Κραυγή αγωνίας για τα παιδιά στην Ελλάδα της κρίσης
Γονείς, δάσκαλοι και ειδικοί μιλούν στο NEWS247 για τα δικαιώματα των παιδιών τους που απειλούνται από τη φτώχεια και τον αποκλεισμό
- 20 Νοεμβρίου 2014 07:23
Μέσα σε μία 5ετία οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα κατέκτησε πολλές αρνητικές πρωτιές, εσχάτως και στην παιδική φτώχεια, η οποία εκτοξεύθηκε στο 40,5% το 2012, από το 23% που βρισκόταν το 2008. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ερευνητικού κέντρου της UNICEF Innocenti, το μέσο οικογενειακό εισόδημα των νοικοκυριών με παιδιά βυθίστηκε τo 2012 στα επίπεδα του 1998, το ισοδύναμο της απώλειας 14 χρόνων εισοδηματικής προόδου.
Την ίδια ώρα, έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική στέρηση των παιδιών δείχνει ότι αυξήθηκαν δραματικά μέσα στην πενταετία 2009- 2013, τα ποσοστά των νοικοκυριών της χώρας που αδυνατούν, για οικονομικούς λόγους, να παρέχουν στα παιδιά τους βασικά αγαθά και υπηρεσίες.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για Δικαιώματα του Παιδιού, το NEWS247 αναζητά τους ανθρώπους πίσω από τους αριθμούς. Ειδικοί επιστήμονες, κοινωνικοί λειτουργοί, γονείς και δάσκαλοι, μιλούν για τα παιδιά τους, τα δικαιώματα και τα κεκτημένα δεκαετιών που απειλούνται από την ύφεση.
Ο Θόδωρος Παπαδόπουλος διδάσκει στο 35 Δημοτικό Σχολείο Πειραιά, στην Καστέλα. “Στη γειτονιά μας εμείς είχαμε μεσαία τάξη και οι άνθρωποι ανταπεξέρχονταν πολύ καλά σε ό,τι χρειαζόντουσαν τα παιδιά τους” λέει αναπολώντας την ευμάρεια μιας άλλης εποχής.
“Πλέον παρατηρείς ότι τα παπούτσια τα κρατάμε κι ας έχουν και τρύπες, τα ρούχα το ίδιο. Ακόμα χειρότερα, έχουμε παιδιά, τα οποία είναι υποσιτισμένα. Στο δικό μας σχολείο, 1-2 παιδιά σε κάθε τάξη υποστηρίζονται από τους δασκάλους και από τον σύλλογο γονέων. Λειτουργούμε κάτι σαν ‘κρυφό’ κοινωνικό παντοπωλείο θα έλεγα. Φέρνουν οι γονείς προϊόντα και η διευθύντρια μαζί με τους δασκάλους και το σύλλογο γονέων τα δίνουν κρυφά σε οικογένειες, οι οποίες λόγω της πρότερης αξιοπρεπούς διαβίωσης, ντρέπονται να πουν ότι έχουν πρόβλημα. Τώρα που έρχεται ο χειμώνας κινητοποιούμαστε να δώσουμε ρούχα.
Είμαι 28 χρόνια δάσκαλος. Ασυζητητί η τρέχουσα κατάσταση είναι η πιο δύσκολη που έχω αντιμετωπίσει.
Όταν βλέπεις τους μαθητές σου να μην έχουν να φάνε, τι άλλο να πεις;
Το ποσοστό των πολύ φτωχών παιδιών είναι 7-10%. Αλλά το ποσοστό είναι πολύ μεγάλο αν το 2014 στην Ελλάδα έστω και ένα παιδί δεν έχει να φάει. Σε μια γειτονιά όπως η Καστέλα, που θεωρείτο καλοστεκούμενη γειτονιά, και ένα παιδί να μη έχει να φάει είναι πρόβλημα.
Όταν τα παιδιά κάνανε από 1-2 αθλήματα στα σωματεία της γειτονιάς, τα οποία πια δεν κάνουνε, δεν αθλούνται. Όταν έχουν μειωθεί τα παιδιά που κάνουν ξένες γλώσσες, εξ όσων γνωρίζω από την κυρία που έχει το φροντιστήριο ξένων γλωσσών στη γειτονιά . Όταν τα παιδιά δεν σιτίζονται και δεν ντύνονται σωστά. Ποιο θα είναι το μέλλον αυτών των παιδιών;
Το παιδί μιας φτωχής οικογένειας πώς θα αντιμετωπίσει αύριο το δικό μου το παιδί που κάνει τις ξένες γλώσσες του κι έχει το μυαλό του στο διάβασμα, με τι ισότητα θα ανταποκριθεί στην εκπαιδευτική διαδικασία για να περάσει σε μια σχολή αύριο και να αντιμετωπίσει τη ζωή;” διερωτάται ο κ . Παπαδόπουλος.
Από την ίδια γειτονιά, την Καστέλα, είναι και η Μαίρη Θεοδώρου, μητέρα ενός αγοριού που θα δώσει φέτος Πανελλήνιες. Η κα Μαίρη είναι 59 ετών, άνεργη εδώ και 4 χρόνια και ανησυχεί ότι δε μπορεί να προσφέρει στο παιδί της όσα θα έπρεπε.
“Σκέφτομαι, ωραία, στο παιδί μου προσφέρω τροφή, ίσως όχι την καλύτερης ποιότητας αλλά του δίνω τροφή. Του δίνω και ρούχα, κι ας μην είναι πρώτης φίρμας, σαν αυτά που φορούσα εγώ στην εποχή των παχιών αγελάδων” μας λέει χαριτολογώντας και αμέσως η φωνή της σοβαρεύει.
“Από εκεί και πέρα, εμένα το δικό μου το παιδί έχει μεγάλη έφεση στις γλώσσες, έχει ήδη πάρει πτυχία αγγλικών και γερμανικών σε μικρότερη ηλικία, θέλει τώρα να κάνει κι άλλες γλώσσες. Δεν έχω χρήματα να του το προσφέρω και προσπαθεί μόνος του. Εγώ όμως πονάω, διότι του ψαλιδίζω, του κόβω. Δεν μπορεί να ταξιδέψει, δεν μπορεί να πάει στη συναυλία που θέλει, ούτε να δει την παράσταση που θέλει στο θέατρο. Θα μου πείτε αυτά είναι σημαντικά; Για μένα είναι. Χωρίς πνευματική τροφή η ανθρώπινη υπόσταση είναι απλά ένα περιφερόμενο σακί. Το οτι έχουμε δυο πόδια δεν σημαίνει τίποτα! Μέσα από τον πολιτισμό, την τέχνη, το διάβασμα, ένα ταξίδι μέσα από το οποίο θα γνωρίσεις άλλες κουλτούρες. Μέσα από αυτά αποδεικνύουμε ότι είμαστε το ανώτερο ζώο στην κατηγορία μας” εξηγεί η κα Μαίρη και προσθέτει:
“Επιπλέον, όλο αυτό αρχίζει και τον πονάει. Σκέφτεται, μα η δική μου η μάνα είναι ικανή και έξυπνη και όμως είναι 4 χρόνια άνεργη; Γιατί; Τι να του πω; Να εξηγήσω το θέατρο του παραλόγου; Το κράτος με θεωρεί πολύ νέα για να με συνταξιοδοτήσει αλλά έχει δημιουργήσει κι ένα καθεστώς στον εργοδότη που με θεωρεί πολύ μεγάλη για να με προσλάβει. Κι εγώ βρε παιδιά τι θέλετε να κάνω; έχω κάνει οικογένεια, έχω υποχρεώσεις, έχω εκκρεμότητες, τι πρέπει να κάνω; Δεν μπορώ να εργαστώ, δεν μπορώ να συνταξιοδοτηθώ, βλέπει ο γιος μου αυτό το πράγμα, βάζει μια ταμπέλα και λέει: κοινωνική αδικία”.
“Όταν μειώνονται σε τέτοιο βαθμό τα έσοδά σου αλλάζεις συνήθειες, αλλάζει η ζωή σου. Εγώ και ο σύντροφός μου χωρίς να το θέλουμε αρχίζουμε να έχουμε άγχος και ένταση τα οποία όσο προσπαθούμε επιμελώς να τα κρύψουμε, ξεσπούν στο παιδί μας. Διότι όπως λέει κι ο τραγουδοποιός:
Πως να κρυφτείς απ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
Το παιδί τα εισπράττει όλα αυτά. Το πρώτο συναίσθημα που του δημιουργείται είναι άγχος και ανασφάλεια. Θέλει τη μαμά και τον μπαμπά δυνατούς ισχυρούς και ενωμένους. Μετά αρχίζει ο φόβος. Τι θα κάνω; πώς θα τα καταφέρω; Αν αποτύχω; Και μπαίνει κι ένας παράγοντας που είναι πολύ άδικος, η ενοχή, αρχίζουν και έχουν ενοχές. Μήπως φταίω εγώ , μήπως ζητάω πολλά;
Θεωρώ ότι τα παιδιά μας σήμερα βάλλονται από παντού.
Μας στερούν τον πολιτισμο, μας στερούν την ευκαιρία να είμαστε καλοί γονείς, στερούν από τα παιδιά μας την ευκαιρία να γίνουν ενήλικες ολοκληρωμένοι. Κάνουμε παιδιά τα οποία είναι και πρακτικά και συναισθηματικά ανάπηρα.
Εγώ το παιδί μου θέλω να ονειρεύεται. Θέλω να του μεταλαμπαδεύσω την ελπίδα και την πίστη στον άνθρωπο και τη ζωή”.
Η κα Μαίρη και ο σύζυγός της έκαναν μια άνετη ζωή πριν καταρρεύσει η οικογενειακή επιχείρηση. Έζησαν 35 χρόνια στη Βούλα και ταξίδεψαν πολύ. Σήμερα ζουν σε ένα σπίτι που τους έχει παραχωρήσει η ΜΚΟ Κλίμακα στο κέντρο της Αθήνας.
Η ίδια συγκινείται όταν μιλά για την οργάνωση και τον πρόεδρό της, Κυριάκο Κατσαδώρο: “Μου έδειξε σεβασμό τη στιγμή που είχα πολύ μεγάλη ανάγκη να μου δείξουν με οποιονδήποτε τρόπο ότι ακόμα εμπνέω σεβασμό, ότι δεν χάθηκα”.
Συναντήσαμε τον Κυριάκο Κατσαδώρο, ψυχίατρο, πρόεδρο της ΜΚΟ Κλίμακα, στα γραφεία της οργάνωσης, η οποία προφέρει ψυχιατρική, επιμορφωτική αλλά και υλική υποστήριξη σε ομάδες που κινδυνεύουν με κοινωνικό αποκλεισμό.”Παρατηρούμε ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις στα παιδιά λόγω της κρίσης” μας λέει και εξηγεί πως “προκαλούνται πιέσεις, φασαρίες και μικροδιενέξεις μέσα στο σπίτι, οι οποίες μεταφέρονται στα παιδιά, ακόμα κι αν δεν τους λείπουν τα βασικά, έχουν το γάλα τους και το φαγητό τους. Δημιουργείται μια συναισθηματικού τύπου μιζέρια. Τα παιδιά αντιμετωπίζουν μια νέα πραγματικότητα και την αντιμετωπίζουν προβολικά, βγάζουν θυμό μέσα στο σπίτι ή και έξω από αυτό, στο σχολείο. Δεν είναι τυχαίο πλέον ότι μέσα στα σχολεία αυτό τον καιρό υπάρχει πλέον περισσότερη νευρικότητα, επιθετικότητα, περισσότερο συναίσθημα. Πριν από λίγες ημέρες ο διευθυντής του δημοτικού σχολείου στο Ζεφύρι μας ζήτησε να του στείλουμε μια ψυχολόγο για να βοηθήσει τα παιδιά. Είναι πάρα πολλά αυτά τα φαινόμενα”.
Η Κλίμακα δραστηριοποιείται στο Ζεφύρι με την κοινότητα των Ρομά εδώ και 14 χρόνια. Οι Ρομά ανήκουν στις λεγόμενες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, όπου “η καταπάτηση των δικαιωμάτων των παιδιών προϋπήρχε της κρίσης, απλά η κρίση έκανε πιο έντονο το πρόβλημα” επισημαίνει ο κ. Κατσαδώρος και εξηγεί πως λόγω της φτώχειας και του αποκλεισμού πλέον στο Ζεφύρι έχουμε ένα “πανηγύρι επιθετικότητας και παραβατικότητας”.
