Καραγκιόζης Μέρος 2: ο Καραγκιόζης γίνεται Έλληνας
Ο αρχετυπικός Ρωμιός της Τουρκοκρατίας, ο μέσος Έλληνας και οι πρωτοπόροι.
- 11 Δεκεμβρίου 2018 07:09
Στην Ελλάδα, η πρώτη παράσταση Καραγκιόζη καταγράφεται από τον περιηγητή Χομπχάουζ το 1809 στην περιοχή των Ιωαννίνων. Αυτή την παράσταση, που δόθηκε στην τουρκική γλώσσα, παρακολούθησε και ο λόρδος Βύρωνας, που τον ίδιο χρόνο είχε έρθει στην Ελλάδα. Επίσης, παράσταση Καραγκιόζη αναφέρεται και από τον διπλωμάτη Πουκεβίλ, στο έργο του «Voyage dans la Grèce» που εκδόθηκε το 1820. Να πούμε πως οι πρώτοι Καραγκιοζοπαίχτες στα Γιάννενα των αρχών του 19ου αιώνα ήταν Τσιγγάνοι και Εβραίοι.
Οι πρώτες παραστάσεις Καραγκιόζη από Έλληνες, έγιναν μετά την Επανάσταση του 1821, αλλά ακόμα τότε οι καλλιτέχνες ακολουθούσαν το τουρκικό μοντέλο, με τις χυδαιολογίες και τις χοντροκοπιές. Η συντηρητική κοινωνία της ελεύθερης Ελλάδας δεν ανεχόταν όμως την ελευθεροστομία του Καραγκιόζη – έτσι, οι πρώτοι καραγκιοζοπαίχτες κυνηγήθηκαν από την αστυνομία…
Πάντως, ο θεμελιωτής του ελληνικού Θεάτρου Σκιών θεωρείται πως είναι ο Κωνσταντινουπολίτης Βραχάλης, ή Μπραχάλης, με καταγωγή από την Καλαμάτα, που στα τέλη του 19ου αιώνα εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Πειραιά. Εκεί άνοιξε καφενείο, όπου έστησε το πρώτο Θέατρο Σκιών, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Όμως, αυτός που έδωσε ελληνική ταυτότητα στον Τούρκο Καραγκιόζ θεωρείται πως είναι ο περίφημος Μίμαρος. Γράφει σχετικά ο γνωστός Καραγκιοζοπαίχτης Κώστας Μακρής: «Ο καραγκιοζοπαίχτης που έδωσε ελληνικό χαρακτήρα στο Θέατρο Σκιών, το 1890, ήταν ο πατρινός ψάλτης Δημήτριος Σαρδούνης που έμεινε γνωστός ως Μίμαρος εξαιτίας της ικανότητάς του στη μίμηση φωνών. Ο Μίμαρος έδωσε στον Καραγκιόζη την ελληνική μορφή του τροποποιώντας τα θέματα, τους διαλόγους αλλά και την τεχνική του. Απάλλαξε το θέαμα από το χυδαίο του περιεχόμενο, δημιούργησε ιστορικά και ηρωικά έργα που ήταν εμπνευσμένα από την ελληνική επανάσταση αλλά και κωμικά που σατίριζαν τα νέα επαγγέλματα της εποχής.
Ακόμα μεγάλωσε το μήκος της σκηνής και έφτιαξε νέα σκηνικά (βουνά, δέντρα, σπηλιά, καράβι, φάρο), τοποθέτησε στη σκηνή την παράγκα και το σεράι και χρησιμοποίησε κλέφτικα και λαϊκά τραγούδια στις παραστάσεις του. Τέλος, δημιούργησε νέες σκαλιστές φιγούρες από χαρτόνι, όπως του σιορ-Διονύσιου, του Βεληγκέκα και τον Κολλητήρη. Με τις αλλαγές αυτές το θέαμα απέκτησε ελληνικό χαρακτήρα και μετατράπηκε σε ένα οικογενειακό και δημοφιλές θέατρο σύμφωνο με τα κοινωνικά ήθη της εποχής».
Αυτή η μεγάλη επιτυχία του Μίμαρου, και των ικανών επιγόνων του, έδωσε στον Τούρκο καταφερτζή, κουτοπόνηρο, μοιρολάτρη, τεμπέλη και μονίμως πεινασμένο ήρωα μια αυτόχρημα ελληνική ταυτότητα. Από Τούρκος και μετά Ρωμιός υπήκοος του Σουλτάνου, ο Καραγκιόζης έγινε ο μέσος Έλληνας, κατά κάποιον τρόπο, και κράτησε αυτή την ταυτότητα μέχρι σήμερα – πεινάλας, συντηρητικός, ωχαδερφιστής, απατεωνίσκος, πονηρός, χαριτωμένος, κεφάτος, βολεψάκιας. Στον Καραγκιόζη γελάμε, ίσως γιατί βλέπουμε μια παραμορφωμένη εικόνα του εθνικού μας εαυτού.
Όμως, η εποχή της εικόνας έκλεψε απο τον Πρωταγωνιστή του Θεάτρου Σκιών την ακτινοβολία του. Σήμερα ο Καραγκιόζης φαντάζει γραφικός, κάτι σαν ένας μετρίως ενδιαφέρων αναχρονισμός, όπως ο λατερνατζής που γυρίζει τη μανιβέλα της λατέρνας του στην Ερμού για να βγάλουν σέλφι μαζί του οι τουρίστες. Σήμερα, την εποχή του wi-fi, των τάμπλετς και των έξυπνων κινητών, οι παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών φαίνονται κωμικές, με την κακή έννοια, αλλά ευτυχώς όχι από όλους.
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα καραγκιοζοπαίχτες, και μάλιστα νέα παιδιά, που έχουν βαλθεί, ή μάλλον έχουν ταχθεί στο να αναβιώσουν μια πανάρχαια τέχνη. Μπορεί οι σημερινοί καλλιτέχνες του μπερντέ, να μην φτάνουν στο επίπεδο των παλιών μαστόρων, μπορεί οι σημερινές παραστάσεις να ωχριούν μπροστά σε εκείνες του Ρούλια, του Μέμου, του Θεοδωρέλλου, μπορεί οι σημερινοί καραγκιοζοπαίχτες να μην συνεπαίρνουν το κοινό τους, όπως ο Πάγκαλος, ο Θεοδωρόπουλος, ο Μανωλόπουλος, ο Βασίλαρος, ο Μόλλας ή ο Σπαθάρης, αλλά κάνουν ό,τι μπορούν, και μάλιστα η προσπάθειά τους έχει απήχηση στα παιδιά και στους γονείς τους.
Από πού κρατάει η σκούφια μας
Κάθε λέξη κρύβει μια ιστορία. Η ετυμολογία της, δηλαδή η αναζήτηση της προέλευσής της και της αρχικής της σημασίας, μπορεί να μας οδηγήσει πολύ μακριά, τόσο στα ονόματα των ανθρώπων και των τόπων, όσο και στις λέξεις που περιγράφουν αντικείμενα και αφηρημένες έννοιες.