Τα αμφιλεγόμενα Κειμήλια του Ιησού και τα Δώρα των Μάγων στην Ελλάδα
Διαβάζεται σε 26'Τα ιερά της χριστιανοσύνης μέσα από το πρίσμα της Επιστήμης και το αίτημα για χρονολόγησή τους μέσω επιστημονικών μεθόδων.
- 01 Μαΐου 2024 04:52
Ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του Χριστιανισμού είναι η πίστη στον Ιησού ως ιστορικό πρόσωπο που γεννήθηκε σε συγκεκριμένη εποχή και τόπο, πραγματοποίησε απτά θαύματα, μαρτύρησε στο σταυρό και στη συνέχεια αναστήθηκε έτσι ακριβώς όπως αναφέρει η Καινή Διαθήκη.
Υπάρχουν όμως εξωβιβλικές αποδείξεις για όλα τα προηγούμενα; Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία ή για έναν ακόμα μύθο;
Παρακάτω, ακολουθεί ένα ενδιαφέρον απόσπασμα από το βιβλίο Το Πρόβλημα της Ιστορικότητας του Ιησού του Μηνά Παπαγεωργίου (Εκδόσεις Δαιδάλεος), το οποίο αποτελεί μια εμπεριστατωμένη έρευνα που αποτελείται από δεκαεννιά συνεντεύξεις μελετητών και πανεπιστημιακών οι οποίοι απαντούν με στοιχεία και σοβαρά επιχειρήματα στο ερώτημα: ήταν ο Ιησούς ιστορικό πρόσωπο, ή όχι;
Υπάρχουν άραγε Ιερά Κειμήλια που να σχετίζονται με τον Ιησού;
Η άγνωστη ιστορία εκείνων που βρίσκονται διάσπαρτα σε χριστιανικούς ναούς της Ευρώπης αλλά και τα δώρα των Μάγων στην Ελλάδα.
Τα Ιερά Κειμήλια του Ιησού ως στοιχείο ενίσχυσης της ιστορικότητάς του
Για τον χριστιανισμό τα «Ιερά Κειμήλια» (Relics) αποτελούν εδώ και αιώνες σημαντικής αξίας αντικείμενα, που βοήθησαν στην περαιτέρω διάδοση και αναγνωρισιμότητά του, κυρίως στους πληθυσμούς της Ευρώπης και της Ασίας. Τα περισσότερα από αυτά τα κειμήλια φυλάσσονται σήμερα σε ειδικές προθήκες ναών και αποτελούν κυρίως λείψανα αγίων, μαρτύρων ή άλλου είδους εκθέματα που υποτίθεται ότι σχετίζονται άμεσα με ιερά για την εκκλησία πρόσωπα.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οργανώνονταν ολόκληρες «θρησκευτικές εκστρατείες» από πόλη σε πόλη, που εξέθεταν τα αντικείμενα αυτά σε λαϊκό προσκήνυμα (πρακτική που εξακολουθεί να εφαρμόζεται και στις μέρες μας).
Είναι περιττό να αναλύσουμε το γιατί οι χριστιανικοί ναοί ανά τον κόσμο που διαθέτουν τέτοιου είδους κειμήλια αποτελούν πόλο έλξης εκατοντάδων χιλιάδων ή ακόμα και εκατομμυρίων πιστών, αρκετοί από τους οποίους ταξιδεύουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να τα προσκυνήσουν και να λάβουν τη… θεία δύναμη. Οι πεποιθήσεις για τις μεταφυσικές ιδιότητες των αντικειμένων αυτών εντοπίζονται στις δοξασίες των πρωτοχριστιανών, που πίστευαν ότι τα σώματα των νεκρών αγίων αλλά και των άψυχων σωμάτων με τα οποία είχαν έρθει σε επαφή κατά τη διάρκεια της ζωής τους, διέθεταν υπερφυσικές δυνάμεις και έπρεπε να διατηρούνται φυλασσόμενα μέσα στο χρόνο. Οι ρίζες, όμως, των συγκεκριμένων αντιλήψεων προέρχονται από ακόμη παλαιότερα κείμενα και πιο συγκεκριμένα τα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης (βλ. ενδεικτικά Γεν. 35:19-20 ή Γεν. 50:25-26).
Πειστήρια για την ιστορική ύπαρξη του Ιησού;
Υπάρχουν άραγε τέτοιου είδους κειμήλια που να σχετίζονται με τον Ιησού; Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους στους οποίους έχω κάνει τη συγκεκριμένη ερώτηση δεν έχουν κάποια απάντηση, ενώ ορισμένοι, περισσότερο υποψιασμένοι, αναφέρονται συνήθως στην περίφημη «Σινδόνη του Τορίνο» ή στα κομμάτια από τον Τίμιο Σταυρό.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν εκατοντάδες αντικείμενα που σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση συνδέονται άμεσα με τον Ιησού και τη ζωή του, τα οποία φυλάσσονται εδώ και αιώνες σε ναούς τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής εκκλησίας. Για παράδειγμα, στη Βασιλική του Τιμίου Σταυρού στη Ρώμη εκτίθεται το σφουγγάρι που κατά τα ευαγγέλια είχε βυθιστεί στο ξίδι από τους Ρωμαίους στρατιώτες, όταν ο Ιησούς ζήτησε να πιει νερό ενώ βρισκόταν στο σταυρό. Παραμένοντας στη Ρώμη, στη Βασιλική του Σάντα Πρασέντε, ο επισκέπτης μπορεί να δει από κοντά τη μαρμάρινη Στήλη του Μαστιγώματος, στην οποία υποτίθεται πως είχε δεθεί ο Ιησούς για να μαστιγωθεί. Όμως, τα σχετικά παραδείγματα δεν σταματούν εδώ. Σύμφωνα με τις περιγραφές των ευαγγελίων, τα καρφιά που χρησιμοποιήθηκαν για τη σταύρωση του Ιησού ήταν τρία. Παρόλα αυτά σήμερα έχουν εμφανιστεί ως «αυθεντικά» πολύ περισσότερα και εκτίθενται σε διάφορες ανά τον κόσμο εκκλησίες.
Όμως για ποιον λόγο η ύπαρξη και διάσωση των κειμηλίων αυτών δεν έχει καταστεί γνωστή στο ευρύ κοινό; Εάν υπάρχουν πειστήρια που αποδεικνύουν ότι τα αντικείμενα αυτά συνδέονται όντως με τη ζωή και τη δράση του Ιησού, τότε κάθε ένσταση αναφορικά με την ιστορικότητά του θα έπρεπε εδώ και αιώνες να πετιέται αυτομάτως στον κάλαθο των αχρήστων. Παρακάτω, θα εξετάσουμε εν συντομία την άγνωστη ιστορία ορισμένων «κειμηλίων του Ιησού» που βρίσκονται διάσπαρτα σε χριστιανικούς ναούς της Ευρώπης.
Η Σινδόνη του Τορίνο
Αποτελεί ίσως το πιο δημοφιλές αντικείμενο που έχει συνδεθεί με τον Ιησού. Ο λόγος για τη Σινδόνη του Τορίνο ή αλλιώς Ιερά Σινδόνη, ένα φθαρμένο κομμάτι υφάσματος πάνω στο οποίο είναι αποτυπωμένη η εικόνα του σώματος και του προσώπου ενός γενειοφόρου άνδρα. Μάλιστα, η τοποθέτηση του σώματος πάνω στο ύφασμα φαίνεται να ταιριάζει σε σώμα που έχει σταυρωθεί και τραυματιστεί, έτσι πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για το σεντόνι που σκέπασε το σώμα του Χριστού όταν αποκαθηλώθηκε από τον Σταυρό (η μορφή που σχηματίζεται άλλωστε παραπέμπει στη φιγούρα του Ιησού, έτσι τουλάχιστον όπως την έχουμε γνωρίσει μέσω των προσωπογραφιών του από τον 6ο μεταχριστιανικό αιώνα και εξής). Από το 1578 εκτίθεται μόνιμα στον καθεδρικό ναό του Τορίνο. Παρόλα αυτά υπάρχουν παραδόσεις που τη συνδέουν είτε με το Ιερό Μανδήλιον (βλ. την περίπτωση της επιστολής του Άβγαρου στον Ιησού) είτε ακόμα και με τη δράση των περίφημων Ναϊτών Ιπποτών.
Σε ό,τι αφορά τις διαστάσεις του, το ύφασμα έχει μήπως 4,3 μ. και πλάτος 1,1 μ. Γύρω από τη Σινδόνη έχουν ξεσπάσει κατά το παρελθόν αμέτρητες κόντρες και διενέξεις μεταξύ των πιστών και της επιστημονικής κοινότητας αναφορικά με την αυθεντικότητά της. Έχουν, άλλωστε, διατυπωθεί αρκετές θεωρίες σχετικά με την προέλευσή της, τη χρονολόγησή της και τον τρόπο με τον οποίον αποτυπώθηκε πάνω της το φερόμενο ως σώμα του Ιησού.
Γεγονός είναι ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων, το ζήτημα «έκλεισε» κατά το 1988, έτος κατά το οποίο τρεις διαφορετικές μελέτες, υπό την αιγίδα των πανεπιστημίων της Αριζόνα και της Οξφόρδης καθώς επίσης και του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Ελβετίας), χαρακτήρισαν τη Σινδόνη ένα μεσαιωνικό κατασκεύασμα, χρονολογώντας την μέσα στην περίοδο 1290-1390. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι προκαθήμενοι της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αρνούνται να πάρουν μια ξεκάθαρη θέση αναφορικά με την αυθεντικότητα της Σινδόνης και το κατά πόσον αναπαρίσταται σε αυτή το πραγματικό πρόσωπο του Ιησού…
Το Σουδάριο του Οβιέδο
Στον καθεδρικό ναό του Σαν Σαλβαδόρ, στο Οβιέδο της Ισπανίας, φυλάσσεται μέχρι σήμερα ακόμα ένα αντικείμενο που πιστεύεται ότι προέρχεται από την εποχή του Ιησού και έχει άμεση σχέση με αυτόν. Πρόκειται για το Σουδάριο του Οβιέδο, ένα κομμάτι υφάσματος διαστάσεων 84×53 εκατοστών το οποίο φέρει πάνω του λεκέδες από αίμα και εκτίθεται στους πιστούς τρεις φορές το χρόνο: Μεγάλη Παρασκευή, στη Γιορτή του θριάμβου του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου και οκτώ μέρες αργότερα στις 21 Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με την παράδοση, είναι το μαντήλι με το οποίο τυλίχθηκε το κεφάλι του Ιησού αμέσως μετά τον θάνατό του και βρέθηκε στον τάφο του.
