ΕΙΔΑΜΕ ΤΗΝ ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΟΥ “1821: Η ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ”
Πώς να μιλήσεις για τα πρόσφατα, τα παλιά και τα ενδιάμεσα που συνέβησαν μέσα σε 200 χρόνια αν όχι με ένα νεοελληνικό είδος θεάτρου;
Το κλίμα στο Βεάκειο Θέατρο πριν την πρεμιέρα της παράστασης «1821: Η επιθεώρηση» σηματοδοτούσε έναν πραγματικό εορτασμό. Καμία σχέση δεν είχε με τον εορτασμό των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης βέβαια, ήταν η γιορτή του θεάτρου που απλωνόταν έξω από το ταμείο, στα πηγαδάκια που σχηματίστηκαν ανάμεσα σε ανθρώπους που παρά τις μάσκες αναγνωρίζονταν. Άνθρωποι του θεάτρου, ηθοποιοί, παραγωγοί, σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, ξανασυναντιούνταν στον οργανικό τους χώρο. Πόσο συνηθισμένο θα ήταν αυτό πριν από δύο χρόνια; Ρητορική η ερώτηση. Δεν είναι πια. Τα βιώματα μας τα πρόσφατα είναι που όρισαν την παραπάνω στιγμή ως αυθόρμητη γιορτή.
Τα βιώματά μας αυτά, που περιλαμβάνουν τον COVID – 19, τους φόβους που βιώσαμε συλλογικά, τα μέτρα προστασίας, την παύση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, το ελληνικό #MeToo ( (και το αχρείαστο γιατί τώρα του και το victim blaming και τις τηλεοπτικές αρένες που στήθηκαν γύρω του)), αλλά και τα στραβά και τα καλά μας τα διαχρονικά, την εθνική μας –μόνιμη- διχόνοια, την κληρονομιά μας που απαρτίζεται από επιτεύγματα άλλων και την εμμονή μας σε αυτά, τον αθώο ηρωισμό κάποιων σαν εμάς, το αμείλικτο «κουκούλωμά» μας, την απόλυτη αντίφαση στα γλέντια μας μεταξύ διονυσιασμού και μιζέριας, συμπεριέλαβαν προσπαθώντας να κρατήσουν ισορροπία μεταξύ του σοβαρού και του ελαφρού στην παράσταση που δημιούργησαν ως δίδυμο ο Φοίβος Δεληβοριάς και ο Δημήτρης Καραντζάς.
Όλο τον καιρό της πανδημίας, αναρωτιόμουν πόσο γρήγορα όλο αυτό το βίωμα των περιορισμών, των μέτρων, των αλλαγών στις κοινωνικές μας επαφές, θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε τέχνη. Την απάντηση την έλαβα παρακολουθώντας την παράσταση «1821: Η επιθεώρηση». Πολύ γρήγορα αν βρεις το κατάλληλο είδος για να μιλήσεις για όλα αυτά.
Ο θίασος της παράστασης είναι από μόνος του ένας σοβαρός λόγος για να πας να δεις το «1821: Η Επιθεώρηση». Ηθοποιοί που φαίνονταν πραγματικά διψασμένοι για τη σκηνή και την επαφή τους με το επάγγελμά τους.
Πώς να μιλήσεις για τα πρόσφατα, τα παλιά και τα ενδιάμεσα που συνέβησαν μέσα σε 200 χρόνια αν όχι με ένα νεοελληνικό είδος θεάτρου;
Μιλώ για την επιθεώρηση που γεννήθηκε τον 19ο αιώνα για να μιλήσει με σαρκασμό, χιούμορ και ελευθερία για την κοινωνική πραγματικότητα κάθε εποχής. Ο Δημήτρης Καραντζάς καταπιάστηκε με ένα ανοίκειο προς τον ίδιο είδος, ένα είδος για το οποίο η γενιά μας (και του σκηνοθέτη της παράστασης) δεν έχει παρά αρχειακές αναφορές. Συνεργάστηκε γι’ αυτό με τον άνθρωπο που θα μπορούσε να χαρίσει το ονοματεπώνυμο του ως συνώνυμο στη λέξη νοσταλγία, τον Φοίβο Δεληβοριά. Το αποτέλεσμα επί σκηνής ήταν φτιαγμένο με αγάπη, αυτή ήταν η αφετηρία του, ακόμα και τις στιγμές που μιλούσε ωμά για τις αγκυλώσεις των Ελλήνων κι οι δημιουργοί της έκαναν ταυτόχρονα την κριτική και την αυτοκριτική τους.
Ο θίασος της παράστασης είναι από μόνος του ένας σοβαρός λόγος για να πας να δεις το «1821: Η Επιθεώρηση». Ηθοποιοί που φαίνονταν πραγματικά διψασμένοι για τη σκηνή και την επαφή τους με το επάγγελμά τους. «Ένα χρόνο έγκλειστος ο ηθοποιός, κουζίνα καναπέ, καναπέ κουζίνα, τα εκφραστικά μου μέσα, μπήκανε μέσα», είπε κάποια στιγμή ο Μιχάλης Οικονόμου κι όσο κι αν γέλασε το κοινό με τη φράση του, αυτή ήταν η πραγματικότητα που βίωναν οι ηθοποιοί εδώ κι έναν χρόνο. Ο διψασμένος αυτός θίασος για την αλληλεπίδραση με το κοινό και ο εξαιρετικά ταλαντούχος ταυτόχρονα, ένωσε το πάθος του για θέατρο με το δικό μας, που από την πλευρά του θεατή το είχαμε στερηθεί κι όλοι μαζί παρασυρθήκαμε.
Ο Γιάννης Κλίνης ήταν εξαιρετικός ως εθνική μας «Γιάννα» ενώ ο Γιάννης Νιάρρος αποδείκνυε το ταλέντο του σε κάθε νούμερο στο οποίο εμφανιζόταν στη σκηνή (αποκαλύφθηκε και το συγγραφικό του ταλέντο, αλλά και το μουσικό σε ορισμένα νούμερα). Ο Γιώργος Γάλλος, η Ελένη Κοκκίδου, ο Μιχάλης Οικονόμου (Το τραγούδι «Ένας ηθοποιός» μίλησε σίγουρα στις καρδιές των συναδέλφων), ο Νίκος Καραθάνος και ο Γιάννης Κουκουράκης ήταν εξαιρετικοί, όπως και ο Πάνος Παπαδόπουλος που κέρδισε τις εντυπώσεις ως Παπασπίνος στο «Ο Γεροδήμος πέθανε» (Φοίβου Δεληβοριά – Ελένης Κοκκίδου- Πάνου Παπαδόπουλου). Ο Ηλίας Μουλάς ως Jonathan Opoulos στο “No Greece At All” (Φοίβου Δεληβοριά – Ηλία Μουλά) ήταν απολαυστικός, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ως μάνα Τακούνα και η Βάσω Καβαλιεράτου ως Παρουσιάστρια στο «Όταν πήγα να πάρω μέρος στον Επαναστατικό Αγώνα» της Λένας Κιτσοπούλου ήταν εξίσου καλές, ενώ η Ιωάννα Πιατά συγκίνησε με τη φορτισμένη ερμηνεία της στην «Ακτή Μιαούλη» (Λένα Κιτσοπούλου).
Το σημείο στο οποίο τα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μας, ανήκει στα κείμενα του δικού μας Κώστα Μανιάτη. Το «Προσεχώς» ήταν η προσέγγιση της Ελληνικής Επανάστασης ως ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, του Γιώργου Λάνθιμου και του Χριστόφορου Παπακαλιάτη.
Ξεχωριστή αναφορά αξίζει η guest star της παράστασης Μίρκα Παπακωνσταντίνου, το μόνο μέλος του θιάσου που είχε λάβει μέρος στην ανανεωτική επιθεώρηση του Ελεύθερου Θεάτρου, που με τον «Μονόλογο της Εξαπατημένης», της Κέλλυς Παπαδοπούλου, μας «εξαπάτησε με τη βαθιά υποκριτική τέχνη της» κάνοντας το κοινό να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα και γέλια. Το «Τραγούδι της υποκρίτριας» που ακολούθησε μας έδωσε την ευκαιρία να ακούσουμε τη βαθιά, χαρακτηριστική φωνή της να τραγουδά ζωντανά.
Το σημείο στο οποίο τα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μας από τα γέλια, ανήκει στα κείμενα του δικού μας Κώστα Μανιάτη. Το «Προσεχώς» ήταν η προσέγγιση της Ελληνικής Επανάστασης ως ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, του Γιώργου Λάνθιμου και του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Οι αναφορές ήταν εμφανείς και όχι μόνο για το κινηματογραφόφιλο κοινό και ειδικά στο πρώτο μέρος, το μόνο που άκουγες από την πλατεία του θεάτρου ήταν ασταμάτητα γέλια. Κι αν αυτό δεν είναι ζητούμενο σε μία επιθεώρηση, τότε τι είναι;
Η σχέση της παράστασης με την ιστορία του νέου ελληνικού κράτους είναι βαθιά. Τα λόγια του Κολοκοτρώνη «Εμάς μη μας τηράτε πλέον, το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε (…) εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο που ημείς ελευθερώσαμε», ήταν αυτά που άνοιγαν την παράσταση κι έμεναν στο μυαλό ως το τέλος της, όπου οι Γιάννης Κλίνης, Ελένη Κοκκίδου και Γιώργος Γάλλος μας υπενθύμισαν το τέλος των ηρώων Λόρδου Βύρωνα, Μαντούς Μαυρογένους και Αθανάσιου Διάκου αντίστοιχα, καλώντας μας με την σπαραχτικά, ειλικρινή αγωνία τους να «ισάσουμε» επιτέλους αυτόν τον τόπο.
Τα «Νέα Άρματα» με μια συνοπτική διαδικασία μας παρουσίασαν όλα όσα πήγαν στραβά τα τελευταία 50 χρόνια, το «Τι θα πει Έλληνας» μας παρουσίασε όλες τις στρεβλώσεις στο κεφάλι μας για την εθνική μας ταυτότητα, το «Ο Γεροδήμος πέθανε» την εθνικοπατριωτική εκπαίδευση με την οποία εμποτιζόμαστε χωρίς να έχουμε καμία πραγματική σχέση με την ιστορία, το (αρκετά μεγάλο σε διάρκεια) «Όταν πήγα να πάρω μέρος στον επαναστατικό αγώνα» τον μονομερή τρόπο που βλέπουμε κάθε τι που συμβαίνει στην ιστορία, βάζοντας όλα τα ανίερα κάτω από το χαλί. Όλα αλήθεια, όλα σκέψεις μας, όλα διαχρονικά κι επίκαιρα ταυτόχρονα.
Οι αναμενόμενες για μία πρεμιέρα ατέλειες στον ρυθμό της παράστασης, τα λόγια που ξεχάστηκαν κάποιες στιγμές κι όλα όσα κάνουν μια πρώτη παράσταση πρώτη, είμαι βέβαιη ότι θα διορθωθούν άμεσα. Κι αν με ρωτάς τι έλειπε από αυτήν την παράσταση, τότε θα σου πω μόνο ένα διάλειμμα στην τρίωρη διάρκειά της. Στον πυρήνα της παράστασης όμως είναι, ως συνήθως ο λόγος, που προσωπικά με άγγιξε. Σύγχρονος και ιδιαίτερος σίγουρα δεν θα αρέσει σε όλους (σε όσους ξένισε η βωμολοχία του Γεώργιου Καραϊσκάκη, όπως έναν κύριο μπροστά μου στην έξοδο, έχω να συστήσω τα απομνημονεύματα του Καραϊσκάκη για να καταλάβουν την αυθεντικότητα του κειμένου) αλλά αυτό είναι πάντα το στοίχημα. Άλλοτε ιδιαιτέρως σοβαρός, φτάνοντας ως το κόκκαλο αιχμηρός κι άλλοτε απλά και κάφρικα αστείος, ο λόγος ήταν που κράτησε την ισορροπία ανάμεσα στο βαρύγδουπο και το διασκεδαστικό μέρος της παράστασης.
Τον δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε και η μουσική του Φοίβου Δεληβοριά που έδινε ρυθμό και φυσικά η στιχουργική του δεινότητα στα τραγούδια της παράστασης που γέμιζε με εικόνες το μυαλό σε κάθε στίχο. Ο ίδιος αφιέρωσε τη μουσική και τα τραγούδια του έργου στη μνήμη των Γιώργου Μουζάκη και Λουκιανού Κηλαηδόνη (συνθέτες συνώνυμοι της επιθεώρησης). Οι μουσικοί επί σκηνής ήταν οι Ανδρέας Γυφτάκης, Δημήτρης Κλώνης, Βασίλης Παναγιωτόπουλος και Σταμάτης Σταματάκης.
Αν περιμένεις να δεις μια επιθεώρηση με τον τρόπο που την είχες συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, με χοντροκομμένα σεξιστικά αστεία στο στιλ του Μάρκου Σεφερλή το μόνο βέβαιο είναι ότι θα απογοητευτείς. Ομοίως θα απογοητευτείς αν περιμένεις να δεις κάτι που να σου θυμίζει τις μετεπιθεωρήσεις του Λάκη Λαζόπουλου ή κάτι από Αρχαία Κωμωδία και Αριστοφάνη. Η παράσταση «1821: Η Επιθεώρηση» είναι μία σύγχρονη προσέγγιση στο είδος αυτό του μικτού θεάτρου, που περιλαμβάνει μουσική και πρόζα, με σύγχρονα κείμενα από τους Λένα Κιτσοπούλου, Γλυκερία Μπασδέκη, Κώστα Μανιάτη, Κώστα Κωστάκο, Κέλλυ Παπαδοπούλου και Φοίβο Δεληβοριά, με τη συμβολή και του θιάσου, τα οποία ασκούν κριτική κυρίως στην κοινωνική κι όχι τόσο στην πολιτική πραγματικότητα.
Πρόκειται για μία νέα αναγέννηση της επιθεώρησης που επιχειρείται, όπως συμβαίνει τακτικά στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Το αν θα τα καταφέρει τόσο καλά όσο έκανε το Ελεύθερο Θέατρο και η Ελεύθερη Σκηνή τη δεκαετία του 70’ (που σίγουρα ενέπνευσε τους δημιουργούς), αν το «στοίχημα» κερδηθεί τελικά, θα φανεί στο χειροκρότημα των επόμενων ημερών. Το βράδυ της Παρασκευής 4 Ιουνίου, πάντως, ήταν ηχηρό και κράτησε σχεδόν μέχρι την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Κι αυτό από μόνο του είναι μια πρώτη «επανάσταση».