Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος
"Είμαι μεγάλος, με τιράντες και γυαλιά, κι όλο φοβάμαι το αύριο".
- 02 Δεκεμβρίου 2018 08:42
«Δεκέμβρης του σαράντα τέσσερα
με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ
η μάνα μου ετοιμόγεννη, γυρίζει ο θανατάς
Να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι
έτσι γεννήθηκα στην Σαλονίκη
Αν τον ρωτήσετε που βρήκε δεκανίκι
πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή
θα αποκριθεί: Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
και ξέρω απ’ έξω την διαδρομή».
Αυτές είναι η πρώτη και η τελευταία στροφή από το τραγούδι του Σαββόπουλου «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», του 1979, που έχει εκτελέσει ο ίδιος, αλλά και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδοποιούς, γεννήθηκε σαν σήμερα, 2 Δεκεμβρίου του 1944.
Στην Αθήνα κατέβηκε, μ’ ένα φορτηγό, όπως έχει πει ο ίδιος, (κι όπως είναι ο τίτλος του πρώτου του δίσκου), το 1963. Κι από τότε άρχισε η διαδρομή του.
Ο Νιόνιος, όπως τον είπαν χαϊδευτικά αυτοί που αγάπησαν τα τραγούδια του, που ενηλικιώθηκαν με αυτά, πράγματι άφησε το στίγμα του στον σύγχρονο μουσικό πολιτισμό της Ελλάδας.
Ρηξικέλευθος, δημιουργικός, αντισυμβατικός, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια του, ευαίσθητος στο να ακούει τις υπόγειες φωνές μιας κοινωνίας που άλλαζε, τρυφερός και μελωδικός, αλλά και σκληρός και σαρκαστικός, τολμηρός στο να ανοίγει νέους μουσικούς δρόμους φτάνοντας όλο και βαθύτερα στην ψυχή των συγκαιρινών του, τραγικός και μεγαλοπρεπής ενίοτε, αλλά και αστείος και περιγελαστικός όταν καταπιανόταν με τη σοβαροφάνεια και την υποκρισία της κοινωνίας και των θεσμών, ελεύθερος από κομματικά βαρίδια, εφευρετικός στις μουσικές και στιχουργικές ιδέες του, ο Διονύσης Σαββόπουλος έχτισε ένα μουσικό οικοδόμημα, καταφέρνοντας να στεγάσει εντός του τα πιο ανήσυχα και ευαίσθητα μέλη της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Σαββόπουλος άντλησε από την ελληνική δημοτική και λαϊκή μουσική παράδοση, την ευρωπαϊκή μπαλάντα και τη ροκ, για να παρουσιάσει και υπηρετήσει ένα μοναδικό ηχόχρωμα, κάτι εντελώς δικό του και απολύτως αναγνωρίσιμο, που απογειωνόταν με τα φτερά των δικών του εμπνευσμένων στίχων.
Βέβαια, όπως συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, με τα χρόνια το σπαθί στόμωσε, το άλας μωράνθηκε, που λένε, κι ο Νιόνιος άρχιζε να απογοητεύει τους θαυμαστές του με τη δημόσια συμπεριφορά του και κάποιες άστοχες δηλώσεις του. Μετά, κάποια στιγμή έγινε γνωστό πως ο Σαββόπουλος όχι απλώς διασκεύασε κάποια τραγούδια άλλων καλλιτεχνών, όπως του Ντίλαν, ας πούμε, αλλά σχεδόν τα αντέγραψε…
Τέλος πάντων, όποια και αν είναι η κριτική εναντίον του, μόνο και μόνο για τα δέκα-είκοσι υπέροχα σαββοπουλικά τραγούδια που κάποτε πυροδότησαν τα νιάτα μιας ολόκληρης γενιάς, όπως, εντελώς δειγματοληπτικά, «Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ,», το «Μια θάλασσα μικρή», η «Δημοσθένους λέξις», το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο» ή η «Συννεφούλα», μόνο και μόνο γι’ αυτά λοιπόν, ο Διονύσης Σαββόπουλος θα φοράει πάντα το φωτοστέφανο που του δώσαμε μεις.
Κι αν ο ίδιος μας απογοήτευσε, το έργο του θα ζει για πάντα, όσο υπάρχουν άνθρωποι που το αγαπούν. Άλλωστε, τα έργα τέχνης είναι πάντα ανώτερα των δημιουργών τους: είναι αθάνατα και άφθαρτα, εν αντιθέσει με τους σίγουρα θνητούς, και κατά περίπτωση εγωιστές, μίζερους και μικροπρεπείς δημιουργούς τους.
Όσο για τον Νιόνιο τον τροβαδούρο, που είναι πια μεγάλος με τιράντες και γυαλιά, παρόλο που φοβάται το αύριο, έχει πάντα το δεκανίκι του, ξέρει πώς να βρει την άκρη δηλαδή: γεννήθηκε στη Σαλονίκη και ξέρει απ’ έξω τη διαδρομή.
Από πού κρατάει η σκούφια μας
Κάθε λέξη κρύβει μια ιστορία. Η ετυμολογία της, δηλαδή η αναζήτηση της προέλευσής της και της αρχικής της σημασίας, μπορεί να μας οδηγήσει πολύ μακριά, τόσο στα ονόματα των ανθρώπων και των τόπων, όσο και στις λέξεις που περιγράφουν αντικείμενα και αφηρημένες έννοιες.