Σε αντίθεση με την Σινδόνη του Τορίνο, στο Σουδάριο δεν εντοπίζεται αποτυπωμένο κάποιο ανθρώπινο πρόσωπο. Οι υποστηρικτές της αυθεντικότητάς του θεωρούν ότι πρόκειται για το ένδυμα στο οποίο αναφέρεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης (20:6-7). Παρόλα αυτά οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξή του εμφανίζονται αρκετούς αιώνες αργότερα. Τον 12ο αιώνα ο επίσκοπος του Οβιέδο, Pelayo, αναφέρει ότι το Σουδάριο μεταφέρθηκε στην Ισπανία μέσα σε μία κιβωτό, αφού είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε στον τάφο του Ιησού, έως και τον 7ο αιώνα, όταν οι συμπατριώτες του το μετέφεραν στην Ισπανία.
Παρά τις προσπάθειες ορισμένων να αποδείξουν τη στενή σχέση που συνδέει το Σουδάριο με τη Σινδόνη του Τορίνο, οι δύο –περισσότερο θεωρούμενες ως έγκυρες– ειδικές μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε δείγμα του υφάσματος κατέδειξαν πως αυτό κατασκευάστηκε στα τέλη περίπου του 7ου μεταχριστιανικού αιώνα (συγκεκριμένα 679 μ.α.χ.χ και 710 μ.α.χ.χ).
Το Άγιο Δισκοπότηρο
Στις μέρες μας αποτελεί ίσως το γνωστότερο θρησκευτικό κειμήλιο που σχετίζεται άμεσα με τον Ιησού. Τεράστια συμβολή στο γεγονός αυτό έχουν τα μυθιστορήματα του συγγραφέα Νταν Μπράουν, τα οποία από την αυγή της νέας χιλιετίας έχουν ξεκινήσει να μεταφέρονται και στις κινηματογραφικές αίθουσες. Σύμφωνα με την παράδοση, το Άγιο Δισκοπότηρο είναι το σκεύος που χρησιμοποίησε ο Ιησούς στον Μυστικό Δείπνο για να σερβίρει κρασί στους 12 μαθητές του. Για άλλους αποτελεί το σκεύος στο οποίο η Μαρία η Μαγδαληνή συνέλεξε το αίμα του Ιησού όταν εκείνος βρισκόταν στο σταυρό. Στη συνέχεια το αντικείμενο υποτίθεται ότι περιήλθε στην κατοχή του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ο οποίος με τη σειρά του το παρέδωσε στον Απόστολο Παύλο που το χρησιμοποιούσε κατά την Θεία Λειτουργία.
Οι ιστορίες και οι θρύλοι γύρω από το σκεύος είναι πολλοί. Ένας από αυτούς θέλει τους Ναΐτες Ιππότες να το ανακαλύπτουν στους Αγίους Τόπους κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών και στη συνέχεια να αλλάζουν τους συσχετισμούς της εξουσίας του Πάπα στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά ουδέποτε παρουσιάστηκε δημόσια. Στην πραγματικότητα, όλες αυτές οι παραδόσεις δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, μιας και εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε γαλλικά ρομάντσα του 12ου αιώνα, με σημαντικότερα το Le Conte du Graal (1190) του Chretien de Troyes, πρωταγωνιστής του οποίου ήταν ο ήρωας Πάρσιφαλ καθώς επίσης και τα Joseph d’Arimathie και Merlin του Robert de Boron (αμφότερα γράφτηκαν γύρω στα 1200), που έδωσαν μια χριστιανική μυστικιστική χροιά στην ιστορία του Δισκοπότηρου. Το 1470 οι ιστορίες αυτές έγιναν γνωστές και στο αγγλόφωνο κοινό μέσω των μεταφράσεων που έκανε ο Sir Thomas Malory. Στην πορεία των χρόνων διάφορα «ιερά» σκεύη διεκδίκησαν –και συνεχίζουν να διεκδικούν– την ταυτότητα του αυθεντικού Δισκοπότηρου. Εδώ, θα αναφερθούμε σε δύο από αυτά. Το πρώτο εμφανίστηκε στην ιταλική πόλη της Τζένοα και πήρε την ονομασία «il sacro catino». Σύμφωνα με κείμενο του 1170, το σκεύος ήρθε ως λάφυρο από την Καισάρεια κατά την πρώτη Σταυροφορία το 1101. Το δεύτερο υποψήφιο Δισκοπότηρο βρίσκεται στον καθεδρικό ναό της Βαλένθια στην Ισπανία. Αποκαλείται «santo caliz» και είναι το μόνο που έχει χαρακτηριστεί ως «ιστορικό κειμήλιο» από το Βατικανό (χωρίς παρόλα αυτά να θεωρείται το σκεύος που χρησιμοποιήθηκε από τον Ιησού στον Μυστικό Δείπνο). Ωστόσο, η παλαιότερη αναφορά σε αυτό εντοπίζεται μόλις το 1399, όταν και το μοναστήρι του San Juan de la Pena το αντάλλαξε με τον βασιλιά Aragon για ένα χρυσό κύπελλο.
Το Ακάνθινο Στεφάνι
Στην Παναγία των Παρισίων φυλάσσονται από το 1806 διάφορα αντικείμενα που φέρονται να έχουν σχέση με την Σταύρωση του Ιησού. Μεταξύ αυτών βρίσκουμε ένα τμήμα του ακάνθινου στεφανιού που κατά τις ευαγγελικές αφηγήσεις τοποθέτησαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες στο κεφάλι του Ιησού για να τον χλευάσουν. Παρόλα αυτά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα που έχουμε σήμερα για το συγκεκριμένο αντικείμενο προέρχεται αποκλειστικά και μόνον από τη φαντασία των καλλιτεχνών των μετέπειτα αιώνων, μιας και η ακριβής μορφή του δεν περιγράφεται στα ευαγγέλια.
Σύμφωνα με την παράδοση, το στεφάνι φυλασσόταν αρχικά στη Ρώμη, όπου το είχε μεταφέρει η μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, Ελένη, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους μετέπειτα βυζαντινούς αυτοκράτορες. Το 1238 ο τελευταίος Λατίνος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Βαλδουίνος ο Β’, λόγω οικονομικών δυσχερειών τα έβαλε… ενέχυρο σε βενετσιάνικη τράπεζα, από όπου αργότερα τα απέκτησε ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ’.
Η σύγχρονη έρευνα φέρνει στο φως την ύπαρξη περισσότερων των 70 (!) «ιερών» τέτοιων στεφανιών, που φυλλάσσονται σήμερα σε τοποθεσίες όπως στους καθεδρικούς ναούς της Βαρκελώνης και του Οβιέδο στην Ισπανία, στο Αβαείο Stanbrook στην Αγγλία, στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ, στη Γάνδη του Βελγίου και αλλού.
Η Λόγχη του Λογγίνου
Ιερά Λόγχη, επίσης γνωστή ως το «Δόρυ του Πεπρωμένου» ή «Λόγχη του Λογγίνου», είναι το όνομα που δόθηκε στη λόγχη με την οποία ο Ρωμαίος στρατιώτης Λογγίνος, ένα πρόσωπο που δεν αναφέρεται στα ευαγγέλια (ορισμένοι υποστηρίζουν πως η ετυμολογία του ονόματός του προέρχεται από την ελληνική «λόγχη»), τρύπησε το πλευρό του Ιησού ενόσω εκείνος ήταν σταυρωμένος. Σύμφωνα με την παράδοση, αμέσως μετά τη σταύρωση και την ανάσταση του Ιησού, ο Λογγίνος ασπάστηκε τον χριστιανισμό, ενώ αργότερα αναγνωρίστηκε ως άγιος από την Καθολική και την Αρμενική Εκκλησία. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Γερμανίδα καθολική και στιγματική, Anne Catherine Emmerich (1774-1824) έδωσε νέα ώθηση στο μύθο του Λογγίνου. Μέσω των οραμάτων που έβλεπε, έφερε στο προσκήνιο διάφορους μεσαιωνικούς μύθους αναφορικά με τη λόγχη και τους εμπλούτισε υποστηρίζοντας ότι το πραγματικό όνομα του Ρωμαίου Λογγίνου ήταν Κάσσιος, δίνοντας παράλληλα αρκετές πληροφορίες που αφορούσαν τον βίο του.
Στις μέρες μας υπάρχουν τουλάχιστον εννέα αντικείμενα που διεκδικούν την αυθεντικότητα της Λόγχης του Λογγίνου. Αυτά βρίσκονται στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό (Ιταλία), σε εκκλησίες στο Παρισίων, στο Μπορντώ αλλά και στο Αβαείο του Tenaille (Γαλλία), στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, στην Αντιόχεια της Συρίας, στην Κρακοβία της Πολωνίας, στην πόλη Ετζμιαντζίν, που θεωρείται θρησκευτική πρωτεύουσα της Αρμενίας, και στο θησαυροφυλάκιο της Βιέννης (η λόγχη της Βιέννης εξετάστηκε επιστημονικά το 2003 από τον Βρετανό συγγραφέα μεταλλουργό, Dr Robert Feather, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα πως η λεπίδα της προερχόταν από τον 7ο ή τον 8ο μεταχριστιανικό αιώνα, ενώ το εξωτερικό χρυσό προστατευτικό της από τον 14ο.
Ο Τίμιος Σταυρός
Από τα όσα μέχρι στιγμής έχουν αναφερθεί στο παρόν άρθρο αλλά και από όσα ακολουθήσουν, γίνεται κατανοητό ότι ένα μεγάλο μέρος των ιστοριών που αφορούν τα «κειμήλια του Ιησού» έχουν τις ρίζες τους στο ταξίδι που πραγματοποίησε στην Ιερουσαλήμ το 326 μ.α.χ.χ η Αγία Ελένη.
Η χριστιανική παράδοση διασώζει δύο διαφορετικές εκδοχές της ανακάλυψης του σταυρού πάνω στον οποίον σταυρώθηκε ο Ιησούς. Η μία κάνει λόγο για σχετικά οράματα και όνειρα που είδε και η άλλη αναφέρεται στη βοήθεια που δέχτηκε από κάποιον Ιουδαίο οδηγό ονόματι Ιούδα. Ο θρύλος της εύρεσης του Τιμίου Ξύλου εμφανίζεται για πρώτη φορά το 395 μ.α.χ.χ στον επικήδειο λόγο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου (De Obitu Theodosii) από τον επίσκοπο Μιλάνου, Αμβρόσιο. Σε ποια χέρια, όμως, κατέληξε ο σταυρός του Ιησού; Ένα μέρος του υποτίθεται πως παραδόθηκε στον ίδιο τον Κωνσταντίνο και ένα άλλο μεταφέρθηκε από την ίδια την Ελένη στη Ρώμη. Το κύριο κομμάτι του παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ, υπό την προστασία των εκεί χριστιανών επισκόπων και παρουσιάζει μια περιπετειώδη ιστορία μέσα στο χρόνο. Το 614 μ.α.χ.χ, ο Πέρσης βασιλιάς Χορσόης Β’ εισβάλλει στην Παλαιστίνη σκοτώνοντας 60.000 στρατιώτες και παίρνει μαζί του 35.000 αιχμαλώτους αλλά και διάφορα πολύτιμα κειμήλια, ανάμεσα στα οποία και το κομμάτι του Τίμιου Σταυρού. Ο επαναπατρισμός του πραγματοποιείται το έτος 627, όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ηράκλειος Α’ νικά τις περσικές δυνάμεις στη Νινευή και επιστρέφει το κειμήλιο στην Ιερουσαλήμ. Τελικώς, τα ίχνη του χάνονται το 1187, όταν ο Αιγύπτιος Σουλτάνος Σαλαντίν πολιορκεί και καταλαμβάνει την πόλη που βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Φράγκων.
Γεγονός είναι ότι τους μετέπειτα αιώνες εκατοντάδες κομμάτια που διεκδικούσαν την αγιότητα του Τίμιου Ξύλου εμφανίστηκαν σε διάφορες ανά την Ευρώπη εκκλησίες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο καθολικός θεολόγος Έρασμος (1466-1536), αναρωτήθηκε κάποτε χαριτολογώντας για το πόσα πλοία θα μπορούσαν να κατασκευαστούν αν συγκεντρώνονταν όλα τα κομμάτια ξύλου, των οποίων οι κάτοχοι υποστήριζαν πως αποτελούσαν τμήμα του Τιμίου Σταυρού! Στις μέρες μας κομμάτια που υποτίθεται ότι προέρχονται από τον σταυρό του Ιησού εκτίθενται στην αρχαία Βασιλική Santa Crose της Ρώμης καθώς επίσης και σε εκατοντάδες ακόμη εκκλησίες ανά την Ευρώπη.
Ο Ιερός Χιτών
Πρόκειται για το ένδυμα που, σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση, φόρεσαν οι Ρωμαίοι στον Ιησού λίγο πριν τη σταύρωσή του. Παράλληλα, τοποθετώντας στο κεφάλι του το ακάνθινο στεφάνι (στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως), τον χλεύαζαν αποκαλώντας τον ειρωνικά «βασιλιά των Ιουδαίων».
Τον χιτώνα ανακάλυψε σύμφωνα με την παράδοση η Αγία Ελένη (πάλι!) στους Αγίους Τόπους το 327 ή 328 μ.Χ. Τα αντικείμενα που φέρονται να αποτελούν τον χιτώνα του Ιησού είναι δύο: Το πρώτο φυλάσσεται σήμερα στον Καθεδρικό Ναό της Τριέρης στην Γερμανία. Το αρχαιότερο ντοκουμέντο που αφορά το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι μια καλλιτεχνική απεικόνιση του 5ου ή του 6ου μεταχριστιανικού αιώνα. Επίσης, είναι γνωστό ότι το 1196 μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό της Τριέρης, ενώ το 1512 παρουσιάστηκε δημόσια στους κατοίκους της πόλης. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα εκτέθηκε μόλις τρεις φορές σε κοινή θέα, με τελευταία το 1996, στον εορτασμό των 800 ετών από τη μεταφορά του στον ναό.
Ο δεύτερος «υποψήφιος» Ιερός Χιτώνας βρίσκεται σε εκκλησία του Argenteuil (προάστιο του Παρισιού). Το παλαιότερο ντοκουμέντο που πιστοποιεί την ύπαρξή της είναι ένα κείμενο που φέρει τον τίτλο «Charta Hugonis», γραμμένο το 1156. Ωστόσο, εκεί γίνεται αναφορά στον χιτώνα του μικρού Ιησού, ο οποίος φαίνεται πως «μεταμορφώθηκε» μέσα στον χρόνο στον «Ιερό Χιτώνα» μέσω ενός θρύλου που ανέφερε πως η Παναγία είχε πλέξει για τον γιο της έναν χιτώνα ο οποίος μεγάλωνε σε μήκος όσο αναπτυσσόταν και το σώμα του ίδιου του Ιησού και έτσι τον συντρόφευσε μέχρι το τέλος της ζωής του! Να σημειωθεί ότι κανένα από τα δύο προαναφερθέντα αντικείμενα δεν έχει εξετασθεί επιστημονικά μέχρι και σήμερα.
Η Ιερά Κλίμακα
Η Scala Sancta ή Ιερά Κλίμακα είναι στην ουσία τα σκαλοπάτια που σύμφωνα με την παράδοση οδηγούσαν μέχρι την αίθουσα του Πόντιου Πιλάτου στην Ιερουσαλήμ και τα οποία περπάτησε ο Ιησούς για να απολογηθεί ενώπιόν του. Και σε αυτή την περίπτωση, ήταν η Ελένη εκείνη η οποία τα μετέφερε στη Ρώμη κατά τη διάρκεια του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα (δίχως όμως να υπάρχει κάποια καταγραφή-ντοκουμέντο από εκείνη την περίοδο), τοποθετώντας τα στο παλάτι του Λατεράνου, το οποίο μέχρι το μέχρι το 1400 περίπου αποτελούσε παπική κατοικία. Η Ιερά Κλίμακα αποτελείται από είκοσι οκτώ ξύλινα σκαλοπάτια που σήμερα περιβάλλονται για λόγους συντήρησης από λευκό μάρμαρο.
Το αίμα του Ιησού
Ευρισκόμενοι στην αυγή του 21ου αιώνα, με την επιστήμη της γενετικής να σημειώνει τεράστια πρόοδο τις τελευταίες δεκαδετίες, η ανακάλυψη ιχνών αίματος που αποδεδειγμένα θα ανήκαν στον Ιησού θα κατέρριπτε μια για πάντα κάθε απόπειρα αμφισβήτησης της ύπαρξής του, ανοίγοντας και άλλα κεφάλαια συζητήσεων στα οποία δεν θα επεκταθούμε εδώ. Αν και ελάχιστα γνωστό, είναι γεγονός πως ανά την Ευρώπη υπάρχουν διάφοροι χριστιανικοί ναοί, οι ιερείς των οποίων υποστηρίζουν διαχρονικά πως φιλοξενούν ή φιλοξένησαν φιαλίδια που εμπεριέχουν λίγο από το αίμα του ιδρυτή του χριστιανισμού!
Για παράδειγμα, στην Βασιλική του Αγίου Αίματος στην βελγική πόλη Μπρίζ υπάρχει μια φιάλη η οποία εικάζεται ότι περιέχει αίμα του Ιησού. Σύμφωνα με την παράδοση, η φιάλη μεταφέρθηκε εκεί από τον κόμη της Φλάνδρας, Τιερί της Αλσατίας, τον 12ο μεταχριστιανικό αιώνα. Παρόμοιες τέτοιες φιάλες υπάρχουν ή έχουν κατά το παρελθόν εκτεθεί σε περιοχές όπως στην εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου στη Ρώμη ή στη Μάντοβα της Λομβαρδίας (επίσης στην Ιταλία) καθώς επίσης και σε ναό του Μπάντεν στη Ν. Γερμανία (όπως αναφέρει η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια του 1913 στο λήμμα «Weingarten»).
Επιπρόσθετα, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ο ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Καραχάλιος δημοσιοποίησε πληροφορίες (περ. “Φαινόμενα”, εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, τ.15, 8/1/2011) σχετικά με την ιστορία της εκκλησίας της αγίας Σιών στην Αθήνα και της χαμένης –σήμερα– φιάλης με το αίμα του Ιησού, για την οποία έκανε λόγο σε μία επιστολή του ο Μεγάλος Μάγιστρος των Ναϊτών Ιπποτών, Γκιγιόμ ντε Σονάκ (σκοτώθηκε το 1250 στην Αίγυπτο κατά τη Ζ’ Σταυροφορία). Στη συγκεκριμένη επιστολή συμβούλευε τον ανιψιό του, που ταξίδευε για την Κύπρο, να περάσει από την Αθήνα και το ναό της αγίας Σιών για να προσκυνήσει τη φιάλη με το αίμα του Ιησού. Σύμφωνα με το βιβλίο του αρχιτέκτονα και διευθυντή του σχεδίου πόλεως του δήμου Αθηναίων, Κώστα Μπίρη, Αι Εκκλησίαι των Παλαιών Αθηνών, η θέση της αγίας Σιών στην Αθήνα πρέπει να ήταν επί της «οικοδομικής νησίδος μεταξύ των οδών Καλαμιώτη, Ευαγγελιστρίας και Ερμού».
Το αίμα του Ιησού απασχολεί, επίσης, διαχρονικά και τους μελετητές της Σινδόνης του Τορίνο που εξετάσαμε πιο πάνω. Αυτό που προκάλεσε εξ αρχής ερωτηματικά στους ειδικούς είναι το γεγονός ότι το χρώμα του αίματος πάνω στο ύφασμα εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι κόκκινο, ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να είχε αρχικά μετατραπεί σε καφέ και όσο περνούσαν τα χρόνια να έπαιρνε ολοένα και πιο σκούρα όψη. Τελικά, σε μια σειρά επιστημονικών αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1969-1976, αποδείχθηκε πως πάνω στις «κηλίδες αίματος» υπήρχαν σημαντικές ποσότητες κόκκινης μπογιάς. Επιπρόσθετα, ένας εκ των αναλυτών, ο Walter McCrone, έκανε λόγο για εύρεση ουσιών που χρησιμοποιούνταν για την απεικόνιση του αίματος από ζωγράφους του Μεσαίωνα.
Η αλληλογραφία με τον Άβγαρο και το Ιερό Μανδήλιον
Ένα από τα «όπλα» που έχουν στη φαρέτρα τους οι αμφισβητίες της ιστορικότητας του Ιησού, είναι η υπενθύμιση ότι ο ιδρυτής του χριστιανισμού δεν άφησε πίσω του κάποιο γραπτό κείμενο που θα μπορούσε να πιστοποιήσει πως ένα μέρος των όσων αναφέρονται στα ευαγγέλια αποτελούν όντως δικές του ρήσεις.
Παρόλα αυτά δεν είναι ευρέως γνωστή η ύπαρξη των επιστολών που αντάλλαξε ο βασιλιάς της Έδεσσας (όχι της ελληνικής, αλλά της μετέπειτα μετονομασθείσας ως Αντιόχεια), Άβγαρος ο 5ος, και ο ίδιος ο Ιησούς. Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτών των αποστολών που έφερε στο φως ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας, Ευσέβιος (275-339 μ.α.χ.χ); Και για ποιον λόγο τα κείμενα αυτά –εφ’ όσον όντως είναι αυθεντικά– δεν συμπεριελήφθησαν ως ιερά στα βιβλία της Καινής Διαθήκης;
Ο Άβγαρος βασίλεψε στην Έδεσσα την περίοδο 9-46 μ.α.χ.χ. Αρρώστησε όμως και ζήτησε από τον Ιησού (η φήμη του οποίου υποτίθεται ότι είχε εξαπλωθεί εκείνη την περίοδο) να τον επισκεφτεί και να τον γιατρέψει. Ας εξετάσουμε, όμως, καλύτερα το περιεχόμενο των επιστολών που αντάλλαξαν Άβγαρος και Ιησούς και που παρατίθενται από τον χριστιανό ιστορικό στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (Τόμος Α’, ΙΓ – Ἱστορία περὶ τοῦ τῶν Ἐδεσσηνῶν δυνάστου).
Βασιλιάς Άβγαρος: «Ο Άβγαρος του Ουχάμα, τοπάρχης, προς τον Ιησού, τον αγαθό σωτήρα που εμφανίστηκε στην Ιερουσαλήμ, χαίρε. Άκουσα σχετικά με σένα και με τις θεραπείες σου πως πραγματοποιούνται δίχως φάρμακα και βότανα. Όπως λένε, κάνεις τυφλούς να βλέπουν, χωλούς να περπατούν, καθαρίζεις λεπρούς, βγάζεις ακάθαρτα πνεύματα και δαίμονες, θεραπεύεις όσους βασανίζονται από ανίατες αρρώστιες, ανασταίνεις νεκρούς. Έχοντας, λοιπόν, ακούσει όλα αυτά για σένα, σκέφτηκα ότι ένα από τα δύο συμβαίνει: ή είσαι εσύ ο ίδιος Θεός που κατέβηκες από του ουρανό και πράττεις αυτά ή είσαι ο υιός του Θεού. Γι’ αυτό, λοιπόν, σου έγραψα, για να σε παρακαλέσω να ’ρθεις σε μένα και να θεραπεύσεις το βάσανο που έχω. Άκουσα άλλωστε ότι οι Ιουδαίοι αγανακτούν εναντίον σου και θέλουν να σε κατηγορήσουν. Έχω μια πολύ μικρή, αλλά σεμνή πόλη, που είναι αρκετή και για τους δυο μας.
Ιησούς: «Μακάριος είσαι, γιατί πίστεψες σε μένα χωρίς να με έχεις δει. Γιατί έχει γραφτεί για μένα ότι “όσοι μ’ έχουν δει δε θα πιστέψουν σε μένα” και “ώστε εκείνοι που δε θα μ’ έχουν δει, αυτοί να πιστέψουν και θα ζήσουν”. Όσον αφορά αυτά που γράφεις, το να ’ρθω κοντά σου, δηλαδή, πρέπει να ολοκληρώσω όλα εκείνα για τα οποία έχω σταλεί εδώ και μετά την ολοκλήρωση να αναληφθώ προς Εκείνον που μ’ έστειλε. Και αφού αναληφθώ, θα σου στείλω κάποιον από τους μαθητές μου για να σε θεραπεύσει και να δώσει ζωή σ’ εσένα και στους δικούς σου».
Σύμφωνα με την παράδοση, η επιστολή του Άβγαρου παραδόθηκε στον Ιησού από τον αρχειοφύλακα και ζωγράφου του πρώτου, τον Ανανία. Όμως κάπου εδώ μπλέκεται και η ιστορία ενός ακόμη κειμηλίου που σχετίζεται με την εικόνα του προσώπου του Ιησού. Όμως ας αφήσουμε το κείμενο του Μηναίου του Αυγούστου να μας διηγηθεί περισσότερα:
«Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἔδεσσας, Ἄβγαρος, ἦταν λεπρός. Ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔστειλε πρὸς Αὐτὸν τὸν ἀρχειοφύλακά του, Ἀνανία, μὲ ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸ νὰ πάει στὴν Ἔδεσσα νὰ τὸν θεραπεύσει. Ὁ Ἀνανίας ἦταν ζωγράφος, γι’ αὐτὸ ὁ Ἄβγαρος τὸν ἐπιφόρτισε νὰ φτιάξει τὸ πορτραῖτο τοῦ Σωτήρα σὲ περίπτωση ποὺ ὁ Χριστὸς ἀρνεῖτο νὰ πάει. Ὁ Ἀνανίας βρῆκε τὸν Χριστὸ περιστοιχισμένο ἀπὸ ἕνα μεγάλο πλῆθος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν πλησιάσει. Γι’ αὐτὸ ἀνέβηκε σ’ ἕνα βράχο ἀπὸ ὅπου μποροῦσε νὰ τὸν βλέπει καλύτερα. Προσπάθησε νὰ φτιάξει ἕνα πορτραῖτο τοῦ Σωτήρα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε “ἐξ αἰτίας τῆς ἀπερίγραπτης δόξας τοῦ προσώπου Του, τὸ ὁποῖο ἄλλαζε διὰ τῆς χάριτος”. Βλέποντας ὅτι ὁ Ἀνανίας ἤθελε νὰ φτιάξει τὸ πορτραῖτο Του, ὁ Χριστὸς ζήτησε νερό, νίφτηκε, σκούπισε τὸ πρόσωπο Τοῦ σ’ ἕνα κομμάτι λινὸ ὕφασμα, καὶ τὰ χαρακτηριστικά του ἔμειναν ἀποτυπωμένα σ’ αὐτὸ τὸ λινὸ ὕφασμα. Εἶναι γι’ αὐτὸ ποὺ ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι ἐπίσης γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Μανδήλιον. (Ἡ ἑλληνικὴ λέξη μανδήλιον προέρχεται ἀπὸ τὴ σημιτικὴ λέξη mindil). Ὁ Χριστὸς τὸ ἔδωσε στὸν Ἀνανία καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὸ πάρει, μὲ μία ἐπιστολή, στὸ πρόσωπο ποὺ τὸν εἶχε στείλει. Στὴν ἐπιστολή, ὁ Χριστὸς ἀρνεῖτο νὰ πάει ὁ ἴδιος στὴν Ἔδεσσα, ἐπειδὴ εἶχε μιὰ ἀποστολὴ νὰ ἐκπληρώσει. Ὑπόσχετο στὸν Ἄβγαρο ὅτι, ὅταν θὰ ἐκπληρώνετο αὐτὴ ἡ ἀποστολή, θὰ ἔστελλε ἕνα ἀπὸ τοὺς μαθητές Του πρὸς αὐτόν.
