Λούκα Κατσέλη για το Α’ εξάμηνο 2015: η κρίση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί
Τι λέει στο νέο της βιβλίο «Δίνες και ευθύνες», εκδόσεις «Πατάκη», που κυκλοφορεί άμεσα στα βιβλιοπωλεία, η πρώην υπουργός για το τρίτο Μνημόνιο και τα αίτια για το ξέσπασμα της κρίσης.
- 28 Φεβρουαρίου 2020 06:31
«Δίνες και ευθύνες» λέγεται το νέο βιβλίο της Λούκας Κατσέλη που εντός των ημερών θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία, με αποκαλύψεις, αλλά και παρασκήνιο για την είσοδο της χώρας στα Μνημόνια και τους πρωταγωνιστές της εποχής.
«Η έγκαιρη υποβολή μιας αξιόπιστης ελληνικής πρότασης, με συγκεκριμένα και κοστολογημένα μέτρα, θα μπορούσε να αποτελέσει βάση υπέρβασης της στείρας αντιπαράθεσης που κλιμακωνόταν κάθε μήνα. Προσπάθησα να πείσω τον πρωθυπουργό και τον Γιάνη Βαρουφάκη προς αυτή την κατεύθυνση κατά τη συνάντηση που είχα στο γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου στις 17 Μαρτίου 2015, λίγες ημέρες πριν από την συνάντηση της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες και την πρώτη συνάντησή του με την Μέρκελ στις 24 Μαρτίου.
Του πρότεινα να χρησιμοποιήσει προς αυτή την κατεύθυνση τις υπηρεσίες της Lazard Frères, που είχε παραμείνει, σε εθελοντική βάση, στο Υπουργείο Οικονομικών ως σύμβουλος από την εποχή του PSI. Από τη συζήτηση κατάλαβα ότι ο πρωθυπουργός είχε πειστεί από τον υπουργό του ότι το θέμα μπορούσε να επιλυθεί μόνο σε πολιτικό επίπεδο. Έφυγα με την εντύπωση ότι είχε υπερτιμήσει την διαπραγματευτική ισχύ της Ελλάδας αλλά και τα όρια του πολιτικά εφικτού», αναφέρει μεταξύ άλλων στο βιβλίο της η Λούκα Κατσέλη.
Το news24/7 προδημοσιεύει αποσπάσματα από τις «Δίνες και τις ευθύνες»:
Τα αίτια για το ξέσπασμα της κρίσης
Σελ 205:«η κρίση δεν θα είχε προκύψει αν, μετά την είσοδό μας στην ΟΝΕ το 2001, είχαμε φροντίσει να θωρακίσουμε την οικονομία απέναντι σε πιθανές κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών. Αυτό θα μπορούσε να είχε γίνει μόνο αν είχαμε προωθήσει εγκαίρως την αποτελεσματική παραγωγική και τεχνολογική αναδιάρθρωση της οικονομικής βάσης της χώρας και είχαμε φροντίσει να αναβαθμίσουμε τη λειτουργία του κράτους, των οργάνων και των μηχανισμών λειτουργίας του.»
Σελ 206: «Αν και τα προβλήματα ήταν γνωστά, ο χρόνος κατά τον οποίο θα εκδηλωνόταν η κρίση δεν ήταν προβλέψιμος. Μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Ιανουαρίου 2010 επικρατούσε σχετική αισιοδοξία από όλους ότι υπήρχαν τα περιθώρια για την υλοποίηση ενός προγράμματος σταδιακής προσαρμογής που θα αντιμετώπιζε τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, χωρίς έντονες υφεσιακές επιπτώσεις. Η εκτίμηση αυτή υπήρξε λανθασμένη. Η κερδοσκοπική επίθεση που δέχθηκε η Ελλάδα βρήκε τόσο την ίδια όσο και την Ευρώπη ευάλωτες και απροετοίμαστες. Τόσο η μία όσο και η άλλη πλευρά υποτίμησαν την αποσταθεροποιητική δύναμη των αγορών.
Αν, είτε το Υπουργείο Οικονομικών, είτε η Τράπεζα της Ελλάδος, είτε η ΕΚΤ, ήταν προετοιμασμένοι για την εκδήλωση της κρίσης, θα μπορούσε να είχε επιχειρηθεί η άντληση δανειακών κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές εντός του 2009 αντί της άνοιξης του 2010. Θα μπορούσε επίσης να είχε γίνει πιο έγκαιρη και συστηματική διερεύνηση όλων των δυνατοτήτων πρόσθετης χρηματοδότησης από άλλες διακρατικές πηγές (π.χ. Άμπου Ντάμπι, Κίνα κ.ά.). Θα μπορούσε, τέλος, να είχε ασκηθεί πολιτική πίεση προς τα κράτη-μέλη και την ΕΚΤ, ακόμα και μέσω του όπλου της αθέτησης πληρωμών, ώστε να παρέμβουν κατευναστικά στην αγορά ομολόγων. Λόγω της συσσώρευσης ελληνικών χρεογράφων στις ευρωπαϊκές τράπεζες, η διαπραγματευτική ισχύς της νέας κυβέρνησης δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Δεν είναι σίγουρο ότι αυτές οι ενέργειες θα έφερναν αποτέλεσμα, αλλά θα έπρεπε να είχαν επιχειρηθεί, παρά το έλλειμμα εμπιστοσύνης των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και της αγοράς προς την Ελλάδα και τις ελληνικές κυβερνήσεις.»
Σελ 206: «Το έλλειμμα εμπιστοσύνης υπήρξε, χωρίς άλλο, καθοριστική αιτία πίσω από την απροθυμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και ευρωπαϊκών θεσμών να εμπλακούν πιο ενεργά στην αναχαίτιση της κερδοσκοπικής επίθεσης. Υπήρξε, επίσης, σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας σε όλες τις μετέπειτα διαπραγματεύσεις.» Σελ. 205 «Είναι ξεκάθαρο ότι η κερδοσκοπική επίθεση που ξέσπασε στο τέλος του 2009 και το πρώτο τρίμηνο του 2010 δεν πυροδοτήθηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας τον Οκτώβριο του 2009. Είχε δρομολογηθεί από καιρό..… Το επιβεβαιώνουν οι μαρτυρίες πολλών όσον αφορά στις κινήσεις των διαχειριστών κεφαλαίων, οι οποίοι προεξοφλούσαν, μέσω αγοράς ασφαλίστρων, την πιθανή χρεοκοπία της Ελλάδος.
Ήταν εύλογο ότι η καταιγίδα θα ξεσπούσε. Αυτό που δεν ήταν γνωστό ήταν το πότε. Συναφές ερώτημα είναι το αν, την πρώτη περίοδο μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009, υπήρξε η κατάλληλη πολιτική αντιμετώπιση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού από τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Αν και τα προβλήματα ήταν γνωστά και η ανάγκη δημοσιονομικής εξυγίανσης επιβεβλημένη, αυτά που δεν ήταν γνωστά ήταν το χρονοδιάγραμμα, το μέγεθος και η ταχύτητα εξέλιξης της επίθεσης από τις αγορές. Θεωρούσα και εγώ, όπως άλλωστε και η Τράπεζα της Ελλάδος και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, αλλά και οι διεθνείς τράπεζες, που συνωστίζονταν για να αναλάβουν χρέη συμβούλου για το πρόγραμμα εξωτερικού δανεισμού της νέας κυβέρνησης την άνοιξη του 2010, ότι υπήρχε διαθέσιμος χρόνος.»
Σελ 37: «Η πληροφόρηση σχετικά με το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων στο Υπουργικό Συμβούλιο ήταν ιδιαίτερα φειδωλή, ίσως λόγω του φόβου διαρροών και αντιδράσεων. Η διαπραγμάτευση είχε ανατεθεί εξ ολοκλήρου στον Γιώργο Παπακωνσταντίνου και στους συνεργάτες του, κυρίως στον καθηγητή Γιώργο Ζανιά, με ελάχιστη συμμετοχή άλλων υπουργών. Ίσως να χάθηκε πολύτιμος χρόνος για την κατάστρωση της κατάλληλης στρατηγικής και την ανάληψη πρωτοβουλιών αναχαίτισης της επερχόμενης κερδοσκοπικής επίθεσης σε μια περίοδο που η διαπραγματευτική θέση της νέας κυβέρνησης ήταν ακόμα ισχυρή. Ίσως πάλι αυτά τα περιθώρια να μην υπήρχαν.
Σελ 52: «Όλες οι αποφάσεις και διαδικασίες για την ένταξη στον Μηχανισμό Χρηματοοικονομικής Στήριξης έγιναν από το Υπουργείο Οικονομικών και το επιτελείο του υπουργού χωρίς την ενεργό συμμετοχή των άλλων υπουργών. Δυστυχώς, δεν συγκροτήθηκε ποτέ κυβερνητικό επιτελείο διαχείρισης της κρίσης σε διυπουργικό και τεχνικό επίπεδο. Κάθε υπουργείο πάλευε μόνο του. Αυτή η απόφαση αποδείχθηκε μοιραία για όλη την όλη διαδικασία αλλά και για την έκβαση των διαπραγματεύσεων. Αποτέλεσμα ήταν η ελληνική πρόταση να είναι μια σύνθεση επιμέρους αποσπασματικών προτάσεων εξοικονόμησης πόρων και περικοπών δαπανών που υποβλήθηκαν από τους υπουργούς μέχρι και την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή στο άτυπο Υπουργικό Συμβούλιο της 2ας Μαΐου 2010.»
Σελ 56: «Πέρα από την ελλιπή επεξεργασία των μέτρων του προγράμματος, την απουσία συγκρότησης διυπουργικής επιτροπής διαχείρισης της κρίσης και αντίστοιχης τεχνικής επιτροπής, αλλά και την άρνηση των εμπλεκομένων να τεθεί στις διαπραγματεύσεις το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, σοβαρό λάθος της ελληνικής κυβέρνησης αποδείχθηκε η διαδικασία διαπραγμάτευσης που υιοθετήθηκε. Η συγκρότηση της Τρόικας, αποτελούμενης από στελέχη- – εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αποτέλεσε μια ανεξέλεγκτη εξωθεσμική πρωτοβουλία με αρνητικές συνέπειες όσον αφορά στην κατάρτιση, υλοποίηση και αποτελεσματικότητα του προγράμματος.
Η Τρόικα απέκτησε με την πάροδο του χρόνου ισχύ αναντίστοιχη με τη θέση, τις γνώσεις και τις εμπειρίες των συγκεκριμένων στελεχών, ενώ δεν διέθετε στοιχειώδη δημοκρατική νομιμοποίηση. Η απόφαση του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών να μην συγκροτηθεί αντίστοιχη ελληνική διαπραγματευτική ομάδα, σήμαινε ότι η διαπραγμάτευση των εκπροσώπων των τριών θεσμών σε ανώτατο επίπεδο γινόταν με τον υπουργό Οικονομικών και κατ’ ιδίαν με τους αρμόδιους υπουργούς. Τα μέλη της συχνά παρέκαμπταν με σχετική ευκολία τους αρμόδιους υπουργούς και έθεταν τελικούς όρους στο Υπουργείο Οικονομικών ως προϋπόθεση για την εκταμίευση ή όχι της επόμενης δόσης. Κάποιοι από τους όρους αυτούς προωθούσαν, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την περίοδο 2010-2011 από τη θέση μου ως υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προτάσεις οικονομικών φορέων και ομάδων πίεσης εντός και εκτός Ελλάδος.
Οι φορείς αυτοί φρόντισαν εγκαίρως να δημιουργηθεί ένας δίαυλος επαφών με τους εκπροσώπους της Τρόικας, ώστε να καταθέτουν τις προτάσεις τους απευθείας σ’ αυτούς, χωρίς την διαμεσολάβηση των αρμόδιων υπουργών. Με τον τρόπο που διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις, ακυρώθηκαν οι όποιες ελάχιστες προϋποθέσεις για να υπάρξει ενιαία γραμμή όσον αφορά στην εξέλιξη του προγράμματος και των διαπραγματεύσεων, πόσο μάλλον «ιδιοκτησία» του προγράμματος, ακόμα και από τους αρμόδιους υπουργούς και βουλευτές και πολύ περισσότερο από τον ελληνικό λαό. Το έλλειμμα ιδιοκτησίας διευρύνθηκε όταν, κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, ενισχύθηκε η υποψία ότι η αξιοποίηση των έκτακτων συνθηκών και η επιβολή συγκεκριμένων μέτρων προωθούσαν τα συμφέροντα ορισμένων ισχυρών εξωθεσμικών παραγόντων.»
Σελ 35-36: «Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος διαπιστώνω ότι έπρεπε ίσως να είχαμε λάβει εξ αρχής ορισμένα πιο δραστικά και μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα, όπως είχα προτείνει, ώστε να σηματοδοτήσουμε την αλλαγή πορείας και να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της νέας κυβέρνησης, που είχε τρωθεί από την προηγούμενη. Έπρεπε, με άλλα λόγια, να είχαμε προσπαθήσει να ενισχύσουμε με κάθε τρόπο την διαπραγματευτική μας δύναμη. Συνεχίζω όμως να πιστεύω ότι, ακόμη κι αν είχαμε λάβει νωρίτερα περιοριστικά μέτρα για την δραστική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αυτά, από μόνα τους, δεν θα είχαν τελικά αναχαιτίσει την κερδοσκοπική επίθεση που ακολούθησε. Αυτό που θα μπορούσε να την αναχαιτίσει ήταν είτε η εξασφάλιση πόρων για την κάλυψη των άμεσων δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, είτε μια έγκαιρη και αποφασιστική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις αγορές.»
Η ερμηνεία όμως της αποτυχίας του ελληνικού προγράμματος δεν είναι κατά τη γνώμη μου τεχνική, αλλά κυρίως πολιτική . Δεν αφορά μόνο την πιθανή υποεκτίμηση των πολλαπλασιαστών ή την «ελλιπή ιδιοκτησία του προγράμματος» από το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το τελευταίο μάλιστα επιχείρημα, το οποίο συχνά επικαλούνται πολλοί αναλυτές, στερείται σοβαρότητας, αν λάβει κανείς υπόψη του τις συνθήκες, τις πιέσεις και τον έμμεσο εκβιασμό που ασκούνταν για την υιοθέτηση επώδυνων μέτρων με όπλο τη χορήγηση ή μη της επόμενης δανειακής δόσης. Η ερμηνεία θα πρέπει να αναζητηθεί στην απόκλιση στόχων μεταξύ πιστωτών και ελληνικών κυβερνήσεων, στα συγκρουόμενα συμφέροντα των εμπλεκομένων μερών, στις ιδεολογικές και πολιτικές προκαταλήψεις των πρωταγωνιστών της διαπραγμάτευσης, στο έλλειμμα εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί και στην ίδια τη διαπραγματευτική διαδικασία.
Σελ. 126: «Με την εξαίρεση του «σκανδάλου του χρηματιστηρίου», το PSI επέφερε τη μεγαλύτερη αναδιανομή περιουσιακών στοιχείων από μισθωτούς, ελεύθερους επαγγελματίες ή συνταξιούχους στις τράπεζες και σε ξένους κερδοσκόπους. Έπληξε ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία του ελληνικού δημοσίου στα μάτια των Ελλήνων πολιτών που είχαν εμπιστευτεί τις αποταμιεύσεις τους στο κράτος, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα τα οποία θεωρούσαν έως τότε ασφαλή. Η απουσία στοιχειώδους μέριμνας για την αντιστάθμιση του κόστους από την εφαρμογή του PSI για τα φυσικά και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έναντι των τραπεζών, ενέτεινε την κρίση εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το αίσθημα αδικίας και αντιπαλότητας προς τις τράπεζες και το «συστημικό» πολιτικό σύστημα».
Η εμπειρία του πρώτου εξαμήνου του 2015: δημοψήφισμα και τρίτο μνημόνιο
«Η σύγκρουση απόψεων που αναδείχθηκε ήδη από τις πρώτες ημέρες ανάληψης της εξουσίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ήταν ενδεικτική του τι θα επακολουθούσε και προφητική ως προς την έκβαση της κρίσης. Τα δύο μέρη είχαν «χαθεί στη μετάφραση», γιατί έπαιζαν σε διαφορετικά γήπεδα. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα κάθε πλευράς ήταν διαφορετικό. Για τους Ευρωπαίους εταίρους μας, ο επιδιωκόμενος στόχος των μνημονίων ήταν η συνεπής αποπληρωμή οφειλών της Ελλάδας προς τους πιστωτές της, ακόμα κι αν αυτό καθίστατο εφικτό μέσω χορήγησης νέων δανείων και εξαθλίωσης ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Για τον Αλέξη Τσίπρα και τον Γιάνη Βαρουφάκη, επιδιωκόμενος στόχος ήταν η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση μέσω ελάφρυνσης του χρέους και τερματισμού των πολιτικών ακραίας λιτότητας.
Για τους υπουργούς αλλά και τους αρχηγούς κρατών της Ευρωζώνης, τα πολιτικά περιθώρια μιας συνολικής αναθεώρησης του ελληνικού προγράμματος, μετά από πέντε έτη διαπραγματεύσεων και αρνητικών αποτελεσμάτων, ήταν ανύπαρκτα. Για την ελληνική κυβέρνηση, η επέκταση του τρέχοντος προγράμματος και η διαιώνιση των μνημονιακών πολιτικών, χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους, ήταν πολιτική αυτοκτονία. Θα μπορούσε να υπάρξει μια συναινετική έκβαση της αντιπαράθεσης; Είμαι ίσως από τους λίγους που πιστεύουν ότι η απάντηση είναι καταφατική. Ο λόγος είναι ότι και τα δύο μέρη δεν επιθυμούσαν, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Η διαφορά είναι ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είχαν προετοιμαστεί για ένα τέτοιο αρνητικό ενδεχόμενο με την κατάρτιση ενός Σχεδίου Β΄’, ενώ η ελληνική κυβέρνηση, πίστευε, μέχρι τέλους, ότι οι δανειστές θα υποχωρούσαν υπό την απειλή ενός Grexit. Μια συναινετική έκβαση θα απαιτούσε την υποβολή ενός αναθεωρημένου μνημονίου δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μέτρων από την ελληνική πλευρά, που θα είχε όμως ενσωματωθεί σ’ ένα μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό πρόγραμμα ανάκαμψης των επενδύσεων και μείωσης του χρέους.»
Σελ 158: « Η έγκαιρη υποβολή μιας αξιόπιστης ελληνικής πρότασης, με συγκεκριμένα και κοστολογημένα μέτρα, θα μπορούσε να αποτελέσει βάση υπέρβασης της στείρας αντιπαράθεσης που κλιμακωνόταν κάθε μήνα. Προσπάθησα να πείσω τον πρωθυπουργό και τον Γιάνη Βαρουφάκη προς αυτή την κατεύθυνση κατά τη συνάντηση που είχα στο γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου στις 17 Μαρτίου 2015, λίγες ημέρες πριν από την συνάντηση της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες και την πρώτη συνάντησή του με την Μέρκελ στις 24 Μαρτίου. Του πρότεινα να χρησιμοποιήσει προς αυτή την κατεύθυνση τις υπηρεσίες της Lazard Frères, που είχε παραμείνει, σε εθελοντική βάση, στο Υπουργείο Οικονομικών ως σύμβουλος από την εποχή του PSI. Από τη συζήτηση κατάλαβα ότι ο πρωθυπουργός είχε πειστεί από τον υπουργό του ότι το θέμα μπορούσε να επιλυθεί μόνο σε πολιτικό επίπεδο. Έφυγα με την εντύπωση ότι είχε υπερτιμήσει την διαπραγματευτική ισχύ της Ελλάδας αλλά και τα όρια του πολιτικά εφικτού.»
Σελ 160: «Υπό τη θεσμική μου ιδιότητα ως προέδρου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών συνάντησα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 2 Ιουλίου 2015. Συμφωνήσαμε και οι δύο ότι θα έπρεπε πάση θυσία να διαφυλαχθεί η παραμονή της χώρας στο ευρώ. Οι συνέπειες ενός Grexit θα ήταν καταστροφικές.» Κατά τη γνώμη μου, η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να προχωρήσει σε διεξαγωγή δημοψηφίσματος ήταν μια ιδιοφυής τακτική κίνηση, ώστε να αποφορτίσει την πολιτική ένταση, να αναζητήσει διέξοδο στο πολιτικό αδιέξοδο και να δώσει πολιτικά χαρακτηριστικά στην αντιπαράθεση. Αν είχε αποδεχθεί την πρόταση Γιουνκέρ και είχε προσπαθήσει να την περάσει από τη Βουλή, θα είχε συναντήσει σθεναρή αντίσταση, αν όχι ευθεία αμφισβήτηση, τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από το ίδιο του το κόμμα. Αν την είχε απορρίψει χωρίς άλλη συζήτηση ή κίνηση, τότε οι Ευρωπαίοι θα σκλήραιναν τη στάση τους ακόμα περισσότερο. Με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, η απόφαση πέρασε στον ελληνικό λαό και η ετυμηγορία του δεν μπορούσε παρά να είναι σεβαστή από τους πιστωτές μας.
Η ψήφος για «Όχι» ήταν μια ψήφος για εξεύρεση λύσης. Κι αυτό έγινε…»
Το τρίτο μνημόνιο: ένας διαχειρίσιμος συμβιβασμός
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος συνετέλεσε στη σύναψη ενός νέου προγράμματος στήριξης 86 δισ. ευρώ μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Ήταν ένα επώδυνο πρόγραμμα αλλά, σε σχέση με τα προηγούμενα, οικονομικά και πολιτικά «διαχειρίσιμο». Καθώς η πορεία των διαπραγματεύσεων βρέθηκε στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας και της πολιτικής αντιπαράθεσης, τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και οι πρωθυπουργοί και υπουργοί της Ευρωζώνης πιέστηκαν να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις. Ο στόχος του 4,5% για το πρωτογενές έλλειμμα εγκαταλείφθηκε και τέθηκαν πιο ρεαλιστικοί στόχοι.
Οι ακραίες περικοπές μισθών και συντάξεων αντικαταστάθηκαν από δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό, στις αγορές προϊόντων, στη δημόσια διοίκηση και στο τραπεζικό σύστημα. Το ΤΑΙΠΕΔ ενσωματώθηκε σ’ ένα ανεξάρτητο Ταμείο Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας υπό ελληνική διαχείριση και ευρωπαϊκή εποπτεία, στο οποίο μεταφέρθηκαν για μακροχρόνια αξιοποίηση και ιδιωτικοποίηση ελληνικά περιουσιακά στοιχεία για 99 χρόνια.
1 Από τις πωλήσεις και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, 25 δισ. ευρώ αποφασίστηκε να διατεθούν για πιθανές ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και για κόστη εκκαθάρισης,
2 12,5 δισ. για τη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και άλλα τόσα για επενδύσεις. Για την ελάφρυνση του χρέους συμφωνήθηκε η κατάργηση, μέχρι το τέλος του 2021, του επιτοκιακού περιθωρίου που συνδέεται είτε με τη δόση του δεύτερου προγράμματος «διάσωσης» της Ελλάδας, που χορηγήθηκε το 2012 και αφορούσε την επαναγορά χρέους, είτε με τα κέρδη που έχουν αποκομίσει η ΕΚΤ και κεντρικές τράπεζες κρατών-μελών από την αγορά ελληνικών ομολόγων,
3 υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα τηρεί κατά γράμμα τους όρους της μεταμνημονιακής ενισχυμένης εποπτείας.
Το Eurogroup του Ιουνίου 2018 δεσμεύτηκε επίσης να εξετάσει στο μέλλον πιθανά νέα μέτρα για να εξομαλύνει την εξυπηρέτηση του χρέους και τη στήριξη της βιωσιμότητάς του, όπως μεγαλύτερη περίοδο χάριτος και αποπληρωμής, καθώς και μείωση επιτοκίων. Από την άλλη μεριά, η Ελλάδα έπρεπε μέχρι την Τετάρτη 15 Ιουλίου 2018 να περάσει από τη Βουλή προαπαιτούμενες ενέργειες, μεταξύ των οποίων η αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση από το 13% στο 23%, η σταδιακή κατάργηση της έκπτωσης του ΦΠΑ στα νησιά, η σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ για όλους, η αύξηση των εισφορών των συνταξιούχων για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη από το 4% στο 6% και η επέκτασή τους και στις επικουρικές συντάξεις.
Ένα από τα πιο επώδυνα μέτρα ήταν η επιβολή 100% προκαταβολής φόρου για την επόμενη χρονιά στα κέρδη των επιχειρήσεων και για τον φόρο εισοδήματος ατομικών επιχειρήσεων μέχρι τα τέλη του 2017. Τα ξημερώματα του Σαββάτου 11 Ιουλίου 2018 το νέο πρόγραμμα, γνωστό ως τρίτο μνημόνιο, έλαβε τη θετική ψήφο της Βουλής με τη στήριξη των περισσότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης και 251 βουλευτών. Η τελική συμφωνία υπογράφηκε τη Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015. Κάθε αντικειμενικός αναλυτής θα μπορούσε να προσάψει πολλά στον Αλέξη Τσίπρα και στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τη διαπραγματευτική τακτική που ακολούθησε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Το οικονομικό κόστος δεν ήταν αμελητέο.