κυβερνώντος», είπε, «πολύ περισσότερο δεν μπορώ να έχω καμιά δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του βασιλιά. Θεωρώ, όμως, αρετή τη δυσαρέσκεια απέναντι σε μια κυβέρνηση η οποία στο σύνολό της έχει κάνει περισσότερο κακό στην Ινδία από οποιοδήποτε προηγούμενο σύστημα».
Ο δικαστής, ονόματι Ρόμπερτ Στόουνχαουζ Μπρούμφιλντ, αποκρίθηκε λέγοντας ότι ο Γκάντι «ανήκει σε διαφορετική κατηγορία από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο έχω δικάσει ποτέ» και έπλεξε το εγκώμιο του άνδρα που επρόκειτο να καταδικάσει. «Θα ήταν αδύνατον», δήλωσε, «να αγνοήσουμε το γεγονός ότι, στα μάτια εκατομμυρίων συμπατριωτών σας, είστε ένας μεγάλος πατριώτης και ένας μεγάλος ηγέτης. Ακόμα και εκείνοι που έχουν μαζί σας πολιτικές διαφωνίες σας βλέπουν ως έναν άνθρωπο με υψηλά ιδανικά και με ευγενή, ακόμα και άγια, ζωή». Ο Μπρούμφιλντ, παρά τον θαυμασμό του για τον Γκάντι, τον καταδίκασε σε φυλάκιση έξι ετών, αν και πρόσθεσε ότι, αν μια ανώτερη αρχή αποφάσιζε αργότερα να μειώσει την ποινή, «κανείς δεν θα ήταν πιο ευχαριστημένος από εμένα». Ο Γκάντι, χαμογελαστός, καθώς ο περιορισμένος αριθμός φίλων και οπαδών που είχε επιτραπεί να εισέλθει στο κτίριο τον περικύκλωσε, με άλλους να αγγίζουν τα χέρια του και άλλους να πέφτουν στα πόδια του, οδηγήθηκε έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου για να αρχίσει την έκτιση της ποινής του στη φυλακή Σαμπαρματί στο Αχμενταμπάντ. Αργότερα μέσα στον μήνα μεταφέρθηκε στην Κεντρική Φυλακή του Γεργουάντα στο Πούνε, στη δυτική Ινδία, αλλά αποφυλακίστηκε τον Φεβρουάριο του 1924, έχοντας εκτίσει λιγότερο από δύο χρόνια ποινής, λόγω της εξασθενημένης υγείας του”.
Η περιγραφή της έκδοσης:
Το 1922 ήταν μια χρονιά μεγάλης αναταραχής.
Τα γεγονότα που συνέβησαν τότε καθόρισαν όλον τον υπόλοιπο εικοστό αιώνα και σε πολλές περιπτώσεις συνεχίζουν να μας επηρεάζουν ακόμα και σήμερα, εκατό ολόκληρα χρόνια μετά.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε έπειτα από έξι αιώνες. H Βρετανική Αυτοκρατορία άρχισε να κλυδωνίζεται, από την Ιρλανδία μέχρι την Ινδία.
Νέα κράτη και νέες πολιτικές εμφανίστηκαν. Ιδρύθηκε η Σοβιετική Ένωση, ενώ η Ιταλία του Μουσολίνι έγινε το πρώτο φασιστικό κράτος.
Και η Ελλάδα βυθίστηκε στο πένθος με τη Μικρασιατική Καταστροφή…
Ο τάφος του Τουταγχαμών ήρθε στο φως, η χρήση της ινσουλίνης προκάλεσε επανάσταση στην ιατρική. Και στο Μόναχο ένας νεαρός δημαγωγός ονόματι Αδόλφος Χίτλερ μπήκε για λίγο στη φυλακή…
Το βιβλίο του Nick Rennison ζωντανεύει ξανά αυτή τη σημαδιακή χρονιά, μια χρονιά που άλλαξε τον κόσμο.
Μας δίνει μια ιδέα για το πώς ήταν οι ζωές των ανθρώπων τότε –τι τραγουδούσαν, ποιες διασημότητες θαύμαζαν, τι φοβούνταν, τι ονειρεύονταν– και παράλληλα ξεδιπλώνει μπροστά μας τα γεγονότα που κλόνισαν την καθημερινότητά τους και έθεσαν τις βάσεις για την κοσμογονία που θα ακολουθούσε στον πολυτάραχο εικοστό αιώνα.
Το 1922 δεν είναι μια ξεθωριασμένη φωτογραφία εποχής.
Είναι η δική μας ζωή – λίγο πριν γίνει δική μας.
Σύμφωνα με τη διάσημη ρήση του Βρετανού συγγραφέα Leslie Poles Hartley, “το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα. Εκεί κάνουν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο”.
Έναν αιώνα μετά, τα γεγονότα του 1922 εξακολουθούν να ασκούν πολλές και ποικίλες επιδράσεις.
Ο Nick Rennison παρουσιάζει με τρόπο διαφωτιστικό και διασκεδαστικό συνάμα στιγμιότυπα ενός παρελθόντος που είναι απίστευτο πόσες ομοιότητες έχει με το σήμερα.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις