‘Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ’
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού, εξετάζουμε τη στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε μετανάστες και πρόσφυγες, από τη δεκαετία του ’90 έως και σήμερα. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Κωνσταντίνος Τσακαλίδης
- 21 Μαρτίου 2017 09:07
Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες που έρχονται στην χώρα μας είναι άραγε οι πρωταγωνιστές μίας ιστορίας ενσωμάτωσης και ομαλής ένταξης, ή απλά “Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ – Αλβανέεε” –όπου το “Αλβανέ” έχει αντικατασταθεί με Σύρους, Αφβανούς, Ιρανούς και ούτω καθεξής;
Η ρητορική που θέλει την ελληνική κοινωνία υπό άλλες συνθήκες πρόθυμη να εντάξει τους πρόσφυγες, αλλά αδύναμη να το πράξει αυτήν τη στιγμή καθώς λόγω οικονομικής κρίσης δεν μπορεί να θρέψει ούτε τους ιθαγενείς, έχει ως αντίλογο το δικό της παρόν και τη δική της σύγχρονη ιστορία. Πιο συγκεκριμένα τη δεκαετία του ’90 – ’00, στην χώρα μας ήρθαν οικονομικοί μετανάστες κυρίως από την Αλβανία, αλλά και από τη Ρουμανία ή τη Βουλγαρία. Η πρώτη διαδικασία νομιμοποίησης τους έγινε το 1998. Μέχρι τότε (και έκτοτε βέβαια) εργάζονταν σε καθεστώς ανασφάλιστης και “μαύρης εργασίας”, κυρίως σε χειρωνακτικές εργασίες και σε μικρές επιχειρήσεις που χρειαζόταν ανειδίκευτους ή ήμι-ειδικευμένους εργάτες με χαμηλές ωριαίες αμοιβές και με τις γνωστές συνέπειες εκμετάλλευσης. Ο “Αλβανός” αρχικά ήταν αυτός που θα έκανε τις χαμαλοδουλειές σε χαμηλή τιμή (“πάρε έναν Αλβανό να στο κάνει”) και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε αυτόν που “μας παίρνει τις δουλειές”.
Το θέμα της γλώσσας και των διαφορετικών παραστάσεων στις χώρες προέλευσής τους, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ίσως οι πρακτικοί λόγοι που δυσκόλεψαν την πλήρη ενσωμάτωσή αυτών των ανθρώπων, τα παιδιά τους όμως που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν εδώ δεν είχαν καμία τέτοιου είδους δυσκολία. Μάλιστα, αν ήταν αρκετά τυχερά- μπορεί και να μην αντιμετώπιζαν τα ίδια τον κοινωνικό ρατσισμό που είχαν βιώσει οι γονείς τους. Από την άλλη, δύσκολα μπορούμε να ξεχάσουμε τις συζητήσεις για το αν τελικά δικαιούται ένας αριστούχος μαθητής μεταναστευτικής καταγωγής να σηκώσει ή όχι την ελληνική σημαία ή τα δελτία ειδήσεων που παρουσίαζαν τους “Aλβανούς” ως υπαίτιους κάθε εγκληματικής πράξης.
Δύσκολα μπορούμε να ξεχάσουμε τις συζητήσεις για το αν τελικά δικαιούται ένας αριστούχος μαθητής μεταναστευτικής καταγωγής να σηκώσει ή όχι την ελληνική σημαία ή τα δελτία ειδήσεων που παρουσίαζαν τους “Aλβανούς” ως υπαίτιους κάθε εγκληματικής πράξης.
