Ντέιβιντ Σεντάρις: “Δεν διακωμωδώ τις φτωχές χώρες”

Ντέιβιντ Σεντάρις: “Δεν διακωμωδώ τις φτωχές χώρες”
2013 Sonia Recchia

"Θα έλεγα σε κάθε Αμερικανό να ζήσει για λίγο στη Μέση Ανατολή". Και όλα όσα είπε ο ελληνικής καταγωγής, πολυβραβευμένος συγγραφέας, Ντέιβιντ Σεντάρις στο ελληνικό κοινό του

Ο ελληνικής καταγωγής και πολυβραβευμένος μετρ του χιούμορ, Ντέιβιντ Σεντάρις, βρέθηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και μίλησε στο εν Ελλάδι κοινό του με αφορμή το νέο του βιβλίο “Ας συζητήσουμε για τον διαβήτη με κουκουβάγιες” (εκδόσεις Μελάνι, μετάφραση, Μυρσίνη Γκανά). Το NEWS 247 ήταν εκεί.

Είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που έχουν κάνει την τέχνη τους ζωή και τη ζωή τους τέχνη. Ο Αμερικανός συγγραφέας είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που ξέρουν να γελάνε με την παραπάνω φράση και να τη διακωμωδούν, παράγοντας και πάλι τέχνη.

Στη ερώτηση που δέχθηκα πρόσφατα σχετικά με το ποιος είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας, ή μάλλον ποιοι είναι οι αγαπημένοι μου συγγραφείς, είχα απαντήσει, έχοντας το βλέμμα μου στραμμένο στο σήμερα και σκεπτόμενος τα τελευταία μου αναγνώσματα. Ο Ντέιβιντ Σεντάρις.

Περισσότερο γιατί πάντοτε θαύμαζα όχι τόσο τους ανθρώπους με πηγαίο χιούμορ, αλλά τους ανθρώπους με πηγαίο αυτοσαρκασμό. 

Ο ελληνικής καταγωγής λογοτέχνης μίλησε για τις ελληνικές του ρίζες, για τα βιβλία του, για τη σχέση του με την οικογένεια του και τον πατέρα του, για τους Φιλιππινέζους, για την αμερικανική κοινωνία, για τα ταξίδια του.

Μια από τις σκέψεις μου σαν ακροατής ήταν, “ναι, μιλάει όπως γράφει και τούμπαλιν”. Με χιούμορ, με απλότητα, χωρίς κομπασμούς και μεγαλοστομίες. Και κυρίως, με αμεσότητα και χωρίς περιστροφές.

 

Ο Ντέιβιντ Σεντάρις γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1957 από Έλληνα πατέρα αλλά είναι “πολίτης του κόσμου”. Έτσι δηλώνει ο ίδιος άλλωστε, λέγοντας ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει για πολύ στην ίδια πολύ. Γιατί; Γιατί απλώς, θα βαριόταν.

“Ο αδερφός μου είναι περήφανος που κάθε μέρα κάνει το ίδιο δρομολόγιο. Σπίτι, δουλειά, σπίτι, δουλειά. Εγώ θα τρελαινόμουν”.

Έχει κερδίσει το βραβείο Γκράμι, ενώ τα βιβλία του έχουν πουλήσει περισσότερα από 8 εκατομμύρια αντίτυπα. Και όμως. Μπροστά σου βλέπεις έναν απολύτως προσγειωμένο άνθρωπο. “Ξέρεις, αισθάνομαι ενοχές. Αφενός γιατί ξέρω ότι υπάρχουν πολύ καλύτεροι συγγραφείς από εμένα και αφετέρου γιατί μέρος της επιτυχίας μου οφείλεται και στις ραδιοφωνικές εκπομπές που με έκαναν γνωστό στο κοινό μου”, δήλωσε μπροστά σε ένα γεμάτο αμφιθέατρο.

Όπλο του, το χιούμορ και ο σαρκασμός που φτάνει στα όρια του κυνισμού.

Στο τελευταίο του βιβλίο “Ας συζητήσουμε για τον διαβήτη με κουκουβάγιες” θα βρείτε ιστορίες για οδοντιάτρους και κολονοσκοπήσεις, για συγγραφείς και ομοφοβικούς Αμερικανούς, για αυστραλέζικα κουκαμπούρα, για θαλάσσιες χελωνίτσες και βέβαια για τις αγαπημένες κουκουβάγιες του συντρόφου του Χιου. Αλλά και ιστορίες για τον πρόεδρο Ομπάμα. Ναι, περνάει και εκείνος από “κόσκινο”.

“Ανακάλυψα ότι είμαι αστείος στο σχολείο, καθώς έβλεπα ότι μπορώ να κάνω τους άλλους να γελούν. Πιο πολύ μου άρεσε εκείνη η οριακή στιγμή που έχω σκεφτεί τι αστείο θα πω, έχω ανοίξει το στόμα αλλά οι λέξεις δεν έχουν βγει ακόμα. Γιατί ποτέ δεν ξέρω αν το αστείο θα είναι επιτυχημένο ή όχι”, είπε ο Ντ. Σεντάρις.

Το αστείο παραμένει αστείο σε όλες τις γλώσσες που θα μεταφραστεί ένα βιβλίο του; “Αμφίβολο”, απαντάει ο ίδιος με πλήρη ειλικρίνεια. “Στα Γερμανικά ας πούμε, η σύνταξη είναι τελείως διαφορετική, το ρήμα πάει στο τέλος της πρότασης. Όλα εξαρτώνται από τον μεταφραστή μου. Χρωστάω πολλά στους μεταφραστές μου”.

Απολογισμός και ειλικρίνεια και τη στιγμή που θυμήθηκε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια:

“Από μικρό παιδί ήθελα να έχω την προσοχή όλων στραμμένη επάνω μου. Ξεκίνησα να κάνω μαθήματα μουσικής και μόλις διαπίστωσα ότι δεν έχω κανένα ταλέντο σε αυτό, αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Επάνω στη σκηνή όμως το λαρύγγι μου στέγνωνε και η φωνή μου έβγαινε με έναν αστείο τρόπο. Έβγαζα έναν αστείο ήχο. Το παράτησα κι αυτό. Αμέσως μετά αποφάσισα να γράψω. Κάθε φορά που διαβάζω ένα νέο κείμενό μου σε ακροατήριο σκέφτομαι ότι μπορεί να πάει είτε πολύ πολύ καλά είτε να αποτύχει πλήρως”.

 

Για το επάγγελμα του συγγραφέα:

“Τα πάντα ξεκινούν από τους εκδότες. Στη Γερμανία τα βιβλιοπωλεία πληρώνουν τους συγγραφείς για μια παρουσίαση και το κοινό συρρέει. Το ίδιο και στην Ιταλία ή την Ολλανδία. Στην Κορέα, όπου τα βιβλία μου μου λένε ότι πάνε καλά, όταν έκανα μια παρουσίαση, στην αίθουσα ήταν μόνο τρία άτομα”.

Ποιο είναι το μόνο πράγμα για το οποίο δεν μπορεί να γράψει; Το σεξ. “Δεν θέλω οι άλλοι να με φαντάζονται γυμνό να κάνω διάφορα πράγματα”, είπε γελώντας. “Θαυμάζω τους συγγραφείς που μπορούν να το κάνουν και το κάνουν πραγματικά πολύ καλά”.

Ταξιδεύοντας και ζώντας σε όλο τον κόσμο

Μιλώντας για τον κόσμο και τα ταξίδια του, ερωτήθηκε σχετικά με το γεγονός ότι κατηγορήθηκε για ρατσισμό. “Δε μου αρέσει το Κινέζικο φαγητό, τι να κάνω; Πήγα στην Κίνα και είπα ότι δε μου αρέσει καθόλου, το λέω δημόσια στις ομιλίες μου. Το άκουσε μια δημοσιογράφος και με είπε ρατσιστή. Όμως πραγματικά, ότι και να πει κάποιος για εμένα, απλά δε με νοιάζει. Ας πουν ότι θέλουν”.

Ποιες είναι οι εικόνες από τα ταξίδια του που θυμάται περισσότερο; Στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σοκαρίστηκε με τις γυναίκες που είναι αναγκασμένες να φορούν μπούργκα. “Φαντάζομαι τις φίλες τους να λένε “κάτι έχει αλλάξει σήμερα πάνω σου, αλλά δεν ξέρω τι”, είπε και το κοινό παραδόθηκε στα γέλια. “Μια άλλη φορά είδα μια γυναίκα που πάνω από την μπούργκα φορούσε γυαλιά. Δεν έχω δει πιο αστείο πράγμα στη ζωή μου νομίζω”, συμπλήρωσε.

“Ωστόσο στη Μέση Ανατολή δεν είδα όλα αυτά που νομίζουν οι Αμερικανοί ότι γίνονται κάθε μέρα. Είδα αγαπημένες οικογένειες και ανθρώπους που δεν πίνουν αλκοόλ. Είδα “νηφάλιους” λαούς και αυτό μου άρεσε πολύ. Θα πρότεινα στον μέσο Αμερικανό να επισκεφθεί τη Μέση Ανατολή για να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα”, ανέφερε.

Δύσκολη η ζωή όμως για τους ομοφυλόφιλους σαν τον ίδιο. “Ναι, είναι δύσκολα τα πράγματα. Η ομοφυλοφιλία είναι ποινικοποιημένη. Από την άλλη βλέπεις συνέχεια άντρες να αγκαλιάζονται, να χαϊδεύονται, να περπατάνε αγκαζέ και χέρι – χέρι, είναι οξύμωρο όλο αυτό”. 

Ξεκαθάρισε πως φροντίζει το χιούμορ του να “χτυπά” μόνον ευκατάστατες οικονομικά χώρες: “Δεν πρόκειται να κατηγορήσω μια φτωχή χώρα όπως οι Φιλιππίνες”, είπε χαρακτηριστικά.

Αλλά θα κατηγορήσει τους Γάλλους ταξιτζήδες που “βρίζουν όλη την ώρα και χωρίς αφορμή”.

 

Με την Ελλάδα, όπως ο ίδιος είπε, η σχέση του δεν είναι ιδιαίτερα στενή, παρότι η καταγωγή του πατέρα του ήταν ελληνική:

“Δεν ήμασταν ακριβώς Ελληνοαμερικανοί γιατί η μητέρα μου δεν ήταν Ελληνίδα. Η ελληνική κοινότητα δεν μας είχε αγκαλιάσει γιατί δεν ήμασταν 100% Ελληνες. Πήγα σε ελληνικό σχολείο σε μεγάλη ηλικία για ένα χρόνο. Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν 7 χρονών και εγώ ενήλικος. Κάποιος θα μπορούσε να με αποκαλέσει παιδόφιλο”. Και τα ελληνικά του δεν είναι σε καλό επίπεδο ακόμα, μιας και τώρα έχει αρχίσει να κάνει πιο εντατικά μαθήματα.

Τι “ελληνικό” θυμάται; Τη μαυροφορεμένη γιαγιά του, “την προσωποποίηση ενός μαύρου σύννεφου”, όπως την αποκάλεσε. “Τη θυμάμαι  να μαζεύει χόρτα από τους κήπους των γειτόνων και να κλαίει συνεχώς ακόμη κι όταν πέθανε ο παππούς τον οποίον μισούσε, καθώς τον είχε παντρευτεί με προξενιό”.

Θυμάται και τα ελληνικά φαγητά και σκόρπια ήθη και έθιμα. “Έχω εικόνες στη μνήμη μου από τότε, όπως τον πατέρα μου να πηγαίνει στην εκκλησία και τη μητέρα μου να μαγειρεύει ελληνικά φαγητά”.

Παραδέχεται ωστόσο, πως θα ήθελε να έχει σήμερα κοντά του την Ελληνίδα γιαγιά του για να του μάθει Ελληνικά, γιατί, όπως είπε, “ηχούν πολύ ωραία”.

Η εμφάνιση του έκλεισε με τον ίδιο να υπογράφει τα βιβλία του που είχαν φέρει μαζί τους οι αναγνώστες του και με εμένα να φεύγω από τη Στέγη με μια υπενθύμιση. “Ταξίδεψε πολύ και αυτοσαρκάσου. Κάνει καλό”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα