11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1973, ΟΤΑΝ Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΑΛΙΕΝΤΕ ΠΝΙΓΗΚΕ ΣΤΟ ΑΙΜΑ
Το Magazine θυμάται σήμερα, 51 χρόνια μετά τον θάνατό του, τον Σαλβαδόρ Αλιέντε, τον μεγάλο ηγέτη της “Λαϊκής Ενότητας” και της Χιλής, το σύμβολο της αναίμακτης επανάστασης στον δρόμο προς τον σοσιαλισμό.
Σαντιάγο, Χιλή, 11 Σεπτεμβρίου 1973, ώρα 9.10 π.μ. Στις εγκαταστάσεις του Ράδιο Μαγκαγιάνες, του επίσημου ραδιοφώνου του Κομμουνιστικού κόμματος της Χιλής, επικρατεί βουβαμάρα. Λίγη ώρα πριν, οι δυνάμεις του πραξικοπηματία Πινοσέτ έχουν βομβαρδίσει τις κεραίες του σταθμού, στα πλαίσια της “Επιχείρησης Σιωπή” (Operación Silencio). Παρόλα αυτά τα μηχανήματα συνεχίζουν να εκπέμπουν. Μπροστά στο μικρόφωνο βρίσκεται ο πρόεδρος της Χιλιανής Δημοκρατίας, Σαλβαδόρ Αλιέντε, έτοιμος να απευθυνθεί για τελευταία φορά στους πολίτες της χώρας. Τα λόγια δε βγαίνουν από το στόμα, πηγάζουν κατευθείαν από την καρδιά του αγωνιστή, του ειρηνιστή μαρξιστή, του ανθρώπου που οραματίστηκε την αναίμακτη επανάσταση και που πλήρωσε τη δέσμευσή του απέναντι στο λαό και τα πιστεύω του με την ίδια του τη ζωή.
“Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια. Είμαι σίγουρος πως η θυσία μου δεν είναι μάταιη. Έχω τη βεβαιότητα, πως θα αποτελέσει τουλάχιστον ένα ηθικό μάθημα για την καταδίκη των κακούργων, των προδοτών, των επίορκων”. Λίγη ώρα αργότερα, ο Αλιέντε και μαζί του το πολιτικό του σχέδιο, μια από τις πιο εμπνευσμένες συλλογικές προσπάθειες που πραγματοποιήθηκαν τον περασμένο αιώνα, περνούν στην αιωνιότητα. Η ζωή του, μαζί με το όραμά του, έσβησαν σαν σήμερα, πριν ακριβώς 51 χρόνια, στις 11 Σεπτέμβρη του 1973, όμως η μνήμη του παραμένει ζωντανή, το ίδιο και η θυσία του. Μέσα στις καρδιές και τις σκέψεις των βασανισμένων Χιλιανών, των καταπιεσμένων της Λατινικής Αμερικής, των ασυμβίβαστων αγωνιστών όλου του κόσμου.
ΛΙΓΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Αλιέντε γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου του 1908 στο Βαλπαραΐσο. Γονείς του ήταν ο Σαλβαδόρ Αλιέντε Κάστρο, δικηγόρος και μέλος του Ριζοσπαστικού Κόμματος και η Λάουρα Γκόσενς Ουρίμπε, συμβολαιογράφος. Το 1926 έγινε δεκτός από το Πανεπιστήμιο της Χιλής στο Σαντιάγο για να σπουδάσει ιατρική. Ως φοιτητής της Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο, οργάνωσε μια ομάδα για τη μελέτη και την ανάλυση της μαρξιστικής θεωρίας. Το 1930 εξελέγη Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Φοιτητών και συμμετείχε ενεργά στον αγώνα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος του Κάρλος Ιμπάνιες. Το 1932, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του και μετά την πτώση της εφήμερης σοσιαλιστικής κυβέρνησης, φυλακίστηκε.
