ΑΓΧΟΣ, ΠΟΝΟΣ, ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ: ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΑΝΟΙΧΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΤΩΝ ΚΤΗΝΙΑΤΡΩΝ
Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς ποιος θα φροντίσει τους γιατρούς που φροντίζουν τα κατοικίδιά μας; Ένα μεγάλο ρεπορτάζ του Magazine για την αθέατη πλευρά ενός τόσο σημαντικού μα και παρεξηγημένου επαγγέλματος υγείας, σε μια χώρα που είναι ακόμη ταμπού η αναζήτηση ψυχολογικής υποστήριξης.
«Πολλές φορές φτάνεις στο σημείο να πεις: θα τα παρατήσω, δεν αξίζει όλο αυτό που κάνω, είναι εξοντωτικό, αφήνω πίσω τα παιδιά μου, την οικογένειά μου, την ηρεμία μου. Νομίζω ότι όλοι οι κτηνίατροι κάνουν τέτοιες σκέψεις. Όμως επειδή είναι πολύ επιβραβευτικό τελικά αυτό το επάγγελμα, βλέποντας το καλό που μπορείς να κάνεις, μένεις και συνεχίζεις».
Η Μαρία Λινού εργάζεται ως κλινικός κτηνίατρος 28 χρόνια, ενώ από το 2019 είναι πρόεδρος της Ελληνικής Κτηνιατρικής Εταιρίας (ΕΚΕ). Αφενός η πολυετής επαγγελματική της εμπειρία, αφετέρου η επιτελική της θέση προσδίδουν ένα εύλογο ειδικό βάρος στα λόγια της, με σκοπό την ανάδειξη ενός ζητήματος που ειδικά στην Ελλάδα μόλις τα λίγα τελευταία χρόνια προσεγγίζεται συστηματικά από ειδικούς, παραμένοντας όμως ως επί το πλείστον άγνωστο για την πλειοψηφία του κόσμου, ακόμη και των φιλόζωων: Πρέπει επιτέλους να μιλήσουμε ανοιχτά για την ψυχική υγεία των κτηνιάτρων.
Είναι άλλωστε πολλές πια στο εξωτερικό οι μελέτες που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι κτηνίατροι είναι πιο επιρρεπείς στο ψυχικό στρες, τόσο σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, όσο και με άλλους επαγγελματίες υγείας, με το ίδιο το αντικείμενο αλλά και τις συνθήκες της εργασίας τους να αποτελούν κάποιους από τους βασικούς επιβαρυντικούς παράγοντες. Όπως λέει στο Magazine η κ.Λινού: «Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς ποιος θα φροντίσει εμάς που φροντίζουμε τα ζώα; Ανήκουμε κι εμείς στα επαγγέλματα υγείας που κουβαλάνε πολύ μεγάλο βάρος». Τόσο μεγάλο ώστε να είναι διαπιστωμένο ερευνητικά από το 2010 ότι είναι τρεις έως τέσσερις φορές περισσότερες οι πιθανότητες να οδηγηθούν οι κτηνίατροι στην αυτοκτονία συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ενώ μια πρόσφατη μελέτη της Αμερικανικής Κτηνιατρικής Ιατρικής Ένωσης κατέληξε στο ότι οι άνθρωποι που εργάζονται ως κτηνίατροι είναι πιο επιρρεπείς στην αυτοκτονία κατά 2.7 φορές σε σχέση με τους υπόλοιπους.
«Είναι προφανώς σοκαριστικό, αλλά ως πρόεδρος της ΕΚΕ μπορώ να σας πω ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε τέτοια περιστατικά. Ίσως να μπαίνουν στην εξίσωση κάποια καλά του τόπου μας, όπως είναι η στήριξη από την οικογένεια» λέει η κ. Λινού. Μαζί της συμφωνεί και η Έλλη Καλεμτζάκη, κτηνίατρος, Co-Chair WSAVA Professional Wellness Group και μέλος του ΔΣ της ΕΚΕ, που τονίζει ότι «ειδικά σε χώρες όπως οι ΗΠΑ ξεκινάει κανείς την καριέρα του με τεράστιο φοιτητικό χρέος, το εργασιακό περιβάλλον είναι πάρα πολύ ανταγωνιστικό και ενδεχομένως να μην υπάρχει η υποστήριξη που μπορεί να έχει κάποιος στην Ελλάδα από τους οικείους του, για παράδειγμα μέσα από την οικογένεια. Είναι πολύ δύσκολο να τα διαχειριστείς όλα αυτά μαζί. Στην Ελλάδα δεν γνωρίζω να έχουμε τέτοια φαινόμενα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει στρες. Αυτό που καταθέτουν οι Έλληνες κτηνίατροι είναι ότι αισθάνονται πολύ έντονο στρες». Εκτός όλων των άλλων και γιατί, όπως λέει στο Magazine, δεν είναι μόνο γιατροί αλλά πρέπει να είναι και επιχειρηματίες. «Είναι ένα βάρος μεγάλο και πολλές φορές δεν έχουν λάβει τα εφόδια. Όσοι σπουδάζουν στην Ελλάδα δε διδάσκονται μαθήματα σχετικά με την επιχειρηματικότητα. Όταν ξεκινήσουν μια δική τους επιχείρηση μαθαίνουν μέσα από τα λάθη που κάνουν».
Πολύ μεγάλος αριθμός συναδέλφων, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες στην Ελλάδα, βάζουν από την τσέπη τους χρήματα για να εκπαιδευτούν.
Κάποια από αυτά θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν υπήρχε καθοδήγηση για το στήσιμο της επιχείρησης, σύμφωνα με τον Στάθη Συμεωνίδη, που σχεδόν 25 χρόνια διατηρεί ιατρείο ζώων συντροφιάς στην Καβάλα, όντας και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην διοίκηση επιχειρήσεων. «Το business plan είναι μια άγνωστη έννοια στην ελληνική κτηνιατρική πραγματικότητα. Και σε σχέση με τους Αμερικανούς συναδέλφους με τα τραπεζικά χρέη, οι περισσότεροι Έλληνες κτηνίατροι, ξεκινούν με άτοκο (και αγύριστο) δάνειο από τη “Family Bank”, πράγμα που τους δημιουργεί την παραίσθηση ότι δεν πρέπει να κάνουν απόσβεση της επένδυσης, δεν πρέπει να υπολογίσουν τι θα χρεώνουν για τη δουλειά τους και εν γένει δεν καταλαβαίνουν ότι τα οικονομικά στοιχεία δίνουν την εικόνα της επιτυχίας ή της αποτυχίας ενός εγχειρήματος» λέει και επισημαίνει ότι ο κλάδος πάσχει και από εσωστρέφεια, αν και το επιστημονικό επίπεδο είναι πολύ καλό. «Είναι ένα από τα καλύτερα στην Ευρώπη. Το υποστηρίζω με ιδιαίτερη θέρμη αυτό. Πολύ μεγάλος αριθμός συναδέλφων, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες στην Ελλάδα, βάζουν από την τσέπη τους χρήματα για να εκπαιδευτούν, κάνουν δηλαδή το κάτι παραπάνω από μόνοι τους, πηγαίνοντας κυρίως στο εξωτερικό και ξοδεύοντας πολλές χιλιάδες ευρώ».
Όπως σε τόσους άλλους κλάδους, έτσι και στον κτηνιατρικό, τονίζει ότι έχουμε μια Ελλάδα δύο, αν όχι και τριών ταχυτήτων. «Στο κέντρο υπάρχουν όλα τα εργαλεία για να φτάσεις κάπου διαγνωστικά, στην επαρχία όμως όχι. Δυστυχώς λόγω και κακής νοοτροπίας, δεν υπάρχει παντού καλή συνεργασία ακόμη και μεταξύ των κτηνιάτρων, με αποτέλεσμα να κάνουν όλοι επενδύσεις για να έχουν πχ υπέρηχο, ακόμη κι αν δεν είναι το καλύτερο μηχάνημα. Ή να έχουν όλοι ένα μικρό εργαστήριο για βιοχημικές. Δηλαδή όλοι να έχουν απ’ όλα, χωρίς αυτό να χρειάζεται. Έτσι όμως το επάγγελμα δεν αναπτύσσεται. Υπάρχει κακή οργάνωση ξεκινώντας κυρίως από τον κτηνιατρικό σύλλογο που είναι υποτυπώδης. Ενώ σε θέματα που θα έπρεπε να έχουμε τον πρώτο λόγο, όπως είναι τα αδέσποτα, μας αντιμετωπίζουν σαν παρίες. Τελικά όμως οι μεγαλύτερες δυσκολίες είναι δυστυχώς αυτές που αντιμετωπίζουμε με τον κόσμο» λέει και φέρνει ως παράδειγμα όσα γράφτηκαν στα social media όταν πάρθηκε, «από συναδέλφους που μόνο τυχαίοι δεν είναι στο χώρο», η απόφαση της ευθανασίας της μικρής Χασίγια. «Ένας χαμός από κατάρες και απειλές. Κάτι δείχνει αυτό».
το 54,7% των κτηνιάτρων εργάζονται 41-60 ώρες ανά εβδομάδα
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε ο κ. Συμεωνίδης σε συνεργασία με την ΕΚΕ και το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος, το 54,7% των κτηνιάτρων εργάζονται 41-60 ώρες ανά εβδομάδα, ενώ το 11,4% ξεπερνά τις 60 ώρες. Προφανώς σε πολλές, αν όχι τις περισσότερες από αυτές τις ώρες, δεν έρχονται σε επαφή μόνο με τα ζώα αλλά και με τους κηδεμόνες τους. Εν προκειμένω οι ασθενείς δεν μπορούν να μιλήσουν, να περιγράψουν πού ακριβώς πονάνε. Όπως περίπου και τα μωρά δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τους παιδιάτρους.
«Οι πελάτες μας είναι τα ζώα. Καλούμαστε να φροντίσουμε, να θεραπεύσουμε, να γιατροπορέψουμε πλάσματα που δεν μπορούν να μιλήσουν και να πουν μόνα τους το πρόβλημα τους. Οπότε επί της ουσίας τα αντιμετωπίζουμε και τα διαχειριζόμαστε μέσω των κηδεμόνων τους» λέει η κ. Λινού στο Magazine. «Δε φτάνει δηλαδή ότι έχουμε τόσα διαφορετικά είδη ζώων που εξ ορισμού κάνουν πολύπλοκη τη δουλειά μας, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και τον κάθε κηδεμόνα που φέρνει το ζώο του. Δεν παίζει ρόλο μόνο η δυσκολία του κάθε περιστατικού αλλά και το ποιον έχεις απέναντι σου».
Μειδιώντας ο κ. Συμεωνίδης λέει ότι υπάρχουν «οι καλοί, οι κακοί και οι άσχημοι» κηδεμόνες. «Ακούμε πολύ συχνά το εξής: “Έψαξα στο google”. Η σχέση με το Google ξεχωρίζει τον καλό κηδεμόνα ζώου, τον μέσο και τον κακό – για να μην πω τίποτα χειρότερο. Ο καλός μπαίνει στο Google, ψάχνει και φιλτράρει. Έρχεται και σου λέει: “Γιατρέ, διάβασα αυτό για τον σκύλο μου, εσύ τι λες”; Αυτός στην πραγματικότητα θέλει να μάθει από σένα. Στην κτηνιατρική άλλωστε έχουμε τη διαφορική διάγνωση, δηλαδή καταστάσεις που μοιάζουν μεταξύ τους και τις ξεχωρίζουν λεπτομέρειες, δυο-τρία συμπτώματα. Συμπληρώνουμε λοιπόν το παζλ στον καλό κηδεμόνα που είναι συνεργάσιμος, κάτι που έχει μεγάλη σημασία ειδικά σε δύσκολα περιστατικά».
Γιατί τη θεραπεία τελικά δεν την κάνει ο κτηνίατρος. Την κάνει ο κηδεμόνας. «Ο κτηνίατρος βοηθάει. Γι’ αυτό μερικές φορές λέω ότι οι κτηνίατροι είναι και κάτι σαν σύμβουλοι υγείας. Δεν θα σε πάρουν από το χέρι για να κάνεις κάτι που δε θέλεις. Από εκεί και πέρα, ο μέτριος κηδεμόνας έχει κάνει την έρευνα του στο Google, έχει μπερδευτεί, έρχεται εδώ, δεν ρωτάει πολλά, περιμένει να δει τι θα του πούμε, μας ακούει και στο τέλος συμβιβάζεται. Κακός είναι αυτός που έχει μπει στο Google, δεν έχει φιλτράρει τίποτα, έχει μπει σε φόρουμ κλπ κι έρχεται εδώ προσπαθώντας να επιβάλλει διάγνωση. Του λες εσύ το σωστό, αυτός όμως εκεί, το βιολί του, επιμένει. Θεωρώ ότι εκεί θα έπρεπε να σταματάει κάθε συζήτηση. Δεν μπορεί ο κτηνίατρος να πείσει κάποιον ότι ο ήλιος δεν βγαίνει από τη Δύση. Δεν λέω ότι εγκαταλείπουμε. Προσπαθούμε όσο μπορούμε να εξηγήσουμε με επιστημονικά παραδείγματα την κατάσταση του ζώου».
ΦΩΝΕΣ, ΑΠΕΙΛΕΣ, ΘΥΜΟΣ
Οι φωνές, οι απειλές, το bullying, η διά ζώσης και online (μέσω κακών κριτικών -που αλλού;- στη Google) κακοποιητική συμπεριφορά εκ μέρους των κηδεμόνων, ανθρώπων δηλαδή που είναι, ή απλώς δηλώνουν, φιλόζωοι είναι ένας από τους πλέον επιβαρυντικούς παράγοντές, μία από τις βασικές αιτίες της ακόμη και αφόρητης ψυχολογικής πίεσης των κτηνιάτρων. Και, όπως λέει στο Magazine η κ. Καλεμτζάκη, είναι συχνό φαινόμενο. «Έχει να κάνει με την προσωπικότητα του κηδεμόνα αλλά και με του κτηνιάτρου, με το πόσο ευάλωτος είναι σαν προσωπικότητα. Αν φοβάται την αντιπαράθεση, θα βρεθεί πιο εύκολα σε μια τέτοια κατάσταση γιατί κατά κάποιο τρόπο το άλλο άτομο διαισθάνεται την ευαισθησία του και μπορεί να γίνει πιο επιθετικό». Έμφυλη διάσταση σε αυτή την τοξική συμπεριφορά η ίδια δεν εντοπίζει – όχι ακόμα τουλάχιστον. «Ίσα ίσα οι γυναίκες πολλές φορές είναι πιο ικανές να διαχειριστούν μια τέτοια συμπεριφορά και να καλμάρουν το θυμό ενός κηδεμόνα. Πάντως ο θυμός δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε θα οδηγηθεί σε ξέσπασμα. Άλλωστε σε κάποιες περιπτώσεις είναι φυσιολογικό συναίσθημα, ειδικά όταν κάποιος χάνει το κατοικίδιό του. Είναι ένα στάδιο του πένθους. Και σε εμάς τους ανθρώπους δεν μας συμβαίνει όταν πάθει κάτι ένας δικός μας άνθρωπος;»
«Οι άνθρωποι που έρχονται σε εμάς είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, με προβλήματα ή χωρίς, με σεβασμό ή όχι. Δηλαδή όλο αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τη φιλοζωία. Έχω πολλά περιστατικά θυμού κατά νου, άδικα, χωρίς αφορμή, την ώρα όμως του πόνου, της δυσκολίας, την ώρα που ανακοινώνουμε κακά νέα, την ώρα που ένα ζώο πεθαίνει, η οποιαδήποτε επίθεση προς το πρόσωπό μου έχω καταλάβει με τα χρόνια ότι δεν αφορά ακριβώς εμένα και πια σχεδόν δεν το θεωρώ κακοποιητική συμπεριφορά» λέει η κ. Λινού. «Νεότερη έλεγα ότι εγώ φταίω, ότι δεν τα κατάφερα, οπότε δικαίως επιτίθεται σε μένα ο κηδεμόνας. Όχι πια».
Ένας κτηνίατρος, σύμφωνα με την κ. Καλεμτζάκη, πρέπει να ξέρει εκ των προτέρων ότι θα έρθει συχνά αντιμέτωπος με θυμό που δεν θα πρέπει να τον πάρει προσωπικά, όσο δύσκολο κι αν είναι. «Ο πελάτης εκείνη την ώρα πονάει, νιώθει τύψεις, αισθάνεται την οδύνη της απώλειας και επειδή δε μπορεί να τη διαχειριστεί, ξεσπάει με θυμό. Όσο πιο έμπειρος και καλά εκπαιδευμένος είναι ένας κτηνίατρος, τόσο πιο ομαλά ξεπερνιέται μια τέτοια κατάσταση. Γενικά όμως είναι πολύ σημαντικό πρόβλημα η διαχείριση των πελατών, με ό,τι αυτό σημαίνει, από το πώς θα επικοινωνήσουν ικανοποιητικά με τους πελάτες, μέχρι το πώς θα διαχειριστούν ακόμη και τις παράλογες μερικές φορές προσδοκίες».
Δύο είναι μάλλον οι κυριότερες από αυτές: Αφενός ότι οι κτηνίατροι πρέπει να είναι διαθέσιμοι διαρκώς. «Ένα κτηνιατρείο συνήθως δουλεύει πρωί και απόγευμα. Αφήνουμε τα μεσημέρια για χειρουργεία ή για δουλειές που δεν χρειάζονται ανοιχτές πόρτες» λέει η κ. Λινού. Επί της ουσίας δηλαδή δουλεύουν όλη μέρα. «Μερικές φορές και όλη τη νύχτα. Σε γενικές γραμμές δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, δουλεύουμε τα Σαββατοκύριακα, δουλεύουμε και τις αργίες. Γιατί τότε συμβαίνουν τα απρόοπτα». Η κ. Καλεμτζάκη συμπληρώνει: «Είναι πάρα πολλές οι ώρες εργασίας. Και τα περισσότερα επείγοντα έρχονται την ώρα που ξεκινάς να πας στο σπίτι σου. Τι θα κάνεις, θα το αφήσεις; Πολλοί συνάδελφοι δεν ξέρουν τι θα πει Σαββατοκύριακο ή γιορτές. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί κάποιες κλινικές 24ωρης εξυπηρέτησης. Οι κτηνίατροι λοιπόν υποτίθεται ότι πρέπει να είναι διαθέσιμοι συνέχεια, να τους βρίσκει ο πελάτης ανά πάσα ώρα και στιγμή. Αν κλείσει ο κτηνίατρος το τηλέφωνό του, όπως κάθε επαγγελματίας έχει δικαίωμα να κάνει τις ώρες που δεν εργάζεται, ο πελάτης μπορεί να αισθανθεί ότι τον αφήνει ακάλυπτο, στο έλεος της μοίρας του».
Αφετέρου οι κτηνίατροι «πρέπει» διαρκώς να μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με χρεώσεις τόσο χαμηλές όσο θα ήθελαν οι πελάτες, αν όχι και εντελώς δωρεάν. Για την πρόεδρο της ΕΚΕ αυτό οφείλεται και στο ότι το κτηνιατρικό επάγγελμα στην Ελλάδα ακόμη δεν χαίρει ανάλογης εκτίμησης με άλλες χώρες, αν και ευτυχώς η κατάσταση βελτιώνεται. «Θυμάμαι όταν πέρασα στην κτηνιατρική, πίσω στις αρχές των 90s, φίλοι και γνωστοί μου έλεγαν: Δεν πειράζει, θα ξαναδώσεις. Καθώς τα χρόνια περνούν ευτυχώς αλλάζει λίγο αυτό. Ο κόσμος αρχίζει να καταλαβαίνει ότι είναι ένα επάγγελμα που έχει να κάνει με πολλά διαφορετικά είδη ζώων. Από τις σπουδές μας κάνουμε συγκριτική ανατομική για όλα τα ζώα, όχι μόνο κατοικίδια αλλά και παραγωγικά ζώα και εξωτικά και άγρια και άλογα και αγελάδες και όλα». Ίσως λοιπόν κάποια στιγμή να εκλείψει και αυτή η τόσο μεγάλη, σύμφωνα με την κ. Καλεμτζάκη, παρανόηση: «Ότι ο κτηνίατρος πρέπει να κάνει αυτή τη δουλειά γιατί αγαπάει τα ζώα και θα πρέπει να τα φροντίζει πάση θυσία ακόμη και χωρίς να αμείβεται, γιατί αν ζητάει αμοιβή είναι φιλοχρήματος. Δημιουργείται και ένα ενοχικό πλέγμα σε ορισμένους κτηνίατρους. Νομίζουν ότι δεν δικαιούνται να ζητήσουν αμοιβή. Ή την αμοιβή που αξίζουν». Όλα αυτά τονίζει ότι ξεκινούν από μια μερίδα φιλόζωων, κάτι που βρίσκει σύμφωνο και τον κ. Συμεωνίδη. «Πρέπει και οι ίδιοι να εκπαιδεύσουμε τον κόσμο. Να καταλάβουν ορισμένοι ότι πχ υπάρχουν χρόνια νοσήματα όπως η λεισμανίαση που χρειάζονται μακρά αγωγή και εξετάσεις. Ή να καταλάβουν αυτοί που είναι της ομοιοπαθητικής ότι αν θέλουν να δώσουν στο ζώο τους τα δικά τους σκευάσματα, είναι δικό τους πρόβλημα, όχι δικό μου. Δυστυχώς κάποιοι του φιλοζωικού κινήματος έχουν παγιώσει μια αντίληψη ότι οι κτηνίατροι τα κάνουν όλα για τα λεφτά. Συγνώμη αλλά ο κάθε άνθρωπος για ποιο λόγο δουλεύει; Δεν το κάνει για να βγάλει τα προς το ζην; Το ίδιο λοιπόν κάνω κι εγώ που όμως θα ξυπνήσω στη 1 τα ξημερώματα για να τρέξω εκεί που βρήκαν κάποιοι ένα αδέσποτο, οι οποίοι θα μου ζητήσουν να τους χρεώσω 5-10 ευρώ. Αν ένας κτηνίατρος το κάνει αυτό συνέχεια, πώς θα καταλάβουν οι πελάτες ότι πρέπει να σταματήσουν;»
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΜΕ Τ’ ΑΔΕΣΠΟΤΑ
Είναι αυτή η στρεβλή αντίληψη του κόσμου σε σχέση με τα αδέσποτα: Αν βρω ένα αδέσποτο γατάκι ή σκυλάκι στο δρόμο και αποφασίσω να το πάω στον κτηνίατρο, η καλοσύνη της πράξης μου εξαντλείται στην πόρτα του ιατρείου. Άπαξ και το παραλάβει ο κτηνίατρος είναι υποχρεωμένος να το χειρουργήσει, να το περιθάλψει, να το νοσηλεύσει ακόμη και χωρίς να αμειφθεί. Ακριβώς γιατί το ζώο δεν έχει «αφεντικό». «Όταν φτάνει ένα αδέσποτο στο κτηνιατρείο τα πράγματα είναι δύσκολα γιατί πρέπει να γίνει μια διαχείριση των προσδοκιών του πελάτη που μπορεί να νομίζει ότι θα έχει τα πάντα χωρίς να πληρώσει τίποτα. Πολλές φορές προκύπτει αντιπαράθεση. Το πρόβλημα είναι ότι για πολλούς η ζωή ενός ζώου αξίζει πολύ λιγότερο από τη ζωή ενός ανθρώπου άρα και η αμοιβή ενός κτηνιάτρου θα πρέπει να είναι αντίστοιχα χαμηλότερη» λέει η κ. Καλεμτζάκη. Υπάρχουν φυσικά και ορισμένες ακραίες περιπτώσεις «φιλόζωων». «Είναι περισσότερο συλλέκτες ζώων που ενώ παίρνουν ζώα υποτίθεται για να τα φροντίσουν, δεν μπορούν να φροντίσουν ούτε καν τον εαυτό τους και καταλήγουν να είναι κακοποιητικοί προς τα ζώα. Πώς να δώσεις βάση σε ένα τέτοιο άνθρωπο αν σε κατηγορήσει;» λέει η κ. Λινού.
Ένα καυτό, όπως τονίζουν οι κτηνίατροι, ζήτημα που έχει προκύψει από μια μερίδα φιλόζωων είναι και αυτό της ευθανασίας. «Μα δεν ντρέπεστε να χρησιμοποιείτε αυτή τη λέξη; Ακούς εκεί ευθανασία!» λέει χαριτολογώντας ο κ. Συμεωνίδης. «Προσωπικά έχω ζήσει μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία. Είδα τον πατέρα μου να πεθαίνει από καρκίνο. Είδα έναν άνθρωπο να γίνεται κάτι άλλο από αυτό που ήταν. Τότε ένιωσα περισσότερο από ποτέ ότι αυτό που κάνουμε όταν επιλέγουμε την ευθανασία είναι πράξη αγάπης. Οι περισσότεροι άνθρωποι βάζουν στο μυαλό τους ότι δολοφονούν ένα ζώο όταν του κάνουν ευθανασία. “Δηλαδή είστε θεοί;” φωνάζουν κάποιοι φιλόζωοι όταν ξεκινάει μια συζήτηση περί ευθανασίας. Όχι, δεν είμαστε θεοί. Αλλά βλέπουμε ένα ζώο που η αρρώστια του έχει καταστρέψει τη ζωή, ένα ζώο που υποφέρει, που πονάει και δεν μπορείς πια να το βοηθήσεις γιατί έχεις εξαντλήσει τους συνδυασμούς φαρμάκων. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν ότι ένα ζώο βασανίζεται έτσι. Λένε: άσ’ το να πεθάνει μόνο του, δεν πειράζει, τα νεφρά του δεν δουλεύουν αλλά δεν πονάει. Και λες: τι δεν πονάει κυρία μου; Το ζωντανό βρίσκεται σε μια σχεδόν κωματώδη κατάσταση ηλεκτρολυτικών διαταραχών. Επειδή δεν το ακούς να βογκάει σημαίνει ότι δεν πονάει; Αν ψάξετε τη βιβλιογραφία ως προς τον τρόπο εκδήλωσης του πόνου από τις γάτες, θα μείνετε άναυδος. Είναι τόσο στωικά ζώα που ο πόνος τους μπορεί να εκδηλωθεί απλώς με το να κάθονται πολύ ήσυχα ή να γλείφονται στο σημείο που πονάνε. Δυστυχώς η Ελλάδα δεν είναι ακόμη έτοιμη να ανοίξει τη συζήτηση για την ευθανασία. Γιατί είμαστε ακόμη μια χώρα που δεν αντέχει τη λέξη καρκίνος. Αυτή την ωριμότητα έχει η ελληνική κοινωνία. Ακόμη υπάρχουν πολλοί που δεν καταλαβαίνουν ότι για ένα ζώο που βρίσκεται στο τελικό στάδιο κάποιου νοσήματος, είναι ανακούφιση να το βοηθήσεις να περάσει στην άλλη όχθη».
Επειδή δεν το ακούς να βογκάει σημαίνει ότι δεν πονάει; Αν ψάξετε τη βιβλιογραφία ως προς τον τρόπο εκδήλωσης του πόνου από τις γάτες, θα μείνετε άναυδος. Είναι τόσο στωικά ζώα που ο πόνος τους μπορεί να εκδηλωθεί απλώς με το να κάθονται πολύ ήσυχα ή να γλείφονται στο σημείο που πονάνε.
Την πρώτη φορά που ως κηδεμόνας αναγκάζεσαι να «κοιμήσεις» ένα κατοικίδιό σου, ο πόνος είναι αφόρητος, πρωτοφανής, όμοιό του δεν έχεις ξαναζήσει. Τη δεύτερη παραμένει αφόρητος, σου είναι όμως γνώριμος και γι’ αυτό λίγο πιο διαχειρίσιμος. Την τρίτη, ακόμη κι αν πρόκειται για ένα κατοικίδιο με το οποίο έχεις συμβιώσει 15 ολόκληρα χρόνια, διατηρείς ακόμη περισσότερο την ψυχραιμία σου. Υποθέτω ότι το μοτίβο συνεχίζεται κάπως έτσι. Αργά ή γρήγορα θα το διαπιστώσω. Αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί να πάω άλλο ένα κατοικίδιό μου στην κτηνίατρό του, εκείνη να μου δώσει το χρόνο που χρειάζομαι για να το αποχαιρετήσω, μετά να ξαπλώσω το κεφάλι μου δίπλα στο δικό του, να το κοιτάξω στα μάτια, να του μιλήσω, να το χαϊδέψω και να σταματήσω μόνο αφού θα έχει αδειάσει μέσα του η οριστική σύριγγα, αφού θα έχει πεθάνει, οπότε και θα το στείλω για αποτέφρωση και τελικά θα επιστρέψω θλιμμένος στο σπίτι μου για να συνεχίσω τη ζωή μου.
«Σε ό,τι αφορά τον πόνο, ο κάθε κτηνίατρος έχει τις δικές του αντοχές» λέει στο Magazine ο κ. Συμεωνίδης. «Όπως και ο κάθε κηδεμόνας. Συνήθως μετά από μια απώλεια λένε ότι δεν θα το ξανακάνουν ποτέ. Σε αυτούς λέω πάντα το εξής: Να ξέρεις ότι ένα ζώο είναι δρομολογημένο να ξανάρθει στην πορεία σου. Και πάντα επιβεβαιώνομαι. Προσωπικά θα σας πω ότι δεν συνηθίζεται εύκολα αυτή η ιστορία. Δεν κοιμίζεις απλά ένα ζώο. Έχεις και έναν άνθρωπο απέναντί σου ο οποίος έζησε χρόνια με αυτό το ζώο, είναι μέλος της οικογένειάς του». Ακριβώς λοιπόν επειδή είναι πολύ μεγάλη ευθύνη το πώς και το γιατί θα συμβουλεύσεις ένα κηδεμόνα ώστε να ανακουφίσει το ζώο του αποχαιρετώντας το για πάντα, υπάρχουν παγκοσμίως κάποιες συγκεκριμένες κατευθυντήριες οδηγίες που μπορούν να ακολουθήσουν οι κτηνίατροι. Μετά, βέβαια, μπαίνει στην εξίσωση και ο ανθρώπινος παράγοντας, όπως επισημαίνει η κ. Λινού, δηλαδή «για να βοηθήσεις ένα ζώο που βασανίζεται, μερικές φορές χρειάζεται να είμαστε σκληροί και να το “επιβάλλουμε” στους κηδεμόνες. Σε κάθε περίπτωση είναι δύσκολη στιγμή για εμάς. Προσωπικά έχω ένα μεγάλο άλμπουμ με ζώα που κάποτε φρόντισα και δεν υπάρχουν πια. Είναι πολύ συγκινητικό. Όλα αυτά τα χρόνια δεν μπορώ να το συνηθίσω, κι αν έχω κάνει δηλαδή ευθανασίες. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βελτιώνω τις συνθήκες και για το ζώο και για τους ανθρώπους. Να φεύγει το ζώο μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο φροντίδα. Αλλά το βάρος παραμένει και συσσωρεύεται με τα χρόνια. Δεν συνηθίζεται. Όπως δεν συνηθίζεται το αίμα ή η βρομιά. Γιατί ωραία τα γατάκια και τα σκυλάκια αλλά εμείς αντιμετωπίζουμε πόνο, βρομιά, αίμα, ατυχήματα, δύσκολες συνθήκες. Οι κτηνίατροι δηλαδή δεν κάνουμε μόνο ενέσεις και εμβόλια. Λερώνουμε πολύ τα χέρια μας και την ψυχή μας».
Γι’ αυτό ακριβώς διοργανώθηκαν από την ΕΚΕ σε συνεργασία με την MSD Animal Health πρόσφατα μία ημερίδα για την ψυχική ευημερία των κτηνιάτρων με θέμα: «Τα νέα δεν είναι καλά: πώς το χειριζόμαστε» αλλά και ένα webinar με θέμα «Τεχνικές Αυτοφροντίδας», ενώ πλέον λειτουργεί η 24ωρη γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης VetHelpLine της MSD μέσω της οποίας ψυχολόγοι μπορούν να παράσχουν δωρεάν βοήθεια στους κτηνίατρους που θα τη ζητήσουν ανώνυμα. «Ακριβώς επειδή τα τελευταία χρόνια έχουμε μπει στη διαδικασία της βοήθειας για να στηριχτούμε και μέσω ψυχολόγων, δεν φτάνω στο αμήν» λέει η κ. Λινού. «Δηλαδή εντάξει, σκέφτομαι κι εγώ, όπως όλοι όσοι δουλεύουν πολλές ώρες, ότι πρέπει να βρω περισσότερο χρόνο για μένα, να αλλάξω τη ζωή μου κλπ. Αλλά δεν λυγίζω όπως όταν ήμουν νεαρή κτηνίατρος. Αυτή είναι η δουλειά που θέλω να κάνω και πρέπει κάπως να βρω τη δύναμη. Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι πια μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε τέτοια βοήθεια. Δεν είναι αυτονόητο. Ούτε αποδεκτό από όλους τους κτηνιάτρους. Γιατί στη χώρα μας είναι ταμπού να ζητήσεις βοήθεια».
Ακόμη κι αν ξέρεις ότι αυτός είναι ο τρόπος πρωτίστως για να νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου και μετά για να γίνεις καλύτερος σε αυτό που έχεις επιλέξει να κάνεις. «Η δουλειά μας έχει πολύ μεγάλη ένταση, πολύ μεγάλες ευθύνες» τονίζει ο κ. Συμεωνίδης. «Για καλή μας τύχη η MSD χρηματοδοτεί αυτή τη γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης. Οι Αμερικανοί κτηνίατροι, ξέρετε, δείχνουν το δρόμο. Ακριβώς γιατί εκεί έχουν πολύ υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών. Εδώ υπάρχει ακόμη το ταμπού, του τύπου σιγά μην πάω σε ψυχολόγο, δεν πειράζει, θα γίνω καλά από μόνος μου. Με αποτέλεσμα να υπάρχουν συνάδελφοι με προβλήματα που δεν μπορούν να εκτονώσουν γιατί δεν απευθύνονται σε ειδικούς.
Στη δουλειά μας είναι σύνηθες φαινόμενο το μετατραυματικό στρες.
Ναι, είναι μια διέξοδος να κλείσεις το τηλέφωνο μετά το τέλος του ιατρείου. Αλλά δεν αρκεί πάντα». Επισημαίνει και αυτός ότι δεν ανήκει στο πολύ μακρινό παρελθόν η εποχή που οι κτηνίατροι δεν λογίζονταν ακριβώς σαν γιατροί. «Για μια μερίδα του κόσμου υπάρχει ακόμη αυτή η προκατάληψη. Όσο περνάει ο καιρός όμως και υπάρχουν ολοένα και περισσότεροι που θέλουν να γίνουν κτηνίατροι, δηλαδή δεν πάνε στις πανελλήνιες και βάζουν ιατρική, οδοντιατρική, φαρμακευτική και λένε άντε βάλε και την κτηνιατρική αν δεν περάσω αλλού. Ευτυχώς όμως βελτιώνεται η κατάσταση. Απλά, όπως όλα στην Ελλάδα, βελτιώνεται πολύ αργά».