Το σημαντικότερο όμως δεν είναι η διάθεση της κάθε μικρο-κοινωνίας, η οποία άλλωστε μπορεί να ποικίλλει ανά περιοχή και ευαισθησίες, αλλά η επίσημη στάση της χώρας, καθώς ο νόμος περί απόδοσης ελληνικής ιθαγένειας σε μετανάστες δεύτερης γενιάς “παγώνει” και “ξεπαγώνει” κατά βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης. Θεωρητικά, ο νόμος 4332/2015, αναγνωρίζει το δικαίωμα να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια όσα παιδιά αλλοδαπών γεννήθηκαν στην Ελλάδα, είχαν εγγραφεί στην Α΄ Δημοτικού και συνέχισαν το σχολείο κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης σε συνδυασμό με τη συνεχή νόμιμη διαμονή του ενός από τους γονείς του για πέντε χρόνια πριν από τη γέννησή του. Την ελληνική ιθαγένεια δικαιούνται επίσης όσα παιδιά των μεταναστών δεν γεννήθηκαν εδώ, αλλά έχουν φοιτήσει εννιά χρόνια σε ελληνικό σχολείο, όσα έχουν απολυτήριο ελληνικού Λυκείου και όσα έλαβαν πτυχίο ΤΕΙ ή ΑΕΙ.
Πρακτικά όμως;
Η Φλορένσα ήρθε στην Ελλάδα το 1997, σε ηλικία ενός έτους. Έχει ολοκληρώσει δηλαδή όχι 9, αλλά 12 χρόνια φοίτησης σε ελληνικό σχολείο και τώρα σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο. Μόλις πριν έναν χρόνο αυτή και η αδερφή της έκαναν αίτηση για ελληνική υπηκοότητα, καθώς νωρίτερα δεν δικαιούνταν -διότι δεν έχουν γεννηθεί εδώ- για την οποία δεν έχουν λάβει ακόμα απάντηση.
“Μέχρι Β’ δημοτικού στο σχολείο ναι, είχα πρόβλημα. Τα παιδιά δεν έκαναν παρέα μαζί μου λόγω της καταγωγής μου, ή μάλλον λόγω των γονιών τους που είχαν πρόβλημα με την καταγωγή μου. Που σκέψου πως ήρθα εδώ όταν ήμουν ενός έτους! Όσο περνούσαν τα χρόνια αρχίσαμε σταδιακά να ενσωματωνόμαστε. Στο Λύκειο πια ήμουν πρόεδρος του 15μελούς. Το να λάβω την ελληνική υπηκοότητα είναι εξαιρετικά δύσκολο και χρονοβόρο, ακόμα και αν στα χαρτιά τηρώ όλες τις προϋποθέσεις. Για να καταθέσω τα χαρτιά μου έπρεπε να είμαι ασφαλισμένη, στα 18 μου όμως δεν είχα ένσημα. Αν δεν με ασφάλιζε το Πανεπιστήμιο θα έπρεπε να πληρώσω ιδιωτική ασφάλιση”.
Αξίζει να σημειωθεί πως σε αυτές τις περιπτώσεις οι πολίτες εκτός από το να πληρώνουν την άδεια παραμονής τους, έχουν τις ίδιες οικονομικές φορολογικές υποχρεώσεις με τους Έλληνες ή Ευρωπαίους πολίτες, χωρίς όμως να έχουν την ίδια πρόσβαση σε όλες τις παροχές. Για παράδειγμα δεν δικαιούνται επιδόματα, υποτροφίες ή ΕΣΠΑ κτλ.
Όταν με ρωτάνε από πού βγαίνει το όνομα μου και τους απαντάω πως είμαι από την Αλβανία, μου απαντάνε με ένα αδικαιολόγητο για μένα, ‘δεν πειράζει!’
Όσον αφορά τον ρατσισμό, υπόγειο ή φανερό, ρωτήσαμε τη Φλορένσα αν θεωρεί πως οι Έλληνες χρησιμοποιούν τη λέξη “Αλβανός” ως βρισιά: “Πολλές φορές. Μα αφού μας έχουν σε χαμηλή εκτίμηση. Για παράδειγμα, η αδερφή μου στο δημοτικό ήταν σημαιοφόρος και επειδή μέναμε σε μικρό μέρος υπήρξαν πολλές αντιδράσεις τύπου ‘καλά, βάλατε το αλβανάκι να σηκώσει τη σημαία μας;’. Αλλά ακόμα και σήμερα, όταν με ρωτάνε από πού βγαίνει το όνομα μου και τους απαντάω πως είμαι από την Αλβανία μου απαντάνε, με ένα αδικαιολόγητο για μένα, ‘δεν πειράζει!’ “.
Έλληνας και γεννιέσαι και γίνεσαι
Η αναποφασιστικότητα και η αμηχανία απέναντι σε όσους έρχονται στην χώρα μας δεν είναι λοιπόν ένα φαινόμενο τόσο σύγχρονο όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε και σε καμία περίπτωση δεν έχει ως αποκλειστική του αιτιολογία την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας. Φτάνοντας στο σήμερα, που κάτω από διαφορετικές συνθήκες το ζήτημα της ενσωμάτωσης γίνεται ξανά επίκαιρο, καθώς σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση πως η χώρα μας αποτελεί αποκλειστικά και μόνο ένα πέρασμα, υπάρχουν πολλά νέα παιδιά τα οποία φιλοδοξούν να μείνουν και να εργαστούν στην Ελλάδα. Στον ξενώνα της ΜΚΟ Άρσις στη Θεσσαλονίκη, όπου δικαιούνται φιλοξενία αιτούντες άσυλο, ηλικίας 18 έως 25, συναντήσαμε τον Parham τον Buba και τον Nidal.
Ο Parham από το Ιράν είναι 18 χρονών, έχει κλείσει έναν χρόνο στην Ελλάδα και ήδη μας μιλάει στα ελληνικά. Είναι χαρούμενος με τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη. Τα απογεύματα κάνει μαθήματα ελληνικών. Οι φίλοι του εργάζονται ως μεταφραστές στα Διαβατά και σύντομα θα ξεκινήσει και αυτός ως διερμηνέας, από τα ελληνικά σε φαρσί και το αντίστροφο. Όταν τον ρωτήσαμε ποια είναι τα όνειρα του για το μέλλον απάντησε αμέσως πως δεν έχει όνειρα. Είχε, λέει, αλλά πλέον δεν έχει. Ποιο ήταν το όνειρο του πίσω στο Ιράν; Να γίνει αρχιτέκτονας. Αρχίζει και μας απαριθμεί τα αρχιτεκτονικά προγράμματα που γνωρίζει στον υπολογιστή, καθώς πίσω στην χώρα του είχε ξεκινήσει μαθήματα. Τώρα αυτό που θέλει είναι “να έχω μία κανονική ζωή, εδώ”. Το πρώτο του βήμα είναι να μπορέσει να συγκεντρώσει κάποια χρήματα μέσω των μεταφράσεων που θα κάνει και να νοικιάσει ένα σπίτι με τους φίλους του. Το ίδιο μας λέει και ο Buba, αναγνωρισμένος πρόσφυγας, 20 χρονών από την Γκάμπια, που βρίσκεται στην Ελλάδα εδώ και 1,5 χρόνο. Εξηγεί ότι φιλοδοξία του είναι να μείνει στην χώρα μας και σύντομα να σταθεί στα πόδια του.
Ο Nidal από την Παλαιστίνη όταν ζούσε στη Γάζα ονειρευόταν να έρθει στην Ελλάδα. “Αγαπάω την Ελλάδα και ήθελα να έρθω εδώ, επειδή ξέρω πως και οι Έλληνες αγαπάνε την Παλαιστίνη. Η αλήθεια βέβαια είναι πως όταν ήρθα τελικά ήταν διαφορετικά από ότι τα είχα ονειρευτεί”. Είναι 25 χρονών και ήρθε στη Θεσσαλονίκη έπειτα από 4 μήνες που έμεινε στην Ειδομένη. Έχει σπουδάσει για 3 χρόνια ως τεχνικός ακουστικών και θα ήθελε να μπορέσει να ολοκληρώσει κάποια στιγμή τις σπουδές του στην Ελλάδα, ξέρει όμως πως πρώτα θα πρέπει να τελειοποιήσει τα ελληνικά του. Έχει πολλούς φίλους εδώ, Παλαιστίνιους, Ισπανούς, Σύρους και Έλληνες. Αν τελικά δεν τα καταφέρει να μείνει εδώ, θα προσπαθήσει να πάει στην Ισπανία.
Εξαιρετικά σημαντικό είναι πως από τον Απρίλιο του 2016, οι αιτούντες άσυλο μπορούν να εργαστούν κανονικά στην Ελλάδα, καθώς αποκτούν ΑΜΚΑ. Για τον Βασίλη Γεωργακούδη, συντονιστή Κοινωνικού Διαμερίσματος, πρόκειται για μία ελπιδοφόρα αλλαγή:
“Η δική μας δομή απευθύνεται στα παιδιά που θέλουν να μείνουν στην Ελλάδα. Από τη στιγμή που έχουν την ‘λευκή κάρτα’, δηλαδή το δελτίο αιτούντος άσυλο, εδώ και έναν χρόνο (από τις αρχές Απριλίου 2016), έχουν το δικαίωμα να εργαστούν νόμιμα και έχουν πρόσβαση σε όλα τα εργασιακά δικαιώματα. Οπότε όσο περιμένουν την συνέντευξη και την απάντηση στο αίτημα τους, τους δίνουμε τη δυνατότητα να φιλοξενηθούν εδώ και να ξεκινήσουν να μαζεύουν χρήματα, ώστε να νοικιάσουν ένα δικό τους διαμέρισμα και να αρχίσει με σταδιακούς ρυθμούς η ένταξή τους στην κοινωνία. Αυτοί που συνήθως λαμβάνουν αρνητική απάντηση στο αίτημα ασύλου είναι πλέον οι Αφγανοί, (καθώς το Αφγανιστάν θεωρείται πλέον ασφαλής χώρα!) και οι Πακιστανοί”.
Σχετικά με το θέμα της ένταξης, ο Βασίλης τονίζει πως η νομοθεσία που επιτρέπει τους αιτούντες άσυλο να εργαστούν είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς η εργασία βοηθάει σε όλα τα στάδια (πρακτικά και ψυχολογικά) της ενσωμάτωσης. “Από τη στιγμή που αυτοί οι άνθρωποι επιθυμούν να παραμείνουν στην Ελλάδα, πρέπει και να ενταχθούν. Το σημαντικότερο είναι να μάθουν την γλώσσα. Εμείς από την πλευρά μας τους βοηθάμε όσο μπορούμε, και μέσω της επαγγελματικής συμβούλου που έχουμε, στο να βρουν δουλειά. Η συγκεκριμένη δομή φιλοξενίας χωράει 9 άτομα και τους τελευταίους μήνες έχουν περάσει και εξυπηρετηθεί 17. Αυτό δείχνει πως υπάρχει απορρόφηση και μάλιστα γρήγορη”.
Η ένταξη στην ελληνική κοινωνία δεν είναι μία θεωρητική έννοια ούτε περιορίζεται στα σχετικά νομοθετήματα (όσο και αν αυτά είναι εξαιρετικά αναγκαία). Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι πως η δική μας διάθεση και η δική μας στάση του σήμερα δεν αντανακλούν αποκλειστικά σε αυτούς που θέλουν να μείνουν, να εργαστούν και να ζήσουν στην χώρα μας, αλλά πρωτίστως – ιστορικά, κοινωνικά, ανθρωπιστικά και πρακτικά- αντανακλούν (σε) εμάς τους ίδιους.
Sooc.gr