Η Καμπάνα: Ένα ξεχασμένο αριστούργημα που δεν ξέραμε πόσο είχαμε ανάγκη
Διαβάζεται σε 10'Η “παρηγορητική αισιοδοξία” της Καμπάνας, μας είναι πιο χρήσιμη από ποτέ. Στα άδυτα του βιβλίου της Iris Murdoch που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
- 03 Νοεμβρίου 2023 12:05
Όταν ήταν νεαρή ακόμη, η Iris Murdoch αγάπησε δύο άντρες, για να τους χάσει και τους δύο μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ένας ήταν ο Frank Thompson, ένας 24χρονος ποιητής που σκοτώθηκε στα Βαλκάνια, και ο δεύτερος, ένας Εβραίος πρόσφυγας, ο Franz Steiner, που πέθανε από τη στεναχώρια του μετά την εξόντωση των γονιών του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Και οι δύο έρωτές της έμειναν σχεδόν στην αφάνεια μέχρι τον θάνατό της το 1999. Και οι δύο αυτοί έρωτες έλαβαν χώρα πολλά χρόνια πριν ξεκινήσει η 43χρονη σχέση της με τον κριτικό λογοτεχνείας, John Bayley, όταν η Murdoch ήταν 37 ετών.
Ωστόσο, αυτές οι δύο πρώτες αγάπες της ζωής της, διαμόρφωσαν εν πολλοίς το λογοτεχνικό της έργο, τον τρόπο γραφής της, τη ρομαντική ένταση και τα ηθικά ερωτήματα που έθετε στα μυθιστορήματά της, πράγματα που διερευνήθηκαν διεξοδικά και από τον ίδιο τον σύζυγό της.
Σε μια από τις ελάχιστες φορές που είχε μιλήσει για το τραύμα της συζύγου του, ο Bayley έλεγε πως οι έρωτες αυτοί αποτέλεσαν οξεία επιρροή για τις περίπλοκες, μπαρόκ πλευρές των ιστοριών της. “Η φαντασία της εξελίχθηκε όταν βρήκε την ηρεμία μετά από μια ταραγμένη περίοδο κατά την οποία έζησε δραματικά τους έρωτές της. Ήταν λογική και δυνατή, κατάφερε τελικά να μπορέσει να επιβιώσει πνευματικά” έλεγε ο σύζυγός της. Η ίδια η Iris είχε δηλώσει για τον Thompson πως ήταν ο άντρας με τον οποίο ήλπιζε να παντρευτεί, ενώ για τον Steiner θυμόταν πως ήταν μαζί του το βράδυ πριν φύγει από τη ζωή. “Παρά τη μελαγχολία του, ήταν πάντα ένας χαρούμενος άνθρωπος, πολύ τρυφερός, γεμάτος αισθήματα”, έλεγε για εκείνον, περιγράφοντας στοιχεία που βγήκαν μετέπειτα και στη δική της γραφή.
Η Iris είχε “στρατολογήσει” τον Thompson στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η ίδια διηγείτο για εκείνον. “Ήταν ένας ευγενικός νέος, θα γινόταν σπουδαίος στην Οξφόρδη. Δεν τον ενδιέφερε η εξουσία, καταδίκαζε τη βία, δεν σκεφτόταν να γίνει ήρωας πολέμου”. Ωστόσο, το 1939 αποφάσισε να ενταχθεί εθελοντικά στον αντιφασιστικό αγώνα. “Πρέπει να συντρίψουμε τους ναζί. Αν δεν το κάνουμε σήμερα, πώς θα μπορούμε να χαμογελάμε αύριο;”, της έγραφε εκείνος σε μια επιστολή του. Άνθρωποι που γνώριζαν τη Murdoch έλεγαν πως η στροφή της στον Υπαρξισμό και τη μελέτη της φιλοσοφίας σχετίζονται με το πόσο κοντά βρέθηκε στις έννοιες της απώλειας και του θανάτου, από πολύ μικρή ηλικία.
Τα στοιχεία αυτά διαπνέουν και την “Καμπάνα” που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα, το τέταρτο κατά σειρά μυθιστόρημα της Iris Murdoch. Ένα βιβλίο που έχει χαρακτηριστεί από τον Guardian ως μια “τρυφερή, καθόλου διδακτική, κοινωνική κωμωδία”, μια “παρηγορητική αισιοδοξία”, που θυμίζει τη γραφή του P. G. Wodehouse.
Η κεντρική υπόθεση του έργου αναπτύσσεται γύρω από το γεγονός πως μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων προσπαθεί να ζήσει μαζί σε μια κλειστή κοινότητα, όντας “καταδικασμένη” να αποτύχει. Στο βιβλίο ο αναγνώστης θα βρει φιλοσοφικές ανησυχίες, ερωτήματα γύρω από παγιωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, άβολες ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις, βρετανικό φλέγμα, κοινωνικά σχόλια γύρω από την ενηλικίωση και την ομοφυλοφιλία. Σε αυτή τη σκοτεινή κωμωδία, πραγματικά κανένας δεν είναι Άγιος. Όπως και στην πραγματική ζωή δηλαδή.
Η απόφαση της Διόπτρα να κυκλοφορήσει το εν λόγω έργο σε αυτή τη χρονική στιγμή της παγκόσμιας ανασφάλειας, των διαρκών πολεμικών συγκρούσεων, και την ώρα που ο πλανήτης προσπαθεί να ορθοποδήσει από την πανδημία, είναι εξαιρετική. Διότι η Καμπάνα θέτει σε πρώτο πλαίσιο το ουσιώδες ζήτημα της κοινής συνύπαρξης ετερόκλητων προσωπικοτήτων, μέσα από τη γνωριμία, την άρση των στερεοτύπων, τις υποχωρήσεις, την παραγωγική αμφισβήτηση, αλλά κυρίως, μέσα από την ενδοσκόπηση και την ειλικρινή αποδοχή.
Διλήμματα και αλήθειες
Στο βιβλίο οι ήρωες διαβιούν σε μια κοινότητα που ιδρύθηκε και συντηρείται από μια ηγουμένη παρακείμενου μοναστηριού και το αρχοντικό στο οποίο μένουν είναι μια μεταβατική ζώνη μεταξύ του μοναστηριού και του πραγματικού κόσμου, λειτουργώντας αλληγορικά σαν ένα είδος καθαρτηρίου. Θυμίζει μια ουδέτερη ζώνη προβληματισμών, ηθικών ερωτημάτων, σχέσεων. Στο μέρος αυτό θα αναδυθεί η σημασία της κατανόησης της πολυπλοκότητας του άλλου, όχι η ρηχή ηθικολογία.
Πέραν από τους ίδιους τους χαρακτήρες και την τρωτή τους υφή, κεντρικό ρόλο στην “Καμπάνα” παίζουν τα διλήμματα που αναδύονται από την ίδια την πρωταγωνίστρια, τη Ντόρα, αλλά και τον Μάικλ.
Η Ντόρα ζει δυσαρεστημένη είτε με, είτε χωρίς τον άντρα της, γνωρίζοντας πως τον έχει απατήσει. Η ψυχική της κατάσταση περιγράφεται από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου, που είναι από τις πιο δυνατές που θα συναντήσει κανείς σε μια εισαγωγή. Επιδιώκει να ξαναβρεί τον σύντροφό της, μαζί με τις γνωστές του αδυναμίες, ψάχνοντας απαντήσεις μέσα της.
Ο σύντροφός της δεν ξέρει αν θέλει πίσω τη Ντόρα, ξέρει όμως πως λατρεύει να ζει με την ιδέα του εαυτού του ως υπομονετικού και συγχωρητικού συζύγου.
Ένας εκ των επικεφαλής της κοινότητας αποφάσισε να ζήσει κοντά στον Θεό μετά την καταστροφική σχέση του με έναν μαθητή. Του αρέσει η ιδέα του “νέου” εαυτού του ως ιερέα, ως άτομο που αγκαλιάζει την άγαμη ζωή, αλλά στην πραγματικότητα λαχταρά έναν σύντροφο.
Για ένα διάστημα, τα πράγματα κυλούν ομαλά, αλλά τελικά εκείνοι που επένδυσαν περισσότερο στην άρνηση κάποιας πτυχής του εαυτού τους αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Να την κοιτάξουν κατάματα.
Το βιβλίο γράφτηκε σε μια εποχή (1958) που η αμφισβήτηση της κατανόησης της ηθικής αλλά και η ομοφυλοφιλία, δεν ήταν ζητήματα που έμπαιναν εύκολα στη δημόσια ατζέντα.
Η ίδια η συγγραφέας άλλωστε δήλωνε πως πίστευε σε έναν προσωπικό Θεό, με την καλοσύνη να παίρνει τη θέση του “Παντοκράτορα”. Ουσιαστικά, και χωρίς να κάνουμε spoiler, η “Καμπάνα” είναι ένα βιβλίο για τη θρησκεία, το σεξ, και το πόσο δύσκολο είναι να είσαι “καλός” απέναντι στα ερωτήματα που προκύπτουν από τις διαπροσωπικές επαφές, προσπαθώντας να γνωρίσεις καλύτερα τον ίδιο σου τον εαυτό. Οι Πλατωνικές ιδέες, είναι προφανώς παρούσες εδώ.
Η “Καμπάνα” επίσης μας θυμίζει πως δεν υπάρχουν γρήγορες λύσεις. Πως κανείς δεν μπορεί να “κρυφτεί” μέσα σε έναν γάμο ή σε ένα μοναστήρι, περιβάλλοντας τον εαυτό του με ομοϊδεάτες, απαρνούμενος αυτό που θέλει μέσα του πραγματικά. Απαρνούμενος τη σκληρή δουλειά της αντιμετώπισης της ίδιας της ζωής.
Η “Καμπάνα” είναι όμως και ένα έργο που θα μπορούσε να είχε γραφτεί σήμερα. Πόσο συχνά πιστεύουμε ότι με το να κάνουμε ένα παιδί, με το να κάνουμε καριέρα σε μια μεγάλη εταιρεία ή με το να παντρευτούμε, θα καταφέρουμε αυτομάτως να αλλάξουμε τις πιο μύχιες πτυχές μας;
Το μήνυμα που περνάει εδώ είναι πως για να βρει κάποιος την ουσία που φωλιάζει μέσα του, για να ηρεμήσει τη φουρτούνα στο μυαλό του, πρέπει να προσπαθήσει με κόπο και με αυθεντικότητα και όχι με “αναγκαίους” συμβιβασμούς και προσωπικές “ταπεινώσεις” κόντρα στην έννοια της ατομικής ελευθερίας.
Το μήνυμα είναι πως κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την αλήθεια του, όπου κι αν τρέξει να “κρυφτεί”. Και στην εποχή που ζούμε σήμερα, της υπερπληροφόρησης, του “θορύβου”, των ευκολιών, δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό από αυτό ακριβώς.
Διαβάστε απόσπασμα του βιβλίου εδώ
Η περιγραφή του βιβλίου
Η Ντόρα Γκρίνφιλντ, μετά από έξι μήνες χωρισμού, αποφασίζει να επιστρέψει στον άντρα της, τον Πολ. Ο Πολ, ιστορικός τέχνης, κάνει έρευνα στο Αβαείο Ίμπερ, ένα γυναικείο μοναστήρι στο Γκλόστερσιρ, και φιλοξενείται από μια κοσμική θρησκευτική κοινότητα που είναι εγκατεστημένη εκεί κοντά. Τα μέλη της ζουν και δουλεύουν υπό την καθοδήγηση του αρχηγού τους, Μάικλ Μιντ, και το άγρυπνο βλέμμα της Ηγουμένης.
Η άφιξη της Ντόρα συμπίπτει με τις χαρούμενες προετοιμασίες για την υποδοχή της καινούριας καμπάνας του Αβαείου, που θα αντικαταστήσει την παλιά, ένα θρυλικό σύμβολο που έχει χαθεί εδώ και χρόνια. Η ευφορία είναι διάχυτη, η κοινότητα του Αβαείου μοιάζει με μικρό Παράδεισο. Ώσπου, ξαφνικά, ανακαλύπτουν την παλιά καμπάνα. Και την ίδια στιγμή αρχίζουν να αποκαλύπτονται όλες οι δυσαρμονίες, τα μυστικά, όσα κρύβει κι όσα ποθεί ο καθένας τους…
Μια κωμικοτραγική ιστορία για τη θρησκεία, τον πόθο, τη μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, με τη βαθιά φιλοσοφική ματιά της Iris Murdoch, που μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.
Το βιογραφικό της δημιουργού
Η Iris Murdoch γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1919 από γονείς Άγγλους και Ιρλανδούς. Πήγε σχολείο στο Μπρίστολ και σπούδασε κλασική φιλολογία στην Οξφόρδη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου εργάστηκε για την UNRRA στο Λονδίνο, το Βέλγιο και την Αυστρία. Κέρδισε μια υποτροφία φιλοσοφίας στο Καίμπριτζ και το 1948 επέστρεψε στην Οξφόρδη, όπου άρχισε να διδάσκει φιλοσοφία στο St. Anne’s College.
Το 1956 παντρεύτηκε τον καθηγητή και κριτικό λογοτεχνίας John Bayley, με τον οποίο έζησε ως τον θάνατό της τον Φεβρουάριο του 1999. Η μεγαλύτερη ίσως συγγραφέας της μεταπολεμικής αγγλικής λογοτεχνίας, άφησε πλουσιότατο έργο.
Μετά την πρώτη εμφάνισή της στα γράμματα με το “Under the net” (1954), ακολούθησαν είκοσι έξι μυθιστορήματα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται τα: “A severed head” (1961), “A fairly honourable defeat” (1970), “The philosopher’s pupil” (1980), “Ο πράσινος ιππότης” (1993) και “Το δίλημμα του Τζάκσον” (1995). Τιμήθηκε με το βραβείο James Tait Black Memorial το 1973 για τον “Μαύρο πρίγκηπα”, με το βραβείο Whitbread το 1974 για το “The sacred and profane love machine” και με το βραβείο Booker το 1978 για το “Θάλασσα, θάλασσα”.
Στα φιλοσοφικά έργα της περιλαμβάνονται τα “Sartre: romantic rationalist”, “Acastos: two platonic dialogues”, “Metaphysics as a guide to morals” και “Εμπειριστές και μυστικιστές” (1997). Έγραψε αρκετά θεατρικά έργα, ανάμεσα στα οποία το “The Italian girl” και το “The black prince” (διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματός της). Το 1978 εκδόθηκε ο τόμος με ποιήματα “A year of birds”. Η Iris Murdoch τιμήθηκε με τους τίτλους CBE (1976) και DBE (1987) για την προσφορά της στα βρετανικά γράμματα, καθώς με το χρυσό βραβείο PEN για τη συνολική προσφορά της στη λογοτεχνία.
Μετά το θάνατό της ο άντρας της John Bayley δημοσίευσε τα βιβλία “Iris: a memoir” και “Elegy for Iris” (που μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, στην ταινία “Iris”, από τον Richard Eyre), και ο φίλος της κριτικός λογοτεχνίας Peter J. Conradi, συγγραφέας της συλλογής δοκιμίων “Iris Murdoch: the Saint and the artist” (1986), εξέδωσε την πλήρη βιογραφία της με τίτλο “Iris Murdoch: A life” (2001).