Μια Κύπρια δημοσιογράφος είδε και σχολιάζει το “Famagusta”
Διαβάζεται σε 8'Είδαμε το πρώτο επεισόδιο της σειράς “Famagusta” του MEGA και γράφουμε τις εντυπώσεις μας. Τι μας άρεσε και τι δεν μας άρεσε μέχρι τώρα.
- 22 Ιανουαρίου 2024 13:51
Η νέα σειρά του MEGA με τίτλο “Famagusta” έκανε πρεμιέρα το βράδυ της Κυριακής (21/01) και, ευτυχώς, ήταν αντάξιο των προσδοκιών που είχαμε “χτίσει” όλο αυτό το διάστημα, καθώς περιμέναμε την μεγάλη παραγωγή με ιδιαίτερη αγωνία.
Η σειρά είναι αφιερωμένη στην Κύπρο και στα 50 χρόνια που ολοκληρώνονται φέτος από την τουρκική εισβολή στο νησί, που είχε ως αποτέλεσμα να μοιραστεί στα δύο. Ούσα Κύπρια, υπήρχαν επιφυλάξεις στην αρχή, καθώς πρόκειται για μια πραγματική ιστορία με ιδιαίτερο βάρος, που δεν “σηκώνει” πολλή μυθοπλασία. Το ακόμα πιο δύσκολο είναι πως η ιστορία αυτή παραμένει ανοιχτή πληγή για τους Κυπρίους, δεν έχει υπάρξει λύση στο Κυπριακό ζήτημα. Τα 50 χρόνια δεν είναι πολλά. Η γενιά που βίωσε τον πόλεμο ζει ακόμα, ενώ και η επόμενη, γνωρίζει καλά τα τραγικά γεγονότα και τα έχει στο “πετσί” της με έναν διαφορετικό τρόπο. Γι’ αυτό και χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή σε ένα τέτοιο εγχείρημα.
Το αποτέλεσμα μέχρι στιγμής, έχοντας δει το πρώτο επεισόδιο της σειράς, είναι αξιοπρεπέστατο.
Famagusta: Τι μας άρεσε στη σειρά
Για όλους τους παραπάνω λόγους, το γεγονός, δηλαδή, ότι καταπιάνεται με ένα τόσο δύσκολο θέμα που ακόμα πονάει έναν ολόκληρο λαό, είναι μια τολμηρή απόφαση εκ μέρους του Ανδρέα Γεωργίου, και των συνεργατών του. Είναι ένα θέμα που δύσκολα θα “άγγιζε” κανείς, γι’ αυτό και του αξίζουν “μπράβο” που σκέφτηκε να αποτίσει έναν φόρο τιμής. Μέχρι στιγμής, η ιστορία της Κύπρου αντιμετωπίζεται με μεγάλο σεβασμό.
Η επιλογή του θέματος αυτού για να γίνει τηλεοπτική σειρά και να προβληθεί σε ένα κανάλι ευρείας εμβέλειας, αποτελεί από μόνο του ένα πολύ θετικό στοιχείο. Αφενός, αναβιώνει την ιστορία της Κύπρου που δεν θα πρέπει να ξεχαστεί, ακριβώς επειδή το Κυπριακό πρόβλημα δεν έχει βρει ακόμα λύση, αλλά και επειδή όσα συνέβησαν ήταν φρικτά. Η τουρκική κατοχή έχει μετατραπεί σε καθημερινότητα πια για τους Κυπρίους, έχουμε – κατά κάποιον τρόπο – συμφιλιωθεί με το ότι είμαστε μισοί, και η σειρά επαναφέρει στη μνήμη το παρελθόν μας, που καλό θα είναι να μην “θάψουμε”.
Την ίδια στιγμή, η αναβίωση των τραγικών γεγονότων του 1974, αποτελεί μια καλή ευκαιρία για τους εξ Ελλάδος φίλους να μάθουν περισσότερα πράγματα για την Κύπρο και την ιστορία της. Ενδεχομένως να γνωρίζουν τα βασικά της ιστορίας, ωστόσο, είναι διαφορετικό να βλέπεις σκηνές που αφορούν το πώς αισθάνονται οι πρόσφυγες της Κύπρου όταν αντικρίζουν το σπίτι από το οποίο εκδιώχθηκαν ή πως έχουν χαραχτεί μέσα τους οι μνήμες του πολέμου, οι σειρήνες, οι βομβαρδισμοί, ο τρόμος, οι νεκροί συγγενείς τους που κείτονταν στο έδαφος και κυρίως ο ξεριζωμός. Ο ξεριζωμός, άλλωστε, και η προσφυγιά, αποτελούν και θέματα επίκαιρα, που μπορούν να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο γενικότερα.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να γίνει ειδική μνεία στη συγκλονιστική ερμηνεία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη, μίας από τις καλύτερες ηθοποιούς που ζουν και εργάζονται στην Κύπρο τις τελευταίες δεκαετίες, στον ρόλο της Χαρίτας Μάντολες, ενός ζωντανού θρύλου της Κύπρου. Πρόκειται για μια γυναίκα-σύμβολο, που όλοι όσοι καταγόμαστε από το νησί τη γνωρίζουμε ως φυσιογνωμία και την έχουμε συνδεδεμένη με το 1974. Η ίδια έγινε μάρτυρας της εν ψυχρώ εκτέλεσης έξι μελών της οικογένειάς της από Τούρκους στρατιώτες, ενώ δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται.
Η μαρτυρία που ακούσαμε στην πρεμιέρα διά στόματος Μπεμπεδέλη, είναι αληθινή, κι αυτό αποτελεί ένα από τα πιο συγκλονιστικά και συγκινητικά στοιχεία της σειράς, καθώς βασίζεται σε σοκαριστικές μαρτυρίες όσων έζησαν την εισβολή. Και στη συνέχεια των επεισοδίων, θα δούμε και άλλες πραγματικές ιστορίες μέσα από την έρευνα που πραγματοποίησε ο Δημήτρης Τοκαρής.
Τα πλάνα, επίσης, από τη μέρα της τουρκικής εισβολής, όπως και από την επίσκεψη της οικογένειας Σέκερη στο σπίτι της στην Αμμόχωστο, το οποίο άφησε πίσω της στον πόλεμο, ήταν εξαιρετικά και συναισθηματικά φορτισμένα, καθώς ο θεατής έμπαινε στη θέση του ήρωα που αισθάνεται τουρίστας στον ίδιο του τον τόπο. Αισθάνεται ξένος στο ίδιο του το σπίτι, που το έχουν ρημάξει, όπως και την ψυχή του, ένα κομμάτι της οποίας παραμένει πάντα εκεί.
Η σειρά περιλαμβάνει ένα πάρα πολύ καλό καστ, με καταξιωμένους ηθοποιούς από Ελλάδα και Κύπρο, αλλά και νέα πρόσωπα, με τις ερμηνείες τους μέχρι στιγμής να είναι αρκετά καλές.
Τέλος, το τραγούδι των τίτλων, που ονομάζεται “Δεν Ξεχνώ” (το σύνθημα – σύμβολο της Κύπρου), σε μουσική Χρίστου Στυλιανού, στίχους Ελένης Ζιώγας και ερμηνεία Μαρίας Φαραντούρη, είναι εξαιρετικό και ταιριάζει απόλυτα στο θέμα της σειράς. Οι στίχοι παραλληλίζουν την κομμένη στα δύο Κύπρο με μια μάνα που αισθάνεται μισή, καθώς το παιδί της αγνοείται στον πόλεμο.
Famagusta: Τι δεν μας άρεσε στη σειρά
Από την άλλη πλευρά, όμως, υπήρξαν ορισμένες συνθήκες που χρήζουν βελτίωσης στη σειρά, όπως και μερικά στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, καλυτερεύοντας το τελικό αποτέλεσμα.
Αρχικά, η απουσία της κυπριακής διαλέκτου σε μία σειρά που είναι αφιερωμένη στην Κύπρο και που αποτυπώνει την τραγική ιστορία της, “μαρτυρά” ασυνέπεια ανάμεσα σε αυτό που ο δημιουργός διατείνεται ότι κάνει και σε αυτό που τελικά βλέπει ο τηλεθεατής. Εάν είναι να παρουσιάσεις κάτι που αφορά μια πολύ συγκεκριμένη χώρα με μια πολύ συγκεκριμένη πραγματική ιστορία, καλύτερα να το κάνεις all the way.
Καταλαβαίνουμε πως το θέμα της γλώσσας είναι ένα δύσκολο κομμάτι και η απόφαση οι χαρακτήρες της σειράς να μιλούν ελληνικά, μάλλον πάρθηκε βάσει πρακτικών λόγων, που έχουν να κάνει με το γεγονός ότι η “Famagusta” παρουσιάζεται και προβάλλεται στην ελληνική τηλεόραση και, επομένως, απευθύνεται στο ελληνικό κοινό. Τα κυπριακά ενδεχομένως να δυσκόλευαν τους Έλληνες τηλεθεατές και να τους εμπόδιζαν να απολαύσουν απρόσκοπτα την σειρά, αφού θα “χάνονταν στη μετάφραση”.
Ίσως η προσθήκη υποτίτλων να ήταν μία λύση, αν όχι σε ολόκληρο το επεισόδιο, σε κάποια σημεία που θα ήταν απαραίτητη η απόδοση στα ελληνικά. Το ιδανικότερο, πάντως, θα ήταν οι ηθοποιοί – με την βοήθεια και την καθοδήγηση του σκηνοθέτη και των υπόλοιπων συντελεστών – να βρουν την “χρυσή τομή” στην ομιλία τους: ελληνικά με κυπριακή προφορά. Πολύ καλό παράδειγμα σε αυτό ήταν ο μονόλογος της Δέσποινας Μπεμπεδέλη, η οποία ισορρόπησε άριστα ανάμεσα στα δύο, όπως και ο Γρηγόρης Βαλτινός στην έναρξη του πρώτου επεισοδίου.
Είναι απαραίτητο να υπάρχει μία σύνδεση ανάμεσα στα πρόσωπα που βλέπουμε και στον τόπο που αυτά τοποθετούνται. Και μεγαλύτερος δεσμός από τη γλώσσα και από την διάλεκτο (βασικό χαρακτηριστικό των Κυπρίων, το βασικότερο ίσως που τους ξεχωρίζει από τους Ελλαδίτες) δεν υπάρχει.
Αυτό που λείπει, επίσης, είναι οι λεπτομέρειες, που μπορούν να κάνουν τη διαφορά και να δώσουν και το κάτι παραπάνω στον τηλεθεατή που το βλέπει. Για παράδειγμα, η οικογένεια Σέκερη αποφασίζει να πάει στην Αμμόχωστο να δει το σπίτι που άφησε στην εισβολή, και ακολουθεί ο εξής διάλογος: “Είσαι σίγουρη ότι θες να πάμε στην Αμμόχωστο;”. “Το θέλω πάρα πολύ”. “Άντε, πάμε”. Και οι ήρωες ξαφνικά βρίσκονται έξω από το σπίτι τους στην Αμμόχωστο. Δεν θα έπρεπε να δούμε την διαδρομή και το ότι οι Κύπριοι υποχρεούνται να δείξουν ταυτότητα ή διαβατήριο για να μπουν στα Κατεχόμενα;
Ακόμα ένα από τα στοιχεία που μας ξένισαν λίγο ήταν οι “σάλτσες” που προστέθηκαν στην ιστορία που παρουσιάζει η “Famagusta”, με δολοφονίες, ερωτικά τρίγωνα, εξωσυζυγικές σχέσεις, ίντριγκες και ασθένειες που οδηγούν στον θάνατο. Φυσικά, κατανοούμε πως μιλάμε για μυθοπλασία και πως οι παράλληλες ιστορίες είναι απαραίτητες για την εξέλιξη μιας σειράς, που θα έχει 24 επεισόδια, όμως, είμαστε σίγουροι πως θα μπορούσε να βρεθεί ένας κάπως διαφορετικός τρόπος για να γίνει αυτό, ώστε να μην θυμίζει, για παράδειγμα, την “Γη της Ελιάς” σε κάποιες σκηνές.
Ο Ανδρέας Γεωργίου έχει στα χέρια του μια – αληθινή μάλιστα – ιστορία τόσο δυνατή και τραγική, που υπερτερεί έναντι του πιο τρελού και δραματικού σεναρίου που θα μπορούσε να “σκαρφιστεί”. Η “πρώτη ύλη” συγκλονίζει και συγκινεί ούτως ή άλλως, επομένως, σ’ αυτή την περίπτωση, τα γύρω – γύρω είναι μάλλον περιττά. Φτάνει να υπάρχει η διάθεση, η υπομονή και τέχνη να την “δουλέψεις” σωστά, ώστε να μην χρειάζονται προσθήκες που μπορεί να μετατρέψουν την ιστορία σε σαπουνόπερα.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως γενικότερα δεν είναι απαραίτητο ο δημιουργός ενός έργου τέχνης, μιας σειράς, μιας ταινίας, ακόμα και ενός δίσκου, να συμμετέχει πρωταγωνιστικά σε αυτόν. Μπορεί κάποιες φορές να κάνει ένα βήμα πίσω, να αφοσιωθεί στην παραγωγή αυτού του έργου, και να αφήσει τους υπόλοιπους συντελεστές που έχει ο ίδιος επιλέξει, να βγουν μπροστά.