11 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΦΥΣΣΑ: ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τα χέρια του χρυσαυγίτη Γιώργου Ρουπακιά στο πλαίσιο οργανωμένης επίθεσης από το τάγμα εφόδου της Νίκαιας της οργάνωσης, αποτέλεσε ένα συμβάν με στοιχεία ιστορικής τομής.
Για τους ανθρώπους της ηλικίας μου, η 18η του Σεπτέμβρη του 2013 είναι αμετάκλητα ορισμένη ως ένα ημερολογιακό στίγμα αντιφασιστικής μνήμης. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τα χέρια του χρυσαυγίτη Γιώργου Ρουπακιά στο πλαίσιο οργανωμένης επίθεσης από το τάγμα εφόδου της Νίκαιας της οργάνωσης, αποτέλεσε ένα συμβάν με στοιχεία ιστορικής τομής. Η βίαιη δράση του ναζιστικού μορφώματος είχε προσλάβει φανερά και μαζικά χαρακτηριστικά ήδη από το 2012 με πογκρόμ κατά μεταναστών/στριών, με επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους, με τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας τρομοκρατίας στις πολυφυλετικές γειτονιές της Αθήνας, με τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν, τις απόπειρες ανθρωποκτονίας κατά των αιγύπτιων αλιεργατών και των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ στη Ζώνη Περάματος.
Τα σημάδια υπήρχαν δηλαδή αλλά η Πολιτεία είχε επιλέξει να τα αγνοήσει, διαμορφώνοντας μια αίσθηση παντοδυναμίας και ατιμώρητου στους εγκληματίες της ακροδεξιάς, επιτρέποντας τη γιγάντωση μιας φονικής μηχανής. Ώσπου το μαχαίρι του Ρουπακιά έφτασε στην καρδιά του Παύλου Φύσσα, τραντάζοντας την εν πολλοίς χαυνωμένη πολιτική και κοινωνική ζωή, καθώς έδειξε με τον πλέον βάναυσο και οδυνηρό τρόπο πως η φασιστική βία δεν ήταν ενδεχόμενο αλλά μια πραγματικότητα συντελεσμένη ήδη που άφηνε σπαραγμό και τραύμα όχι μόνο για τα υποκείμενα που τη βίωναν και τους οικείους τους αλλά για την ίδια την έννοια της δημοκρατίας. Απότοκο της δολοφονίας ήταν η συγκρότηση του αντιφασιστικού κινήματος, η καθυστερημένη ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού που έβγαλε από τα συρτάρια τις δικογραφίες και προχώρησε στην ποινική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, η δίκη – η σημαντικότερη δίκη της Μεταπολίτευσης που σε συνομιλία με το κοινωνικό αίτημα «Ποτέ ξανά» και στη βάση ενός ογκοδέστατου αποδεικτικού υλικού κατέληξε μετά από πεντέμισι χρόνια στην καταδικαστική απόφαση, καθιστώντας την 7η του Οκτώβρη του 2020 μια κορυφαία στιγμή συλλογικής ενεργοποίησης και ανάτασης.
Ο Αργύρης Συρίγος, εκ των δικηγόρων της οικογένειας Φύσσα στο Εφετείο, μιλάει για το βάρος αυτών των γεγονότων:
«Το Σεπτέμβρη του 2013 ήμουν φοιτητής Νομικής στην Κομοτηνή. Την είδηση για τη δολοφονία του Παύλου τη μάθαμε το ίδιο βράδυ. Ήταν η κλιμάκωση ενός κλίματος τρομοκρατίας της Χρυσής Αυγής ενάντια σε όλα τα υποκείμενα που εχθρεύεται η ναζιστική ιδεολογία, πρόσφυγες, ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, αντιφασίστες. Εγώ έχω μεγαλώσει στις γειτονιές του Πειραιά, έχω φίλους που γνώριζαν προσωπικά τον Παύλο, ξέρω ότι αυτές οι περιοχές σταμπαρίστηκαν από τους χρυσαυγίτες κι έγινε επικίνδυνο να κυκλοφορείς. Μετά τη δολοφονία η θλίψη και η αμηχανία μετατράπηκαν σε αγανάκτηση και οργή, σε μια συλλογική κραυγή που λέει «τέλος». Ξεκίνησε μια περίοδος που ανήκει σ’ αυτό που θα κωδικοποιούσαμε ως «γενιά του Παύλου», ένας πολύμορφος και πολυπληθής αντιφασιστικός αγώνας ενάντια στη Χρυσή Αυγή και στη ρητορική που εκθρέφει νεοναζιστικές οργανώσεις.
Η δίκη εντάσσεται στο ευρύτερο αντιφασιστικό κίνημα, είναι κομμάτι του, κομμάτι μιας συνολικής κοινωνικής στρατηγικής ενάντια στο φασισμό. Η πρωτόδικη καταδίκη της Χρυσής Αυγής και όλοι οι αγώνες που έγιναν είχαν αποτέλεσμα. Απελευθερώθηκαν εδάφη στα οποία οι χρυσαυγίτες έκαναν κουμάντο. Πολλοί άνθρωποι συμμετείχαν σ’ αυτό, οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν συστηματικά τη δίκη, οι δικηγόροι της Πολιτικής Αγωγής που συνέβαλλαν στην αποδεικτική διαδικασία, οι καλλιτέχνες που στήριξαν, οι συλλογικότητες που οργάνωσαν αντιφασιστικές δράσεις. Και βεβαίως τα θύματα και οι οικογένειες τους, η οικογένεια του Παύλου Φύσσα, οι αιγύπτιοι αλιεργάτες, οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ με όλα όσα προσέφεραν για το καλό της κοινωνίας».
Η τριχοτόμηση της Χρυσής Αυγής και γενικότερα η αποδρομή της, όπως και η αισθητή μείωση των περιστατικών φασιστικής βίας στο δρόμο για κάποια χρόνια ήταν ένα σπουδαίο επίτευγμα που πέτυχε το αντιφασιστικό κίνημα μέσα από μια πολυπρισματική δράση, καταδεικνύοντας τον αποκρουστικό πυρήνα της ακροδεξιάς, παρεμβαίνοντας συστηματικά στις γειτονιές που είχαν διαβρωθεί από ρατσιστικές – μισαλλόδοξες ιδέες, πλάθοντας έναν κόσμο αλληλεγγύης. Αναμφίβολα η γενναιότητα με την οποία στάθηκαν τα θύματα της φασιστικής βίας και οι οικογένειες τους με δεσπόζουσα τη μορφή της Μάγδας Φύσσα, ενέπνευσε χιλιάδες ανθρώπους να συνταχθούν στο πλευρό τους. Τους χρωστάμε σίγουρα ευγνωμοσύνη.
Δυστυχώς, όμως, η επέτειος των 11 χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα δε μας πετυχαίνει σε μια κατάσταση ανακούφισης που θα επέτρεπε να θεωρήσουμε πως οι αναφορές στη φασιστική βία είναι παρελθοντικές. Κάθε άλλο. Διανύουμε μέρες πηχτού ζόφου. Αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών με την αναβαθμισμένη παρουσία της ακροδεξιάς που συνίσταται στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τριών ακροδεξιών κομμάτων, εκ των οποίων το ένα, οι Σπαρτιάτες, λειτουργεί δηλωμένα ως βιτρίνα του καταδικασμένου ναζί εγκληματία Ηλία Κασιδιάρη. Ο Κασιδιάρης αφέθηκε ανενόχλητος για καιρό να κάνει προεκλογική εκστρατεία μέσα από τις φυλακές, και κατάφερε παρά τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία – αναποτελεσματική και προβληματική όπως φάνηκε – να εισβάλλει στο Κοινοβούλιο μέσα από μια κοινοβουλευτική ομάδα σχεδόν απόλυτα ελεγχόμενη από τον ίδιο, και τώρα κατεβαίνει υποψήφιος για το δήμο της Αθήνας. Ο ακροδεξιός εξτρεμισμός, επίσης, έχει αυξήσει πάλι τη δηλητηριώδη του παρουσία στο δρόμο.
Σημειώθηκαν πολλά ανησυχητικά κρούσματα όλη την προηγούμενη περίοδο, μεταξύ από τα πιο τραγικά ήταν η δολοφονία του μετανάστη εργάτη Σιράζ Σαφτάρ, για την οποία έγιναν τέσσερις συλλήψεις αλλά παραμένει ισχυρή η υπόνοια ότι δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς οι σχέσεις των συλληφθέντων με το φασισμό. Φυσικά και η δολοφονία του φιλάθλου της ΑΕΚ Μιχάλη Κατσούρη με δεδομένο και απροκάλυπτο το ναζιστικό υπόβαθρο των οργανωμένων οπαδών της Ντιναμό Ζάγκρεμπ τοποθετείται στα συμφραζόμενα της όξυνσης της ακροδεξιάς αγριότητας. Από αυτή τη σκοπιά η επιτακτικότητα της αντιφασιστικής πάλης στη φετινή επέτειο έχει μια επείγουσα επικαιρότητα.
«Πράγματι τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών είναι αποκαρδιωτικά. Η ανθρώπινη ιστορία έχει δείξει πως δεν πρέπει να εφησυχάζουμε απέναντι στο φασιστικό κίνδυνο. Είναι ζητούμενο να διατηρηθούν τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά και να μη πείθονται κοινωνικά στρώματα – όσο δυσμενείς κι αν είναι οι συνθήκες που ζούμε – από ακροδεξιές ιδεολογίες. Είναι θέμα κοινωνικού συμφέροντος να μην αφήνουμε κόμματα με αντιδραστικές απόψεις να αναπαράγονται στο δημόσιο λόγο. Εγώ είμαι αισιόδοξος πως η ελληνική κοινωνία θα αντιμετωπίσει όποιον πάει να παίξει το ρόλο της Χρυσής Αυγής. Δεν πήγε στράφι αυτή η δεκαετία. Η γενιά του Παύλου υπάρχει.
Φτιάχτηκε ο Σύλλογος Πολιτισμού «Παύλος Killah P Φύσσας». Είναι ένα σημαντικό εγχείρημα για εμάς, αφενός συνιστά μια παρακαταθήκη του Παύλου, αφετέρου θέλουμε να συνεχίσει το όνειρο του. Φιλοδοξεί να μην αφήσει να ξεχαστεί η ιστορία του Παύλου και να αποτελέσει ένα έρμα για να διαχυθούν τα αντιφασιστικά μηνύματα στην κοινωνία σε διαρκή σύγκρουση με τις δυνάμεις της ακροδεξιάς βίας
Σε δικαστικό επίπεδο βρισκόμαστε στην εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο και προχωράει με σχετικά γρήγορους ρυθμούς αν λάβουμε υπόψη τον όγκο της δικογραφίας. Η δική μας προσδοκία είναι η επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Σαφώς όλο αυτό είναι επώδυνο. Μιλώντας συγκεκριμένα για την οικογένεια Φύσσα που εκπροσωπώ νομικά μαζί με άλλους/ες συναδέλφους, αρκεί να σκεφτούμε ότι η Μάγδα είναι αναγκασμένη να αναβιώνει διαρκώς τη νύχτα που έχασε το παιδί της, να τους βλέπει μπροστά της, να την προσβάλλουν, να ακούει μέρος της υπεράσπισης να σπιλώνει τη μνήμη του Παύλου. Είναι πολύ δύσκολο. Γι’ αυτό είναι σημαντική η παρουσία του αντιφασιστικού κόσμου στο δικαστήριο, για την υποστήριξη των θυμάτων αλλά και γιατί αυτό που έγινε ήταν μια πληγή για όλη την κοινωνία και μ’ αυτή την έννοια το ακροατήριο είναι ένα ακόμα κοινωνικό πεδίο που μάχονται ο κόσμος της ζωής με αυτόν του θανάτου. Εμείς αγωνιζόμαστε υπέρ της ζωής», λέει ο Αργύρης Συρίγος.
Έχει ρίζες η ακροδεξιά στον ελλαδικό χώρο, στον μεσοπολεμικό αντισημιτισμό, στην συνεργασία με τους ναζί την περίοδο της Κατοχής, στο μεταπολεμικό κράτος της λευκής τρομοκρατίας, στη στελέχωση του χουντικού καθεστώτος. Οι θύλακες της, οι νοσταλγοί και συνεχιστές της δεν εξαλείφθηκαν ποτέ και συχνά βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι προεκλογικά ανώτεροι δικαστικοί και άλλοι αξιωματούχοι ακκίζονταν με τον Κασιδιάρη και μηχανορραφούσαν μαζί του. Σ’ αυτή την ιστορικοποίηση, όπου ο Παύλος Φύσσας αδιαπραγμάτευτα έχει μια διάσταση ιστορικού συμβόλου στον αγώνα κατά του φασισμού, θέτει το ζήτημα ο Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Κοινωνικής Διοίκησης, Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, συγγραφέας του βιβλίου «Η νύχτα που έφυγε ο Παύλος» (εκδόσεις Τόπος) Ξενοφών Κοντιάδης:
«Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτελεί την κορύφωση της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης που λειτούργησε υπό τον μανδύα του νεοναζιστικού κόμματος Χρυσή Αυγή. Είχαν προηγηθεί άλλες ανθρωποκτονίες, πράξεις βίας και εκφοβισμού που υπηρετούσαν τους σκοπούς του νεοναζιστικού αυτού μορφώματος. Ωστόσο η δράση της Χρυσής Αυγής και η ιστορία του Παύλου Φύσσα συνδέονται με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη υπό την έννοια ότι πρόκειται για τη συνέχεια της Ακροδεξιάς και του βαθέως κράτους, τη διαδρομή από τη διαβόητη, βίαιη ακροδεξιά οργάνωση ΕΕΕ στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου μέχρι τους ταγματασφαλίτες και συνεργούς των ναζί στην Κατοχή και στη μεταπολεμική Ελλάδα, καθώς και από τη Χρυσή Αυγή και τα Τάγματα Εφόδου μετά το 2010 μέχρι την επανεμφάνιση τους τελευταίους μήνες της νεοφασιστικής Ακροδεξιάς, που επιστρέφει στο Κοινοβούλιο και ταυτόχρονα υποθάλπει ενέργειες όπως οι επιθέσεις κατά μεταναστών και οι ενέργειες των αυτόκλητων «πολιτοφυλάκων» στον Έβρο».
Η κεντρική διοίκηση προφανώς δεν είναι άμοιρη ευθυνών, διαχρονικά για την απροθυμία της να απομονώσει τους ακροδεξιούς θύλακες αλλά και σε ενεστώτα χρόνο για τη σαφή επιλογή της να διολισθήσει προς την ακροδεξιά, ενστερνιζόμενη ψήγματα της ρητορικής και της αισθητικής της. Την τελευταία πενταετία, πολιτικοί που επιδίωξαν να καπηλευτούν την αντιφασιστική νίκη της 7ης του Οκτώβρη – αν και ήταν οι ίδιοι που κρατούσαν τις δικογραφίες στα συρτάρια, ροκανίζουν ασταμάτητα πράγματα που κέρδισε το αντιφασιστικό κίνημα, καθώς με την εφαρμογή αμιγώς ρατσιστικών στρατηγικών, την αναζωπύρωση του εθνικιστικού λόγου, την κατασκευή «εσωτερικών εχθρών», με τις σεξιστικές και ομοτρανσφοβικές ιδεολογίες να υποβόσκουν στην ταυτότητα τους, σπρώχνουν κοινωνικά στρώματα στη συντηρητικοποίηση, εκεί που τα περιμένει η μοχθηρή «αγκαλιά» της ακροδεξιάς.
«Η πιο εμφανής αποτυχία των κρατικών παρεμβάσεων είναι οι άστοχοι και αλυσιτελείς χειρισμοί ως προς τον αποκλεισμό των επιγόνων της Χρυσής Αυγής από τις βουλευτικές εκλογές ή τον μη αποκλεισμό του Ηλία Κασιδιάρη από τις αυτοδιοικητικές. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, το σοβαρότερο πρόβλημα αποτελεί ο υφέρπων ή ενίοτε και απροκάλυπτος λόγος που εκφέρεται από εκπροσώπους κομμάτων του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου, που υποστηρίζει τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον σεξισμό, με έναν τρόπο που πριν από μερικά χρόνια θα ήταν ίσως αδιανόητος. Έτσι είναι πλέον πολύ πιο εύκολο το πέρασμα στον «αυθεντικό», νεοφασιστικό λόγο της Ακροδεξιάς. Παράλληλα, υπό μία ευρύτερη οπτική, η Ακροδεξιά τροφοδοτείται από την κρίση αντιπροσώπευσης, τη διεύρυνση των ανισοτήτων και τη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Κατά τη γνώμη μου η αντιμετώπιση των νεοφασιστικών, ρατσιστικών, ξενοφοβικών κομμάτων είναι σε βάθος χρόνου αποτελεσματικότερη με βάση το φιλελεύθερο μοντέλο, που τα αντιμάχεται με πολιτικούς και κοινωνικούς όρους, σε συνάρτηση με το οπλοστάσιο του ποινικού δικαίου, και όχι ακολουθώντας το μοντέλο της μαχόμενης δημοκρατίας που προσπαθεί να νικήσει το τέρας με εκλογικούς αποκλεισμούς και απαγορεύσεις», συμπληρώνει ο Ξενοφών Κοντιάδης.
Στις ευθύνες του κράτους για το εκ νέου απειλητικό μεγάλωμα της ακροδεξιάς αναφέρεται και η Φωτεινή Κοκκινάκη, γενική γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου:
«Φυσικά το κράτος έχει ευθύνες για την επάνοδο της ακροδεξιάς στη ζωή μας και ειδικά για την επάνοδο καταδικασμένων εγκληματικών στοιχείων στην πολιτική ζωή του τόπου. Έστω και με σκιώδη, ακόμα, τρόπο. Και έχει ευθύνες διότι διαχειριστικά απέτυχε, κατά το προηγούμενο διάστημα, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην ανακόψει αυτή την επάνοδο αλλά και να κάνει “προεκλογική καμπάνια” στον καταδικασμένο Ηλία Κασιδιάρη. Η συζήτηση περί απαγόρευσης καθόδου λειτούργησε αντίθετα από το στόχο της και, τελικά, έχουμε κόμμα στο ελληνικό κοινοβούλιο που στηρίζεται και καθοδηγείται από τον καταδικασμένο χρυσαυγίτη. Το ζητούμενο εδώ είναι ο κόσμος να μην επιλέγει να τον εκπροσωπούν τέτοιου είδους κόμματα, όχι να μην μπορεί να τα ψηφίσει. Η πολιτική σκηνή του τόπου είναι αλληλένδετη με το δρόμο και την κοινωνία. Έχουμε δει σταθερά ανά τα χρόνια ότι όταν δυναμώνει η φωνή τους εντός του κοινοβουλίου, με προκλήσεις κατά της Δημοκρατίας και των θεσμών, εντείνεται και η εγκληματική τους δράση στις γειτονιές. Η ποινική δίωξη της Χρυσής Αυγής και το αποτέλεσμα της δίκης έβαλαν φρένο σε αυτό, αλλά δυστυχώς δεν κράτησε για πάντα»
Η απανθρωποίηση των πλέον ευάλωτων ατόμων και πρώτα απ’ όλα των μεταναστευτικών και προσφυγικών υποκειμένων λειτούργησε σαν καύσιμο για την ακροδεξιά που μπορεί να εκφράζει αυθεντικότερα τέτοιες απόψεις και πρακτικές. Η ενίσχυση του οργανωμένου φασισμού είναι πάντα σε μια σχέση ανατροφοδότησης με τον κοινωνικό εκφασισμό. Μόνο το τελευταίο διάστημα ζήσαμε περιστατικά αδιανόητης βαρβαρότητας, όπως η απαγωγή και ο εγκλωβισμός προσφύγων στην καρότσα ιδιωτικού αυτοκινήτου σε live μάλιστα μετάδοση στον Έβρο και η στυγνή δολοφονία του Αντώνη Καρυώτη από μέλη του πληρώματος του πλοίου Blue Horizon. Το ελεεινό «νόμιζα πως ήταν μαύρος, πως ήταν Πακιστανός» του Ύπαρχου, αποδεικνύει ακριβώς αυτό, την αποχαλίνωση του μίσους που προκάλεσαν οι πολιτικές εκμηδενισμού της ζωής των Άλλων και πιστοποιεί ένα κοινωνικό συμφραζόμενο, όπου η εκδήλωση του απόλυτου κακού μπορεί να βρίσκει χώρο.
«Τα φαινόμενα αυτά έχουν άμεση σχέση με το πόση αξία δίνουμε τελικά στην ανθρώπινη ζωή και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ατζέντα της ακροδεξιάς φυσικά απέχει έτη φωτός από τα παραπάνω, εκτός αν μιλάμε για τη ζωή και τα δικαιώματα όσων ορίζει ως «δικά της παιδιά». Υπάρχει ένα νήμα που συνδέει αυτά τα δύο και χρέος μας είναι να το κόψουμε, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων που μας καλούν να υπερασπιστούμε ακόμα και τα φαινομενικά αυτονόητα, ακόμα και την ανθρώπινη ζωή.
Είναι θλιβερό το ότι ένα μέρος της νέας γενιάς δεν εγκαλείται από τη μνήμη των θυμάτων της φασιστικής βίας και δε μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητες στο γιατί συμβαίνει αυτό. Σίγουρα η εκπαίδευση είναι κεφάλαιο κομβικής σημασίας. Πρέπει να εξεταστεί σοβαρά τι έγινε λάθος. Μιλώντας, για παράδειγμα, από τη σκοπιά της δημοσιογραφίας – από την οποία προέρχομαι – θεωρώ ότι τα media έχουν παίξει κομβικό ρόλο σε αυτό και οφείλουν κάποια στιγμή να προβούν σε αυτοκριτική και να λειτουργήσουν διαφορετικά.
Θεωρώ αναγκαία μια σύγχρονη αντιφασιστική παρέμβαση με συνέργειες και κοινό μέτωπο. Κανένα άτομο δεν περισσεύει σε αυτή την μάχη, καμία προσπάθεια δεν είναι αμελητέα. Όλοι/ες/α έχουμε έναν ρόλο να παίξουμε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο», καταλήγει η Φωτεινή Κοκκινάκη.
Πολύς κόσμος αυτούς τους τελευταίους ασήκωτους μήνες αισθάνεται φόβο, ματαίωση, θλίψη, συναισθήματα που είναι απολύτως εύλογα, που πρέπει να ακουστούν και να φροντιστούν. Μάλλον είναι πιο υγιές να αισθάνεσαι έτσι απ’ το να μην αισθάνεσαι τίποτα και να αφομοιώνεσαι σταδιακά σε μια ρουτίνα απάθειας απέναντι σε κάθε φρίκη. Πιστεύω ακράδαντα ότι ακόμα κι αν σήμερα νιώθουμε ανήμπορες/οι να αντιδράσουμε, αν παγώνουμε απέναντι στο μίσος και τη βία, οι αναπαραστάσεις που σμιλεύτηκαν μέσα από την εμπλοκή χιλιάδων ανθρώπων στο αντιφασιστικό κίνημα, παραμένουν ενεργές. Όπως ενεργή παραμένει και η φλογερή μνήμη του Παύλου Φύσσα, καίει ακόμα, δεν ξεθώριασε. Αγαπήθηκε από άτομα που δεν τον γνώριζαν σαν αδερφός, ακριβώς γιατί η ουλή που άφησε πίσω της αυτή η δολοφονία δε σημάδεψε μόνο τον δικό του προσωπικό κύκλο. Εκεί το τραύμα έχει μια βαθιά, ανεξίτηλη και ενσώματη ισχύ.
Με κοινωνικούς όρους, όμως, που αφορούν στο πως θέλουμε να ζούμε, να μιλάμε ελεύθερα, να κυκλοφορούμε στις γειτονιές, να σχετιζόμαστε, να συνυπάρχουμε συντροφικά και αλληλέγγυα με όσους/ες οι δυνάμεις του φασισμού θέλουν να αφανίσουν, είχε μια πολλαπλάσια γεωμετρία επιρροής. Με αυτά τα υλικά, με τη συγκλονιστική και ανυποχώρητη φυσιογνωμία της Μάγδας Φύσσα να είναι ένας σάρκινος φάρος ακόμα και στο πιο ασάλευτο σκοτάδι, ο αγώνας ενάντια στο φασισμό αξίζει να δοθεί όσες φορές κι αν χρειαστεί.