“Η Νύχτα που έφυγε ο Παύλος”: Όσα ειπώθηκαν στην παρουσίαση του βιβλίου του Ξενοφώντα Κοντιάδη

Διαβάζεται σε 8'
“Η Νύχτα που έφυγε ο Παύλος”: Όσα ειπώθηκαν στην παρουσίαση του βιβλίου του Ξενοφώντα Κοντιάδη

Τοποθετήσεις και φωτογραφικό υλικό από την παρουσίαση βιβλίου του Ξενοφώντα Κοντιάδη

Το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή σε συνεργασία με τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ πραγματοποίησαν την παρουσίαση βιβλίου του Ξενοφώντα Κοντιάδη, «Η Νύχτα που έφυγε ο Παύλος», σε μια εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Δευτέρας στην αίθουσα «Γεώργιος Καράντζας» της ΕΣΗΕΑ. Σε αυτήν συμμετείχαν η Βασιλική Πέτσα, συγγραφέας και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ο Θανάσης Καμπαγιάννης, δικηγόρος στην Αθήνα, τ. μέλος ΔΣ του ΔΣΑ με την “Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή”, ο Ξενοφών Κοντιάδης, συνταγματολόγος, καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας του βιβλίου καθώς και ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, οικονομολόγος και διευθυντής του Eteron. Τη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος Τζίνα Μοσχολιού.

Στην ομιλία του ο Ξενοφών Κοντιάδης εξήγησε τους λόγους συγγραφής του βιβλίου, επισημαίνοντας ότι η επέτειος των δέκα χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα φωτίζει το αίτημα της ιστορικής μνήμης. «Η υπόσταση κάθε κοινωνίας εξαρτάται από τη μνήμη που διαμορφώνεται σε ένα αέναο πεδίο μάχης για το περιεχόμενο της ιστορίας. Ταυτόχρονα φωτίζει το αίτημα αντίδρασης απέναντι στην επιστροφή του νεοφασισμού που επανεμφανίζεται με νέα πρόσωπα» είπε, παρατηρώντας ότι οι νεοφασιστικές και μεταφασιστικές δυνάμεις έχουν επιστρέψει καθώς διαπιστώνεται τους τελευταίους μήνες, με ευθύνη πολλών θεσμικών και εξωθεσμικών κέντρων, ότι η ακροδεξιά έχει ξαναβγεί στους δρόμους.

Ο συγγραφέας απέδωσε την επιστροφή της βίαιης ακροδεξιάς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, σε μια σταδιακή διαδικασία παρακμής ή αποσάθρωσης της δημοκρατίας, για την οποία, όπως είπε, δεν οφείλονται μόνο οι επιθέσεις από δηλωμένους εχθρούς της αλλά και από τους υποτιθέμενους φίλους της ή συχνά τους ίδιους τους λειτουργούς της. «Μιλάμε για κρίση αντιπροσώπευσης, για διεύρυνση κοινωνικών ανισοτήτων, για εργασιακή επισφάλεια, για έξαρση φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού, για συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και πάρα πολλά πράγματα, τα οποία δοκιμιακά γράφοντας προσπαθούμε να τα συναρθρώσουμε για να αναδείξουμε τα αίτια πίσω από αυτή την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Και βέβαια, όσο δεν αντιμετωπίζονται αυτές οι συνθήκες, η δύναμη της ακροδεξιάς θα αυξάνεται» υπογράμμισε ο κ. Κοντιάδης. Συμπλήρωσε ακόμη ότι η δύναμη και επιστροφή της ακροδεξιάς οφείλεται και «στη λεγόμενη κανονικοποίηση του λόγου της από κόμματα, πρόσωπα, μέσα μαζικής επικοινωνίας – ακόμα και του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου – που για να προσεταιριστούν ακροδεξιούς ψηφοφόρους αναπαράγουν συνθήματα και θέσεις που παραδοσιακά ανήκουν στην ακροδεξιά ρητορεία».

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης ξεκίνησε την τοποθέτηση του αναφερόμενος στην γνωριμία του με τον Ξενοφώντα Κοντιάδη πριν λίγους μήνες, στο πλαίσιο της συνεργασίας που είχαν με την «Πρωτοβουλία ‘Ώρα Μηδέν’», για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου σε ό,τι αφορά το σκάνδαλο των υποκλοπών. «Σε αυτή την περίσταση ήταν ένας από τους ελάχιστους καθηγητές συνταγματικού δικαίου που αποφάσισαν να εκφραστούν ανοιχτά και θαρρετά» είπε, συμπληρώνοντας ότι «ο Ξενοφώντας είναι φτιαγμένος από τη στόφα των ανθρώπων που παλεύουν για τη δημοκρατία, που καταλαβαίνουν ότι η δημοκρατία είναι ένα συνεχές διακύβευμα».

Μιλώντας για τη «Νύχτα που έφυγε ο Παύλος», ο κ. Καμπαγιάννης υπογράμμισε ότι ο συγγραφέας επέλεξε έναν πολυπρισματικό τρόπο να παρουσιάσει την ιστορία του, ο οποίος ταυτόχρονα είναι και ο πιο πλήρης. «Υπάρχουν κεφάλαια, στα οποία ο ίδιος αναπαριστά το βράδυ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Υπάρχουν κεφάλαια, τα οποία παίρνουν δημοσιεύματα, καταθέσεις από την υπόθεση της δίκης, συνεντεύξεις όπως εκείνη της Μάγδας Φύσσα, κεφάλαια από λογοτεχνικά βιβλία όπως το “Ζ” του Βασιλικού ή τη μελέτη της Χάνα Άρεντ “Η κοινοτοπία του κακού”, με τα οποία λέει την ιστορία της δολοφονικής βίας της “Χρυσής Αυγής”» είπε και εξήρε την επιλογή του συγγραφέα να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα καθώς, όπως τόνισε, υπάρχει ακόμα και σήμερα έλλειμμα ενημέρωσης σε σχέση με την υπόθεση της «Χρυσής Αυγής».

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης πρόσθεσε ακόμη ότι η δράση της «Χρυσής Αυγής» πρέπει να τοποθετηθεί στη συνάφεια της ατιμωρησίας της φασιστικής και ναζιστικής βίας στην Ελλάδα του 20ου αιώνα. «Είναι το σπάσιμο της ατιμωρησίας της φασιστικής βίας, όπως την έχουμε δει ξανά και ξανά στην ελληνική πολιτική ιστορία με τους δολοφόνους του Λαμπράκη, με τους πρωτεργάτες της χούντας ή νωρίτερα με τους δωσίλογους. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά η ηγεσία της ναζιστικής οργάνωσης κρίθηκε ως διευθύνουσα εγκληματική οργάνωση ήταν πραγματικά μία τομή. Γι’ αυτό τον λόγο αξίζει να αναφερόμαστε στη συγκεκριμένη υπόθεση και απόφαση» είπε, προειδοποιώντας, ωστόσο, ότι πρόκειται για ένα ζήτημα με το οποίο δεν έχουμε τελειώσει. «Δεν τελειώνουμε με μια καταδικαστική απόφαση, το ξέρουμε αυτό. Είναι ένας πόλεμος, ο οποίος είναι μακρύς» είπε.

Στη συνέχεια το λόγο έλαβε ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, ο οποίος επισήμανε ότι η ανάγνωση του βιβλίου αποτελεί στην πραγματικότητα μια αναμόχλευση ενός συλλογικού τραύματος. «Ο τρόπος που λειτουργούσε εκείνο τον καιρό η “Χρυσή Αυγή”. Ο τρόπος που είχε διαρρεύσει και διαχυθεί ο φόβος και ο τρόμος, με την κυριολεκτική του έννοια, στις γειτονιές της Αθήνας και των άλλων πόλεων. Ο τρόπος που βιώθηκε ο φόβος εκείνης της περιόδου από ανθρώπους που συμμετείχαν στα κοινά με οποιονδήποτε τρόπο – είτε με αφισοκόλληση και πολιτικές εκδηλώσεις, είτε από συνδικαλιστές, φοιτητές και φοιτήτριες ή πολύ περισσότερο προφανώς από μετανάστες και μετανάστριες – είναι κάτι το οποίο θέλουμε να ξεχάσουμε. Γι’ αυτό μιλάω για αναμόχλευση του συλλογικού τραύματος. Διαβάζοντας το βιβλίο του Ξενοφώντα όλα αυτά ξεπετάχτηκαν από μέσα μου. Από τη μία ήταν μια διαδικασία που δεν ήθελες να αφήσεις το βιβλίο. Από την άλλη ήταν αρκετά επίπονη, αναστοχαστική, συγκινησιακή και από πολιτική σκοπιά σε βάζει σε προβληματισμό» είπε.

Ο ίδιος, αναφερόμενος στους βασικούς προβληματισμούς εκείνης της περιόδου, εστίασε στον μεγάλο βαθμό που υποτιμήθηκε, μέσα στην εκμετάλλευση της θεωρίας των δύο άκρων, ο πραγματικός κίνδυνος. «Υποτιμήθηκε ειδικά από το φιλελεύθερο κέντρο, ειδικά από ανθρώπους και πολιτικούς χώρους που είχες την απαίτηση και την ανάγκη να υψωθεί ανάστημα απέναντι σε αυτό που πραγματικά γινόταν και όχι σε αυτό που μεταφραζόταν ότι συνέβαινε και αφορούσε τη “Χρυσή Αυγή”. Έβλεπες σε πλήρη εξέλιξη μπροστά σου ένα βαθιά φασιστικό φαινόμενο, με όλη τη σημασία του ορισμού της λέξης φασισμός, να λαμβάνει χώρα στη χώρα σου, στην κοινωνία σου και να παρουσιάζεται σαν κάτι άλλο. Αυτό ήταν ένα συναίσθημα εξαιρετικά πνιγηρό, μια πνιγηρή ατμόσφαιρα. Αυτό είναι το τραύμα που κάπως θέλουμε να σβήσουμε και – ευτυχώς – δεν μας το επιτρέπει αυτό το βιβλίο» είπε χαρακτηριστικά.

Ευχαριστώντας τον συγγραφέα για το γεγονός ότι καταπιάνεται λογοτεχνικά με δύσκολα αλλά ταυτόχρονα και εξαιρετικά εμπνευστικά ζητήματα, ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης τόνισε ότι «η διατήρηση της ιστορικής μνήμης σε μια εποχή που ευνοείται η λήθη – συνειδητά και ασυνείδητα – είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός, κρίσιμος, πολιτικός και κοινωνικός αγώνας».

Τέλος, η Βασιλική Πέτσα αναφέρθηκε στην διττή ιδιότητα του – νομικός και λογοτέχνης – που αντανακλάται και στον τρόπο γραφής του. «Ο συγγραφέας λειτουργεί αρχικά ως χειρούργος κι έπειτα ως ράφτης. Προκύπτει έτσι ένα κείμενο-πληγή που ενσωματώνει την αποσπασματικότητα στην ίδια του τη δομή. Αφομοιώνει την πληγή στην αρχιτεκτονική του, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο ένα λογοτεχνικό είδος που αποτελεί και το σήμα κατατεθέν της νεωτερικότητας, την αφηγηματική πληγή. Αυτή η πληγή αποτελεί το θέμα και τον δομικό ιστό της αφήγησης. Αυτονομείται από τα ιστορικά γεγονότα και αναφέρεται πρωτίστως στην ίδια την τέχνη, κάτι που παραδόξως δεν μειώνει το πολιτικό βάρος της αφήγησης» είπε.

Η ίδια επισήμανε ότι η πολιτική διάσταση του βιβλίου έγκειται στο ότι μετατρέπει το χτύπημα, τη μαχαιριά στον Παύλο Φύσσα, σε οργανικό στοιχείο της τέχνης κι έτσι την αδρανοποιεί. «Αδρανοποιεί την ισχύ του χτυπήματος και εξουδετερώνει το πολιτικό μήνυμα της ίδιας της μαχαιριάς. Μετατρέπεται έτσι, η μαχαιριά της “Χρυσής Αυγής”, όχι μόνο σε καταλύτη για τη δικαστική εξόντωση της, αλλά και σε κάτι εξίσου ουσιαστικό: σε κινητήρια δύναμη μιας τέχνης που δρα με πιο διαβρωτικό, με ευρύτερα πολιτικό και όχι απλώς με θεσμικό τρόπο, στη δημοκρατική κουλτούρα» εξήγησε.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα