Όταν (δεν) μας βλέπουν: Εσύ σε ποια πλευρά θα ήσουν;
Μια υπόθεση ρατσισμού και κακοδικίας ήρθε με ορμή στην επικαιρότητα, μέσω της σειράς του Netflix "When They See Us". Όσοι παρακολούθησαν την ιστορία των "5 του Σέντραλ Παρκ", οφείλουν από την ασφάλεια του καναπέ τους να αναρωτηθούν ποια στάση θα κρατούσαν
- 24 Ιουλίου 2019 12:09
Ήταν πρώτη Μαΐου το μακρινό 1989, όταν ένας επιχειρηματίας του Real Estate στις ΗΠΑ, πάμπλουτος, εκκεντρικός και υπερσυντηρητικός, πλήρωσε 85.000 δολάρια για να δημοσιευθεί στις 4 μεγάλες εφημερίδες της Νέας Υόρκης, η παρακάτω ολοσέλιδη διαφήμιση.
Το μήνυμα της διαφήμισης ήταν το εξής: “ΦΕΡΤΕ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ, ΦΕΡΤΕ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΜΑΣ”.
Το συνοδευτικό κείμενο ανέφερε μεταξύ άλλων ότι “ο δήμαρχος Κοχ (τότε δήμαρχος της Νέας Υόρκης), είπε ότι το μίσος πρέπει να εξαφανιστεί από τις καρδιές μας. Δεν νομίζω. Θέλω να μισώ αυτούς τους κακοποιούς και τους δολοφόνους. Πρέπει να υποφέρουν…Ναι δήμαρχε Κοχ, θέλω να μισώ αυτούς τους δολοφόνους και πάντα θα τους μισώ. Πώς μπορεί η κοινωνία μας να ανέχεται τη συνεχιζόμενη κακοποίηση των πολιτών της από παρανοϊκούς αλήτες; Οι εγκληματίες πρέπει να καταλάβουν ότι οι η ελευθερία τους τελειώνει, εκεί που αρχίζει η ασφάλειά μας”.
Ο επιχειρηματίας, που είχε οργισμένος ξοδέψει τα χρήματά του για αυτή τη διαφήμιση, λεγόταν… Ντόναλντ Τραμπ.
Οι “πέντε του Σέντραλ Παρκ”
Οι “εγκληματίες”, στους οποίους αναφερόταν ήταν έξι παιδιά. Έξι παιδιά, που συνελήφθησαν τυχαία μαζί με άλλους ανηλίκους από την αφροαμερικανική και λατινοαμερικανική κοινότητα και τα οποία είχαν βρεθεί στο Σέντραλ Παρκ, το ίδιο βράδυ (19 Απριλίου 1989), που η 28 χρονη Τρίσα Μέιλι, μια γυναίκα που έκανε τζόγκινγκ στο πάρκο, χτυπήθηκε και βιάστηκε άγρια. Ο δράστης της επιτέθηκε και την εγκατέλειψε, νομίζοντάς την νεκρή.
Ήταν μια βραδιά επεισοδίων στο Σέντραλ Παρκ, τα οποία όμως δεν είχαν καμία σχέση με το συγκεκριμένο έγκλημα.
Τα έξι παιδιά για τα οποία ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ, ζητούσε τη θανατική ποινή, ήταν ο 14χρονος Στιβ Λόπεζ, ο 15χρονος Άντρον Μακρέι, ο 14χρονος Κέβιν Ρίτσαρσον, ο 15χρονος Γιουσέφ Σαλάμ, ο 14χρονος Ρέιμοντ Σαντάνα και ο 16χρονος Κόρι Γουάιζ.
Από αυτούς, ο Στιβ Λόπεζ, ήταν ο μόνος από τους έξι που κατάφερε να έρθει το 1991 σε συμφωνία με την εισαγγελία, καθώς δεν είχε σε κανένα σημείο της κατάθεσής του στην αστυνομία παραδεχθεί ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με το βιασμό και οι όποιες μαρτυρίες θεωρήθηκαν αναξιόπιστες.
Δεν έγινε όμως το ίδιο και για τα άλλα πέντε παιδιά.
Ο βιασμός μιας λευκής γυναίκας στο πάρκο, την ώρα που δεκάδες ανήλικοι έκαναν το λεγόμενο “Wilding”, ξεφάντωναν δηλαδή στο ίδιο μέρος, προκάλεσε υστερία και ο ρατσισμός της κουλτούρας του λευκού αξιοπρεπούς μεσήλικα ξέσπασε με σφοδρότητα.
Την υπόθεση πήρε πάνω της – εκτός από τον Τραμπ- η εισαγγελέας Λίντα Φερστέιν, η οποία ως επικεφαλής του Τμήματος Σεξουαλικών Εγκλημάτων, χρειαζόταν άμεσα ένα αφήγημα, αλλά και τη σύλληψη των ενόχων.
Χρειαζόταν μια επιτυχία και μια απάντηση στο ποιος το έκανε. Τα 5 παιδιά, ήταν τα ιδανικά θύματα ενός συστήματος, που έψαχνε εκδίκηση για την επίθεση στην 28χρονη γυναίκα.
Βία, ψέματα και ομολογίες
Τα παιδιά, ανακρίθηκαν χωρίς την παρουσία δικηγόρου, για περισσότερες από 24 ώρες, υπέστησαν σωματική και ψυχολογική βία και με ψευδείς υποσχέσεις ότι θα γυρίσουν στα σπίτια τους, άρχισαν να ομολογούν τη συμμετοχή τους στο βιασμό και να δίνουν ο ένας τον άλλον, αλλά και να αναφέρουν λεπτομέρειες, που δεν ταίριαζαν, ούτε στο χρόνο και στο χώρο που έλαβε χώρα η επίθεση.
Τα στοιχεία δεν επαρκούσαν, το DNA δεν έδινε επιβεβαίωση στις εικασίες της Φέρστέιν, το αντικείμενο με το οποίο χτυπήθηκε η 28χρονη δεν είχε βρεθεί, ωστόσο η ίδια είχε αποφασίσει ότι οι 5 ήταν ένοχοι της επίθεσης και ήταν αποφασισμένη να αγνοήσει τα στοιχεία.
Μια ματιά στα βίντεο με τις ομολογίες των παιδιών και κυρίως του 16χρονου Κόρι Γουάιζ, φτάνει για να καταλάβει κανείς ότι μετά από ώρες ανάκρισης, οι ανήλικοι ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν οτιδήποτε.
Η υπόθεση σπάει σε τρεις δίκες, με την τρίτη να είναι αυτή του Λόπεζ. Τον Αύγουστο του 1990 αρχίζει η δίκη των “Πέντε του Σέντραλ Παρκ”. Με αυτό το όνομα τα ΜΜΕ της εποχής, δείχνουν ότι τους αντιμετωπίζουν ήδη σαν απρόσωπους εγκληματίες. Δεν πρόκειται για παιδιά, αλλά για ενόχους.
Οι εισαγγελείς Φερστέιν και Λέντερερ, με τη βοήθεια των ντετέκτιβ που έκαναν τις ανακρίσεις, έχουν χτίσει μια ιστορία, το τέλος της οποίας μένει απλώς να επιβεβαιωθεί από το δικαστήριο.
Και έτσι γίνεται. Παρά τη μάχη των δικηγόρων τους και παρά την παντελή έλλειψη στοιχείων, τα 5 παιδιά καταδικάζονται από 5 έως 13 χρόνια φυλάκισης. Όλοι εκτός από τον Κόρι Γουάιζ οδηγούνται σε αναμορφωτήρια και περνούν την εφηβεία τους στη φυλακή.
Ο Κόρι Γουάζι οδηγείται ως ενήλικος κατευθείαν στη φυλακή και θα υποστεί βασανιστήρια από συγκρατούμενούς του επί χρόνια.
Οι 5 ανήλικοι θα δουν τις ζωές τους να καταστρέφονται, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τις οικογένειές τους. Αποδεικνύεται ότι όταν ένα μέλος μιας οικογένειας πάει στη φυλακή, είναι σαν να πηγαίνει όλη η οικογένεια.
Το εξοργιστικό της υπόθεσης είναι ότι και οι πέντε ήταν αθώοι και σημαδεύτηκαν για πάντα, επειδή βρέθηκαν στο λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή, αλλά και επειδή η Λίντα Φερστέιν θυσίασε χωρίς δισταγμό, 5 παιδιά για να ανέβει τα σκαλιά της επιτυχίας.
Δώδεκα χρόνια μετά την καταδίκη τους και ενώ οι 4 από τους 5 είχαν εκτίσει τις ποινές τους, ο Ματίας Ρέγες, ένας κατά συρροήν βιαστής, ομολόγησε ότι ήταν αυτός που είχε βιάσει την Τρίσα Μέιλι, περιέγραψε το πώς τη χτύπησε και τι έκανε μετά την επίθεση, με αποτέλεσμα να γίνει αναψηλάφηση της υπόθεσης.
Όταν το DNA επιβεβαίωσε ότι ο Ρέγες ήταν πράγματι αυτός που έκανε το έγκλημα, οι “πέντε του Σέντραλ Παρκ”, αθωώθηκαν και απαλλάχτηκαν από όλες τις κατηγορίες. Αυτοί που είχαν εγκληματίσει πέρα από τον βιαστή Ρέγες ήταν η Φερστέιν και οι αστυνομικοί της, ωστόσο δεν το παραδέχθηκαν ποτέ. Αντίθετα η Φέρστειν, υποστήριξε την εκδοχή ότι ο Ρέγες ήταν απλώς ο… έκτος βιαστής.
Οι πέντε έφηβοι, μήνυσαν αργότερα την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, ωστόσο έπρεπε να περάσουν άλλα 12 χρόνια και το 2014 να τους επιδικαστεί αποζημίωση 41 εκατομμυρίων δολαρίων, που όμως δεν μπορούσε να τους δώσει πίσω τα χαμένα χρόνια, ούτε να σβήσει από την ψυχή και το σώμα τους τα σημάδια, που ακόμα και σήμερα είναι εμφανή.
Εκδίκηση σε δεύτερο χρόνο μέσω Netflix
Η ιστορία των 5, ήρθε ξανά στην επικαιρότητα χάρη στη σειρά του Netflix, “Όταν μας βλέπουν” (When they See us). Και μάλιστα αυτό έγινε σε 190 χώρες.
Η δημιουργός της σειράς, Έιβα Ντουβερνέ, ήθελε ακριβώς αυτό. Να πει την ιστορία πέντε παιδιών που είδαν τη ζωή τους να καταστρέφεται, χωρίς να φταίνε σε τίποτα.
Η μίνι σειρά 4 επεισοδίων καλύπτει 25 χρόνια ιστορίας από την σύλληψη και την καταδίκη, μέχρι την τελική δικαίωση και απεικονίζει όχι μόνο το πώς βίωσαν τη φυλακή, αλλά και τι συνάντησαν οι 4 από τους 5 όταν βγήκαν.
Οι ερμηνείες και η ποιότητα της σειράς, έφεραν στη δημοσιότητα ξανά τα πρόσωπα του δράματος. Τους “πέντε του Σέντραλ Παρκ”, τη Λίντα Φέρστέιν, η οποία εν τω μεταξύ είχε γίνει πετυχημένη συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, ενώ όλοι θυμήθηκαν και τον ρόλο του Τραμπ, ο οποίος ζητούσε τότε την εκτέλεση των 5 και σήμερα είναι πλανητάρχης και ασκεί πολιτική με φράσεις του στυλ “αν ήθελα να εξαφανίσω το Αφγανιστάν, θα το έκανα σε 10 μέρες και θα πέθαιναν εκατομμύρια άνθρωποι, αλλά δεν θέλω”.
Ραγισμένοι νικητές
Η απήχηση της σειράς, έφερε ξανά αντιμέτωπους με λόγια πράξεις και παραλείψεις και τον Ντόναλντ Τραμπ και τη Λίντα Φέρστέιν, οι οποίοι τα χρόνια που οι 5 σάπιζαν στη φυλακή, οι ίδιοι ανέβαιναν τα σκαλιά της επιτυχίας με γοργά βήματα.
Όταν ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ ρωτήθηκε για την υπόθεση και για το εάν θα ζητούσε συγγνώμη από τους πέντε άδικα καταδικασθέντες, δεν άφησε περιθώρια για παρερμηνείες.
Ηγέτης γέννημα-θρέμμα της εποχής της μετααλήθειας, πιστεύει βαθιά και το δείχνει ότι τα γεγονότα είναι μια απλή λεπτομέρεια μπροστά στην ισχύ.
“Γιατί το θίγεις αυτό τώρα; Είναι ενδιαφέρουσα η συγκυρία που ανοίγει ξανά το θέμα. Υπάρχει κόσμος και από τη μια και από την άλλη πλευρά σε αυτή την ιστορία. Ομολόγησαν την ενοχή τους και αρκετοί εισαγγελείς πιστεύουν ότι δεν έπρεπε ποτέ να γίνει συμβιβασμός για αυτή την υπόθεση. Ας μείνουμε σε αυτό”, απάντησε όταν ρωτήθηκε πρόσφατα για την υπόθεση.
Η ίδια η Φέρστέιν, που σήμερα έχει αναδειχθεί σε μια από τις πιο μισητές περσόνες στις ΗΠΑ και την οποία εγκατέλειψε και ο εκδότης της, εξακολουθεί να πιστεύει, όπως και πολλοί από τους ντετέκτιβ που συμμετείχαν στις έρευνες, ότι οι 5 ανήλικοι δεν κατηγορήθηκαν άδικα. Επιτέθηκε μάλιστα στη σειρά, δηλώνοντας ότι διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.
Τα θύματα της κακοδικίας, την χαρακτήρισαν ένα “γρανάζι του συστήματος” που απλώς δούλεψε πολύ καλά, πατώντας σε στερεότυπα.
Στην εξέλιξη της υπόθεσης και μετά την αθώωσή τους, οι 5 άνδρες πια, χαρακτηρίστηκαν ως “νικητές”. Η πραγματικότητα βέβαια είναι διαφορετική. Οι πέντε άντεξαν, αλλά είναι φανερό ότι αυτό που πέρασαν, τους άλλαξε για πάντα. Η περίπτωση του Κόρι Γουάιζ είναι χαρακτηριστική. Βλέπεις σε κάθε κίνησή του, έναν άνθρωπο συντετριμμένο από τα 13 χρόνια φυλακής.
Το ποιος έχασε και το ποιος νίκησε, είναι αρκετά δύσκολο να το πει κανείς, καθώς η επιτυχία μιας σειράς δεν αλλάζει ούτε κατεστημένες νοοτροπίες, ούτε δημιουργεί κάποιου είδους αφύπνιση και αυτό ισχύει για κάθε κοινωνία της Δύσης.
Η αναζήτηση εύκολων θυμάτων, η στοχοποίηση των φτωχών, των αδύναμων και των διαφορετικών, δεν είναι ζήτημα του παρελθόντος, ούτε αφορά τους μαύρους και τους λατίνοαμερικάνους στις ΗΠΑ. Είναι θέμα που έρχεται και επανέρχεται σε κάθε δυτική κοινωνία.
Μπορεί η σειρά να έβαλε στο στόχαστρο, (για έναν ακόμα λόγο τον Τραμπ) και να μετέτρεψε τη Φερστέιν από βραβευμένη πλούσια σε δαχτυλοδεικτούμενη πλούσια, ωστόσο γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τέτοιου είδους παρεμβάσεις, ακόμα και αν γίνονται με τέτοια ορμή, κρατούν για λίγο, ειδικά σε μια εποχή ταχύτητας και συμπύκνωσης της επικαιρότητας.
Η παρακολούθηση μιας ποιοτικής ταινίας ή μια σειράς, δεν μπορεί να προκαλέσει παρά μια μικρή ιδιωτική λύτρωση όταν δεν μας βλέπουν, η οποία προσφέρει τα άλλοθι για όσα δεν κάνουμε και δεν λέμε… όταν μας βλέπουν.
Ο όχλος, που καταδίκασε τους 5 ανήλικους, πριν καν πάνε στο δικαστήριο, υπάρχει σε κάθε χώρα. Μπορούμε να θυμηθούμε και παραδείγματα από την Ελλάδα, πολύ πρόσφατα μάλιστα. Η υπόθεση Ζακ Κωστόπουλου και ο τρόπος που παρουσιάστηκε το θύμα, μέχρι να έρθουν στη δημοσιότητα τα βίντεο από τη δολοφονία του σε κοσμηματοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, είναι χαρακτηριστική.
Η ιστορία της αδικίας απέναντι στους αδύναμους και η ανεύρεση εξιλαστήριων θυμάτων, είναι πανάρχαια, όπως και η αδιαφορία της πλειοψηφίας απέναντι σε τέτοια φαινόμενα.