Η Λέσχη του Κακού: Ένα σκοτεινό έγκλημα στην Αθήνα του Μεταξά
Διαβάζεται σε 7'Το βιβλίο του Πάνου Αμυρά για την Αθήνα στα τέλη του 1930. Φασισμός, διαφθορά, παράνομος τζόγος, σκοτεινές λέσχες, δολοπλοκίες σε νουάρ ύφος.
- 30 Νοεμβρίου 2023 08:26
Στη Λέσχη του Κακού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα ο Πάνος Αμυράς μας χαρίζει το prequel της ιστορίας του πρωταγωνιστή του, του αξιωματικού της Αστυνομίας Νίκου Αγραφιώτη. Ουσιαστικά βλέπουμε την τέταρτη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Αγραφιώτη, αλλά εδώ γυρίζουμε στο ξεκίνημα της αστυνομικής καριέρας του, στον Αύγουστο του 1939, λίγες ημέρες πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο Αμυράς πιάνει το “νήμα” των περιπετειών του Αγραφιώτη από την πρώτη υπόθεση που καλείται να εξιχνιάσει, μέσα σε ένα ρευστό και εντελώς επισφαλές κοινωνικοπολιτικό πεδίο. Ο ναζισμός είναι πλέον παρών στην Ευρώπη, η Ελλάδα ζει τη δική της δικτατορία, οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις έχουν ξεπεράσει τα όριά τους, και ο ήρωας του βιβλίου καλείται να ασχοληθεί με μια περίεργη ανθρωποκτονία ενός νεαρού μποξέρ ο οποίος αποτελεί την “ελπίδα” μιας ολόκληρης χώρας για διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες που δεν έγιναν ποτέ.
Η υπόθεση μάλιστα αρπάζει από τον “λαιμό” τον αναγνώστη, καθώς εξ αρχής βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το αίνιγμα αλλά και με τα εμπόδια που θα βρει μπροστά του ο αξιωματικός.
Ο συγγραφέας επιχειρεί κάτι που απαιτεί ιδιαίτερη μαεστρία, και το πράττει πειστικά. Αναπτύσσει τη νουάρ μυθοπλασία του μέσα σε έναν ιστό ιστορικών γεγονότων τα οποία δείχνει να έχει μελετήσει πολύ προσεκτικά.
Το γενικότερο χρώμα της αφήγησης είναι γκριζοκόκκινο. Το μυστήριο καλύπτεται από το ιστορικό περιτύλιγμα, το αίμα αποτελεί μια κανονικότητα τριγύρω. Ο Αμυράς δείχνει να βαδίζει και σε αυτό το βιβλίο στα μονοπάτια που έχουν βαδίσει συγγραφείς σαν τον Adrian McKindy, χωρίς βέβαια ο δικός του πρωταγωνιστής να έχει τα αντιφατικά χαρακτηριστικά που φέρει ο Σον Ντάφι.
Ωστόσο και ο Αγραφιώτης είναι ένας πολυδιάστατος χαρακτήρας, ενώ αναγκάζεται να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις και να επικεντρωθεί στον σκοπό του, χωρίς να αποσπάται η προσοχή του από τις αλλαγές τριγύρω του (όσο αδύνατο πρακτικά και αν είναι αυτό). Εντέλει, ζητούμενο για τον Αγραφιώτη είναι να κοιμάται ήσυχος το βράδυ, ανταποκρινόμενος στην πολύ προσωπική του ηθική, όπως την ορίζει εκείνος.
Σε αρκετά σημεία, τόσο αυτό το βιβλίο, όσο και τα άλλα τρία που προηγήθηκαν, θυμίζουν την “Τριλογία του Βερολίνου” στοχεύοντας και στο κοινό του εξωτερικού, σε περίπτωση δηλαδή που μεταφραστούν. Αυτό γιατί οι εγχώριες παθογένειες του ελληνικού συστήματος αλλά και οι συγκυρίες που οδήγησαν στην Αντίσταση, αποτελούν ένα πολύ ιδιαίτερο πεδίο ενδιαφέροντος που θα μπορούσε να κεντρίσει το βλέμμα αναγνωστών που ενδιαφέρονται για μια εμβάθυνση σε μια σειρά “θρίλερ” που εκμεταλλεύεται άψογα τις ερευνητικές της καταβολές. Καταγράφοντας, χωρίς να “διδάσκει” ηθικοπλαστικά.