Ὅταν ὁ Ἄβγαρος πῆρε τὸ πορτραῖτο, θεραπεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια του, ἀλλὰ ἔμειναν στὸ πρόσωπό του ἀρκετὰ σημάδια. Μετὰ τὴν Ἀνάληψη, ὁ ἀπόστολος Ἅγιος Θαδδαῖος, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα, πῆγε στὴν Ἔδεσσα καὶ θεράπευσε τὸ βασιληὰ πλήρως προσηλυτίζοντάς τον στὸ Χριστιανισμό. Πάνω στὸ θαυματουργὸ πορτραῖτο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἄβγαρος ἔγραψε αὐτὰ τὰ λόγια: “Ὢ Χριστὲ Θεέ, αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει σὲ Σένα δὲν θὰ πεθάνει”. Ἀφαίρεσε ἕνα εἴδωλο ἀπὸ τὸ κοίλωμά του πάνω ἀπὸ μία πύλη τῆς πόλης καὶ τὸ ἀντικατέστησε μὲ τὴν ἁγία εἰκόνα. Ὁ Ἄβγαρος ἔκανε πολλὰ γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στοὺς ὑπηκόους του. Ἀλλὰ ὁ δισέγγονός του ἐπέστρεψε στὴν εἰδωλολατρεία καὶ ἤθελε νὰ καταστρέψει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου. Γι’ αὐτὸ ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλης τὴν ἐντείχισε στὸ κοίλωμα ἀφοῦ προηγουμένως τοποθέτησε μία ἀναμμένη κανδήλα μπροστά της. Ἔτσι ἡ εἰκόνα διασώθηκε».
Η πρώτη αναφορά για το «Μανδήλιον» εντοπίζεται στο έργο Δόγμα του Αδδαίου στα μέσα του τετάρτου μεταχριστιανικού αιώνα, ενώ το πρώτο κείμενο που αναφέρεται ξεκάθαρα στην φυσική παρουσία του αντικειμένου στην πόλη της Έδεσσας ανήκει στον βυζαντινό λόγιο Ευάγριο τον Σχολαστικό περίπου το 600 μ.α.χ.χ. Εκεί γίνεται λόγος για την θαυματουργή δράση του Μανδηλίου κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Πέρσες το 544 μ.α.χ.χ. Το Μανδήλιον μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 10ο αιώνα, χάνεται στην 4ης σταυροφορία του 1204 και επανεμφανίζεται στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου Θ’ (1214-1270). Τελικά, τα ίχνη του χάνονται οριστικά κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης.
Στη νεότερη εποχή, την περίοδο 1845-1846, ο Αυστριακός μυστικιστής και οραματιστής, Jakob Lorber, επανέφερε στο προσκήνιο τον μύθο των επιστολών του Άβγαρου και του Ιησού, λαμβάνοντας τηλεπαθητικά μέσω… channeling κι άλλες επιστολές που αντάλλαξαν οι δύο χαρακτήρες! Αξίζει τέλος να αναφέρουμε πως σε τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε τον Νοέμβριο του 1998 και ερωτηθείς σχετικά με τις επιστολές Άβγαρου και Ιησού, ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός δήλωσε πως «η γνησιότης αυτής της επιστολής είναι ένα πρόβλημα».
Στις μέρες μας η αυθεντικότητα των επιστολών Αβγάρου και Ιησού αμφισβητείται ξεκάθαρα από την επιστημονική κοινότητα, που κάνει λόγο για μια ευφάνταστη ιστορία που έπλασε ο ίδιος ο Ευσέβιος. Χαρακτηριστικά, τα όσα υποστηρίζει ο ακαδημαϊκός ιστορικός, Sir Steven Runciman (1903-2000): «Είναι εύκολο να αποδειχθεί ότι η ιστορία των επιστολών του Άβγαρου και του Ιησού, με τη μορφή που μας έχει παραδοθεί, είναι πλαστή, ότι οι επιστολές εμπεριέχουν φράσεις παρμένες από τα ευαγγέλια και ότι το νόημα που τους έχει αποδοθεί ταιριάζει με τις πεποιθήσεις της Χριστιανικής Θεολογίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε αργότερα».
Τα δώρα των Μάγων στην Ελλάδα!
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι σχετικό ενδιαφέρον με τα «κειμήλια του Ιησού» εντοπίζεται στις μέρες μας και στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, οι μοναχοί στο μοναστήρι του Αγίου Παύλου στο στο Άγιον Όρος υποστηρίζουν πως φιλοξενούν υπολείμματα από τα δώρα που προσέφεραν οι τρεις Μάγοι στον Ιησού, λίγες ώρες μετά τη γέννησή του…
Info:
– Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μηνά Παπαγεωργίου, “Το πρόβλημα της ιστορικότητας του Ιησού: Το ρεύμα των Μυθικιστών”, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Δαιδάλεος.
-Στο άρθρο χρησιμοποιούνται οι συντομογραφίες π.α.χ.χ (πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης) και μ.α.χ.χ (μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης).