6 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Από το ζευγάρι που έδωσε αμερικανικά πυρηνικά μυστικά στους Σοβιετικούς μέχρι τον Ιρλανδό βασιλιά που κάλεσε τους Άγγλους να καταλάβουν τη χώρα του, μόνο και μόνο για να μη χάσει τον θρόνο του.
Ας αφήσουμε στην άκρη τον Βρούτο και τον Εφιάλτη, ιστορίες που έχουμε διαβάσει και δει δεκάδες φορές, και ας περάσουμε στους υπόλοιπους. Σε αυτούς που η προδοσία τους ίσως να έχει περάσει κάτω απ’ τα ραντάρ μας -προδότες του πολέμου της αμερικανικής ανεξαρτησίας, του ιρλανδικού μεσαίωνα και του Ψυχρού Πολέμου.
Προδότες απ’ τους οποίους κάποιοι πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα και κάποιοι άλλοι τη γλίτωσαν, συνεχίζοντας κανονικά τις ζωές τους στις χώρες που ωφέλησαν με την μεταστροφή και την προδοσία τους. Ακολουθούν έξι διαβόητες τέτοιες περιπτώσεις.
Βίντκουν Κουίσλιγκ
Ο Βίντκουν Κουίσλιγκ, ο άνθρωπος που έκανε το όνομά του συνώνυμο με τον δοσιλογισμό στα χρόνια της Κατοχής, ήταν ένας Νορβηγός στρατιωτικός και πολιτικός που “πούλησε” τη χώρα του στους ναζί.
Αυτός ο βαθιά αντισημίτης ίδρυσε τη δική του εκδοχή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στη Νορβηγία πριν καν φτάσουν οι ναζί στη χώρα, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει και πολλά πράγματα. Το κόμμα του δεν αποδείχθηκε ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλές. Πιο συγκεκριμένα, το 1933 έλαβε μόλις το 2,2% των ψήφων, ενώ το 1936 έπεσε ακόμα πιο χαμηλά, λαμβάνοντας ποσοστό της τάξης του 1,8%.
Καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε καμία τύχη να δει ποτέ τον εαυτό του στο κοινοβούλιο, ο Κουίσλινγκ κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Γερμανία το 1939, ζήτησε ο ίδιος από τους ναζί να εισβάλουν στη χώρα του.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1940, η επιθυμία του θα πραγματοποιούνταν. Οι ναζί μπήκαν στη χώρα και ο Κουίσλινγκ δεν άρπαξε την ευκαιρία να ανακηρύξει τον εαυτό του επικεφαλής της νέας νορβηγικής κυβέρνησης. Ο λαός ξεσηκώθηκε, αλλά οι βόμβες που έπεσαν στο Όσλο δεν άφησαν κανένα περιθώριο αντίδρασης.
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, οι ναζί σχημάτισαν μια νέα κυβέρνηση και απένειμαν στον Κουίσλινγκ τον τίτλο του “Υπουργού Προέδρου”, χαρίζοντάς του μεγάλη δύναμη. Κάτω από το νέο καθεστώς, ο Κουίσλινγκ ξεκίνησε μια γκροτέσκα αντισημιτική σταυροφορία που έχει αφήσει βαθιά τα σημάδια της στη χώρα μέχρι και σήμερα. Απαγόρευσε αμέσως στους Εβραίους την είσοδο τους στη Νορβηγία, έβαλε μαζικά στη φυλακή τους Νορβηγούς Εβραίους και έστειλε πολλούς άνδρες και γυναίκες στο Άουσβιτς.
Το 1945, λίγο μετά τη λήξη του πολέμου, ο Κουίσλινγκ εκτελέστηκε για τα εγκλήματά του μετά από μια δίκη που ολοκληρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες.
Μιρ Τζαφάρ
Κατά τη διάρκεια της ασταμάτητης επέκτασης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον και οι τακτικές του “διαίρει και βασίλευε”, προκειμένου οι Βρετανοί να καταλάβουν τον έλεγχο μεγάλων περιοχών χρησιμοποιώντας μόνο λίγους άνδρες.
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, η ινδική υποήπειρος κατακλυζόταν από φραξιονισμό καθώς η κυρίαρχη αυτοκρατορία των Μουγκάλ είχε αρχίσει να παρακμάζει -και επομένως ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη σε αυτό το παιχνίδι των Βρετανών. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν οι δυνητικοί αποικιοκράτες ήταν να βρουν κάποιον χωρίς καμία απολύτως ακεραιότητα, χωρίς καμία συνείδηση και να τον εξαγοράσουν. Στην Ινδία, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Μιρ Τζαφάρ, ένας ψιλοαχώνευτος τύπος που ξεπούλησε την πατρίδα του, τη Βεγγάλη, για λίγη εξουσία.
Ο τότε κυβερνήτης της Βεγγάλης, Σιράτζ ουντ-Νταουλάχ, ήταν δικαίως αγχωμένος με την παρουσία της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών στην περιοχή και έτσι, στην προσπάθεια του να τους απομακρύνει από εκεί, θα έπρεπε να δώσει μία σκληρή μάχη εναντίον τους. Κανονικά, λοιπόν, ο Τζαφάρ θα έπρεπε να φέρει τα στρατεύματά του για να υποστηρίξει τον κυβερνήτη σε αυτήν την μάχη.
Ωστόσο, λίγο πριν συναντηθούν οι δύο στρατοί στο χωριό Πλάσσεϊ, ο Βρετανός αξιωματούχος, Ρόμπερτ Κλάιφ (ο “Κλάιφ της Ινδίας”) ήρθε σε συμφωνία με τον Τζαφάρ, έτσι ώστε ο δεύτερος να κρατήσει τους στρατιώτες του μακριά απ’ τη μάχη. Το έκανε και μάλιστα ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, επιτρέποντας έτσι στον Κλάιφ να νικήσει τον Σιράτζ. Ως ανταμοιβή για την προδοσία του, ο Τζαφάρ έγινε ο νέος κυβερνήτης της Βεγγάλης.
Σύντομα όμως θα έπεφτε σε δυσμένεια και θα απομακρυνόταν απ’ αυτήν τη θέση, καθώς οι νέοι κύριοι του δεν έμειναν κια πολύ ευχαριστημένοι από τις υπηρεσίες του.
Η μάχη του Πλάσσεϊ, που έλαβε χώρα το 1757,θεωρείται ευρέως ως η ημερομηνία έναρξης της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία, καθιστώντας έτσι την προδοσία του Τζαφάρ ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία της χώρας. Σύμφωνα με το India Today, ο Τζαφάρ παραμένει τόσο μισητός μέχρι και σήμερα, που ένας από τους σύγχρονους -και πολύ μακρινούς φυσικά- απογόνους του παραπονέθηκε ότι τον κοροϊδεύουν και τον παρενοχλούν εξαιτίας της “συγγένειάς” τους.
Το ζεύγος Ρόζενμπεργκ
Ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ ήταν βασικό μέλος ενός εξαιρετικά επιτυχημένου δικτύου κατασκοπείας κομμουνιστών στις Η.Π.Α. Μεταξύ άλλων, αυτή η ομάδα φέρεται να κατάφερε να διεισδύσει στο πρότζεκτ ”Manhattan” τη δεκαετία του 1940, μεταδίδοντας έτσι πληροφορίες που ίσως και να βοήθησαν τους Σοβιετικούς να αναπτύξουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα.
Τόσο ο Τζούλιους όσο και η σύζυγός του, Έθελ Ρόζενμπεργκ, θα πλήρωναν τελικά με τη ζωή τους για όλα αυτά, βρίσκοντας τον θάνατο πάνω στην ηλεκτρική καρέκλα.
Από νεαρή ηλικία, και οι δύο Ρόζενμπεργκ ήταν αφοσιωμένοι κομμουνιστές. Στη δίκη τους, υποστηρίχθηκε ότι ο Τζούλιους είχε ενδιαφερθεί για τον κομμουνισμό ήδη απ’ το κολέγιο, ενώ και η Έθελ είχε ενταχθεί στη Νεαρή Κομμουνιστική Ένωση από μικρή. Αν και τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν το 1995 δείχνουν ότι ο Τζούλιους ήταν αναμφισβήτητα ένοχος, είναι λιγότερο σαφές αν και η Έθελ ήταν πράγματι κατάσκοπος.
Μερικοί πιστεύουν ότι ο Ντέιβιντ Γκρίνγκλας και η σύζυγός του, Ρουθ, που επίσης συμμετείχαν στο δίκτυο κατασκοπίας, κατασκεύασαν μία σειρά από αποδεικτικά στοιχεία εναντίον της Έθελ ως μέρος μιας δικαστικής συμφωνίας που θα τους έριχνε στα μαλακά. Οι Γκρίνγκλας συνεργάστηκαν με τις αρχές και έτσι ξέφυγαν από την ηλεκτρική καρέκλα, σε αντίθεση με τους Ρόζενμπεργκ που κράτησαν το στόμα τους κλειστό μέχρι το τέλος.
Όσοι είχαν ταχθεί υπέρ της εκτέλεσης των Ρόζενμπεργκ θεώρησαν ότι η φύση των μυστικών που διέρρευσαν έκανε τα εγκλήματά τους ιδιαίτερα απεχθή. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, υποστήριξε ότι η ποινή ήταν δίκαιη, δηλώνοντας σχετικά: “Μπορώ μόνο να πω ότι, αυξάνοντας ασύγκριτα τις πιθανότητες για ατομικό πόλεμο, οι Ρόζενμπεργκ μπορεί να έχουν καταδικάσει σε θάνατο δεκάδες εκατομμύρια αθώους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο”.
Οι Πέντε του Κέμπριτζ
Οι “Cambridge Five” ήταν οι αντίστοιχοι “Ρόζενμπεργκ” για τη Βρετανία: ένα δίκτυο κατασκόπων που είχε στηθεί τη δεκαετία του ‘30 από μια ομάδα νέων ανδρών υψηλής μόρφωσης που αγαπούσαν τον κομμουνισμό και οι οποίοι κατέληξαν να εργάζονται για τη Σοβιετική Ένωση.
Οι Ντόναλντ Μακλίν, Γκάι Μπερτζές, Κιμ Φίλμπι, Άντονι Μπλαντ και ένας πέμπτος άνδρας που πιθανότατα ήταν ο Τζον Κέρνκρος, στρατολογήθηκαν όλοι από τους Σοβιετικούς όσο σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Στη συνέχεια, κάθε μέλος της ομάδας κατάφερε να γίνει κομμάτι του βρετανικού “κατεστημένου” με κάποιο τρόπο, πχ δουλεύοντας στο υπουργείο Εξωτερικών, στο MI5 ή στο MI6.
Ιδιαίτερα ο Μακλίν διαβίβασε πολύτιμα πυρηνικά μυστικά των ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ, με τους υπόλοιπους να παραδίδουν κι αυτοί εκατοντάδες απόρρητα έγγραφα. Η επιτυχία τους είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη δεδομένου ότι κάποια κλεμμένα αρχεία της KGB που δόθηκαν στους δυτικούς τη δεκαετία του 1990 περιγράφουν τόσο τον Μακλίν όσο και τον Μπερτζές ως φλύαρους και “μέθυσους”, που πολύ συχνά έφτασαν κοντά στο να αποκαλύψουν την πραγματική τους ιδιότητα.
Η αποκάλυψη ότι αυτοί οι πέντε ήταν τελικά κατάσκοποι ήταν τόσο ντροπιαστική για τη Βρετανία που παρόλο που οι δραστηριότητες του Μπερτζές και του Μακλίν αποκαλύφθηκαν το 1951, η υπόθεση έμεινε κρυφή για πολλά χρόνια. Τα αποχαρακτηρισμένα κυβερνητικά αρχεία αποκαλύπτουν ότι ανώτεροι αξιωματούχοι ανησυχούσαν ότι μπορεί να μην είχαν αρκετά στοιχεία για να τους ασκήσουν δίωξη και ότι οι αποκαλύψεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν σκάνδαλο στην Αμερική.
Τα μέλη της ομάδας δεν διώχθηκαν ποτέ, και οι Μακλίν, Μπερτζές και Φίλμπι διέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση, όπου και συνέχισαν τη ζωή τους ανενόχλητοι.
Ο Διαρμάιτ της Ιρλανδίας
Στα χρόνια του Μεσαίωνα, ο Διαρμάιτ Μακ Μαρκάντα, ήταν ένας από τους πολλούς βασιλιάδες που κυβέρνησαν κάποια απ’ τα μικρά και διάσπαρτα βασίλεια της Ιρλανδίας. Κληρονόμησε τον θρόνο του Λέινστερ σε μια ασταθή περίοδο της ιρλανδικής ιστορίας και γρήγορα μπλέχτηκε σε μια σειρά από θανάσιμες δολοπλοκίες εξουσίας.
Σύμφωνα με μεσαιωνικές πηγές, ο Διαρμάιτ ήταν διαβόητος για το γεγονός ότι σκότωσε ή/και τύφλωσε 17 Ιρλανδούς άρχοντες και για το ότι κάποτε απήγαγε μια ηγουμένη, σκοτώνοντας τουλάχιστον 140 ανθρώπους και καίγοντας στη συνέχεια το αβαείο της.
Ο Διαρμάιτ ήταν ένας από τους πολλούς βασιλιάδες που προσπάθησαν να ελέγξουν την πολυπόθητη πόλη του Δουβλίνου. Ωστόσο, το 1166, κατατροπώθηκε από τους εχθρούς του και αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή. Κατευθυνόμενος προς την Ακουιτανία για να μιλήσει στον βασιλιά της Αγγλίας, Ερρίκο Β’, κατάφερε να εμπλέξει αρκετούς Νορμανδούς άρχοντες στη διαμάχη του, προσκαλώντας τους ουσιαστικά να εισβάλουν στην Ιρλανδία.
Με τη βοήθεια του Ριχάρδου, κόμη του Πέμπροουκ, ο Διαρμάιτ ανέκτησε το Δουβλίνο, αν και δεν έζησε και πολύ για να το χαρεί. Λίγο καιρό μετά πέθανε. Εντούτοις, η προσωπική του φιλοδοξία θα είχε τεράστιες επιπτώσεις για την Ιρλανδία, καθώς θυσίασε την κυριαρχία των Ιρλανδών στον τόπο τους για τους επόμενους αιώνες. Ο Ερρίκος Β’ διακήρυξε την κυριαρχία του στην Ιρλανδία και οι Άγγλοι θα έπρεπε να περάσουν ολόκληροι αιώνες μέχρι να εκτοπιστούν από εκεί, έστω και εν μέρει.
ΜΠΕΝΕΝΤΙΚΤ ΑΡΝΟΛΝΤ
Δεν υπάρχει μαθητής στις ΗΠΑ που να μη γνωρίζει την ιστορία του Μπένεντικτ Άρνολντ -είναι κάτι σαν το αντίστοιχο του Εφιάλτη για εμάς. Πρόκειται, βλέπεις για τον άνθρωπο που πρόδωσε τους Αμερικανούς επαναστάτες στους Βρετανούς -ή τουλάχιστον προσπάθησε να το κάνει.
Προτού γίνει προδότης, ο Άρνολντ διακρίθηκε ως αξιωματικός κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης αλλά όταν ένιωσε ότι είχε προσπεραστεί από την ανώτατη διοίκηση, συμφώνησε να αλλάξει πλευρά και να πολεμήσει για τη Μεγάλη Βρετανία.
Προτού ακόμα “αλλαξοπιστήσει” εντελώς, ο Άρνολντ κλήθηκε στο δικαστήριο για μια σειρά από μικροκατηγορίες από τον πατριώτη Τζόζεφ Ριντ, μια δοκιμασία που επιδείνωσε τη σχέση του με τους επαναστάτες.
Η μισογύνικη εξήγηση της εποχής θέλει τη γυναίκα του Άρνολντ να τον επηρεάζει βαθιά στη μεταστροφή του. Βλέπεις, ήταν από οικογένεια που συμπαθούσε τους Βρετανούς και παρότι ο Άρνολντ ήταν πολύ αφοσιωμένος στον επαναστατικό σκοπό πριν τη γνωρίσει, λέγεται ότι άλλαξε στην πορεία εξαιτίας της. Άλλωστε, οι Βρετανοί του πρόσφεραν και πολλά χρήματα, τα οποία ο διαβόητος για τη φιλαργυρία του Άρνολντ, τα χρειαζόταν για να εξασφαλίσει την αριστοκράτισσα σύζυγό του.
Παρ’ όλα αυτά, το σχέδιο του Άρνολντ να παραδώσει το οχυρό στο Γουέστ Πόιντ απέτυχε παταγωδώς μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το δεξί του χέρι, ο Τζον Αντρέ, συνελήφθη έχοντας πάνω του χαρτιά που ενοχοποιούσαν τον Άρνολντ και έτσι ο δεύτερος αναγκάστηκε να το σκάσει. Υπηρέτησε το υπόλοιπο του πολέμου ως Βρετανός αξιωματικός, και μετά το τέλος του αποσύρθηκε στη Βρετανία όπου συνέχισε κανονικά τη ζωή του.
Πηγή: grunge.com