Το δε εξώφυλλο είναι ένας φόρος τιμής στα παλιά αστυνομικά μυθιστορήματα “τσέπης” με μια λεπτεπίλεπτη pop art-νουάρ αισθητική.
Η ραχοκοκαλιά της “Λέσχης”
Στην υπόθεση της “Λέσχης του Κακού” διασταυρώνονται λοιπόν μια ντίβα της τζαζ αλλά και μέλη των “μεγάλων σαλονιών” της Αθήνας στα οποία θα βρεθεί ο Αγραφιώτης ώστε να εξιχνιάσει το έγκλημα. Ο Αμυράς μπλέκει μεταξύ τους πυγμάχους, αστυνομικούς, πράκτορες, κόσμο της Αθήνας στις παρυφές του ναζιστικού εφιάλτη, με μια γραφή που χαρακτηρίζεται από τον πυκνό και έντονο ρυθμό της. Ο συγγραφέας μένει πιστός στην προσφιλή του συνήθεια να καταγράφει τα ιστορικά γεγονότα με μια ματιά δημοσιογραφική, ορμώμενος άλλωστε από το επάγγελμά του, δομώντας μια μυθοπλασία σχεδόν “ρεπορταζιακής” υφής
Στην πρώτη του περιπέτεια βρίσκουμε τον υπαστυνόμο σε ηλικία μόλις 28 ετών, να έχει επιστρέψει από τις σπουδές του στη Γερμανία. Καθόλου τυχαία επιλογή αυτή, μιας και η Γερμανία και η επέλαση του φασισμού, είναι υπάρχοντα δεδομένα στις σελίδες. Το μυστήριο ξεδιπλώνεται γύρω από το γεγονός πως σε αυτή τη δολοφονία εμπλέκονται παραδόξως και πολιτικοί παράγοντες. Στα 50 κεφάλαια λύνονται ανθρώπινα ζητήματα ενώ κυριαρχεί και η ερωτική σχέση του ήρωα με τη ξανθιά πρωταγωνίστρια της Λέσχης του Κακού.
Το μυθιστόρημα τοποθετείται εύστοχα στον τελευταίο μήνα του μεσοπολέμου με τα αληθινά γεγονότα να γίνονται και αυτά “ήρωες”, επηρεάζοντας στη δράση. Για παράδειγμα εμφανίζεται ο Μεταξάς με τους υπουργούς του, οι οποίοι προετοιμάζονται για τον επικείμενο πόλεμο. Εμφανίζεται και ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι, που διαμαρτύρεται για τις κυρώσεις εναντίον της Ιταλίας. Υπόκοσμος, χαρτοπαίκτες, παράνομος στοιχηματισμός, πράκτορες, δεξιώσεις της πλούσιας κοινωνίας, τίθενται απέναντι από την άλλη πλευρά της πραγματικότητας όπου στέκονται τα συσσίτια και τα φθηνά μπαρ. Η έρευνα του Αμυρά και η προετοιμασία του είναι εμφανής διαρκώς. Θα έλεγε κανείς πως είναι χορταστική.
Στο βιβλίο μαθαίνουμε επίσης για τα νέα κτίρια που χτίζονταν τότε, όπως το νομισματοκοπείο, ενώ παρουσιάζονται λεπτομέρειες της ιστορίας της Ελληνικής Αστυνομίας και τη μετεξέλιξή της μέσα στις δεκαετίες. Ενυπάρχει άλλωστε και η διαφθορά της αστυνομίας που παραμένει επίκαιρη και διαχρονική (και) για τα εν Ελλάδι δεδομένα.
Κινηματογραφικός ρυθμός γραφής και προθέσεις
Όπως αναφέραμε ο ρυθμός και η εξέλιξη της πλοκής είναι καταιγιστικά. Δεν λείπουν οι απανωτές ανατροπές, ενώ οι κοφτοί διάλογοι “φρενάρουν” ανά διαστήματα, για να δοθεί έμφαση σε συγκεκριμένες στιγμές και εντάσεις. Γκάζι-φρένο. Ενδεικτικό της γρήγορης πλοκής είναι ότι αυτή εκτυλίσσεται σε διάρκεια ενός μήνα.
Κατά την προσωπική άποψη του υπογράφοντος, το μεγάλο “win” της Λέσχης του Κακού, είναι η σεναριακή ατμόσφαιρα, αλλά και ο ίδιος ο χαρακτήρας του Αγραφιώτη που λειτουργεί βάσει του δικού του κώδικα τιμής. Όσοι τον αγάπησαν στα βιβλία που ακολουθούν, τώρα θα έχουν την ευκαιρία να ανιχνεύσουν το πώς έγινε αυτό που καταλήγει να είναι.
Να σημειώσουμε εδώ πως η κατηγορία του “αστυνομικού νουάρ” μυθιστορήματος ακολουθεί το εν λόγω έργο μόνο κατ’ ευφημισμόν, καθώς ο συγγραφέας ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στο αστυνομικό, το πολιτικό, το ιστορικό και το κατασκοπευτικό κείμενο, χωρίς να “κλωτσάει”.
Αντιθέτως, τελειώνοντας κανείς το βιβλίο αυτό, μένει με μια αίσθηση ενότητας, που έχει τον δικό της, λιτό, αλλά απόλυτα προσωπικό τρόπο. Είναι αυτό που έχει πει και ο Γρηγόρης Αζαριάδης περί “μεγαλοφυΐας της απλότητας”. Χωρίς έπαρση, αλλά με σεβασμό στο κείμενο και με έναν καίριο τρόπο που καλεί το κοινό να επιστρέψει ακόμα πιο θερμά στην ανάγνωση των βιβλίων.
Στόχος του Αμυρά είναι επίσης να βρει παραλληλισμούς του τότε με το σήμερα, να συγκρίνει τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της Αθήνας του ’39 με την Ευρώπη του 2023.
Μην ξεχνάμε πως η ιστορία του ναζισμού είναι και η ιστορία των διωγμών των Εβραίων, με το Ισραήλ τώρα να βρίσκεται εκείνο στην πλευρά του ισχυρού, σε μια αναστροφή των δυνάμεων και των καιρών.
Μην ξεχνάμε ακόμη πως στην Αθήνα των τελών της δεκαετίας του ’30 υπήρχαν πολλές αντίπαλες δυνάμεις, που αντιμάχονταν μεταξύ τους για το ποια πλευρά θα ακολουθούσε τελικά η χώρα, με τη δεξιά και την ακροδεξιά να κυριαρχούν στο πολιτικό γίγνεσθαι, και με τη Λέσχη του Κακού να θέλει να ορίσει τις εξελίξεις.
Επίσης η οικονομική αντιπαλότητα των Μεγάλων Δυνάμεων του ’30 θυμίζει εν πολλοίς τη διελκυστίνδα του τώρα.
Εν κατακλείδι το κέρδος εδώ για τον αναγνώστη, είναι διπλό. Αφενός γυρίζει τις σελίδες για να μάθει τις λύσεις των γρίφων και από την άλλη έχει την προσμονή να ταξιδέψει στα γεγονότα της εποχής. Και ταξιδεύει σε μια εποχή που εκ πρώτης όψεως μοιάζει να μην έχει πολλά κοινά με τη δική μας, αλλά μας υπενθυμίζει πως οι κίνδυνοι που έσυραν τον πλανήτη στη πιο σκοτεινή περίοδό του, είναι ενεργοί.