Τουρκική εισβολή: 47 χρόνια μετά – Η φρίκη του πολέμου μέσα από τρεις μαρτυρίες
Τρεις Ελληνοκύπριοι, που έζησαν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, μίλησαν στο NEWS 24/7 για όσα είδαν, άκουσαν και βίωσαν 47 χρόνια πριν, αλλά και για τον πόνο της προσφυγιάς που τους βαραίνει μέχρι σήμερα.
- 20 Ιουλίου 2021 06:07
Ξημερώματα της 20ης Ιουλίου, οι σειρήνες χτυπούν σε όλη την Κύπρο και ξυπνούν τις μαύρες μνήμες της τουρκικής εισβολής του 1974. Κάθε φορά προστίθεται άλλος ένας χρόνος στο βάρος που κουβαλά πάνω του το νησί, με την μαύρη επέτειο να μετρά σήμερα 47 ολόκληρα χρόνια. Χρόνια γεμάτα αβάσταχτο πόνο, άσχημες μνήμες, εικόνες που δεν πρόκειται να ξεχαστούν, θύμησες των ανθρώπων που χάθηκαν, λαχτάρα για επιστροφή και ελπίδα.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεχάσουν. Ο πόνος της προσφυγιάς δεν σβήνει, κι ας έφτιαξαν τη ζωή τους μετά, κι ας προχώρησαν παρακάτω. Το 1974 δεν είναι πολύ μακριά, οι μνήμες είναι ακόμη νωπές. Οικογένειες αναζητούν ακόμη τους δικούς τους και ελπίζουν πως κάποια στιγμή θα μάθουν νέα για τους αγνοούμενους συγγενείς τους. Η τουρκική σημαία “κοσμεί” ακόμη τον Πενταδάχτυλο, είναι ορατή από χιλιόμετρα μακριά στον δρόμο προς την Λευκωσία.
Φέτος, η επέτειος της τουρκικής εισβολής γίνεται ακόμη πιο έντονη με την προκλητική παρουσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στα Κατεχόμενα της Κύπρου. Ο Τούρκος πρόεδρος πραγματοποιεί παράνομη διημερή επίσκεψη στο νησί, ενώ σήμερα συμμετέχει στην φιέστα με τους “εορτασμούς” που πραγματοποιούνται στην περίκλειστη περιοχή των Βαρωσίων στην Αμμόχωστο.
Τρεις Ελληνοκύπριοι διαφορετικών ηλικιών, που έζησαν την τουρκική εισβολή το 1974, μιλούν στο NEWS 24/7 για το πώς βίωσαν τον πόλεμο, για τη μέρα που έφυγαν από τα σπίτια τους και για τα συναισθήματά τους όλα αυτά τα 47 χρόνια.
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο
Η τουρκική εισβολή ξεκίνησε τα ξημερώματα του Σαββάτου στις 20 Ιουλίου του 1974, λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Με την κωδική ονομασία “Αττίλας” η Τουρκία εισέβαλε στο νησί, προφασιζόμενη το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων. Ισχυρές δυνάμεις στρατού αποβιβάστηκαν λίγο πριν την αυγή στην Κερύνεια και συνάντησαν αντίσταση από ελληνικές και ελληνοκυπριακές στρατιωτικές δυνάμεις, ωστόσο με καθυστέρηση, καθώς οι εντολές δεν άφηναν τον στρατό να αντεπιτεθεί.
Συγκεκριμένα, όταν τα ραντάρ της Κύπρου αντιλήφθηκαν πως τα τουρκικά πολεμικά πλοία πλησίαζαν προς την Κερύνεια, ο Έλληνας ναυτικός διοικητής Κύπρου, αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης ενημέρωσε αμέσως τον αρχηγό της Εθνοφρουράς. Εκείνος με την σειρά του κάλεσε επειγόντως τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας, ο οποίος δεν αποδέχθηκε τον επιθετικό χαρακτήρα των στόχων.
Η ηγεσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και ο δικτάτορας Ιωαννίδης είχαν δώσει οδηγίες στους επόπτες στο ΓΕΕΘΑ ότι οι Τούρκοι έκαναν γυμνάσια για εκβιαστικούς λόγους και, παρά τις εκκλήσεις του διοικητή της Εθνικής Φρουράς, Γιωργίτση, για διαταγές απόκρουσης της εισβολής, οι οδηγίες ζητούσαν “αυτοσυγκράτηση”. Μέχρι που πια ήταν αργά.
Οι τούρκικες δυνάμεις εντός τριών ημερών κατέλαβαν την Κερύνεια και την περιοχή γύρω από την πόλη. Στις 23 Ιουλίου κηρύχθηκε εκεχειρία και τόσο η Χούντα των Αθηνών όσο και η πραξικοπηματική κυβέρνηση της Κύπρου κατέρρευσαν. Ακολούθησαν δύο γύροι διαβουλεύσεων στη Γενεύη μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών, στις οποίες η Τουρκία ζητούσε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και το 34% των εδαφών της Κύπρου να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους.
Στις 14 Αυγούστου, οι συνομιλίες της Γενεύης κατέρρευσαν και η Τουρκία ξεκίνησε δεύτερη επιχείρηση, η λεγόμενη “δεύτερη εισβολή” της Κύπρου (“Αττίλας ΙΙ”), κατά την οποία προχώρησαν προς τον Αμμόχωστο και άλλες περιοχές, καταλαμβάνοντας το 36,2% του νησιού και εκτοπίζοντας 120 χιλιάδες Κύπριους. Άλλες 20 χιλιάδες παρέμειναν εγκλωβισμένοι), ενώ συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3 χιλιάδες Ελληνοκύπριοι.