Στις 19 Απριλίου 1933 υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Χιλής. Το 1935 έγινε Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου και τον ίδιο χρόνο συνελήφθη και κρατήθηκε για πέντε μήνες στο λιμάνι της Καλδέρα. Τον Μάρτιο του 1936 ήταν παρών στην ίδρυση του Λαϊκού Μετώπου. Το 1942 εξελέγη Γενικός Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το 1951, το κόμμα του συμμετείχε στην ίδρυση του Μετώπου του Λαού, μαζί με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ένα χρόνο μετά, ως υποψήφιος Πρόεδρος εκ μέρους του Μετώπου, συγκέντρωσε 52.000 ψήφους και ως εκλεγμένος γερουσιαστής, παρουσίασε μαζί με τον Ελίας Λαφέρτε σχέδιο για την κρατικοποίηση των ορυχείων χαλκού. Το 1957 το Σοσιαλιστικό Κόμμα ενώθηκε με το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα σχηματίζοντας μαζί με το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Μέτωπο Λαϊκής Δράσης, από το οποίο προτάθηκε για Πρόεδρος.
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Στη Λατινική Αμερική κορυφαίο γεγονός αποτέλεσε η νίκη της κουβανέζικης επανάστασης το 1959. Είχε προηγηθεί η ανατροπή της προοδευτικής κυβέρνησης του Άρμπενς στη Γουατεμάλα το 1954 από τους μισθοφόρους της CIA. Το 1961 ήταν η χρονιά που ξεκίνησαν και πάλι οι προσπάθειες του ένοπλου αγώνα στη Νικαράγουα με την ίδρυση του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης των Σαντινίστας (FSLN). Το ίδιο έτος, οι ΗΠΑ εξήγγειλαν το πρόγραμμα “Συμμαχία για την Πρόοδο” προκειμένου να αποφύγουν περαιτέρω επαναστατικές εξάρσεις στη Λατινική Αμερική. Το 1961 απέτυχε παταγωδώς η στρατιωτική επιχείρηση που οργάνωσε η CIA για να εισβάλει στην Κούβα στον Κόλπο των Χοίρων.
Την ίδια χρονιά άρχισε δειλά-δειλά το αντάρτικο στη Γουατεμάλα. Το 1966 δολοφονήθηκε στην Κολομβία ο επαναστάτης ιερέας Καμίλο Τόρρες ο οποίος είχε προσχωρήσει στις τάξεις του αντάρτικου. Το 1967 εκτελέστηκε στη Βολιβία ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και διαλύθηκε το αντάρτικο κίνημα. Ωστόσο το 1970 στη Βολιβία αναδείχθηκε μια πατριωτική στρατιωτική κυβέρνηση, ενώ αντίστοιχη στρατιωτική κυβέρνηση συγκροτήθηκε στο Περού το 1968. Ενώ λοιπόν έως το 1959 η Αμερική είχε τον ανενόχλητο έλεγχο της Λατινικής Αμερικής, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 διαμορφώθηκε ένα νέο πολιτικό σκηνικό, το οποίο προκαλούσε ανησυχία στην ηγεσία των ΗΠΑ, ιδίως για το πολιτικό μέλλον της Αργεντινής, της Χιλής και της Βραζιλίας.
ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1970 ΣΤΗ ΧΙΛΗ
Στις εκλογές της 4ης Σεπτεμβρίου του 1970 ο Αλιέντε έλαβε το 36,3% των ψήφων, έναντι 35% του δεξιού υποψήφιου του Εθνικού Κόμματος, Χόρχε Αλεσάντρι και 27,8% του υποψήφιου των Χριστιανοδημοκρατών, Ραδομίρο Τόμιτς. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Χιλής, Πρόεδρος αναδεικνυόταν εκείνος από τους δύο πρώτους υποψηφίους που θα ελάμβανε την πλειοψηφία από το Κογκρέσο (Βουλή και Γερουσία από κοινού). Για να γίνει αυτό, η Λαϊκή Ενότητα έπρεπε να πετύχει κάποια συμφωνία με τους Χριστιανοδημοκράτες. Ο μόνος τρόπος για να δεχτούν οι Χριστιανοδημοκράτες να ψηφίσουν τον Αλιέντε, ήταν να υπάρξουν ρητές εγγυήσεις ότι θα προστατευόταν η δημοκρατία.
Με αυτόν το στόχο, συμφώνησαν μαζί του σε ένα πολιτικό κείμενο, τον “Νόμο Δημοκρατικών Εγγυήσεων”. Το κείμενο έθετε δύο όρους, τους οποίους δε θα μπορούσε να παραβιάσει ο Αλιέντε όσο θα βρισκόταν στην εξουσία. Ο πρώτος ήταν η συνέχιση της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, κάτι που βασικά σήμαινε πως κάθε ριζική θεσμική αλλαγή θα έπρεπε να εγκριθεί από τη Βουλή. Ο δεύτερος ήταν η διασφάλιση της ανεξαρτησίας του στρατού και του ρόλου του ως τελικού εγγυητή των δημοκρατικών θεσμών της χώρας. Τελικά επικυρώθηκε η εκλογή του Αλιέντε με 153 ψήφους (σε σύνολο 200), κάτι που αποτέλεσε αρνητική έκπληξη για τις ΗΠΑ.
Η CIA σίγουρη για την εκλογική ήττα του Αλιέντε, θεώρησε περιττό να χρηματοδοτήσει τον Χόρχε Αλεσάντρι, καθώς η μεγάλη εταιρεία τηλεπικοινωνιών ΙΤΤ, αμερικανικών συμφερόντων, του είχε ήδη προσφέρει 350 χιλιάδες δολάρια. Τα αποτελέσματα όμως των εκλογών της 4ης Σεπτεμβρίου δημιούργησαν μεγάλη ανησυχία στην Ουάσινγκτον εξαιτίας του φόβου για την επίδραση της εκλογικής νίκης του Αλιέντε στην Αργεντινή και τη Βραζιλία. Σύμφωνα με αναλυτές, σχέδιο πραξικοπήματος στη Χιλή υπήρχε πριν τις προεδρικές εκλογές του 1970. Λόγω όμως της έλλειψης οργάνωσης του στρατού, αλλά και της πεποίθησης ότι ο Αλεσάντρι θα ήταν ο νικητής, τελικά αυτό δεν πραγματοποιήθηκε.
Πριν τη συμφωνία της “Λαϊκής Ενότητας” με το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, ο Ρενέ Σνάιντερ, αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Χιλής, προσεγγίστηκε ώστε να οργανώσει το πραξικόπημα εναντίον της (προηγούμενης) Κυβέρνησης Φρέι έστω και καθυστερημένα, όμως εκείνος αρνήθηκε. Δύο μέρες πριν την κρίσιμη ψηφοφορία, τρία αυτοκίνητα τού έκλεισαν τον δρόμο και άγνωστοι που επέβαιναν σε αυτά, τον δολοφόνησαν. Η εκτέλεση του Σνάιντερ ήταν μέρος ενός σχεδίου της CIA που ονομάστηκε “Επιχείρηση FU BELT” και τέθηκε σε εφαρμογή αφότου ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε καλέσει τον Διευθυντή της CIA, Ρίτσαρντ Χελμς, στο Οβάλ Γραφείο, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1970, λέγοντάς του: “Κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, ξόδεψε όσα χρήματα χρειάζεσαι, λύγισε την οικονομία, αλλά σώσε τη Χιλή. Εμπόδισε τον Αλιέντε να ορκιστεί ως ο πρώτος ελεύθερα εκλεγμένος Σοσιαλιστής Πρόεδρος στον κόσμο (σ.σ. εκείνη την εποχή) και κάνε ό,τι είναι απαραίτητο για να το πετύχεις”.
Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΛΙΕΝΤΕ
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση της “Λαϊκής Ενότητας” προχώρησε σε μια σειρά σημαντικών αλλαγών. Εθνικοποίησε καταρχάς τον χαλκό, το σημαντικότερο προϊόν της χώρας, που το εκμεταλλεύονταν ως τότε οι αμερικάνικες πολυεθνικές. Μέσα στα πρώτα δύο χρόνια διακυβέρνησης, οι εθνικοποιήσεις συμπεριέλαβαν και πολλούς άλλους καίριους κλάδους της οικονομίας όπως τα μεταλλουργεία, τα ορυχεία σιδηρομεταλλεύματος και νίτρου, τα εργοστάσια τσιμέντου, την κλωστοϋφαντουργία, την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και τις τράπεζες. Οι εργάτες συμμετείχαν ενεργά στη διοίκηση των εργοστασίων, κυρίως των εθνικοποιημένων. Ο δημόσιος τομέας της οικονομίας παρήγαγε στα τέλη του 1972 περισσότερο από το 50% του ακαθάριστου βιομηχανικού προϊόντος.
Συνολικά η βιομηχανική παραγωγή, επίσης ανέβηκε με γοργούς ρυθμούς. Επιπλέον, το πραγματικό εισόδημα των εργαζόμενων αυξήθηκε σημαντικά, η ανεργία έπεσε από το 8,8% στο 3%. Η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε κατά 20,1%. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας δημιουργήθηκε καθολικό υγειονομικό σύστημα. Θεαματική πρόοδος σημειώθηκε στον τομέα του αναλφαβητισμού και της δημόσιας εκπαίδευσης. Η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών προχώρησε, ενώ αναδασώθηκαν 600 χιλιάδες στρέμματα. Χιλιάδες αγρότες πήραν γη. Άρχισαν να συγκροτούνται συνεταιρισμοί και η ζωή στα χωριά άλλαξε. Η κατάσταση των ιθαγενών ινδιάνων βελτιώθηκε αισθητά.
Παρότι το Σύνταγμα παρείχε τη δυνατότητα στον Πρόεδρο να διαλύσει τη Βουλή μετά από δημοψήφισμα και παρά το γεγονός ότι στις δημοτικές εκλογές του Απριλίου του 1971 η “Λαϊκή Ενότητα” αύξησε το ποσοστό της σε 50,8%, ο Αλιέντε παραμένοντας πιστός στη Δημοκρατία, τηρώντας τη συμφωνία που είχε κάνει με τους Χριστιανοδημοκράτες και θέλοντας να διατηρήσει την ανεξαρτησία του στρατού, δεν προχώρησε σε διάλυση της Βουλής για τροποποίηση του Συντάγματος. Αξιοσημείωτο είναι ότι ένα μήνα πριν τις δημοτικές εκλογές, έγινε αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα εναντίον του.
Οι Αμερικάνοι δεν μπορούσαν να χωνέψουν το πρόγραμμα των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων της “Λαϊκής Ενότητας”, ούτε να δεχτούν τις κρατικοποιήσεις μεγάλων εκτάσεων γης, των μεταλλείων της χώρας και των τραπεζών. “Αξιώνουμε να δημιουργήσουμε έναν διαφορετικό κόσμο, να αποδείξουμε ότι μπορούν να γίνουν βαθιές αλλαγές που αποτελούν επανάσταση. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια κυβέρνηση δημοκρατική, εθνική, επαναστατική και λαϊκή που θα οδηγήσει στον Σοσιαλισμό”, ήταν τα λόγια του Αλιέντε στην ομιλία του μετά τις εκλογές, κάνοντας τον Λευκό Οίκο να ανατριχιάζει.
ΑΟΡΑΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ
Άλλο μεγάλο αγκάθι ήταν το άνοιγμα που έκανε ο Αλιέντε στην εξωτερική πολιτική της χώρας, συνάπτοντας σχέσεις με την Κίνα και την Κούβα. Η θέληση του προέδρου της Χιλής να προχωρήσει στην εκδίωξη των Αμερικανικών εταιρειών που εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεία χαλκού, ήταν η σταγόνα που χρειαζόταν ο Νίξον για να πάρει την απόφαση να ανατρέψει το νόμιμα εκλεγμένο καθεστώς. Το έργο λοιπόν ανατέθηκε – σε ποιόν άλλο; – στον Χένρι Κίσιντζερ. Έναν περίπου χρόνο μετά την εκλογή του Αλιέντε άρχισαν οι πρώτες οικονομικές δυσκολίες. Κύριος λόγος ήταν ο “αόρατος οικονομικός αποκλεισμός” που είχαν επιβάλλει οι ΗΠΑ. Πρόβλημα επίσης αποτελούσε και το μεγάλο εξωτερικό χρέος, το οποίο μεταφραζόταν σε 200 εκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Σε συνάρτηση με την πτώση της τιμής του χαλκού, το κύριο προς εξαγωγή προϊόν, το οποίο είχε σαν συνέπεια τη μείωση των κρατικών εσόδων κατά 240 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, έφερε τη Χιλή σε ολοένα και χειρότερη οικονομική κατάσταση. Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες αντιδράσεις οι οποίες είχαν σαν στόχο να κλονίσουν την επιρροή της “Λαϊκής Ενότητας”. Με διάφορες αφορμές και προσχήματα, διαδηλώσεις υποκινούμενες από την αντιπολίτευση διαδέχονταν η μία την άλλη, με αποκορύφωμα τα περίφημα “cacerolazos”, τις διαμαρτυρίες των γυναικών που έβγαιναν στους δρόμους χτυπώντας τις κατσαρόλες τους. Τον Οκτώβριο του 1972 ξεκίνησε απεργία η Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Φορτηγών Αυτοκινήτων, η οποία διήρκεσε ένα μήνα παραλύοντας τη χώρα.
ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1973
Για την εκτόνωση της κατάστασης έγινε ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Στο νέο υπουργικό συμβούλιο συμμετείχαν τρεις στρατιωτικοί, ανάμεσά τους και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Κάρλος Πρατς. Εκλογές διενεργήθηκαν ξανά τον Μάρτιο του 1973. Η “Unidad Popular” έλαβε το 44% των ψήφων, 6% λιγότερο από τις δημοτικές του ’71. Η αντιπολίτευση όμως, παρά την εκλογική της ήττα, καθοδήγησε την απεργία στα μεταλλεία χαλκού. Παρότι συμμετείχε μόνο το 35% του προσωπικού, η παραγωγή μειώθηκε κατά 70% περίπου. Μετά από αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις στους δρόμους με οπαδούς της κυβέρνησης, τον Ιούνιο του 1973 έγινε απόπειρα πραξικοπήματος, την οποία όμως κατέστειλε ο στρατηγός Πρατς. Μετά την καταστολή, ο αρχηγός του στρατού συμβούλευσε τον Αλιέντε να μοιράσει όπλα στον λαό.
Αυτός όμως, πιστός στις αξίες του, του απάντησε: “Όχι. Αυτή η επανάσταση θα γίνει χωρίς σταγόνα αίμα. Βασίζεται σε αξίες και όχι στη βία”. Ήταν η αρχή του τέλους. Λίγες μέρες αργότερα, τον Ιούλιο του 1973, οι ιδιοκτήτες των φορτηγών κατέβηκαν σε νέα απεργία, η οποία συνοδεύτηκε από δολοφονίες και εμπρησμούς εργοστασίων. Στις 24 Αυγούστου ο Πρατς παραιτήθηκε και τον διαδέχτηκε ο στρατηγός Αουγούστο Πινοσέτ, ενώ παράλληλα ξέσπασε συνταγματική κρίση, με το Κογκρέσο να κατηγορεί τον Αλιέντε για κατάχρηση εξουσίας. Προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ο πρόεδρος της “Λαϊκής Ενότητας” αποφάσισε να προσφύγει σε δημοψήφισμα και ενημέρωσε ότι στις 11 Σεπτεμβρίου επρόκειτο να απευθύνει διάγγελμα στον λαό της Χιλής.
ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΟΥ ΠΙΝΟΣΕΤ
Λίγες ώρες πριν το προεδρικό διάγγελμα, δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας υπό τον Πινοσέτ, σε συνεργασία με παραστρατιωτικές ομάδες, κατέλαβαν το Βαλπαραΐσο, βασικό λιμάνι της χώρας και βομβάρδισαν ραδιοφωνικούς σταθμούς. Λίγοι οπλισμένοι εργάτες της Λαϊκής Ενότητας αντιστάθηκαν σε εργοστάσια, στο πανεπιστήμιο, σε γραφεία εφημερίδων. Γύρω στις δύο το μεσημέρι ο Αλιέντε ήταν νεκρός στη “La Moneda”, το προεδρικό μέγαρο. Ο Χιλιανός πρόεδρος είχε αυτοκτονήσει μέσα στο γραφείο του με το Καλάσνικοφ ΑΚ-47 που του είχε χαρίσει ο Φιντέλ Κάστρο. Αμέσως μετά άρχισε να εξελίσσεται ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στη σύγχρονη ιστορία της Λατινικής Αμερικής.
Μαζικές συλλήψεις στελεχών και μελών της “Λαϊκής Ενότητας”, εκτελέσεις επί τόπου άοπλων αγωνιστών, άγριοι ξυλοδαρμοί. Χαρακτηριστικό περιστατικό αποτέλεσε ο άγριος βασανισμός του τραγουδοποιού Βίκτορ Χάρα μέσα στο στάδιο το οποίο σήμερα φέρει το όνομά του. Αφού του έσπασαν όλα τα δάχτυλα και τον “καλούσαν” επί τρεις μέρες να παίξει κιθάρα και να τους τραγουδήσει, τελικά οι βασανιστές του τον εκτέλεσαν και τον πέταξαν σε ένα χαντάκι έξω από την πόλη. Στρατόπεδα συγκέντρωσης, κολαστήρια βασανιστηρίων και εκτελέσεων δημιουργήθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη τη χώρα.
Οι φρικαλεότητες της πρώτης κιόλας ημέρας του πραξικοπήματος καταγράφηκαν χαρακτηριστικά από δύο Γερμανούς ανταποκριτές της γερμανικής ραδιοφωνίας: “Μπροστά μας εκτέλεσαν 400 με 500. Ήταν η μεγαλύτερη ομάδα που εκτελέστηκε μέσα στο γήπεδο. Το άλλο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ακούσαμε και είδαμε να σκοτώνουν τους ανθρώπους με το ξύλο. Δεν τους βασάνιζαν, τους χτυπούσαν μέχρι να πεθάνουν”. Η σοκαρισμένη παγκόσμια δημοκρατική κοινή γνώμη παρομοίασε τις μεθόδους του καθεστώτος Πινοσέτ με εκείνες του ναζισμού: πνιγμοί κρατουμένων που τους είχαν δέσει τα χέρια στο νερό, ξερίζωμα των μελών με τανάλιες, επί τόπου τουφεκισμοί εργατών για παραδειγματισμό όταν σε κάποιο ορυχείο κατέβηκαν σε απεργία λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα.
Οι νεκροί των πρώτων ημερών μετά το πραξικόπημα υπολογίστηκαν σε 30.000, ενώ οι κρατούμενοι σε φυλακές και στρατόπεδα στις 40.000. Η Βουλή και τα κόμματα καταργήθηκαν στο όνομα της “δημοκρατίας” και του “πατριωτισμού”. Οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις επιστράφηκαν φυσικά ξανά στις ξένες πολυεθνικές και στους ντόπιους επιχειρηματίες. Κάθε δημοκρατικό δικαίωμα καταργήθηκε. Οι εκτελέσεις γίνονταν είτε μετά από δίκη στο στρατοδικείο, είτε χωρίς καμιά διαδικασία. Συλλήψεις στα σπίτια, έλεγχοι οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Η εγκύκλιος Νο 34/1973 της στρατιωτικής λογοκρισίας υπογράμμιζε ότι η λέξη obrero (εργάτης) έπρεπε να αντικατασταθεί σε όλες τις εφημερίδες και τα μέσα ενημέρωσης από τις λέξεις “χειρωνακτικός υπάλληλος”, ενώ η λέξη compañero (σύντροφος) διαγράφηκε από το λεξιλόγιο.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ CIA ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΠΑ
Δεν υπάρχει βέβαια καμιά αμφιβολία ότι το πραξικόπημα και όσα ακολούθησαν ήταν ένα καλοστημένο και επεξεργασμένο σχέδιο της CIA. Διευθυντικά στελέχη των αμερικάνικων πολυεθνικών που εκμεταλλεύονταν τη Χιλή και τους Χιλιάνους ήταν συνήθως και πράκτορες της CIA. Αυτοί ενορχήστρωσαν την κλιμάκωση της αντίδρασης ενάντια στη “Λαϊκή Ενότητα” μέχρι το πραξικόπημα. Τεράστια ποσά δαπανήθηκαν για την ενίσχυση των μέσων ενημέρωσης των αντιδραστικών δυνάμεων, για τη στρατολόγηση ανθρώπων, την εξαγορά άλλων, για τη συγκρότηση νόμιμων και παράνομων οργανώσεων, για τις πλουσιοπάροχες αμοιβές των στελεχών και μελών τους.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ στηρίχτηκαν στη συμφωνία αμοιβαίας στρατιωτικής βοήθειας που υπήρχε ανάμεσα στις δύο χώρες πριν την εκλογή του Αλιέντε και την οποία η κυβέρνηση της “Λαϊκής Ενότητας” δε θέλησε να καταγγείλει. Έτσι, αξιωματικοί της Χιλής εκπαιδεύονταν από Αμερικανούς σε γνωστές σχολές δολοφόνων που διατηρούσαν οι ΗΠΑ στον Παναμά, στο Πουέρτο Ρίκο και αλλού, σχολές που ειδικεύονταν τόσο στα πραξικοπήματα, όσο και στην αντιμετώπιση και καταστολή των λαϊκών κινημάτων. Σήμερα γνωρίζουμε ότι υπήρχε κέντρο που συντόνιζε το στρατό, τα κόμματα της συντηρητικής αντιπολίτευσης, τις παράνομες ακροδεξιές οργανώσεις, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Στη Χιλή, εκτός από τη στρατιωτική αποστολή των ΗΠΑ, υπήρχαν 89 υπάλληλοι του State Department και σχεδόν 1.500 μυστικοί πράκτορες. Η αντίδραση δεν ήθελε απλά μια ήττα του Αλιέντε. Ήθελε να καταφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα στο λαϊκό κίνημα στη Χιλή, να κερδίσει μια στρατηγική νίκη, έτσι ώστε να κοπούν τα φτερά των Χιλιάνων και κατ’ επέκταση να κλείσει το μέτωπο της Λατινικής Αμερικής, το οποίο είχε ανοίξει το 1959 με την κουβανέζικη επανάσταση και έπαιρνε επικίνδυνες διαστάσεις με την επικράτηση της “Λαϊκής Ενότητας” στις εκλογές του 1970. Γι’ αυτό και είχε σχεδιαστεί η εξόντωση του πρωτοπόρου, του μαχητικού κομματιού του χιλιάνικου λαού.
Μέχρι που έφτασε η 11η του Σεπτέμβρη για να δώσει η βαρβαρότητα τη θέση της στο όνειρο, ο φασισμός και η βία να στοιχειώσουν το όραμα του Αλιέντε και των Χιλιάνων για ένα καλύτερο αύριο, ένα αύριο που παρέμεινε στο σκοτάδι για πολλά χρόνια, ως τη στιγμή που ο λαός της Χιλής κατάφερε να ξετινάξει από πάνω του το ζυγό του δικτάτορα Πινοσέτ και τραγούδησε ξανά στους δρόμους του Σαντιάγο, της Κονσεπσιόν, του Βαλπαραΐσο, της Τάλκα, του Τεμούκο και της Ρανκάγουα τους στίχους του Κουβανού Πάμπλο Μιλανές: “Yo pisaré las calles nuevamente, de lo que fue Santiago ensangrentada, y en una hermosa plaza liberada, me detendré a llorar por los ausentes…” (Θα περπατήσω και πάλι τους δρόμους, αυτού που υπήρξε το αιματοκυλισμένο Σαντιάγο και σε μια όμορφη κι ελεύθερη ξανά πλατεία, θα σταθώ να κλάψω για τους απόντες).
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΔΕ ΧΑΝΕΤΑΙ…
Ο φασίστας δικτάτορας δολοφόνος Πινοσέτ βρίσκεται βαθιά μέσα στα σκουπίδια της ιστορίας, πολύ πριν τον θάνατό του το 2006. Αντίθετα, η εικόνα του Αλιέντε διατηρείται ζωντανή στην παγκόσμια μνήμη. Η ζωντάνια, το κέφι, η διάθεσή του για ζωή αλλά και η πρόθεσή του να καταφέρει το αδύνατο. Η εικόνα και η φωνή εκείνου που προσπάθησε να αλλάξει τους νόμους της πολιτικής υπέρ των φτωχότερων. Το παρελθόν δε χάνεται. Καθρεφτίζεται μέσα στο όραμα του ανθρώπου που θέλησε να κάνει πραγματικότητα την ουτοπία για έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο ελεύθερο, δημιουργώντας ένα μαζικό κίνημα και μια ειρηνική επανάσταση μέσα σε μια Λατινική Αμερική όπου κυριαρχούσαν η βία και οι ΗΠΑ.
Που δεν ξέχασε τις υποσχέσεις του. Που στάθηκε όρθιος δίπλα στο λαό του μέχρι την τραγωδία του τέλους. Η 11η Σεπτεμβρίου είναι ακόμα παρούσα. Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε αγάπησε τη ζωή αλλά και η ζωή τον αγάπησε. Με αυτή τη ζωή στο μυαλό θέλησε να ενεργήσει, να σκεφτεί και να ανακαλύψει το μέλλον. Το παρελθόν δε χάνεται. Μένει ζωντανό, όπως ακριβώς το περιέγραψε στους στίχους του ο μεγάλος Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα:
“…Εκεί έπεσε το αίμα σου. Στη μέση της πατρίδας χύθηκε, απέναντι από το παλάτι, χύμα στο δρόμο, για να το βλέπει όλος ο κόσμος και να μην μπορεί να το σβήσει κανείς. Κι έμειναν οι κόκκινοι λεκέδες σαν αδυσώπητοι πλανήτες…”
* Η σωστή προφορά των Αλιέντε και Πινοσέτ στα ισπανικά, είναι Αγέντε και Πινοτσέτ, όμως στο κείμενο διατηρήσαμε τις εξελληνισμένες εκδοχές.
* Πηγές: Salvador-allende.cl, salvadorallende.com, history.com, thenation.com, “Ο Φιδέλ Κάστρο για τον Αλιέντε” (επιμέλεια Δ. Καλτσώνη)