Μένουμε σπίτι: Αυτές είναι οι 20 καλύτερες σειρές του 21ου αιώνα
Από το 'Breaking Bad' ως το 'Fleabag' κι από το 'BoJack Horseman' ως το 'Doctor Who', διαλέγουμε τις 20 καλύτερες σειρές που παίχτηκαν στην τηλεόραση μετά το 2000.
- 28 Μαρτίου 2020 07:56
Μένουμε σπίτι με τον κορονοϊό και κάνουμε μια επιλογή των καλύτερων σειρών που μπορούμε να δούμε.
Μια ανασκόπηση σε ένα αναγκαίο best of.
Στο τέλος των ‘90s, πάνω στο σβήσιμο του 20ου αιώνα, οι ‘Sopranos’ έκαναν πρεμιέρα εκκινώντας τη λεγόμενη Χρυσή Εποχή της αμερικάνικης τηλεόρασης. Από εκεί, μετά το 2000 περάσαμε στο πρώτο απόγειο του ΗΒΟ με τα πρεστίζ δράματα που άλλαξαν για πάντα τα δεδομένα. Κι αν το “τηλεόραση ως το νέο σινεμά” ντιμπέιτ επιτέλους πια προσπεράστηκε, η εποχή στην οποία πλέον οδηγηθήκαμε, έχει κάτι που δύσκολα μπορείς να οριοθετήσεις.
Το streaming ήρθε να φέρει εντελώς νέες βάσεις πάνω στις οποίες χτίστηκε η επανάσταση που η Χρυσή Εποχή υποσχέθηκε φτάνοντας σήμερα σε ένα σημείο τηλεοπτικής κορύφωσης διαρκούς προσφοράς και τεράστιων ονομάτων σε ελεύθερη μετακίνηση από και προς τη μικρή οθόνη.Γι’αυτό και ετούτη η συλλογή τίτλων είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον πέραν του στρογγυλού της χρονικής συγκυρίας. Το ‘99 οι ‘Sopranos’ έφεραν την επανάσταση, αλλά πώς μοιάζει η Νέα Εποχή, που ξημέρωσε μετά το 2000;
Με την πρώτη 20ετία του 21ου αιώνα πίσω μας, ξεχωρίσαμε τις 20 καλύτερες σειρές αυτής της περιόδου. 20 χρόνια, 20 σειρές, μια λίστα αναγκαστικά ελλιπής, αλλά πάντως φτιαγμένης με μεγάλη αγάπη για το μέσο, για τις δυνατότητές του, για τα όσα διαφορετικά μας έχει δώσει κι όσα συνεχίζει να μας δίνει.
Ιστορίες ηθικά γκρίζων ανδρών και ιστορίες δυνατών γυναικών, ιστορίες εγκλήματος και ιστορίες αγάπης, ιστορίες γέλιου και ιστορίες απόγνωσης, ιστορίες ρεαλισμού και ιστορίες απόδρασης. Η τηλεόραση του 21ου αιώνα μας έδωσε τα πάντα, και αυτή την 20άδα την αγαπήσαμε κάτι τις παραπάνω.
***
20. Unbelievable
Βασισμένη στο βραβευμένο με βραβείο Pulitzer άρθρο του ProPublica An Unbelievable Story of Rape, η μίνι σειρά ‘Unbelievable’ εμπνέεται από την αληθινή ιστορία μιας 18χρονης κοπέλας που, αφότου κάνει καταγγελία του βιασμού της, κατηγορείται ότι κατασκεύασε την ιστορία της. Η Marie όμως δεν ξέσπασε, δεν άλλαξε τη ρουτίνα της, δεν ήθελε καν να αλλάξει τα σεντόνια της, και το πλήρωσε γιατί δεν ήταν το ιδανικό, αξιόπιστο θύμα βιασμού.
Η σειρά ξετύλιξε τρομερά μεθοδικά τον μίτο μυστηρίου της ταυτότητας του βιαστή της, όχι για να εντείνει τη δράση ή για τα εύκολα twists, αλλά για να σπείρει τη διαδρομή ως εκεί με όλους τους τρόπους που απογοητεύουμε καθημερινά όσα άτομα πρέπει να ζήσουν με αυτό το τραύμα. Είναι η πρώτη σειρά που αντιμετωπίζει τόσο σφαιρικά τις συνθήκες, ψυχικές και διαδικαστικές, γύρω από τον βιασμό και την κακοποίηση. Όταν στο τέλος έρχεται η κάθαρση, είναι γλυκόπικρη και απολύτως κερδισμένη. – Ι.Γ.
19. Bates Motel
Η ίδια η ιδέα του ‘Bates Motel’ φαίνεται – μπορεί και να ήταν – απερίσκεπτη. Εάν δεν ενδιαφέρεσαι για τις περιπέτειες του Normal Bates από το ‘Ψυχώ’ στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, υποθέτω πως το κόνσεπτ ενός σίριαλ κίλερ – πριν καν γίνει σίριαλ κίλερ – που στήνει μια πανσιόν με τη μητέρα του και πρέπει να αντιμετωπίζει καθημερινά τη δυσλειτουργική του σχέση μαζί της, δεν είναι ακριβώς δελεαστική. Η σειρά του Carlton Cuse όμως, είχε αντιληφθεί εξαρχής κάτι που τα περισσότερα prequels αδυνατούν να καταλάβουν. Ότι πρέπει να μπορούν να σταθούν μόνα τους.
Να αποκτούν αξία εκτός και πέρα από την ορίτζιναλ δημιουργία που τα γέννησε. Όπως τα περισσότερα prequels που εν τέλει πετυχαίνουν, το ‘Bates Motel’ λειτουργεί σαν ειρωνική τραγωδία. Η σειρά έπαιζε διαρκώς με την αντίθεση όσων συνέβαιναν στην οθόνη μας και όσα ξέραμε ότι θα συνέβαιναν στο μέλλον των χαρακτήρων και, με έναν μαγικό τρόπο, κατάφερνε διαρκώς να εκπλήσσει με πιστές στο δικό της DNA, διόλου επιτηδευμένες αλλαγές στον Hitchcock. Με την κάθε πιθανή μορφή τραύματος να παίρνει τη θέση της βασικής θεματικής του show σε κάθε σεζόν, το ‘Bates Motel’ έγινε ένα από τα πιο συνεκτικά και συνεπή ψυχογραφήματα που έχει φιλοξενήσει ποτέ το μέσο. – Ι.Γ.
18. Community
Φαινομενικά πρόκειται απλώς για μια σύνθεση στη λογική των ταινιών του John Hughes σαν το ‘Breakfast Club’. Άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους (παιγμένοι από ένα πολυτάλαντο καστ μεταξύ των οποοίων συναντάμε από τον Donald Glover ως την Alison Brie κι από τον John Oliver ως την Gillian Jacobs), ξεμένουν στην ίδια γωνιά του περιθωρίου και διαπιστώνουν πως τελικά, για δες!, δεν είναι και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Ακροβατώντας όμως διαρκώς ανάμεσα στις χιουζικές ευαισθησίες και τις συμβάσεις ενός ποπ animation, άρχισε σταδιακά με όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και διάθεση πειραματισμού να παρουσιάζει το κάθε κεφάλαιο της ζωής αυτών των ανθρώπων σαν μια διαφορετική εξερεύνηση αφηγηματικών ειδών.
Κάθε επεισόδιο ήταν κάτι ολότελα διαφορετικό: Μια σπουδή πάνω στις ταινίες συνωμωσίας ή στις περιπέτειες ή στις ταινίες τρόμου ή στα μαφιόζικα δράματα. Εξερεύνησε και διαμέλισε κάθε πιθανή τηλεοπτική σύμβαση, έκλεισε τους χαρακτήρες του σε ένα δωμάτιο για 20 λεπτά, τους έκανε πλαστελίνη, τους έκανε 8-bit, ταξίδεψε τον διαβολικό κλώνο του ενός εξ αυτών από μια παράλληλη διάσταση. (Περίπου.) Φτάνοντας στην πορεία να γίνει κάτι σαν ακούσιο ψυχογράφημα του δημιουργού Dan Harmon, ο οποίος απολύθηκε και ξαναπροσελήφθη στη σειρά του, πριν αυτή κοπεί και τελικά ξεκινήσει ξανά, καταλήγοντας κάπως έτσι να μετρά στην ουσία 3 διαφορετικά series finale. Μια απλή κωμωδία- ή η απόδειξη πως στα χέρια του κατάλληλου δημιουργικό τιμ, τίποτα δεν είναι απλό. -Θ.Δ.
17. Breaking Bad
Κάθε σεζόν ένα νέο, συγκεκριμένο κεφάλαιο στην εξελικτική πορεία του χαρακτήρα του εμβληματικού Walter White, κάθε σεζόν ήταν καλύτερη από την προηγούμενη, δίχως ποτέ η σειρά να χάνει το χαρακτήρα της καθώς κυλούσε προς το φινάλε. Ο Gilligan δεν έχασε το στόχο, ήξερε τι ήθελε να πει και πώς.
Η σειρά όσο κι αν γινόταν πιο έντονη, δεν έχανε ποτέ τα στοιχεία που την καθόρισαν εξαρχής, δηλαδή μεταξύ άλλων το μαύρο χιούμορ και το pulp γουέστερν στοιχείο, χτισμένο πάνω σε μια ερμηνεία-δυναμίτη από τον Bryan Cranston και παιγμένη εξίσου με όρους δραματικής έντασης α λα ‘Ozymandias’ όσο και κάποιου καρτούν Hanna Barbera α λα ‘Fly’. Ο Gilligan μάλιστα κατάφερε να εμπλουτίσει εντυπωσιακά το σύμπαν του show του μέσα από ένα γεμάτο ψυχή και αισθητικό μεγαλείο πρίκουελ (‘Better Call Saul’) κι ακόμα και αυτή την υπέροχα χαμηλών τόνων ταινία-επίλογο (‘El Camino’). –Θ.Δ.
16. Battlestar Galactica
Ο στόχος του Ronald D. Moore, όπως έγραφε ο δημιουργός στο blog του τότε Sci-Fi δικτύου (SyFy πλέον), δεν ήταν τίποτε λιγότερο από «την επανεφεύρεση των σειρών επιστημονικής φαντασίας». Για τους επιζώντες της καταστροφής που εξολόθρευσε δισεκατομμύρια ανθρώπους, τα μοναδικά δηλαδή απομεινάρια μιας ανθρωπότητας που πλέον υπάρχει μονάχα στο διάστημα, ήταν μια εξαιρετικά υψηλή απαίτηση. Το ‘Battlestar Galactica’, μια σειρά για το τι χρειάζεται για να επιβιώσεις και το πόσο τελικά θα σου κοστίσει, ανταποκρίθηκε σ’ αυτήν.
Την ξεπέρασε κιόλας στέλνοντας κι άλλες σειρές στο διάστημα (The Expanse, Killjoys, Nightflyers, Lost in Space κ.ά). Το show δεν είχε μια τέλεια πορεία και ούτε κατάφερε να σπάσει την προκατάληψη των βραβείων για το καθαρόαιμο sci-fi, όμως υπήρξε άφοβο μπροστά στα άσβεστα ζητήματα της ανθρωπότητας – τον πόλεμο, τη θρησκεία, την ισότητα μεταξύ φύλων, την προσωπική ταυτότητα. Στην 3η του σεζόν μάλιστα, όσο ο πόλεμος της Αμερικής μαινόταν στο Ιράκ, ανέτρεψε θρασύτατα τη στερεοτυπική εικόνα του τρομοκράτη βάζοντας τους ανθρώπους κάτω από τη δυναστεία των Cylons να ζώνονται με πυρομαχικά για να ανατιναχτούν μαζί με τους τελευταίους. Και όσο για τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, μια ερώτηση που διέτρεχε εξαρχής μια σειρά με ανθρώπους και ανδροειδή, το ‘Battlestar Galactica’ ανακάλυπτε την ανθρωπιά παντού. – Ι.Γ.
15. Mindhunter
Όπως εντοπίσαμε στο ‘Seven’ και είδαμε να απογειώνεται αργότερα στο ‘Zodiac’, ο David Fincher είναι ο μετρ του procedure. Μιλάμε, φυσικά, για ένα είδος που, από τις αστυνομικές και τις δικαστικές αίθουσες μέχρι τους ψυχρούς θαλάμους νοσοκομείων, έχει φέρει χρυσάφι στην τηλεόραση, αλλά στα χέρια του Fincher δεν γίνεται ποτέ παραδοσιακά. Το στιλιζαρισμένο, αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο, στριφνό ‘Mindhunter’ δεν εκθειάζει, ούτε μεγαλοποιεί φθηνά τα εγκλήματα των υπό μελέτη δολοφόνων του.
Παρουσιάζοντας το χρονικό της αυγής των εγκληματολογικών προφίλ από το FBI, αφήνει πίσω τα κλασικά thrills των διασκευασμένων αληθινών εγκλημάτων και κοιτάζει τη φιλολογική πλευρά τους. Όσοι περίμεναν τους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές να κάνουν νυχτερινές καταδιώξεις, τους είδαν να κάνουν συνεντεύξεις, να εφευρίσκουν ορολογίες, να συζητούν πάνω από μια ατέλειωτη χαρτούρα. Το ‘Mindhunter’ είναι μια ψυχογραφική εξερεύνηση της φιλοδοξίας που μεταμόρφωσε έναν δυσκίνητο γραφειοκρατικό μηχανισμό, στον οργανισμό που μπορεί πλέον να εκπαιδεύει τους πράκτορές του στις πιο ενδόμυχες, σκοτεινές σκέψεις του ανθρώπινου νου. Το καλύτερο Netflix original που έχουμε δει ως τώρα. -Ι.Γ.
14. The Good Wife
Κατά μία έννοια, η τελευταία σπουδαία σειρά της μη καλωδιακής αμερικανικής τηλεόρασης. (Πριν συνεχιστεί με ένα εξίσου σπουδαίο σίκουελ, το ‘The Good Fight’, αυτή τη φορά σε streaming.) Ένα καθηλωτικό δικαστικό δράμα με κοινωνικές προεκτάσεις που είχε τον ρυθμό όπερας και την ευαισθησία ενός ‘Wire’, που ήξερε πότε να ανέβει στο 11 παγιδεύοντας τους ήρωές του σε υπαρξιακής τυχαιότητας αδιέξοδα, και πότε να ανασάνει αφήνοντάς τους να μοιραστούν ένα νυχτερινό ποτό ή να χορέψουν ένα γλυκό χορό της νίκης. Procedural σαν αυτά που δεν φτιάχνουν πια, με σεζόν των 22 επεισοδίων που με ένα μαγικό τρόπο δε μοιάζουν ποτέ φλύαρες ούτε κάνουν κοιλιές, γεμάτα παιχνίδια ηθικής, ντόμινο τυχαιότητας, πολιτικές όπερες, αισθηματικά δράματα, quirky καρτούν και δικαστικά θρίλερ όλα τυλιγμένα σε ένα πακέτο αδύνατο να του αντισταθείς, παιγμένο στην εντέλεια από ένα αψεγάδιαστο καστ ηθοποιών που ζωντανεύουν ετερόκλητους χαρακτήρες.
Ύστερα από το πρώτο κρεσέντο των πρώτων 2 (πρότερα σχεδιασμένων) σεζόν η σειρά όχι δεν έχασε δυναμική αλλά έχτισε προς την μάλλον τέλεια σεζόν της, την 5η, και ακόμα και μετά από 1-2 άνισα μετέπειτα χρόνια, έφτασε γεμάτη αυτοπεποίθηση σε ένα θρασύ, σπουδαίο φινάλε, δίχως καμία εξιλέωση, με αποφάσεις στον αέρα, ηθικό γκρίζο μέχρι τέλους, και ένα χαστούκι να αντηχεί στην αιωνιότητα της σειράς. -Θ.Δ.
13. BoJack Horseman
Άλογο, ξεπλυμένος σταρ των ‘90s, έπαιξε σε πετυχημένο σίριαλ, έβγαλε ένα σκασμό λεφτά και μετά τον ξέχασε το σύμπαν. 20 χρόνια μετά, ακόμα δεν έχει καταφέρει να απαντήσει στον εαυτό του αυτή τη βασική ερώτηση: τι ζωή θέλει. Animation πικρή κωμωδία που με κάλυμμα την κριτική στην κουλτούρα του θεάματος και των media και περνώντας μέσα από διάφορα γνώριμα τηλεοπτικά μοτίβα κωμωδίας και δράματος φέρνει τους χαρακτήρες σε επαφή με τα δυσλειτουργικά κομμάτια του εαυτού τους ώστε να βρουν πού έχουν κολλήσει, σε ποιο σημείο της παρελθοντικής ευτυχίας τους έχουν μείνει παγιδευμένοι για πάντα, ώστε να μπορέσουν να δώσουν ένα τέλος, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν.
Είναι όμως δυνατόν κάτι τέτοιο; “Closure είναι κάτι που εφηύρε ο Σπίλμπεργκ για να πουλάει εισιτήρια,” λέει ο BoJack κάποια στιγμή, ως αναλαμπή σοφίας. Η σειρά διαπραγματεύεται βαριές, πικρές ιδέες με μια παράλογα εφευρετική άνεση και παράλογα αστείες κωμικές φόρμες φτάνοντας κομμάτι το κομμάτι να βυθιστεί πλήρως στο σκοτάδι της, με αποκορύφωμα ίσως την 4η σεζόν, το great american novel της δεκαετίας μας όπου ο BoJack μετατρέπεται σχεδόν σε κομπάρσος στο ίδιο του το δράμα γενεών. Μέσα από αυτό το μεγάλο μας σύγχρονο κενό, η σειρά αποκαλύπτεται πλήρως ως μια εξερεύνηση τραυμάτων, προκαταλήψεων, λαθών και αμαρτιών που μεταδίδονται από τη μια γενιά στην επόμενη καθώς η μεταμοντερνιστική celebrity κουλτούρα του σήμερα χτίζεται πάνω τους, καταστροφικά, σαν ιός. -Θ.Δ.
12. Fleabag
Η Fleabag δημιουργήθηκε από την Phoebe Waller-Bridge, ένα βρετανικό ταλέντο που αναδύθηκε την τετραετία μπροστά και πίσω από την κάμερα γράφοντας και παίζοντας τρισδιάστατες γυναίκες. Για δύο αψεγάδιαστες, φρέσκες, αναιδείς σεζόν, βλέπαμε μια γυναίκα εκτός ελέγχου να καμουφλάρει τον πόνο της με ατάκες και γκριμάτσες που έσπαγαν τον τέταρτο τοίχο για να ψυχαγωγήσει εμάς, το κοινό.
Όσο όμως ανακαλύπταμε τους λόγους πίσω από το πένθος και τις αυτοκαταστροφικές της τάσεις, η μάσκα άρχισε να πέφτει. Στα ανατέλλοντα χρόνια της γυναίκας αντι-ηρωίδας στην τηλεόραση, η Fleabag φορά περήφανα το στέμμα της και η Waller-Bridge ανεβαίνει σε όλο και μεγαλύτερες σκηνές της βιομηχανίας. – Ι.Γ.
11. Gilmore Girls
Συνδυάζοντας ‘30s σκρούμπολ ρυθμούς διαλόγων και ερμηνείας με μια αισθητική παραμυθένιας κωμόπολης όπως θα την ονειρευόταν ο David Lynch, η Amy Sherman-Palladino δημιούργησε την απόλυτη οικογενειακή δραμεντί της 20ετίας για μια μητέρα και μια κόρη που είναι οι καλύτερες φίλες και το απόλυτο στήριγμα η μία της άλλης, «και όχι πολλά πέρα από αυτό», όπως είχε παραδεχτεί η ίδια όταν μιλούσε για το πώς συνέλαβε αρχικά τη σειρά. Όμως στις πλάτες των Lauren Graham και Alexis Bledel, των οποίων οι ρυθμοί και η κοινή ενέργεια γεννά σπίθες η σειρά εξελίχθηκε σε ένα μαγευτικό, γλυκόπικρο και απολύτως ξεχωριστό στόρι παράλληλης ενηλικίωσης, μιας έφηβης και μιας ενήλικης που δεν έζησε ποτέ την εφηβεία όπως την ήθελε.
Βάζοντας και την γιαγιά Emily στο δραματικό παιχνίδι, η Sherman-Palladino δημιουργεί μέσα από σπαρταριστούς διαλόγους, πνευματώδεις ατάκες, ένα πολυβόλο ποπ αναφορών, και πάνω απ΄όλα αμόλυντη συναισθηματική ωρίμανση για κάθε εμπλεκόμενο χαρακτήρα, μια καθοριστική ιστορία για τρεις γενιές γενιές γυναικών της οποίες διαχωρίζουν εμπόδια ιδεολογικά, αισθητικά και ταξικά, προσπαθώντας πάντα να βρουν την κοινή τους γραμμή καθώς τσακώνονται, ερωτεύονται, θριαμβεύουν, αποτυγχάνουν. Μια από τις πιο καθαρά auteur-ίστικές τηλεοπτικές δημιουργίες της σύγχρονης τηλεόρασης, φτιαγμένη από άνθρωπο της τηλεόρασης. -Θ.Δ.
10. The Americans
Κανένα show της δεκαετίας των 2010’s δεν ήταν τόσο άρτιο και ολοκληρωμένο όσο το ‘The Americans’. Η σειρά που αναπτύχθηκε από έναν πρώην πράκτορα της CIA (Joe Weisberg) και έδωσε τα ηνία σε δύο Σοβιετικούς κατασκόπους είχε, από τη σκηνογραφία και το σάουντρακ της μέχρι τους χειροπιαστούς χαρακτήρες και την κατασκοπική της δράση, μια αυθεντικότητα που δεν έχασε σε κανένα της beat. Όπως όμως η μαφία δεν ήταν ποτέ ο πυρήνας του ‘Sopranos’, έτσι και το ‘Americans’ δεν ήταν ποτέ στ’ αλήθεια για τον Ψυχρό Πόλεμο.
Ήταν ένα στιβαρό, ηλεκτρισμένο δράμα για το καθήκον, για τις κοσμοθεωρίες και τους τριγμούς τους, για μια οικογένεια που πάλευε να μην ανατιναχτεί από τα μυστικά της. Το φινάλε του, δε, ήταν ένα grand slam λήξης που, όπως και ολόκληρο το show, δεν έτυχε της αναγνώρισης που του άξιζε. Δεν πειράζει όμως. Το δικό μας βραβείο το έχει πάρει εδώ και χρόνια. – Ι.Γ.
9. Lost
Απαγορεύεται να μιλήσεις για την τηλεόραση στον 21ο αιώνα χωρίς να μιλήσεις για το ‘Lost’. Ο οδοστρωτήρας του 2004 έδειξε έναν διαφορετικό δρόμο για την ανοιχτή τηλεόραση που πολλοί προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμη να μιμηθούν, χωρίς να τα έχουν καταφέρει επιτυχημένα. Η ιστορία των επιβατών της πτήσης 815 που έπρεπε να «ζήσουν μαζί ή να πεθάνουν μόνοι» ήταν επαναστατική. Πλούσιος εσωτερικός κόσμος χαρακτήρων, diversity πριν γίνει κουλ, εντυπωσιακή τοποθεσία, υψηλού προφίλ παραγωγή, άγνωστα ως επί το πλείστον ταλέντα, και ένα mystery box στοιχείο που σύντομα θα πετούσε έξω όλη μας την εκπαίδευση στη σειριακή τηλεόραση.
Ήταν ανήκουστο ως τότε, αλλά εάν έχανες δύο-τρία επεισόδια του show δεν είχες καμία ελπίδα για τα επόμενα. Η σειρά αποδείχθηκε πιο φιλοσοφική από αυτό που είχαν υποσχεθεί σε πολλούς τα μυστήριά της, όμως το Νησί ήταν πάντα ένα σπίτι για εκείνους που πάλευαν με τους δαίμονές τους, που εξερευνούσαν το υπαρξιακό τους άγχος, που δεν ήξεραν να εγκαταλείπουν ακόμα κι όταν έπρεπε. Στη διαχρονική μάχη του ‘Lost’ μεταξύ Επιστήμης και Πίστης, η τελευταία θα κέρδιζε από τις πρώτες στιγμές ως τις τελευταίες. – Ι.Γ.
8. Doctor Who
Κλασική οικογενειακή σειρά στην Αγγλία για το 1/4 του 20ου αιώνα, το ‘Doctor Who’ αναγεννήθηκε για το σύγχρονο κοινό ακολουθώντας τις νέες περιπέτειες ενός εξωγήινου που ταξιδεύει στο χωροχρόνο παρέα με γήινους (συνήθως) συντρόφους. Στα χέρια πρώτα του Russell T. Davies και μετέπειτα του Steven Moffat (του ‘Sherlock’), η σειρά εξελίχθηκε σε μια από τις πιο αγνά συναισθηματικές περιπέτειες στην τηλεόραση, συνδυάζοντας το μελόδραμα με τον μοραλισμό και οικογενειακή διασκέδαση με αφηγηματικά αινίγματα, καταφέρνοντας σε κάθε ξεχωριστή του περίοδο (είτε διαφορετικών showrunners είτε διαφορετικών πρωταγωνιστών) να προσφέρει κάτι φρέσκο και ξεχωριστό αλλά πάντα θεματικά ενιαίο.
Ο ενθουσιασμός του Ένατου Doctor (ο Christopher Eccleston έμοιαζε σε κάθε επεισόδιο να ανακαλύπτει από την αρχή τον κόσμο) έδωσε τη θέση του στην ορμητικά αφελή ενέργεια του Δέκατου (David Tennant, που το αισθηματικό του παιχνίδι με την Billie Piper και η τραγικωμωδία με την Catherine Tate απογείωσε οριστικά τη σειρά), ο Εντέκατος (Matt Smith, πριν τη βραβειακή αναγνώριση για το ‘Crown’) όρισε τη νέα εποχή ως coming of age παραμύθι κι ο Δωδέκατος (ο σπουδαίος Peter Capaldi, καλύτερος όλων) την επαναπροσδιόρισε ως σκοτεινή ιστορία εξανθρωπισμού, πριν η 13 της Jodie Whittaker δώσει στη σειρά ένα αποφασιστικά, επιτέλους, νέο πρόσωπο. -Θ.Δ.
7. The Shield
Αστυνομικό δράμα με την ορμή πολιορκητικού κριού, σαν υπερ-villain σιαξπηρική τραγωδία, σαν ‘Θησαυρός της Σιέρα Μάδρε’ στους γεμάτους εγκληματικότητα δρόμου του Λος Άντζελες. Μια ειδική μονάδα ενός αστυνομικού τμήματος χρησιμοποιεί μέσα πέραν νομιμότητας και ηθικής για να τα πατάξει το έγκλημα στήνοντας, αναπόφευκτα τελικά, τη δική τους αμοραλιστική γωνία βίας και εγκληματικότητας. Η δράση της σειράς τοποθετείται σε όλη τη διαδρομή ισχύος, από τα γραφεία των πολιτικών που διεκδικούν τις θέσεις δύναμης μέχρι αστυνομικούς διευθυντές, τους ντετέκτιβ γραφείου, και τους τελευταίους τη τάξει αστυνομικούς στις γωνίες των δρόμων.
Γύρω από μια ερμηνεία ζωής από τον Michael Chiklis, ικανό για την πιο ζωώδη ενέργεια και το πιο συγκλονιστικό υπαρξιακό ξεφύσημα σιωπής, και από μια εντυπωσιακή ερμηνευτική ωρίμανση από τον μοναδικό Walton Goggins, η σειρά στήνει ένα αξέχαστο ensemble από καθηλωτικούς καρατερίστες και σπουδαίους πρωταγωνιστές εξίσου (η Glenn Close θα έπρεπε να πάρει Όσκαρ για ΑΥΤΗ την ερμηνεία, και όσο για τον Forest Whitaker τι να πει κανείς), σε μια διαδρομή αδιανόητα αγωνιώδη, για ανήθικα κοινωνιοπαθή τέρατα μέσα σε μια κοινωνία-καζάνι, που όσο κινούνται παγιδεύονται περισσότερο. Ένας από τους καλύτερους πιλότους στην ιστορία της τηλεόρασης οδηγεί στο ίσως καλύτερο φινάλε που έχει ποτέ παιχτεί. Στο ενδιάμεσο, το πόδι δε λέει να ξεκολλήσει από το γκάζι. -Θ.Δ.
6. The Leftovers
Μία σειρά που ξεκινά με την επόμενη μέρα της εξαφάνισης του 2% του πληθυσμού της Γης, θα είχε σίγουρα να κάνει με την απώλεια και το πένθος. Το ‘Leftovers’ όμως, μία απάντηση θα έλεγε ίσως κανείς από τον Damon Lindelof για τις αντιδράσεις εναντίον του φινάλε που έγραψε για το ‘Lost’, είναι κυρίως μια ιστορία για τις στιγμές όπου ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με το άγνωστο.
Η πίστη, η κοινότητα, η απόγνωση, η εξιλέωση, η ένταση του συναισθήματος μπροστά στις ερωτήσεις που η λογική δεν μπορεί να απαντήσει – όλες τους θεματικές που απασχολούν διαχρονικά τον δημιουργό – είναι το χέρι που απλώνει η σειρά όταν ρίχνει κοινό και χαρακτήρες στο κενό. Βαθιά ρομαντικό show που έψαχνε διαρκώς τη χάρη στο χάος και αντιμετώπισε τη ζωή μας λιγότερο σαν αυτό που είναι και περισσότερο σαν αυτό που την αισθανόμαστε να είναι. -Ι.Γ.
5. Mad Men
Η σειρά που ξεκίνησε ως ένα δράμα για έναν διαφημιστή που ήξερε να πουλά το τέλειο Αμερικανικό Όνειρο χωρίς να το ζει στο ίδιο του το σπίτι, έγινε συνειδητά στην πορεία ένα αλφαβητάρι για τη διαδρομή της ανθρωπότητας προς τη γέννηση της σύγχρονης Δυτικής κοινωνίας των ‘70s, με αφετηρία τα αμερικανικά ‘50s. Από την πρώτη του στιγμή, το ‘Mad Men’ ήξερε πως ο Don Draper και τα υπόλοιπα αγόρια της σειράς που δεν ήθελαν να μεγαλώσουν, δεν θα άλλαζαν όσο κι αν προσπαθούσαν. Αυτό που θα άλλαζε σίγουρα, από τις γυναίκες, από την τεχνολογία, από τις εξελίξεις που πάντα θα εκβιάζουν μετατοπίσεις, θα ήταν ο κόσμος γύρω τους.
Ο βετεράνος σεναριογράφος των ‘Sopranos’, Matthew Weiner, είχε φτιάξει έναν μικρόκοσμο για τους πρωταγωνιστές του και άφηνε την πιο ρευστή κοινωνία να παρεισφρύει σε αυτόν για να φέρει την επίπονη μεταβολή που ποτέ δεν καταφέρνουμε οι άνθρωποι να τελειοποιήσουμε στη γενιά μας (και για πολλές επόμενες γενιές συνήθως). Το ‘Mad Men’ με τον αργόσυρτο ρυθμό του, τις στατικές του εικόνες και την επιμονή του να ρωτά γιατί συνέβη αντί τι συνέβη σε ένα μέσο υψηλών ταχυτήτων, ήταν στην πραγματικότητα σε διαρκή κίνηση. – Ι.Γ.
4. Twin Peaks: The Return
Ο Lynch κι ο Frost επέστρεψαν σήμερα για να συναντήσουν την τηλεόραση που προφήτευσαν πριν 27 χρόνια, ώστε να την ταξιδέψουν άλλα 27 χρόνια παρακάτω. Αγνοώντας επιδεικτικά την ιδέα του fan service, αφηγούνται μια αληθινή επιστροφή με τρόπο ριζικά διαφορετικό από τον παλιό. Μακριά από την αναγνωρίσιμη δομή επεισοδίων και τα εγκάρδια quirks του παιχνιδιάρικου σαπουνοπερατικού κόσμου μυστηρίου που κάποτε έχτισαν, φλερτάρουν εντονότερα με την αιχμηρή αγριάδα του ‘Fire Walk With Me’, ενώνοντας στοιχεία μέσα σε έναν αβάν γκαρντ τυφώνα εξπρεσιονιστικών εικόνων και υφής κάποιου αληθινού εφιάλτη που ένας Dale Cooper κάποτε ονειρεύτηκε με την ψυχή του παγιδευμένη.
Μια ιστορία για νέες αρχές και την ανθρωπιά (και τη βία) του να μαθαίνεις τα πράγματα από την αρχή, το νέο ‘Twin Peaks’ αδιαφορεί για τις συμβάσεις των άλλων σειρών αλλά και του ίδιου του παλιού του εαυτού καθώς, σαν τον κεντρικό του ήρωα, πετάει το δέρμα του και αναγεννιέται, σκηνή-σκηνή, επεισόδιο-επεισόδιο, σε κάτι εντελώς διαφορετικό, ασχημάτιστο, μαγνητιστικό. -Θ.Δ.
3. Deadwood
Στη Νότια Ντακότα λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, μέσα από 3 καθηλωτικές σεζόν και μια τηλεταινία-επίλογο χρονολογείται η ανάπτυξη του Deadwood, από τις μέρες που ήταν μια απλή κατασκήνωση μέχρι την έλευση του πολιτισμού και το σχηματισμό μιας πόλης, με νόμους και κοινωνικές δομές. Μπλέκοντας αληθινούς χαρακτήρες από τη μυθολογία της Άγριας Δύσης (τον Άγριο Μπιλ, την Καλάμιτι Τζέιν), με φανταστικούς ήρωες που ίσως και να βασίζονται σε ιστορική καταγραφή αλλά ίσως και όχι, ο David Milch δημιουργεί μια πανέμορφη, ποιητική, ονειρώδη, αριστοτεχνικά παιγμένη, και ιδιοσυγκρασιακά γραμμένη εξιστόρηση του πώς ο πολιτισμός γεννήθηκε μες στο αίμα και τη λάσπη.
Μέσα από τη βίαιη θεατρικότητα και τον ποιητικά παραληρηματικό λόγο, γράφοντας έμμετρους διαλόγους για ακούλτουρους εγκληματίες του 19ου αιώνα, ο Milch οραματίστηκε τη γέννηση της καπιταλιστικής, βιομηχανικής Δύσης ως ένα fever dream καταπιεσμένων όνειρα ηθικής κι εγκλήματος, ακολουθώντας τις διαδρομές μιας κοινότητας χαμένων ψυχών κάπου στα βάθη της americana, ανθρώπων που υπακούν μόνο στα ένστικτά τους μέχρι που αναγκάζονται να υπακούσουν σε κάτι ισχυρότερο από αυτούς, από τον εμβληματικό Al του Ian McShane (σε μια από τις διαχρονικά μετγαλειώδεις τηλεοπτικές ερμηνείες) ως το εντυπωσιακότερο ίσως ensemble “κάπου τους έχω δει αυτούς!” ηρώων της σύγχρονης τηλεόρασης. Σπάνια μια σειρά έχει θελήσει να έχει τόση μικρή σχέση με το ρεαλισμό, μέσα σε ένα απολύτως ρεαλιστικό πλαίσιο, και το αποτέλεσμα να είναι τόσο υπερβατικό αλλά και αληθινό την ίδια στιγμή. -Θ.Δ.
2. Rectify
Το στοχαστικό ‘Rectify’ του Ray McKinnon ήταν μια ενδοσκοπική άσκηση αναδόμησης μέσα από μια πολύ ειδικών συνθηκών οπτική. Αυτήν του Daniel Holden που, δεκαεννέα χρόνια μετά την καταδίκη του σε θάνατο για έναν βιασμό και φόνο που μπορεί να έπραξε ή και να μην έπραξε, αποφυλακίζεται μετά από μια επανεξέταση DNA με ατελέσφορα αποτελέσματα. Στα 30 επεισόδια της σειράς, ο Daniel προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το υπαρξιακό του άγχος ανακαλύπτοντας από την αρχή ποιος είναι, η οικογένειά του δοκίμαζε να ξαναχτίσει μια κοινή ζωή μαζί του, και η μικρή τους κοινωνία επιχειρούσε να μαζέψει τα κομμάτια που είχε σκορπίσει η μεγάλη της απώλεια. Η σειρά πήρε τον χρόνο της για όλα αυτά τα βήματα, σε ριζοσπαστικό σχεδόν ρυθμό για την τηλεόραση. Οι αθόρυβες, τρομερά αργές κινήσεις της, άφηναν τις παραπάνω εσωτερικές, σπαρακτικές επεξεργασίες των χαρακτήρων να αναπνεύσουν και να συμβούν σε οριακά πραγματικό χρόνο. Με όλο το βάρος και την ωμότητά του όμως, το μελαγχολικό ‘Rectify’ αντιπαρέβαλε τις πιο σκοτεινές του πτυχές με τα ηλιόλουστα, μελωδικά πλάνα της Georgia και με μια ενδόμυχη πεποίθηση που ελάφραινε το πνεύμα – ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να υπερβεί τον πόνο και να βγει στην αντίπερα όχθη. – Ι.Γ.
1. The Wire
Στις γωνίες της Βαλτιμόρης ολόκληρες αρμάδες από ανήλικα πιτσιρίκια, στρατιώτες ενός πολέμου δίχως αρχή και δίχως τέλος, σπρώχνουν ναρκωτικά σε ανώνυμους χρήστες, συντηρώντας ένα ολόκληρο σύστημα διαφθοράς και βρώμικου κέρδους, καθώς μια ολόκληρη κοινωνία κοιτά δίχως να κατανοεί. Και δίχως να μπορεί να αντιδράσει. Καθώς όμως το ‘Wire’ μετακινείται από σεζόν σε σεζόν, αλλάζοντας τα σκηνικά της (με θεματικό και φορμαλιστικό αποκορύφωμα την 4η σεζόν η οποία τολμά να απομακρυνθεί βίαια μακριά από τους βασικούς της ήρωες), εξετάζοντας κάθε φορά μια νέα πτυχή της σύγχρονης τραγωδίας μας, γίνεται σαφές ένα πράγμα: Αυτή δεν είναι η ιστορία της Βαλτιμόρης, είναι η ιστορία της Αμερικής. Είναι η ιστορία της κοινωνίας μας.
Γραμμένο από τον David Simon, επί δεκαετίες ρεπόρτερ σε εφημερίδα, και με τη βοήθεια συγγραφέων (όπως ο Dennis Lehane ή ο George Pelecanos), η ντοκιμαντεριστικού επιπέδου αλήθεια της σειράς πλέκεται ιδανικά με μερικούς από τους πιο απολαυστικούς και αξέχαστους χαρακτήρες που μας έχει δώσει ποτέ η τηλεόραση, συνεισφέροντας σε ένα μείγμα σπάνιας ειλικρίνειας και εγκαρδιότητας. Εξαρχής φτιαγμένη με το όραμα 5 σεζόν που τελικά δημιουργήθηκαν ουσιαστικά δίχως παρεμβάσεις, το ‘Wire’ μάλλον αποτελεί το πιο γνήσιο και αμόλυντο από τον παραμικρό εξωγενή παράγοντα έργο που είχε παραχθεί ποτέ για την τηλεόραση, τουλάχιστον μέχρι την Χρυσή Εποχή της. Είναι η ιδανική τηλεόραση, όπως αυτή μπορεί να φτιαχτεί υπό τις ιδανικές συνθήκες. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένει το πιο πολύτιμο απόκτημα που έχει να επιδείξει το μέσο. – Θ.Δ.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΡΟΝΟΪΟ |
|