Η μαύρη μέρα της προσφυγιάς
Ο ήχος του πολέμου ήχησε στην Κύπρο. Χιλιάδες κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. Τα αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους και οι βόμβες έπεφταν μέσα στα χωριά. Οικογένειες έφυγαν για να γλιτώσουν, να προλάβουν να μην σκοτωθούν από τους πυροβολισμούς και τους στρατιώτες που εισέβαλλαν στα σπίτια, παίρνοντας αιχμαλώτους και “θερίζοντας” τον θάνατο στο πέρασμά τους.
Οι περισσότεροι έφυγαν χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους, με τα ρούχα που φορούσαν, δίχως φαγητό και νερό. Τα άφησαν όλα όπως ήταν και έτρεξαν για να γλιτώσουν. Άλλοι ετοίμασαν μια βαλίτσα με μερικά πράγματα, με ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά τους και χύθηκαν στα χωράφια για να σωθούν. Όλοι τους πίστευαν πως είναι παροδικό, πως μόλις τελειώσει όλο αυτό θα γυρίσουν στα σπίτια τους και θα επιστρέψουν στη ζωή τους.
Ο πόλεμος είχε μόλις αρχίσει…
Δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτα, ήμασταν με τις παντόφλες
Η κ. Γιώτα Γιώρκα, 63 ετών σήμερα, κατάγεται από τον Μαραθόβουνο, ένα χωριό στην περιοχή της Μεσαορίας στην επαρχία Αμμοχώστου. Η δεύτερη εισβολή της 14ης Αυγούστου ήταν αυτή που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Όπως αναφέρει:
“Τη μέρα της εισβολής στις 14 Αυγούστου ξεκίνησαν να βομβαρδίζουν το χωριό μας. Κατά το μεσημέρι ξεκινήσαμε να φύγουμε και πήγαμε προς τα χωράφια. Δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτα, ήμασταν με τις παντόφλες. Δεν πιστεύαμε ότι θα φύγουμε από το σπίτι μας και ότι δεν θα γυρίσουμε ξανά, δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε. Νομίζαμε ότι θα φεύγαμε για τους βομβαρδισμούς και ότι θα επιστρέφαμε.
Εγώ ήμουν 16 χρονών και ήμουν με την αδερφή μου που ήταν 15, τον αδερφό μου που ήταν 12 και τα ξαδέρφια μου. Στον δρόμο βρήκαμε κάποιους συγχωριανούς και μας είπαν να πάμε σε ένα χωριό, το Στρογγυλό, όπου ήταν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Μπαίνοντας στο Στρογγυλό, μας έπιασαν οι Τουρκοκύπριοι. Μας έδεσαν και μας πήγαν στην πλατεία του χωριού, όπου ήταν και άλλοι Κύπριοι και κάτοικοι του Στρογγυλού που δεν πρόλαβαν να φύγουν και τους είχαν πιάσει. Ξεχώρισαν τις γυναίκες και τους άντρες. Εμάς μας κράτησαν εκεί και τους άντρες τους πήραν αλλού, κανείς δεν ήξερε πού τους πήγαν ή τι θα γινόταν. Ανάμεσά τους ήταν και δύο ξάδερφοί μου, 20 χρονών. Εκείνο το βράδυ μείναμε στο σπίτι του κοινοτάρχη του χωριού, μας είχαν όλους μαζεμένους, όσους είχαν πιάσει. Το άλλο πρωί έφεραν τους άντρες που είχαν πιάσει στο σπίτι, τους είδαμε, μας έβαλαν να τους κάνουμε καφέ και από τότε δεν τους ξαναείδαμε. Από εκείνη τη μέρα και μετά ήταν αγνοούμενοι”.
Μας πήραν ό,τι είχαμε, τρέχαμε στα χωράφια
Η κ. Δέσποινα Σάββα, 79 ετών σήμερα, θυμάται καρέ – καρέ τη μέρα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Βαρώσι και όλες οι λεπτομέρειες της μαύρης εκείνης μέρας έχουν χαραχτεί στη μνήμη της. Είχε μαζί της 4 παιδιά μικρά σε ηλικία και προσπάθησε να προστατεύσει την οικογένειά της. Όπως περιγράφει:
“Είχαμε ακούσει ότι πήραν την Κερύνεια και κάποιες άλλες περιοχές. Ετοίμασα κάποιες βαλίτσες, τα ρούχα των μωρών, γάλατα και τα έβαλα στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι σε περίπτωση που χρειαστεί να φύγουμε. Όπως και έγινε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε, πήγαμε στα Κοκκινοχώρια και βρήκαμε μία κάμαρα στην αυλή ενός σπιτιού, μας άφησαν να μείνουμε εκεί. σε ένα σπίτι. Μείναμε δύο με τρία βράδια, αλλά δεν κοιμόμασταν από τον φόβο μας. Ένα βράδυ είδαμε μια μεγάλη φωτιά να ανεβαίνει προς τον ουρανό, προς τη μεριά της Αμμοχώστου. Έλεγαν πως ήρθαν από την Ελλάδα και χτυπούσαν την Αμμόχωστο, αλλά ήταν Τούρκοι που χτυπούσαν. Βομβάρδιζαν τα ξενοδοχεία, σκοτώθηκε κόσμος. Ο άντρας μου ήθελε να φύγουμε, να γυρίσουμε πίσω. Ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε στο σπίτι μας στο Βαρώσι, αλλά στον δρόμο προς τη Δερύνεια αντιληφθήκαμε ότι κάτι συμβαίνει. Ρωτήσαμε σε ένα καφενείο εκεί κοντά τι συνέβη και μας είπαν πως προηγουμένως πέρασαν πέντε μεγάλα τανκς με τουρκική σημαία και μπήκαν στα χωράφια.
