Αλκοόλ: Βίος και πολιτεία
Το οινόπνευμα, η βαφή για τα μάτια και οι αλχημιστές.
- 08 Δεκεμβρίου 2018 08:05
Η λέξη «αλκοόλ», δηλαδή οινόπνευμα, παράγεται από τον γαλλικό όρο «alcool», που κι αυτός προέρχεται από το λατινικό «alcohol». Τώρα, το αστείο της υπόθεσης είναι πως αυτό το μεσαιωνικό λατινικό «αλκοόλ», που σημαίνει ακριβώς «ουσία προερχόμενη από απόσταξη», προκύπτει από το αραβικό «al-kuh(u)l», που σημαίνει «ουσία που χρησιμοποιείται ως βαφή ματιών»! Αυτό είναι ειρωνικό, από την άποψη πως το οινόπνευμα, που απαγορεύεται απολύτως από το Ισλάμ, έχει ένα αραβικό όνομα… Αλλά εκτός αυτού, υπάρχουν και άλλα παράξενα στο αλκοόλ.
Τί σχέση έχουν, θα ρωτήσει κάποιος, τα οινοπνευματώδη με τη βαφή των ματιών, ή, πώς φτάσαμε από την καλλυντική ουσία, το αραβικό «αλ-κουλ» ή «αλκουχούλ», στα ποτά; Λοιπόν, στα αραβικά, αλλά και σε άλλες σημιτικές γλώσσες, όπως τα εβραϊκά, αυτό το πανάρχαιο καλλυντικό, οι σκιές ματιών, λεγόταν «αλκούλ», ή «καχάλ», στα εβραϊκά.
Να πούμε πως με τη σκόνη αυτή οι αρχαίες Αιγύπτιες έβαφαν τα μάτια τους… Θα θυμάστε κάποιες υπέροχες αιγυπτιακές τοιχογραφίες, με όμορφες γυναίκες που είχαν τα βλέφαρά και το περίγραμμα των ματιών τους βαμμένα με αυτή τη μαύρη σκόνη… Αυτή η βαφή λοιπόν ήταν λεπτοτριμμένη σκόνη αντιμονίου. Το αντιμόνιο είναι ένα μέταλλο, αλλά για να παραχθεί από τη φυσική του μορφή η λεπτόκοκκη σκόνη, δεν ήταν μια απλή διαδικασία.
Το Μεσαίωνα, αυτή τη δουλειά την είχαν αναλάβει οι αλχημιστές, οι οποίοι επεξεργάζονταν το μέταλλο, μέσω εξάχνωσης, μέχρι να γίνει πούδρα – αυτη η σκόνη αντομονίου, που χρησιμοποιούνταν όπως είπαμε ως καλλυντικό, ως φτιασίδι, ονομάστηκε αλκοόλ από τους Αραβοϊσπανούς αλχημιστές. Με τον καιρό, ότι αποσταζόταν, ότι εξευγενιζόταν, ό,τι περνούσε από το εργαστήριο του αλχημιστή για να προκύψει καθαρό και απαλλαγμένο από προσμίξεις, ονομάστηκε αλκοόλ. Το απόσταγμα του οίνου, ας πούμε, ήταν το «alcool vini», απ’ όπου προέκυψε η σημερινή χρήση του όρου αλκοόλ…
Τώρα, για την ιστορία, στις αραβικές χώρες ακόμα, φυσικά, οι γυναίκες βάφουν τα μάτια τους με το γνωστό κολ. Μιλάμε για την ίδια ουσία, το αντιμόνιο, που στην νεότερη ελληνική παράδοση είναι γνωστό ως «σουρμές», από την τούρκικη ομόηχη λέξη. Τα μάτια που ήταν βαμμένα με το σουρμέ, δηλαδή τη σκόνη αντιμονίου, με αλκούλ ή αλκουχούλ, δηλαδή με αλκοόλ, ήταν τα περίφημα σουρμελίδικα μάτια – έχουν γραφτεί ωραία ρεμπέτικα τραγούδια για δαύτα….
Από πού κρατάει η σκούφια μας
Κάθε λέξη κρύβει μια ιστορία. Η ετυμολογία της, δηλαδή η αναζήτηση της προέλευσής της και της αρχικής της σημασίας, μπορεί να μας οδηγήσει πολύ μακριά, τόσο στα ονόματα των ανθρώπων και των τόπων, όσο και στις λέξεις που περιγράφουν αντικείμενα και αφηρημένες έννοιες.