Σαν σήμερα η καταστροφή της Σμύρνης
Ο τουρκικός όχλος, η κανονιά των ξένων που δεν έπεσε, και ο Πλαστήρας που δεν έσπευσε.
- 27 Αυγούστου 2018 07:11
Στις 27 Αυγούστου του 1922, (με το παλιό ημερολόγιο), 9 Σεπτεμβρίου με το νέο, οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες εγκαταλείπουν τη Σμύρνη αφήνοντας τους Έλληνες κατοίκους της πόλης εντελώς ανυπεράσπιστους. Οι ελληνικές Αρχές της πόλης, μαζί με τον Ύπατο Αρμοστή Στεργιάδη, την έχουν κοπανήσει από την προηγούμενη, ακριβώς σαν τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο όταν νιώθουν ότι πρόκειται να βουλιάξει.
Μόνο που εδώ δεν έχουμε ναυάγιο, αλλά παρανάλωμα του πυρός. Με το που αναχωρούν τα ελληνικά ένοπλα τμήματα, καταφτάνουν τα τουρκικά: ιππικό και πεζικό. Άτακτες ομάδες, οι Τσέτες, αλλά και στρατιώτες, αρχίζουν ένα όργιο σφαγής, βιασμών και δήωσης των Ελλήνων και των Αρμενίων της Σμύρνης, που θα διαρκέσει μια βδομάδα. Οι Τούρκοι πυρπολούν την ελληνική και την αρμένικη συνοικία – μέσα από τις γιγάντιες φλόγες που σαρώνουν την πόλη, ο Κεμάλ Ατατούρκ θα οικοδομήσει το ενιαίο, εθνικώς καθαρό τουρκικό του κράτος.
Μπροστά σε ένα τέτοιο άγος, τα λόγια περιττεύουν – από εμένα τουλάχιστον. Γι’ αυτό ας δούμε πώς περιέγραψε την καταστροφή της Σμύρνης η Διδώ Σωτηρίου, στα «Ματωμένα Χώματα»:
«Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να ’ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
– Βουρ, κεραταλάρ! (χτυπήστε τους κερατάδες!)
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μιας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει….
Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!»
Κάποιες χιλιάδες από τους Έλληνες της Σμύρνης δεν θα είχαν καεί, η πνιγεί, ή κατακρεουργηθεί από τον έξαλλο όχλο, εάν τους έπαιρναν σκάφη του ελληνικού στόλου. Οι Ευρωπαίοι, εντάξει, ήταν αυστηρά ουδέτεροι, αλλά οι Έλληνες; Και ξέρετε γιατί δεν έσπευσαν αμέσως ελληνικά πολεμικά σκάφη για να σταματήσουν τη σφαγή, και να παραλάβουν τους αλλόφρονες Έλληνες από την προκυμαία της Σμύρνης; Διότι εκείνες ακριβώς τις ημέρες της Καταστροφής εκδηλώθηκε το στρατιωτικό κίνημα από τον Πλαστήρα, τον Γονατά και τον Φωκά.
Έτσι, όλος σχεδόν ο ελληνικός στόλος χρησιμοποιήθηκε για να μεταφέρει τον ελληνικό στρατό στο Λαύριο, ώστε να επικρατήσει η επανάσταση στην Αθήνα… Οι καπνοί της καιόμενης Σμύρνης, τη μέρα, και η τρομακτική ανταύγεια της πυρκαγιάς, τη νύχτα, ήταν ορατά από τα καταστρώματα των πλοίων, που έσπευδαν στις κινηματικές τους δραστηριότητες, αντί να σώσουν του Έλληνες της Σμύρνης τις πρώτες μέρες της πυρκαγιάς!
Τελικά, ο Ατατούρκ, αφού η Σμύρνη ήταν πλέον ένας καμένος ερειπιώνας, επέτρεψε σε ελληνικά και ξένα πλοία να μπουν στο λιμάνι της πόλης. Στην Ελλάδα κατόρθωσαν να καταφύγουν γύρω στις 300 χιλιάδες Έλληνες – ένα θλιβερό απομεινάρι του λαμπρού, από την αρχαιότητα, Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Από πού κρατάει η σκούφια μας
Κάθε λέξη κρύβει μια ιστορία. Η ετυμολογία της, δηλαδή η αναζήτηση της προέλευσής της και της αρχικής της σημασίας, μπορεί να μας οδηγήσει πολύ μακριά, τόσο στα ονόματα των ανθρώπων και των τόπων, όσο και στις λέξεις που περιγράφουν αντικείμενα και αφηρημένες έννοιες.