Είδαμε έναν νεαρό στρατιώτη, μικροκαμωμένο, με το καπέλο του. Νομίσαμε πως είναι δικός μας. Σκεφτήκαμε πως στήθηκαν εκεί Κύπριοι στρατιώτες για να ‘κόψουν” τον δρόμο στους Τούρκους, γιατί ακούσαμε πως οι Τούρκοι είχαν ξεκινήσει ήδη να μπαίνουν στο Βαρώσι. Όταν πλησιάσαμε, κατάλαβα πως ήταν Τούρκο και μας είπε να μην γυρίσουμε πίσω, αλλιώς θα πυροβολούσε. Πριν από εμάς, είχαν φτάσει κι άλλοι Κύπριοι σε εκείνο το σημείο. Τους κατέβαζαν από τα αυτοκίνητά τους και τους οδηγούσαν σε χωράφια, όπου κρατούσαν. Όπλα, όπλα παντού. Μας είπε να βάλουμε τα χέρια στο κεφάλι να σταθούμε ανά τρεις μέσα στον δρόμο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως θα μας σκοτώσουν. Ακόμη και τώρα που το λέω ανατριχιάζω. Ήταν μια μεγάλη έκταση γεμάτη χωράφια. Μας έπαιρναν και μας πήγαιναν πίσω από τα περιβόλια. Κάποια στιγμή μας οδήγησαν στη μέση ενός χωραφιού, σε μία τεράστια λακκούβα, περίπου 300 άτομα. Όσοι έρχονταν, τους έριχναν εκεί.
Ό,τι είχαμε μας το πήραν. Κράτησα τον σταυρό μου, το ρολόι μου, κάποια κοσμήματα και μερικά χρήματα. Τα έκρυψα στο εσώρουχο του μωρού μου και τα γλιτώσαμε. Μας πήραν τα αυτοκίνητά μας, τα ρούχα μας, ό,τι είχαμε μαζί μας. Έφεραν κάποια λεωφορεία και μας είπαν να σταματήσουμε να κλαίμε και ότι θα μας πάνε στα σπίτια μας. Εμείς δεν το πιστέψαμε. Μας πήγαν στα χωράφια και μας άφησαν εκεί, στη μέση του πουθενά. Ξεκινήσαμε να τρέχουμε. Έβαλα το μικρό μου μωρό στο σβέρκο και τρέχαμε μέσα στα χωράφια, χωρίς να ξέρουμε πού να πάμε. Εμείς και χιλιάδες άλλοι. Ήμασταν διψασμένοι, πεινασμένοι. Δεν είχαμε ούτε νερό, ούτε ψωμί, με τα ρούχα που φύγαμε ήμασταν. Πεινούσαν τα παιδιά, έκλαιγαν. Φτάσαμε σε ένα χωριό. Δεν μας έδιναν ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Τους είπαμε ότι μας έπιασαν οι Τούρκοι, ότι μας πήραν τα πάντα. Δεν μας βοηθούσε κανένας, ούτε ένα ποτήρι νερό.“
Ο ήχος των αεροπλάνων ήταν ανατριχιαστικός
Ο 58χρονος σήμερα κ. Ιωσήφ Μιχαήλ, την περίοδο της εισβολής ήταν μαθητής του δημοτικού. Κατάγεται από το χωριό Αγία Μαρίνα Σκυλούρας, που απέχει περίπου 30 χιλιόμετρα από την Κερύνεια, 15 από τη Λευκωσία και 10 από του Μόρφου. Θυμάται τις μέρες της πρώτης και της δεύτερης εισβολής, με τα τραύματα στην παιδική ψυχή του να μένουν ανοιχτά έως σήμερα. Όπως μας λέει:
“Εμείς φύγαμε στη δεύτερη εισβολή, του Αυγούστου, αλλά θυμάμαι και τις μέρες της 20ής Ιουλίου. Οι βομβαρδισμοί είχαν ξεκινήσει από την περιοχή του Πενταδακτύλου και τα γύρω χωριά. Εμείς ως μικροί νομίζαμε ότι είναι κάτι σαν παιχνίδι. Βλέπαμε τα αεροπλάνα να ρίχνουν αλεξιπτωτιστές, αλλά δεν καταλαβαίναμε, και τα βράδια χαζεύαμε τις σφαίρες να φωτίζονται από τη μεριά μέχρι την άλλη, όταν χτυπούσαν μεταξύ τους. Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τη σοβαρότητα, όταν ξεκίνησαν να περνούν από το χωριό μου πληγωμένοι, τραυματίες και σκοτωμένοι σε αυτοκίνητα. Περνούσαν και στρατιώτες, οι οποίοι οπισθοχωρούσαν. Θυμάμαι ότι λόγω του ότι ήταν κατακαλόκαιρο, διψούσαν πάρα πολύ. Επειδή το χωριό μου ήταν κτηνοτροφική περιοχή και υπήρχαν μεγάλες γούρνες με νερό για τα ζώα, οι στρατιώτες από τη δίψα τους βουτούσαν ολόκληροι μέσα.
Αυτή ήταν εμπειρία της πρώτης εισβολής, που τη ζήσαμε κάπως από μακριά. Ο μεγάλος φόβος ήταν στη δεύτερη εισβολή. Το χωριό μου, επειδή οπισθοχώρησε μεγάλο μέρος από την Κερύνεια, στρατοπέδευσε το πυροβολικό. Το πυροβολικό ήταν πλέον η πρώτη γραμμή αντίστασης και αποτελείτο από περίπου 15 κανόνια, που ήταν τοποθετημένα σε σειρά λίγο έξω από το χωριό, στους πρόποδες κάποιων λοφίσκων για να μην φαίνονται. Γύρω από το χωριό είχαν εγκαταστήσει αντιαεροπορικές δυνάμεις, ούτως ώστε να χτυπούν τα αεροπλάνα. Τα ξημερώματα, λοιπόν, της εισβολής είχαν σημαδεμένο το χωριό μου για να το χτυπήσουν λόγω του πυροβολικού. Έτσι, τα αεροπλάνα έσχιζαν μέσα από το χωριό και έριχναν βόμβες, γιατί δεν μπορούσα να προσεγγίσουν τα κανόνια, καθώς υπήρχαν τα αντιαεροπορικά.
Μέχρι και σήμερα, όταν σκέφτομαι τον ήχο των αεροπλάνων ανατριχιάζω και ο κρότος από τις βόμβες υπάρχει ακόμη μέσα στο κεφάλι μας.
Έριχναν βόμβες μέσα στο χωριό. Θυμάμαι την πρώτη βόμβα. Άκουσα τον θόρυβο και πήγα να βγω έξω από το δωμάτιο των γονιών μου. Η βόμβα έσκασε δίπλα μου και από τα αέρια πετάχτηκα πάνω στην πόρτα και έπεσα κάτω. Άρχισαν να πυροβολούν. Όσοι ήμασταν μικροί μαζευτήκαμε και μπήκαμε σε ένα εκκλησάκι για να προστατευτούμε. Και ευτυχώς που μπήκαμε σε εκείνο το εκκλησάκι, γιατί στη μεγάλη εκκλησία που ήταν πιο πέρα, επειδή ήξεραν ότι μαζεύεται κόσμος, την χτύπησαν με πυρά. Ο θόρυβος από τα αεροπλάνα ήταν ανατριχιαστικός, όπως και οι βόμβες που έπεφταν γύρω μας. Θυμάμαι, επίσης, ότι προέτρεπαν τις κοπέλες να φορούν μαύρα μακριά ρούχα, για να φαίνονται σαν γριές και να μην τις βιάσουν αν έρχονταν οι Τούρκοι“.
Η αγριότητα του πολέμου: Βιασμοί, αιχμάλωτοι, δολοφονίες
Ο πόλεμος είναι μόνο βία. Και κάποιοι την έζησαν από πρώτο χέρι. Όπλα, τανκς, βιασμοί, αιχμαλωσίες, βασανισμοί, δολοφονίες. Ο φόβος του θανάτου. Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής έγιναν εκατέρωθεν εγκλήματα πολέμου και χάθηκαν χιλιάδες άνθρωποι με μεγάλη αγριότητα. Όσοι έζησαν, κουβαλούν αυτή την αγριότητα μέσα τους έως και σήμερα και θυμούνται περιστατικά που δύσκολα σβήνονται από το μυαλό.
Ο βιασμός χρησιμοποιήθηκε από τον τουρκικό στρατό για να καθαρίσει περιοχές από αμάχους, αναγκάζοντάς τους να φύγουν. Τα βασανιστήρια υπήρξαν κύρια τακτική των Τούρκων κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ πολλοί Ελληνοκύπριοι κρατήθηκαν αιχμάλωτοι από τον στρατό. Μεγάλο μέρος από αυτούς δολοφονήθηκαν άγρια, άλλοι εστάλησαν στην Τουρκία, ενώ οι Τούρκοι ελευθέρωσαν ένα μέρος των αιχμαλώτων, στέλνοντάς τους στη Λευκωσία.
Οι μαρτυρίες των Ελληνοκυπρίων στο NEWS 24/7 αναφέρουν με λεπτομέρειες την αγριότητα των Τούρκων, ενώ περιγράφουν εικόνες αρχαίας τραγωδίας στα σημεία όπου έφταναν τα λεωφορεία με όσους αιχμάλωτους ελευθέρωναν οι Τούρκοι.
Είχαν λύσσα, έβραζε το αίμα τους
Η κ. Δέσποινα Σάββα θυμάται τον φόβο για το άγνωστο, τα εγκλήματα, την αγριότητα, τα αίματα, τη σκληρότητα των Τούρκων και περιγράφει όσα είδαν τα μάτια της εκείνες της μέρες.
“Είχαν λύσσα μέσα τους, έβραζε το αίμα τους. Θυμάμαι ότι είχαν φέρει μπροστά μας έναν Κύπριο στρατιώτη και τον χτύπησαν πολύ. Κρέμονταν οι λόγχες από πάνω του. Είχε έναν σταυρό με μία μαύρη καδένα. Του είπαν να τον βγάλει, να τον ρίξει στο χώμα και να τον πατήσει. Εκείνος δεν δεχόταν και όσο έλεγε όχι τόσο τον χτυπούσαν. Τον χτυπούσαν με λύσσα περίπου 20 λεπτά. Τα μωρά μου φοβήθηκαν, έκλαιγαν. Μετά τον έπιασαν και τον πήγαν σε ένα πιο απομακρυσμένο μέρος, πίσω από κάτι δέντρα. Ήμασταν σίγουροι ότι θα τον σκοτώσουν. Ένας Τούρκος στρατιώτης του είπε: “Πιάσατε δικούς μας, πού τους έχετε”; Ο Κύπριος του είπε πως δεν ξέρει. Κάθε φορά που τους έλεγε ότι δεν ξέρει, τον χτυπούσαν. Αργότερα, τον έφεραν πίσω εκεί που ήμασταν εμείς. Ήταν άγρια χτυπημένος. Ήταν σαν τον Χριστό, με λόγχες σε όλο του το σώμα. Έτρεχαν αίματα.
Χώρισαν τους νέους, τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα. Κατάλαβα ότι κάτι θα συμβεί. Κλαίγαμε, φωνάζαμε, έκλαιγαν τα μωρά. Έρχονταν τανκς, κόκκινες σημαίες, χιλιάδες τανκς. Έφεραν ένα τεράστιο φορτηγό και μας έβαλαν να μπούμε μέσα, αλλά κράτησαν τους συζύγους μας εκεί. Κάποια στιγμή η μεγάλη μου η κόρη έτρεξε να πάει προς τον πατέρα της, του φώναζε να γυρίσει πίσω, έκλαιγε. Δεν την άφησαν οι Τούρκοι να τον πλησιάσει. Μας φόρτωναν έναν έναν μέσα στο φορτηγό και εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας Τούρκος αξιωματικός. Ρώτησε τους στρατιώτες γιατί κλαίγαμε και του είπε ότι δεν θέλαμε να μας πάρουν. Βρεθήκαμε τυχεροί, γιατί έδωσε διαταγή να μας κατεβάσουν από το φορτηγό. Όταν ήταν μπροστά οι αξιωματικοί ούτε χτυπούσαν, ούτε σκότωναν.
Για μέρες γυρνούσαμε σε όλα τα σημεία της Κύπρου όπου έστελναν μηνύματα, για να μάθουμε τι απέγιναν οι σύζυγοί μας. Ακούγαμε συνεχώς ραδιόφωνο και περιμέναμε να ακούσουμε ένα όνομα, να ξέρουμε αν είναι ζωντανοί. Τελικά τον σύζυγό μου και τους υπόλοιπους άντρες τους είχαν πάει στη Λευκωσία, σε ένα τεράστιο γκαράζ. Τους έδιναν ένα κομμάτι ψωμί. Τους έδεσαν χειροπόδαρα, τους έδεσαν τα μάτια και τους έβαλαν σε ένα μεγάλο φορτηγό. Τους πήγαν μέχρι το λιμάνι της Κερύνειας και από εκεί τους έστειλαν στην Τουρκία. Ο άντρας μου έμεινε δύο μήνες στην Τουρκία. Κάποια στιγμή κατάφερα να λάβω ένα μήνυμά του, στα κέντρα όπου γυρνούσαμε για να μάθουμε νέα τους, στο οποίο μου έγραφε: «Είμαι καλά. Να προσέχεις τα μωρά». Δεν μπορούσαν να γράψουν πολλά. Αργότερα μάθαμε ότι άρχισαν να στέλνουν πίσω τους αιχμαλώτους. Πηγαίναμε κάθε μέρα στη Λευκωσία, όπου έρχονταν λεωφορεία γεμάτα και προσπαθούσαμε βρούμε τους δικούς μας. Άλλοι τους έβρισκαν, άλλοι δεν έρχονταν ποτέ. Οι γυναίκες τους ούρλιαζαν, λιποθυμούσαν, έκλαιγαν όταν δεν έβλεπαν τους δικούς τους.
Αργότερα, αποφασίσαμε να πάμε στη Λεμεσό, όπου είχα συγγενείς. Βρήκαμε μια κάμαρη και μέναμε εκεί για ένα διάστημα. Κόσμος έμενε μέσα σε φορτηγά, όπου έβρισκε, όπου μπορούσε. Όσοι ήμασταν πρόσφυγες πηγαίναμε κάθε μέρα και μας έδιναν μερικά τρόφιμα και λίγα ρούχα. Ήταν όλα σκισμένα, παλιόρουχα. Άλλοι άνοιξαν σπίτι και μπήκαν μέσα. Εμείς δεν θέλαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. Κάποια στιγμή, ένας συγγενής μου μου είπε πως είναι ένας Τούρκος στη Λεμεσό που μπορεί να μας δώσει ένα σπίτι για να μείνουμε. Πήγαμε να το δούμε, αλλά μόλις άνοιξε την πόρτα και είδα το τραπέζι, το κρεβάτι στρωμένο, τις παντόφλες εκεί, κατάλαβα ότι και εκείνοι έφυγαν όπως φύγαμε κι εμείς. Ανατρίχιασα. Θυμήθηκα ότι κι εμείς φύγαμε άρον άρον και τα αφήσαμε όλα όπως ήταν. Του είπα ότι δεν το θέλουμε, δεν μπορούσα να το κάνω. Στα σπίτια αυτά είχαν μπει δικοί μας και τα έσπασαν. Έκαναν και οι Κύπριοι πολλά. Βρήκαμε αλλού και μείναμε κάποια χρόνια. Ευτυχώς γλιτώσαμε. Άλλοι έχασαν παιδιά, γονείς, τους σκότωσαν”.
Μας κράτησαν αιχμάλωτους, προσπάθησαν να μας βιάσουν
Η κ. Γιώτα Γιώρκα, που κρατήθηκε αιχμάλωτη για περίπου 10 μέρες σε ένα σπίτι, θυμάται έντονα τον φόβο που είχαν μην τις βιάσουν. Τα βράδια δεν κοιμόντουσαν, ενώ οι Τούρκοι είχαν προσπαθήσει να τις κακοποιήσουν, μα χάρη σε έναν Τουρκοκύπριο αξιωματικό κατάφεραν να γλιτώσουν.
“Εμείς γλιτώσαμε σαν από θαύμα. Είχαμε άγιο. Μας κράτησαν αιχμάλωτους αρκετές μέρες σε ένα σπίτι. Ήταν ένας Τουρκοκύπριος αξιωματικός, που γνώριζε τον θείο μου που ήταν βοσκός. Μόλις κατάλαβε ποιες ήμασταν, δεν μας παρέδωσε στον στρατό και μας πρόσεχε. Τα βράδια κοιμόταν έξω από το δωμάτιο όπου μας είχαν και μας πρόσεχε για να μην μας βιάσουν. Είχαν προσπαθήσει να το κάνουν κι αυτό. Ένα βράδυ προσπάθησαν να μπουν κάτω από την πόρτα, αλλά μας έσωσε ο αξιωματικός. Δεν τολμούσαμε να βγούμε έξω από το δωμάτιο. Κάθε φορά που περνούσε ο τουρκικός στρατός, μας έπαιρνε και μας πήγαινε σε άλλο σπίτι, για να μην μας βρουν.
Εμείς παρότι αιχμάλωτοι, δεν ήμασταν δηλωμένοι στον Ερυθρό Σταυρό, οι γονείς μας δεν ήξεραν αν ζούμε, αν πεθάναμε, πού ήμασταν. Κάθε φορά που άφηναν αιχμαλώτους ελεύθερους, προσπαθούσε να μας πάει κι εμάς για να ελευθερωθούμε. Χάρη σε εκείνον μας ελευθέρωσαν μετά από 10 – 12 μέρες. Η μητέρα μου πήγαινε κάθε μέρα στο σημείο όπου έφταναν τα λεωφορεία με τους αιχμάλωτους που άφηναν. Μάταια, δεν μας έβλεπε, πήγαινε ξανά την επόμενη μέρα. Την τελευταία φορά μας βρήκε”.
Βίασαν τις δύο μου γιαγιάδες
Ο κ. Ιωσήφ Μιχαήλ αναφέρει πως όταν οι Τούρκοι έμπαιναν στα σπίτια, δύσκολα μπορούσες να γλιτώσεις, ενώ εξομολογείται πως βίασαν και δολοφόνησαν συγγενείς του, οι οποίοι έμειναν εγκλωβισμένοι. Επίσης, περιγράφει την τραυματική εμπειρία του πολέμου σε ένα παιδί και το πόσο δύσκολο είναι να επανέλθει κανείς μετά από την αγριότητά του.
“Οι γιαγιάδες μου και ο θείος μου δεν πρόλαβαν να φύγουν και έμειναν στο σπίτι εγκλωβισμένοι. Οι δυο τους ήταν μεγάλες σε ηλικία, σχεδόν κατάκοιτες. Βιάστηκαν από τους Τούρκους. Τον θείο μου τον σκότωσαν. Στο χωριό μου πιο παλιά ζούσαν περίπου 10 οικογένειες Τουρκοκύπριων, οι οποίες έφυγαν στις αναταραχές του 1964. Ίσως τότε μερικοί Ελληνοκύπριοι να ενόχλησαν κάποιους Τουρκοκύπριους, γιατί οι Τούρκοι τα είχαν καταγεγραμμένα. Όταν μπήκαν στο χωριό μας, είχαν λίστες με ονόματα και ρωτούσαν τη γιαγιά μου αν ξέρει πού βρίσκονταν αυτά τα άτομα. Όπου υπήρχαν πληροφορίες ότι Ελληνοκύπριοι ενόχλησαν Τουρκοκύπριους τότε, έκαναν αντίποινα. Την πλήρωσαν οι γιαγιάδες μου κι ο θείος μου.
Στο χωριό μου είχαμε πριν φύγουμε, είχαμε ένα καφενείο. Η μητέρα μου έκανε φαγητά και τάιζε τους στρατιώτες που είχαν στρατοπεδεύσει. Εκεί γνωρίσαμε έναν στρατιώτη από το ορεινό χωριό Κυπερούντα και μας είπε να πάμε εκεί. Είπε στον πατέρα μου, αν πηγαίναμε, να ψάχναμε τους γονείς του και να τους λέγαμε ότι ο γιος τους είναι ζωντανός, γιατί δεν είχαμε τηλέφωνα τότε. Όντως, όταν φύγαμε από το χωριό πήγαμε στην Κυπερούντα και τους βρήκαμε. Όταν τους μεταφέραμε ότι είναι ζωντανός, έκαναν τόσο μεγάλη χαρά που μας έβαλαν μέσα στο σπίτι τους και ζήσαμε εκεί τρεις μήνες. Έπειτα φύγαμε και ήρθαμε στη Λεμεσό.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών, έκλειναν οι πόρτες και νομίζαμε ότι ήταν βόμβες. Θυμάμαι ότι με έστελνε η μητέρα μου στο μπακάλικο να πάρω ψωμί και μέχρι να φτάσω ξεχνούσα τι ήταν να πάρω. Σε τέτοιο σημείο μπορεί ένας μικρός να επηρεαστεί από τον πόλεμο. Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο για να επανέλθω. Είδαμε σκοτωμένους, τραυματισμένους στρατιώτες, αεροπλάνα, τανκς, βόμβες”.
Αγνοούμενοι, η μεγάλη πληγή της Κύπρου
Οι αγνοούμενοι αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν μια τεράστια πληγή για την Κύπρο. Είναι ένα κεφάλαιο που ακόμα δεν έχει κλείσει. Χιλιάδες άνθρωποι χάθηκαν στον πόλεμο και οικογένειές τους δεν τους βρήκαν ποτέ. Είναι μεγάλο βάσανο και σου τρώει την ψυχή το να μην γνωρίζεις για χρόνια τι απέγιναν οι δικοί σου, να μην μπορείς να τους κλάψεις, να μην μπορείς να τους θάψεις. Πολλοί έφυγαν από τη ζωή, χωρίς να μάθουν ποτέ τι συνέβη στα παιδιά τους, τα αδέλφια ή τους γονείς τους.
Τραγικές φιγούρες τόσο τα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, όσο και τα επόμενα, υπήρξαν οι συγγενείς των αγνοουμένων που έψαχναν τους δικούς τους κρατώντας φωτογραφίες τους. Οι εικόνες αυτές αποτελούν από τις πιο χαρακτηριστικές της τουρκικής εισβολής. Παιδιά που αναζητούσαν τους γονείς τους, γονείς που αναζητούσαν τα παιδιά τους. Όσοι ζήσαμε στην Κύπρο, θυμόμαστε ακόμη τα πρόσωπά τους.
Τα τελευταία χρόνια αρκετοί από τους συγγενείς των αγνοουμένων κατάφεραν να βρουν γαλήνη, αν και ακόμα κι αυτό μοιάζει οξύμωρο. Μετά από έρευνες, κατάφεραν να εντοπιστούν και να ταυτοποιηθούν οστά που βρέθηκαν σε ομαδικούς τάφους στην κατεχόμενη Κύπρο. Ωστόσο, ό,τι απέμεινε από εκείνους, δεν ήταν παρά μικρά κομματάκια οστών, τα οποία οι οικογένειές τους έθαψαν.
Πέθαναν με το μαρτύριο του αγνοούμενου
Ο κ. Ιωσήφ Μιχαήλ υπήρξε ένας από εκείνους που μεγάλωσαν έχοντας αγνοούμενο συγγενή στην οικογένεια. Για πολλά χρόνια δεν ήξερε αν ο θείος του ζει ή πέθανε, αλλά και πού βρίσκεται αν είναι νεκρός. Τελικά, όπως έμαθε αργότερα, τον αποκεφάλισαν οι Τούρκοι όταν εγκλωβίστηκε στο σπίτι τους στο χωριό.
“Ο θείος μου ήταν αγνοούμενος και τον βρήκαν αργότερα αποκεφαλισμένο σε έναν τάφο, εκεί μαρτύρησε. Όταν οι Τούρκοι πήγαν να βιάσουν την γιαγιά μου, στο σπίτι όπου εγκλωβίστηκαν, ο θείος μου προσπάθησε να τους σταματήσει. Τον πυροβόλησαν στη λεκάνη και γονάτισε. Τον έπιασαν, τον έσυραν έξω και τον λόγχισαν στην ωμοπλάτη. Τον βρήκαν μετά από πολλά χρόνια χωρίς κεφάλι. Μέχρι τότε η γιαγιά μου δεν ήξερε πού ήταν και τι του είχαν κάνει, είχε ακούσει πυροβολισμούς εκείνη τη μέρα που τον χτύπησαν, αλλά ήταν στους αγνοούμενους μέχρι που το μάθαμε πρόσφατα. Ο παππούς και η γιαγιά μου πέθαναν με το μαράζι και το μαρτύριο του αγνοούμενου.”
Βρήκαν οστά από τα ξαδέρφια μου
Το δράμα των οικογενειών που είχαν αγνοούμενους συγγενείς μετά τον πόλεμο, έζησε και η κ. Γιώτα Γιώρκα. Όπως περιγράφει, οι Τούρκοι σκότωσαν τελικά όσους άντρες είχαν πάρει τη μέρα που την αιχμαλώτισαν, κάτι που έμαθαν πρόσφατα. Μεταξύ εκείνων ήταν και τα νεαρά ξαδέρφια της, τα οποία ταυτοποίησαν πριν από έναν χρόνο.
“Τη μέρα που μας έπιασαν και που χώρισαν τους άντρες από τα γυναικόπαιδα, δεν ξέραμε τις θα τους έκαναν. Το άλλο πρωί τους έφεραν στο σπίτι όπου μας κρατούσαν αιχμάλωτες, τους είδαμε, μας έβαλαν να τους κάνουμε καφέ και από τότε δεν τους ξαναείδαμε. Από εκείνη τη μέρα και μετά ήταν όλοι τους αγνοούμενοι. Ήταν και τα 20χρονα ξαδέρφια μου ανάμεσά τους. Πέρυσι, τέτοια εποχή, βρήκαν τα οστά τους μετά από τόσα χρόνια και τους κάναμε την κηδεία. Τέσσερα μικρά κομματάκια από οστά βρήκαν. Τους είχαν σκοτώσει όλους. Τους βρήκαν σε έναν ομαδικό τάφο σε ένα τουρκικό χωριό, μέσα σε ένα πηγάδι”.
47 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή
Σήμερα συμπληρώνονται 47 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Γύρω στις 150.000 άνθρωποι (πάνω από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού και το ένα τρίτο των Ελληνοκυπρίων) προσφυγοποιήθηκαν. Ένα χρόνο αργότερα, 60.000 περίπου Τουρκοκύπριοι, μετακινήθηκαν από τις ελεύθερες νότιες περιοχές, στις ελεγχόμενες από τις τουρκικές δυνάμεις βόρειες περιοχές.
Σημειώνεται, ότι τουρκικές αρχές μετέφεραν την περίοδο 1975-1995 ικανό αριθμό Τούρκων υπηκόων (εκτιμώνται σε περίπου 36.000) από τις ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας και τους εγκατέστησαν στις βόρειες περιοχές της Κύπρου, σε σπίτια Ελληνοκυπρίων που προηγουμένως είχαν αναγκαστεί να τα εγκαταλείψουν σαν αποτέλεσμα της εισβολής. Υπολογίζεται ότι πάνω από το 1/3 του τότε τουρκοκυπριακού πληθυσμού εγκαταστάθηκε την περίοδο εκείνη στα Κατεχόμενα, με αποτέλεσμα σήμερα οι έποικοι να υπερτερούν των γηγενών Τουρκοκυπρίων.
Το 1983, ανακηρύχθηκε η Τούρκικη Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου, αναγνωρισμένη μόνο από την Τουρκία, το λεγόμενο “ψευδοκράτος”. Η διεθνής κοινότητα θεωρεί τα εδάφη αυτά ως κατεχόμενα από τις τουρκικές δυνάμεις περιοχή της Δημοκρατίας της Κύπρου και η κατοχή εξακολουθεί να θεωρείται παράνομη, ωστόσο, το κυπριακό ζήτημα δεν έχει λυθεί. Οι συνεχείς συνομιλίες και οι διαπραγματεύσεις, οδηγούν τις πλείστες φορές σε αδιέξοδο, αλλά ο πόνος της προσφυγιάς παραμένει ζωντανός, όπως και οι μαύρες μνήμες του πολέμου.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες έφτιαξαν ξανά τη ζωή τους στα ελεύθερα εδάφη, έχτισαν νέες αναμνήσεις πάνω στις προηγούμενες, κουβαλώντας όσα έζησαν. Το 2003 άνοιξαν τα πρώτα οδοφράγματα, τα οποία επέτρεψαν σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους να περάσουν ξανά από την άλλη πλευρά της “πράσινης γραμμής”, με την αναγκαστική επίδειξη ταυτότητας από τους Ελληνοκυπρίους προς τις κατοχικές αρχές.
Αρκετοί κατάφεραν να μπουν στα σπίτια τους, τα οποία πλέον κατοικούνται από Τουρκοκύπριους, και σε πολλές περιπτώσεις όλα ήταν όπως τα άφησαν, προκαλώντας τους ρίγη. Άλλοι δεν κατάφεραν να δουν τα σπίτια τους, είτε επειδή τα χωριά τους έχουν μετατραπεί σε στρατιωτικές περιοχές, είτε επειδή γκρεμίστηκαν.
Οι κ. Ιωσήφ Μιχαήλ, κ. Γιώτα Γιώρκα και κ. Δέσποινα Σάββα μοιράζονται στο NEWS 24/7 την εμπειρία τους από την επίσκεψή τους στα Κατεχόμενα, το αν βλέπουν λύση στο κυπριακό ζήτημα και τα συναισθήματα που τους προκαλεί η σημερινή μαύρη επέτειος.
Κάθε χρόνο ακούω τις σειρήνες και ανατριχιάζω
“Το χωριό μου είναι πλέον στρατιωτικός χώρος. Είναι τέτοια η θέση του, που μπορεί να ελέγχει από Λευκωσία και Μόρφου μέχρι τον Πενταδάκτυλο. Επειδή είναι πια στρατιωτική περιοχή, δεν μας επιτρέπουν να μπούμε. Το μόνο που μας επέτρεψαν είναι μία φορά τον χρόνο να εκκλησιαζόμαστε στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, που είναι η αγία του χωριού μας. Αυτό έγινε τα τελευταία χρόνια. Έχουν κατεδαφίσει σχεδόν όλα τα σπίτια. Το δικό μου υπάρχει γιατί ήταν καινούργιο, αλλά κι εκείνο κοντεύει να κατεδαφιστεί. Επίσης, υπάρχουν ακόμη δύο εκκλησίες, ενώ έχτισαν κι ένα μεγάλο τζαμί, όπου υπάρχει στρατός μέσα.
Το κυπριακό λύθηκε το 1974. Αυτή ήταν η λύση του κυπριακού, την οποία σχεδίασαν οι μεγάλες δυνάμεις Αμερικής, Ελλάδας, Τουρκίας και Αγγλίας.
Ακόμη αναμένουμε επιστροφή. Κάθε χρόνο ακούω τις σειρήνες και ανατριχιάζω. Βλέπω ντοκιμαντέρ για την εισβολή στην τηλεόραση και αλλάζω κανάλι. Είναι μνήμες που δεν μπορούν να ξεχαστούν. Και να φανταστείς, εμείς πολύ μικρό χρονικό διάστημα ζήσαμε πόλεμο. Φαντάσου στη Συρία εκείνα τα παιδιά που χτυπούν κάθε μέρα τα σπίτια τους με βόμβες και τρέχουν να σωθούν. Πολύ τραυματική εμπειρία για ένα παιδί και για τους μεγάλους βέβαια”, αναφέρει ο κ. Ιωσήφ Μιχαήλ.
Όπου πάτησαν Τούρκοι, δεν άφησαν τίποτα
“Λίγες μέρες μετά που άνοιξαν τα σύνορα στα κατεχόμενα, πήγαμε να δούμε το σπίτι μας, αλλά το γκρέμισαν. Δεν βρήκαμε τίποτα. Χάλασαν το μισό χωριό. Πλέον δεν μπορείς να περάσεις, γιατί είναι γεμάτο στρατό το χωριό μας.
Κάποιες μέρες αφήνεσαι και ξεχνιέσαι, αλλά στην επέτειο, κάθε 20η Ιουλίου και 14η Αυγούστου, έρχονται όλες οι σκέψεις. Ο πόνος είναι μεγάλος. Δεν νομίζω ότι θα λυθεί το κυπριακό, θέλω να πιστεύω ότι θα γυρίσουμε πίσω, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο. Όπου πάτησαν Τούρκοι, δεν άφησαν τίποτα. Κάτι που θέλουν, το παίρνουν και δεν το δίνουν ξανά πίσω”, λέει η κ. Γιώτα Γιώρκα.
Τα θυμόμαστε συνέχεια, όχι μόνο στην επέτειο
“Δεν τα ξεχνάμε ποτέ. Τα θυμόμαστε συνέχεια, όχι μόνο στην επέτειο. Έφταιγαν και οι δικοί μας, όμως. Έκαναν και εκείνοι πολλά.
Δεν πιστεύω ότι θα λυθεί το κυπριακό. Πήγαμε και είδαμε το σπίτι μας. Εκεί μένει τώρα μια Τουρκάλα πάρα πολυ καλή, μας φέρθηκε πολύ ωραία. Ξέρω άλλους που πήγαιναν να δουν το σπίτι τους και δεν τους άφηναν, δεν τους άνοιγαν καν. Όποτε πάμε, δεν μας αφήνει να φύγουμε. Μας έχει καλέσει για φαγητό, για καφέ. Την έχουμε καλέσει κι εμείς στη Λεμεσό, έχει έρθει αρκετές φορές. Αυτοί δεν φταίνε. Όπως δεν φταίμε εμείς, δεν φταίνε κι αυτοί”, αναφέρει η κ. Δέσποινα Σάββα.
Η επέτειος των Τούρκων
Η Τουρκία υποστηρίζει ακόμη και τώρα πως η τουρκική εισβολή αποτελούσε ειρηνευτική επέμβαση νομιμοποιημένη από το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων (συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου) και δεν αναγνωρίζει μέχρι και σήμερα τα εγκλήματα που διέπραξε.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, πως κάθε χρόνο, την μέρα που η Κύπρος θρηνεί στην επέτειο της 20ης Ιουλίου, εκείνοι γιορτάζουν την επιχείρηση του 1974 και τη συνεχιζόμενη (παράνομη) κατοχή των κυπριακών εδαφών, με στρατιωτικές παρελάσεις, πτώσεις αλεξιπτωτιστών και εκδηλώσεις.
Υπενθυμίζεται, ότι φέτος στην προκλητική φιέστα στα Κατεχόμενα συμμετέχει και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις