Οι Εκδόσεις Αγγελάκη κυκλοφόρησαν το νέο βιβλίο του Μιχαήλ Παπαδάκη, με τίτλο «Ελεύθερες Καρδιές»
Διαβάζεται σε 7'
Ο Μιχαήλ Παπαδάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966 με καταγωγή από τη Χερσόνησο Ηρακλείου Κρήτης. Είναι παντρεμένος και έχει μία κόρη κι έναν γιο.
- 13 Μαρτίου 2025 14:40
H φλόγα λικνιζόταν στο λιγοστό λαδάκι, που είχε απομείνει στο μαυρισμένο καντήλι κι αυτό μαρτυρούσε πως έφτανε στο τέλος άλλη μια συνάθροιση στο ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Τρία νεαρά αγόρια, καθισμένα το ένα δίπλα στο άλλο μέσα στο στενόχωρο ιερό, άκουγαν με μεγάλη προσοχή τα λόγια του παπα-Λάμπρου. Ο γέροντας κρατούσε στα ροζιασμένα χέρια του ένα πολυκαιρισμένο βιβλίο και διάβαζε στα παιδιά με τρεμάμενη φωνή: «εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον, ίνα κράζουσι: Χαίρε νύμφη ανύμφετε».
«Άντε, παιδιά μου, σηκωθείτε να πάτε στα σπίτια σας, γιατί σουρούπωσε και θα ανησυχήσουν οι δικοί σας» τους προέτρεψε ο γέροντας με στοργικό τρόπο, μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση.
«Μη στενοχωριέσαι, παππούλη, σήμερα έχει ολόγιομο φεγγάρι και θα το θωρούμε το μονοπάτι» αποκρίθηκε με αυθορμητισμό ο Ανέστης, ο πιο μικροκαμωμένος μα κι ο πιο γενναίος… θαρρείς πως μέσα σ’ αυτό το καλούπι ήταν χωμένη όλη η λεβεντιά του κόσμου. Δεν υπήρχε κάτι ριψοκίνδυνο που να μην το είχε κάνει. Αν και ήταν μόνο δεκατριών, τρύπωνε κρυφά σε τουρκικούς στρατώνες και έκλεβε τροφές και γρόσια. Η σβελτάδα του ήταν παροιμιώδης. Όνειρο το ’χε, κι ας ήταν διωγμένοι και επικηρυγμένοι, να πάρει τα βουνά και να ενταχθεί σε μια ομάδα κλεφτών, πρώτα σαν ψυχοπαίδι, μα γρήγορα πρωτοπαλλήκαρο κι αργότερα με δικό του μπαϊράκι.
«Το δάσος κρύβει πολλούς κινδύνους τη νύχτα, γι’ αυτό καλύτερα να ταχύνετε την επιστροφή σας. Και να πάτε από τον Κουλουριά, είναι δύσβατο μονοπάτι, αλλά σίγουρα δεν θα συναντήσετε τουρκική περίπολο».
«Έννοια σου, παπα-Λάμπρο, και τα έχουμε μάθει με κλειστά μάτια τα μονοπάτια» ξεστόμισε καμαρωτά ο Σταθακλής, ο πιο γεροδεμένος, που, ενώ δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα δεκατέσσερα χρόνια, έδειχνε για ενήλικας. Σε αυτό συντελούσε και η έντονη τριχοφυΐα στο πρόσωπο και στο σώμα του αλλά και το γυμνασμένο του κορμί με τα στιβαρά του χέρια. Από τα έξι του βοηθούσε τον πατέρα του στα κτήματα και στα ζώα. Στο χωριό τους, τον Κάψια, όλοι γνώριζαν το ηρωικό του κατόρθωμα… πως ένα χειμωνιάτικο πρωινό που χαλούσε ο τόπος από τη νεροποντή και λυσσομανούσε ο βοριάς, βγήκε με τον πατέρα του, να πάνε στο μαντρί να φροντίσουν τα ζώα. Σε μια στιγμή ένας κεραυνός ξεθεμέλιωσε ένα θεόρατο δέντρο και καθώς έπεσε καταγής καταπλάκωσε τον δύσμοιρο πατέρα του. Σφάδαζε από τους αφόρητους πόνους, με εγκλωβισμένο το δεξί του πόδι κάτω από ένα τεράστιο κλωνάρι. Μέσα σε αυτόν τον χαλασμό, ο μικρός Στάθης δεν έχασε την ψυχραιμία του, έτρεξε, άρπαξε μια κοτρόνα, την τοποθέτησε δίπλα από το κλωνάρι και βάζοντας όλη του τη δύναμη το ανασήκωσε και το απίθωσε επάνω της κι έπειτα έσυρε τον πατέρα του. Λένε ότι τον μετέφερε ημιλιπόθυμο στην πλάτη του μέχρι το σπίτι τους. Από τότε τον φωνάζουν Σταθακλή, γιατί τέτοια δύναμη είχε μόνο ο μυθικός ήρωας Ηρακλής, ο οποίος μωρό στην κούνια είχε πνίξει τα φίδια, που τον απειλούσαν.
«Παππούλη, παρακαλάμε να μας λευτερώσει η Παναγιά, αλλά μόνη της δεν νομίζω να τα καταφέρει. Θαρρώ πως πρέπει κι εμείς να βοηθήσουμε σε αυτό. Να πάρουμε τα όπλα, να ξεσηκωθούμε, δεν βαστάμε άλλο καταπίεση και φόβο» είπε με θάρρος ο Γιωργής, ο τρίτος της παρέας, ένα ξερακιανό, μελαχρινό αγόρι με σπινθηροβόλα, καταπράσινα μάτια σαν τον κάμπο της Τεγέας, που ανέδυαν την ευφυΐα του και την αγάπη του για τα γράμματα. Ό,τι βιβλίο τού είχε δώσει ο παπα-Λάμπρος το είχε ξεζουμίσει, είχε μάθει απ’ έξω τροπάρια, κοντάκια, ύμνους. Κάποιες Κυριακές, αν το επέτρεπαν οι συνθήκες, πήγαινε στην εκκλησιά και βοηθούσε στη λειτουργία.
«Σωπάστε, καλά μου παιδιά, μη σας ακούσει κανείς και βρούμε τον μπελά μας. Όσες φορές ξεσηκωθήκαμε μας κόψαν τα κεφάλια οι Τούρκοι. Όλοι μας έχουμε θρηνήσει δικούς μας ανθρώπους, που μαρτύρησαν, επειδή τόλμησαν να σηκώσουν το ανάστημά τους στον κατακτητή. Θα σου πω, Γιωργή, να μάθεις, αν και σου είναι ήδη γνωστό, τι έπαθε ο παππούς σου, ο Γιώργης Γεροθανάσης, που τόλμησε να κρύψει έναν κλέφτη στο αχούρι του. Τον κρέμασαν στη μεγάλη μουριά στην κεντρική πλατεία του χωριού, τον έγδαραν και τον άφησαν εκεί να τον τρώνε τα όρνια, για να τον βλέπουν οι συγχωριανοί του και να γνωρίζουν τι περιμένει όποιον κάνει κάτι παρόμοιο. Και ο πατέρας σου, ο Κωνσταντής, νεαρός τότε, που έτρεξε να τον βοηθήσει, τον σακάτεψαν στο ξύλο. Έχασε το ένα του μάτι και το αριστερό του πόδι αχρηστεύτηκε».
«Το κατέχω, ο καημένος με αυτό το μαράζι έφυγε πέρυσι τέτοια εποχή» συμπλήρωσε ο μικρός Γιωργής και ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του, μα έσπευσε να το σκουπίσει με την παλάμη του και να συμπληρώσει: «Με όρκισε να πάρω εκδίκηση, γιατί φέρω το όνομα του συγχωρεμένου του παππού μου». “Εσύ, Γιωργή μου, είσαι τώρα ο αφέντης του σπιτιού. Να προσέχεις τη μάνα σου και να την ακούς” ήταν τα τελευταία λόγια του».
«Κι η μάνα σου, η Γιαννούλα, τρέμει μην πάθει τίποτα το μοναχοπαίδι της και σε έστρεψε στα γράμματα, θέλει να μορφωθείς, να φύγεις από τούτα τα μέρη, να μπορέσεις να πας στην Πόλη. Και δεν έχει κι άδικο. Είσαι πανέξυπνο παιδί και τη ρουφάς τη γνώση!» είπε ο γέροντας χαϊδεύοντας στοργικά το κεφάλι του μικρού. «Όσο για σένα, Ανέστη, που θες να πάρεις τα βουνά και κλέφτης να γενείς, τώρα που τους έχουν εξαφανίσει από τον Μοριά, να σου θυμίσω τι έπαθαν οι συγγενείς σου, οι Βασιλόπουλοι, που σκότωσαν κάποιους δελήδες της εξουσίας αλλά κι ο μεγάλος σου αδερφός ο Νώντας; Τους έκαψαν τα σπίτια, τις σοδειές κι όλα τα ζωντανά και τους ανάγκασαν να μετοικήσουν. Και ο Νώντας; Του έκοψαν το κεφάλι και το έστειλαν πεσκέσι στους δύσμοιρους γονιούς σου. Ο πατέρας σου έχασε τη λαλιά του από το σοκ, δεν έχει ξαναμιλήσει από τότε και απομονώνεται στο εργαστήρι του. Όσο για τη δόλια μάνα σου, εκείνη έχασε τα λογικά της» είπε δαγκώνοντας τα χείλη του σα να μετάνιωσε που τα ξεστόμισε όλα τούτα. «Θέλεις να τους αποκάμεις;» σήκωσε τον τόνο της φωνής του.
«Κι εσύ Σταθακλή Σκουντριάνε, δεν θα υπήρχες σήμερα, αν ο προπαππούλης σου δεν ήταν ο μοναδικός που γλύτωσε από το μεγάλο παιδομάζωμα της περιοχής πριν από πολλά χρόνια. Έμεινε μια εβδομάδα μέσα σε ένα ξεροπήγαδο και του πετούσε τροφή η θλιμμένη μάνα του, που θρηνούσε για την αρπαγή τριών γιων και μιας πανέμορφης θυγατέρας. Οι γιοι της οδηγήθηκαν σε τάγματα εκπαίδευσης Γενίτσαρων και από τότε χάθηκαν τα ίχνη τους, η δε θυγατέρα της κατέληξε στο χαρέμι του Μουσταφά αγά. Γι’ αυτό τον έκρυβε σαν φυλαχτό και δεν τον άφηνε να ξεμυτίσει από το σπίτι, μέχρι που ενηλικιώθηκε… Αχ, αυτό το παιδομάζωμα! Εσάς, γιόκα μου, σας έχει σημαδέψει για τα καλά και έχετε ακόμα νωπές ανοιχτές πληγές». Μόλις ψέλλισε και τα στερνά πικρά τούτα λόγια, άνοιξε τα χέρια του, αγκάλιασε και τους τρεις τρυφερά και αναφώνησε: «Ο Θεός να με συγχωρέσει που κάθομαι και σας εξιστορώ τέτοια τρομερά πράγματα, αλλά να σας συνετίσω θέλω και να κάτσετε στα αβγά σας. Είστε μικροί, μωρέ, ακόμα για πολέμους, παρόλο που η ζωή σας έχει σκληρύνει από τόσο νεαρή ηλικία» βούρκωσε και πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνεχίσει: «Φύγετε τώρα, έπεσε το σκοτάδι. Αύριο θα σας περιμένω την ίδια ώρα. Να προσέχετε».
Τα παιδιά σηκώθηκαν με ζωγραφισμένο τον προβληματισμό στα πρόσωπά τους κι αφού κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους, χαιρέτησαν τον παπα-Λάμπρο και αναχώρησαν για το χωριό.