Στόχευση στις ομάδες “υψηλού κινδύνου”
“Υπάρχουν ομάδες υψηλού κινδύνου” μας λέει από πλευράς του ο διευθυντής της ελληνικής υπηρεσίας της UNICEF Ηλίας Λυμπέρης. “Είναι κυρίως τα παιδιά Ρομά, τα παιδιά μεταναστών και διαφόρων μειονοτήτων καθώς και τα παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών, για τα οποία πρέπει να φτιαχτεί οπωσδήποτε ένα δίχτυ προστασίας”.
Ο κ. Λυμπέρης επισημαίνει ότι “η Ελλάδα έχει κατορθώσει πολλά, αλλά τα τελευταία χρόνια αρκετά από τα επιτεύγματα τίθενται σε κίνδυνο λόγω της ύφεσης. Κάποιες χώρες παρά το γεγονός ότι επλήγησαν σημαντικά από την κρίση αντιμετώπισαν αποτελεσματικότερα τις επιπτώσεις ως προς την παιδική φτώχεια. Άρα κάποιες χώρες έχουν πιο αποτελεσματική πολιτική προστασίας των παιδιών. Αυτό πρέπει να το δουν οι κυβερνώντες, τι κάνουν οι άλλες χώρες καλύτερα και προστατεύουν περισσότερο τα παιδιά τους” τονίζει και προσθέτει:
“Ως προς αυτό που αποκαλούμε κοινωνικές μεταβιβάσεις, δηλαδή οι φοροαπαλλαγές και τα επιδόματα, στην Ελλάδα υπάρχει μια ανθεκτικότητα της φτώχειας και δεν μειώνεται σημαντικά μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι στοχευμένες, άρα δεν είναι αποτελεσματικές. Στη Μ. Βρετανία πριν από μερικά χρόνια η φτώχεια ήταν της τάξεως του 25% και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις έπεφτε στο 12,5%. Η Ελλάδα ξεκινούσε τότε από το 15% και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις έπεφτε στο 13%, σαν να μην έπιανε τόπο ή να μην πήγαινε σε αυτούς που είχαν πραγματική ανάγκη.
Άρα είναι απαραίτητος καλύτερος συντονισμός και στόχευση. Θέλει πιο στοχευμένες πολιτικές και η βοήθεια να πηγαίνει σε αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη” καταλήγει ο κ. Λυμπέρης.
Απουσία κοινωνικής πολιτικής
Από πλευρά της, η Μαρία Καλδάνη της ΜΚΟ ΑΡΣΙΣ τονίζει την απουσία οποιασδήποτε κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα πριν καν ξεκινήσει η κρίση.
“Για εμάς δεν έχει αλλάξει κάτι, απλά έχουν αυξηθεί οι ‘πελάτες’ μας, που ήταν διαχρονικά ανήλικοι και ασυνόδευτοι μετανάστες και Ρομά. Βεβαίως πλέον έχει προστεθεί και ένα μέρος της πρώην μεσαίας τάξης που έχει φτωχοποιηθεί και χρειάζεται βοήθεια. Γι αυτό και δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στο ζήτημα. Αν όμως υπήρχε κοινωνική πολιτική προ κρίσης για τα παιδιά μεταναστών και Ρομά, τώρα πάνω σε αυτό θα πατούσαμε για να βοηθήσουμε και τους Έλληνες. Αντ’ αυτού πάμε να κάνουμε κοινωνική πολιτικοί εκ του μηδενός και μάλιστα με όρους μνημονακούς. Για παράδειγμα το Ελάχιστον Εγγυημένο Εισόδημα, που εφαρμόζεται πιλοτικά, καλώς θεσπίστηκε, όμως είναι πάρα πολύ μικρό. Καλύτερο απ το τίποτα, αλλά και πάλι πολύ μικρό”.
Στήριξη στη μονογονεϊκή οικογένεια
Το ιστορικό κέντρο βρεφών Μητέρα δημιουργήθηκε το 1955, όχι ως κλειστό ίδρυμα, αλλά για να προσφέρει προστασία σε ανύπανδρες μητέρες.
“Το ποσοστό των ανθρώπων που χτυπούν την πόρτα του Μητέρα για να βοηθηθούν να θρέψουν τα παιδιά τους να τα ντύσουν, να τα θερμάνουν έχει πολύ μεγάλη αύξηση έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί, γιατί τα χρόνια της κρίσης, κυρίως πλήττεται η μονογονεϊκή οικογένεια”, επισημαίνει η Ελευθερία Ψαρρά, κοινωνικής λειτουργός και αναπληρώτρια επιστημονική διευθύντρια του κέντρου βρεφών Μητέρα.
Παλιά είχαμε την οικονομική δυνατότητα να στηρίξουμε τη μονογονεϊκή οικογένεια, παραχωρούσαμε και κάποια σπίτια για ένα χρονικό διάστημα μέχρι να ορθοποδήσει. Πλέον ο προϋπολογισμός είναι περιορισμένος. Το Μητέρα είναι άλλωστε κρατικό ίδρυμα. Κάποιες χρονιές με τη βοήθεια της εκκλησίας και χορηγών καταφέραμε να προσφέρουμε βοήθεια σε αρκετές μονογονεϊκές οικογένειες με είδη ρουχισμού κ.α. Τώρα όμως δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα να βοηθήσουμε με υλικά αγαθά. Όμως ασχολούμαστε και βρίσκουμε κάποιον άλλο φορέα που μπορεί ενδεχομένως να υποστηρίξει.
Με την κρίση έχει μειωθεί το επιστημονικό προσωπικό, έχουμε σοβαρή έλλειψη παρόλα αυτά προσπαθούμε να μην δείχνει σαν ίδρυμα το μητέρα να μεγαλώνουν σε συνθήκες οικογένειας τα παιδάκια
Η πολιτεία πρέπει να προστατεύσει και να υποστηρίξει περισσότερο την μονογονεϊκή οικογένεια, να τη βοηθήσει να κρατήσει το παιδί της. Έχει κάνει ελάχιστα πράγματα.
Είμαστε ένα μεγάλο ίδρυμα με μικρό προσωπικό, παρόλα αυτά με πολλή αγάπη αναπληρώνουμε τα κενά.
Παλιά 1 βρεφονηπιοκόμος φρόντιζε 3 βρέφη. Σήμερα η αναλογία είναι 1 προς 6.
Κανένα παιδί να μην μεγαλώνει σε ίδρυμα
“Σκοπός του Μητέρα είναι το παιδί να επανενωθεί με τη φυσική οικογένεια, συμφέρον του παιδιού είναι με τη φυσική του οικογένεια, μόνο αν αυτή είναι ακατάλληλη προχωράμε σε αναδοχή ή υιοθεσία. Πολλές έγιναν αναδοχές και υιοθεσίες από το 55 έως σήμερα διότι η φιλοσοφία του ιδρύματος ανέκαθεν ήταν κανέναν παιδί να μην μεγαλώνει σε ιδρύματα
Ειδικά τα παιδιά με βαριά νοητική στέρηση είναι δύσκολο να υιοθετηθούν. για αυτόν μπαίνουν σε πρόγραμμα αναδοχής πρέπει να προωθηθεί και να εξελιχθεί ο θεσμός της αναδοχής και να στηριχθεί από την πολιτεία.
Κανένα παιδί να μην μεγαλώνει σε ίδρυμα. Τα ιδρύματα χρειάζονται ίσως για ειδικές περιπτώσεις παιδιών με σοβαρά προβλήματα υγείας.
Όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε ίδρυμα συναισθηματικά είναι ένα στερημένο παιδί. κι αυτό του δημιουργεί προβλήματα και σαν ενήλικα. Είναι καθοριστική η παιδική ηλικία για την ενήλικη ζωή του ανθρώπου γι αυτό και πρέπει να φροντίζεται. Η πολιτεία οφείλει να προστατεύει τα παιδιά, διότι είναι προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου.
ένα παιδί που δεν θα μεγαλώσει σε οικογένεια θα είναι ένας ενήλικας που θα ταλαιπωρήσεις αύριο την κοινωνία και τον κοινωνικό περίγυρο”, καταλήγει η κ. Ψαρρά.