ΑΛΕΝ ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ, ΤΟ ΜΑΣΤΟΥΡΩΜΕΝΟ “ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ” ΤΩΝ ΜΠΙΤΝΙΚ
Τζακ Κέρουακ, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γουίλιαμ Μπάροουζ, η “αγία τριάδα” της beat generation. Οι μπίτνικ, οι επιρροές, η “χαμένη γενιά”, η περιπλάνηση, η τζαζ, τα ναρκωτικά, το σεξ, οι χίπις, η εκφραστική προσέγγιση, το έργο. 96 χρόνια μετά τη γέννηση του Γκίνσμπεργκ (3/6/1926).
Αν ο Αρθούρος Ρεμπό υπήρξε εκείνος που απελευθέρωσε την ποίηση από το κείμενο και τη γραφή, ξαναδίνοντας μια μαγική ιδέα της ζωής μέσα από την “περιπλάνηση” του “καταραμένου” ταξιδιώτη, όπου η αναζήτηση δημιούργησε περισσότερο μια ηθική παρά μια αισθητική, τότε ο Άλεν Γκίνσμπεργκ ήταν εκείνος που επανέφερε την ποίηση στις ρίζες της, στη δράση, την αμεσότητα και την “παράσταση”, δίνοντας σάρκα και οστά στους στίχους μέσα από τις δημόσιες απαγγελίες. Ο πρώτος επινόησε ένα καινούργιο σύστημα αξιών, βασισμένο στην ανατροπή, την μποέμικη ζωή και τον “παλιανθρωπισμό”, ο δεύτερος επέλεξε να γίνει “μάντης” και οραματιστής, διευρύνοντας με κάθε μέσο το πεδίο της συνείδησης, της αντίληψης και των αισθήσεων.
Ο Γκίνσμπεργκ αποτέλεσε τον ένα από τους τρεις πόλους του βασικού, τριαδικού πυρήνα της beat generation, ενός ξεχωριστού λογοτεχνικού, πολιτιστικού και κοινωνικού φαινομένου, που γεννήθηκε στη δεκαετία του ’50 στις Ηνωμένες Πολιτείες και θέλησε να κάνει πράξη τα όνειρα του Ρεμπό και του Γουίτμαν: “παρατήστε τα όλα, πάρτε τους δρόμους”. Με αφορμή τη συμπλήρωση 96 χρόνων από τη γέννησή του (3/6/1926), το Magazine αφιερώνει σήμερα μερικές γραμμές και σκέψεις στους “άσεμνους” μπίτνικ, εκείνη την παρέα που αποφάσισε “να ζήσει από μέρα σε μέρα, χωρίς να νοιάζεται για το αύριο”.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΜΠΙΤΝΙΚ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’40
Εμφανίστηκαν στη μεταπολεμική Αμερική, μια μικρή ομάδα νέων που επιθυμούσαν να εκφραστούν μέσω μιας νέας, ζωντανής γλώσσας και που η σχέση τους με τις κυρίαρχες αξίες της εποχής ήταν κάτι περισσότερο από προβληματική. Οι επιρροές τους έρχονταν κατευθείαν από τη λεγόμενη “lost generation” – που την εκπροσωπούσαν οι μεγαλύτεροί τους, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Τόμας Γουλφ και Τόμας Έλιοτ – αλλά και από τους ποιητές Ρεμπό, Γουίτμαν και Μπλέικ. Οι νέοι αυτοί, απαισιόδοξοι, ανήσυχοι, αρνητές και αντισυμβατικοί, δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στον αμερικανικό τρόπο ζωής.
Αντίθετα, ανακάλυψαν ότι είχαν τις ίδιες ευαισθησίες και προτιμήσεις και τους διακατείχε το ίδιο επαναστατικό συναίσθημα. Ένας από αυτούς, ο Τζακ Κέρουακ, όταν θέλησε να περιγράψει το 1948 τον κοινωνικό και καλλιτεχνικό του περίγυρο στον συγγραφέα Τζον Κλέλον Χολμς, χρησιμοποίησε τη λέξη “beat”, που τελικά χαρακτήρισε ολόκληρη εκείνη τη γενιά. Όπως γράψαμε και πιο πάνω, επρόκειτο για ένα “φαινόμενο”, που όμως σίγουρα δεν μπορούσε να ονομαστεί είτε ομάδα, είτε σχολή, είτε κίνημα, όροι που χρησιμοποιούνταν συνήθως για να περιγράψουν καλλιτεχνικά – κυρίως ευρωπαϊκά – ρεύματα.
ΤΟ BEAT ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Οι μπίτνικ ήταν περισσότερο μια κοινότητα, που την ένωναν δεσμοί φιλίας, αγάπης και επιθυμίας, όμως τα χαρακτηριστικά της ήταν ταυτόχρονα και προφανή και διφορούμενα, ακριβώς όπως και ο ορισμός του beat, που δεν μπορούσε να εξηγηθεί με έναν μόνο τρόπο. Η λέξη αυτή αντιστοιχούσε σε τρεις ερμηνευτικές κατευθύνσεις, που συγχρόνως αντικρούονταν αλλά και αλληλοσυμπληρώνονταν. Η πρώτη, χωρίς αμφιβολία η σημαντικότερη, αλλά και η πιο άμεσα ενδεικτική, αφορούσε μια συμπεριφορά: τον δρόμο, το ταξίδι, την περιπλάνηση. Οι μπίτνικ έκλεβαν αυτοκίνητα, έπιναν αλκοόλ, κάπνιζαν μαριχουάνα, έριχναν λοξές ματιές στα κορίτσια, “στριμώχνονταν”, αλλά τελικά την έβγαζαν καθαρή.
Το σημαντικό σε αυτή τη “διαδρομή”, ήταν να αποφύγουν τους αστούς και να περάσουν στο στρατόπεδο των απορριφθέντων, εκεί που τους “περίμεναν” οι Ινδιάνοι, οι Μαύροι, οι αξύριστοι αλήτες. Οι μπίτνικ ήταν έτοιμοι να σαμποτάρουν το φτιασιδωμένο “american dream” της εποχής του Αϊζενχάουερ, όπου οι πολίτες φρόντιζαν το αυτοκίνητό τους, άκουγαν το κήρυγμα του εφημέριου, ζούσαν μέσα στις συμβάσεις. Η αναζήτηση των “λαθρεπιβατών” του beat, είχε στόχο τη μύηση με όλους τους τρόπους, ακόμα και τους πιο επικίνδυνους, τους λιγότερο “θρησκευτικούς”, στην κατάσταση της μακαριότητας.
ΤΟ BEAT ΚΑΙ ΟΙ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΤΗΣ ΤΖΑΖ
Σε αυτό το δρόμο, συνάντησαν τον βουδισμό, τον ινδουισμό και το ζεν, κυρίως με την άφιξη στις ΗΠΑ του δάσκαλου Νταϊσέτσου Τεϊτάρο Σουζούκι το 1958, αλλά και γενικότερα τις ανατολίτικες παραδόσεις, που ερμηνεύτηκαν με μια καινούργια ματιά και εξιδανικεύτηκαν, οδηγώντας σε έναν μεταφυσικό, ονειρικό “οριενταλισμό”. Η δεύτερη κατεύθυνση, εξίσου σημαντική, ήταν η μουσική. Εδώ το beat (ρυθμός, μέτρο) είχε να κάνει με την ιδιαιτερότητα της τζαζ, αλλά και το σουίνγκ, το μπλουζ, το μπι-μποπ και αργότερα με την free jazz.
Αυτή η τελευταία, δεν είχε σχέση με άλλα κινήματα ή τεχνοτροπίες της τζαζ, αλλά επρόκειτο για μια “δύναμη” που φιλοδοξούσε να την απεγκλωβίσει οριστικά από το φορμαλιστικό και επιτηδευμένο περίβλημα στο οποίο κινδύνευε να παγιδευτεί και να την παραδώσει – μέσω του αυτοσχεδιασμού – ελεύθερη εκεί που ανήκε, δηλαδή στο ρίσκο, τον κίνδυνο, τη χαρά, την έκρηξη, τον θόρυβο και το πάθος. Αυτοί οι ζωντανοί όσο και ζωτικοί παλμοί της free jazz, είχαν άμεση σχέση με την έννοια της ελευθερίας που αποζητούσαν οι μπίτνικ: “free poetry”, “free life”, ελεύθερη ποίηση και ζωή που παρέπεμπαν στην αναζήτηση ενός μουσικού τρόπου ύπαρξης στη γλώσσα και στον κόσμο.
ΤΟ BEAT ΚΑΙ Η “ΧΑΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ”
Τέλος, η τρίτη κατεύθυνση ήταν και η πιο αρνητική. Έδειχνε την ήττα, την αποτυχία, το συναίσθημα εκείνου που είχε πληγωθεί από την εποχή και την Ιστορία, κάτι που υποδήλωνε και τη συνέχεια από την “lost generation”: “You have me beat”, “με έχεις νικήσει”, “παραδίνομαι”. Ας επιστρέψουμε όμως στο φαινόμενο του beat. Αρχικά, οι μπίτνικ ήταν κάποιοι νέοι άνθρωποι που δέχονταν την ίδια κοινωνική, ηθική και πολιτική πίεση. Γύρω τους κυριαρχούσαν οι εντάσεις του Ψυχρού Πολέμου και από το 1950, η παράνοια του Μακαρθισμού. Όπως ήδη γράψαμε, ο πυρήνας ήταν τριαδικός: ο Κέρουακ, ο Γκίνσμπεργκ και ο Μπάροουζ.
Ο Τζακ Κέρουακ (1922-1969), παιδί γαλλόφωνων μεταναστών από τον Καναδά, υπήρξε ο “ήρωας”, εκείνος που το 1948 επινόησε τον όρο “beat generation” και έγραψε τη “Βίβλο” του κινήματος, το “On the road” (“Στο δρόμο”), που εκδόθηκε το 1957, αλλάζοντας για πάντα τη σημασία της λέξης “δρόμος”. Η beat αντικουλτούρα επανέφερε τον αμερικάνικο μύθο του αιώνιου ταξιδιώτη, του περιπλανώμενου, του μέτοικου και τελικά του κατακτητή, μέσα από μια αφήγηση υπερβατικής εσωτερικής αναζήτησης, που κατευθυνόταν προς το απόλυτο του άγνωστου και της ελευθερίας.
Ο ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ ΚΑΙ ΤΟ “ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ”
“Ήξερα ότι σε κάποιο σημείο του δρόμου υπήρχαν κορίτσια, οράματα, τα πάντα. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, κάποιος θα μου πρόσφερε ένα σπάνιο μαργαριτάρι”. Ο Κέρουακ αφού πρώτα αλώνισε όλες τις θάλασσες, έσυρε τη ζωή και την ψυχή του στα καταγώγια από το Σαν Φρανσίσκο μέχρι τη Ρώμη. Λίγο μετά το εμπορικό ναυτικό, αφού επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, γνώρισε στην περιοχή του Πανεπιστημίου Κολούμπια, τον Γκίνσμπεργκ και τον Μπάροουζ, όμως το καθοριστικό γεγονός για τα όσα θα ακολουθούσαν, ήταν η συνάντησή του με τον συγγραφέα Νιλ Κάσαντι, που αργότερα, με το όνομα Ντιν Μοριάρτι, θα γινόταν ο κεντρικός ήρωας του “On the road”.
Η “διαδρομή” του Κέρουακ στο βιβλίο – μετά το πρώτο μέρος, όπου περιγράφει το ταξίδι του το 1947 για να συναντήσει τον Κάσαντι στο Ντένβερ – ήταν η ίδια του η δυσκολία να ολοκληρώσει το “road book”: αποτυχημένα σχέδια, λάθος εκκινήσεις, μυθοπλαστικές παρεκκλίσεις. Το πρώτο ερώτημα ήταν με ποια γλώσσα να “αποκαταστήσει” την πραγματικότητα και το δεύτερο, πώς να χειριστεί την αφήγηση, αλλοιώνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο, ένα ακατέργαστο υλικό. Ο “ουράνιος αλήτης” (όπως τον χαρακτήριζε ο Γκίνσμπεργκ) θέλησε να μεταφέρει τη ζωή σε κείμενο, σε φράσεις που δε θα ήταν μόνο φράσεις, σε λέξεις που θα ήταν και πράξεις.
Τρία χρόνια εμπειριών, δοκιμών, λιποταξίας και επινοήσεων, κατέληξαν σε τρεις εβδομάδες σχιζοφρενικής συγγραφής τον Απρίλιο του 1951, σε ένα ενιαίο – συρραμμένο – κύλινδρο χαρτιού, έτσι ώστε να μη χαθεί σε καμία στιγμή ο ξέφρενος αυτοσχεδιαστικός ρυθμός στη γραφομηχανή, έναν ρυθμό που ο Κέρουακ ονόμασε “αυθόρμητη πρόζα”, θυμίζοντας τον προφήτη του αυτοσχεδιασμού, Τσαρλς Μίνγκους, έναν πραγματικό κυρίαρχο του παιχνιδιού, που άναψε φωτιές περνώντας από όλες τις αντιφάσεις της τζαζ, επαναπροσδιορίζοντας το περίγραμμά της και ανοίγοντας καινούργιους δρόμους, τους οποίους σύντομα ακολούθησαν και άλλοι, ακριβώς δηλαδή ό,τι πέτυχε και το “On the road”, όταν εκδόθηκε το 1957.
Το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχία, αποθεώθηκε, επηρέασε, προκάλεσε εκρήξεις που το ωστικό τους κύμα έφτασε μέχρι την Ευρώπη κι ακόμη πιο πέρα, σε κάθε πανεπιστημιούπολη, σε κάθε μέρος που λατρεύτηκαν το αλκοόλ, το σεξ, τα ναρκωτικά. Ο Κέρουακ έθεσε μια εμπειρία ζωής στην υπηρεσία της λογοτεχνίας, παθιάστηκε με τη μυθιστορηματική περιπέτεια και τελικά ανακάλυψε αυτό που αποζητούσε: έναν πεζό λόγο, όσο πιο “πεζό” γινόταν, για να απογυμνώσει την πραγματικότητα. Όλα αυτά, τα “έκλεισε” σε μια και μόνο φράση: “Δεν μπορώ να θεωρήσω ελεύθερο έναν άνθρωπο που δεν έχει την επιθυμία να διαρρήξει μέσα του τα δεσμά της γλώσσας”.
Ο ΑΛΕΝ ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ ΚΑΙ ΤΟ “ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ”
Ο άγγελος-επαναστάτης, ο ωραίος “άγριος”, δίχως στέγη, νόμο και πίστη, αναζήτησε τον τόπο και τον τρόπο, έκλεισε μέσα σε ένα βιβλίο την τάση της άτακτης φυγής και έφυγε ο ίδιος μόλις στα 47 του χρόνια, από εσωτερική αιμορραγία εξαιτίας της μακροχρόνιας κατάχρησης αλκοόλ. Πιο ανατρεπτικός και από τον Τζακ Κέρουακ, παρουσιάστηκε ο έτερος της τριάδας, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ (1926-1997), παιδί μιας Ρωσίδας μετανάστριας, της Ναόμι Λεβί (για την οποία έγραψε το μεγάλο ποίημά του, “Κάντις”) και ενός δάσκαλου και ποιητή, του Λιούις Γκίνσμπεργκ.
Ο Γκίνσμπεργκ έχτισε σε γερά θεμέλια τη ρήξη του με την πουριτανική και συντηρητική Αμερική του ’50: κομμουνιστής, Εβραίος, ομοφυλόφιλος και ποιητής, καθώς κατά τη γνώμη του, ο “ποιητής” έπρεπε να είναι εξ ορισμού ακοινώνητος και επικριτικός, όπως ο τρελός και ο άγιος, αφού, έτσι κι αλλιώς, η τάση για αγιότητα ήταν μέρος του ποιητικού σχεδίου. Θέλοντας να διευρύνει με κάθε μέσο το συνειδησιακό πεδίο, κατέφυγε στα ναρκωτικά, σε μια συστηματική αναζήτηση των παραισθήσεων. Τα βασικά του πρότυπα ήταν ο Γουίλιαμ Μπλέικ και ο Ρεμπό με το “Γράμμα του μάντη” (1871).
Το 1956 δημοσιεύτηκε το ποίημα του Γκίνσμπεργκ, “Ουρλιαχτό” (“Howl”), το δεύτερο “ιερό” κείμενο της μπιτ γενιάς, μετά το “Στο δρόμο”. Είχε προηγηθεί μια δημόσια ανάγνωση του ποιήματος στις 13 Οκτωβρίου του 1955 στην αίθουσα τέχνης Six του Σαν Φρανσίσκο, παρουσία του Κέρουακ και εκείνη η βραδιά είχε θεωρηθεί ως μια από τις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης του κινήματος των μπίτνικ. Το ποίημα ήταν αφιερωμένο στον Καρλ Σόλομον, “έναν διαισθητικό ποιητή του Μπρονξ”. Παρών στην εκδήλωση ήταν και ο ποιητής, ζωγράφος και εκδότης, Λόρενς Φερλινγκέτι, ο οποίος προσφέρθηκε να δημοσιεύσει άμεσα το έργο από τον εκδοτικό του οίκο, City Lights.
“Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα, υστερικά γυμνά και λιμασμένα, να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μιαν αναγκαία δόση”. Και αυτά τα “καλύτερα μυαλά” που περιέγραψε ο Γκίνσμπεργκ στο “Ουρλιαχτό” με λυρισμό και εκφραστικότητα, ήταν χρήστες ναρκωτικών, πλανόδιοι μουσικοί, αντιφρονούντες, ποιητές, ταξιδιώτες του κόσμου. Η “καταδίκη” της συντηρητικής κοινωνίας των ΗΠΑ γράφτηκε με κρασί, μαριχουάνα και τζαζ, σύμφωνα με τον Γκάρι Σνάιντερ, ποιητή και ακτιβιστή, που εκείνη την εποχή επισκεπτόταν συχνά τον Γκίνσμπεργκ. Οι σκληροί άνεμοι, η μαύρη απελπισία, οι ίδιες οι κραυγές που έγιναν ποίηση, αυτοί ήταν οι χτύποι της καρδιάς του “Howl”.
Ο ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ ΚΑΙ ΤΟ “ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ”
Ο τρίτος της παρέας, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ (1914-1997) ήταν μια τελείως ξεχωριστή περίπτωση, άλλωστε ο ίδιος είχε “ξεκαθαρίσει” το 1969 ότι δεν είχε προσχωρήσει ποτέ στο κίνημα των μπίτνικ, ούτε ως προς τους στόχους του, ούτε ως προς το λογοτεχνικό του ύφος. Είχε κάνει εκεί μια “παρασπονδία”, μιλώντας για “ύφος”, αφού τόσο ο Κέρουακ όσο και ο Γκίνσμπεργκ, δεν είχαν καν ομοιότητες μεταξύ τους, ούτε ποτέ είχαν ασχοληθεί με τέτοια ζητήματα, τελείως αδιάφορα για τη δική τους “αναρχική” προοπτική. Το σίγουρο είναι ότι ο Μπάροουζ δεν ήταν ούτε γιος της Μητέρας Γης, ούτε οπαδός του διαλογισμού ζεν.
Το κλίμα της απελευθερωμένης πνευματικότητας δεν τον αφορούσε. Ο ίδιος ήταν ένας εστέτ, με τον προσωπικό του εκλεκτικό, εξεζητημένο τρόπο, ένας αβάν-γκαρντ αρνητής της καλλιτεχνικής “ορθοδοξίας”, ένας αμοραλιστής, που του ταίριαζε το παγωμένο φως μιας χαλασμένης επιγραφής νέον που τρίζει ή η στάσιμη “περιπλάνηση” μιας συνεχώς μαστουρωμένης από το όπιο συνείδησης, μαζί με το ιδεολογικό αντάρτικο για την ανακάλυψη μηχανισμών λεκτικής αντίστασης, όπως το περίφημο αντισυμβατικό cut-up (“τεμαχιστή” γραφή).
Ο Μπάροουζ δεν αρνήθηκε την περιπέτεια φιλίας των Κέρουακ και Γκίνσμπεργκ, ο ίδιος υπήρξε μια από τις θεμελιώδεις συνιστώσες του ρεύματος ευαισθησίας των μπίτνικ, χωρίς όμως ποτέ να αισθανθεί την ανάγκη να θεωρηθεί μέλος μιας συγκεκριμένης “ομάδας”. Προσέφερε το τρίτο “ιερό” κείμενο της beat generation, το “Γυμνό γεύμα” (Naked Lunch), που κυκλοφόρησε το 1959, παρουσιάζοντας τελειοποιημένη μια τεχνική γραφής, που μέχρι τότε ήταν γνωστή μόνο στις Καλές Τέχνες. Ο ίδιος ο Μπάροουζ είχε πει για το cut-up: “Κάθε αφηγηματικό απόσπασμα ή κάθε απόσπασμα ποιητικών εικόνων, εν γένει, υπόκειται σε άπειρες παραλλαγές και μπορεί όλες να είναι από μόνες τους ενδιαφέρουσες και αξιόλογες”.
Η “τεμαχιστή γραφή” ήταν για τη λογοτεχνία, ό,τι ήταν το κολλάζ για τη ζωγραφική και το μοντάζ για τον κινηματογράφο. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο συγγραφέας, “μια σελίδα του Ρεμπό που έχει υποστεί cut-up και αναδιάταξη, θα σου δώσει εντελώς νέες εικόνες. Εικόνες του Ρεμπό – πραγματικές εικόνες του Ρεμπό – αλλά καινούργιες”. Το “Γυμνό γεύμα”, που προκάλεσε έντονες διαμάχες, καταλήγοντας ακόμα και στα δικαστήρια, υπήρξε από μόνο του ένα αριστουργηματικό δείγμα καταγραφής της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης, μέσα από μια “πολλαπλή”, επαναστατική γλώσσα.
ΑΛΛΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ BEAT GENERATION
Πέρα από τους τρεις βασικούς “ήρωες” του beat, υπήρξαν πολλά ακόμα σημαντικά πρόσωπα που συμμετείχαν στην άναρχη δομή αυτού του φαινομένου. Πρώτος στον κατάλογο, ο Νιλ Κάσαντι, κλέφτης αυτοκινήτων, υπότροπος, φυλακισμένος στο Κολοράντο, αμφιφυλόφιλος, σκληρός και άμεσος συγγραφέας. Έγραψε μόνο ένα βιβλίο, το αυτοβιογραφικό “The first third” (1949), επηρέασε με το ύφος των επιστολών του τον Κέρουακ, εμφανίστηκε στο “On the road” ως Ντιν Μοριάρτι, αλλά και σε ποιήματα του Γκίνσμπεργκ και ολοκλήρωσε την “τέλεια τροχιά” του το 1968, όταν βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση στην άκρη μιας σιδηροδρομικής γραμμής στο Μεξικό.
Ακολουθεί ο Χέρμπερτ Χανκ, συγγραφέας και ποιητής, ένας παραστρατημένος junkie, εκπορνευόμενος στη Νέα Υόρκη και ο άνθρωπος που μύησε τον Μπάροουζ στα ναρκωτικά. Και αυτός υπήρξε ένα από τα πρόσωπα του “On the road” με το όνομα Έλμο Χάσελ, ενώ εικάζεται ότι επινόησε πρώτος τον όρο “beat”. Τη δική του θέση κατέχει ο δημοσιογράφος Τζον Χολμς, που σε ένα άρθρο του στους New York Times, στις 16 Οκτωβρίου του 1952, επισημοποίησε τον χαρακτηρισμό “beat generation”, ενώ πολύ σημαντική παρουσία είχε και ο Λόρενς Φερλινγκέτι, ιδρυτής του City Light Books, ενός βιβλιοπωλείου και εκδοτικού οίκου στο Σαν Φρανσίσκο, που καθιερώθηκε ως στέκι των μπίτνικ (όπως γράψαμε και πιο πάνω, από εκεί εκδόθηκε το 1956 το “Ουρλιαχτό” του Γκίνσμπεργκ).
Τα ονόματα στη λίστα είναι πολλά: ποιητές όπως ο Μπομπ Κάουφμαν, η Νταϊάν ντι Πρίμα, ο Μάικλ Μακ Κλιούρ, ο Γκάρι Σνάιντερ, ακόμα και ο Μπράιον Γκάιζιν, ποιητής και ζωγράφος, που επινόησε το cut-up μαζί με τον Μπάροουζ. Φυσικά και ο Γκρέγκορι Κόρσο, ποιητής, ηρωινομανής, αλκοολικός και αυτοκαταστροφικός, ο νεότερος σε ηλικία από τον “σκληρό πυρήνα” του beat, με σημαντικότερα έργα την “Βόμβα”, ποίημα γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα που παίρνει το σχήμα του πυρηνικού “μανιταριού” (1958, έκδοση City Light Books) και τα “Αμερικανικά ελεγειακά συναισθήματα”, ποίημα αφιερωμένο στον Κέρουακ.
ΜΠΙΤΝΙΚ, ΣΕΞ ΚΑΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Οι μπίτνικ ανέπτυξαν διάφορα είδη σχέσεων μεταξύ τους, όμως η σεξουαλική σχέση υπήρξε η πιο καθοριστική. Ομοφυλοφιλία και αμφιφυλοφιλία, ως μορφές διεκδίκησης ενός καινούργιου ερωτευμένου σώματος, εντάχθηκαν μέσα στο γενικότερο πλαίσιο μιας απαίτησης για ελευθερία. Από αυτή την άποψη, η ιδεολογία της beat generation άνοιξε το δρόμο για τα κινήματα σεξουαλικής απελευθέρωσης, που εκφράστηκαν γενικά και ειδικά, από τους χίπις στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τη χρήση ναρκωτικών μέσα από ένα ευρύ φάσμα εμπειρίας, που οδήγησε σε διαφορετικά αποτελέσματα.
Κάποιοι παραδόθηκαν αυτοκαταστροφικά στην επήρειά τους, κάποιοι άλλοι χρησιμοποίησαν πειραματικά τα παραισθησιογόνα (μεσκάλ, πεγιότλ, LSD κλπ) ως “βοήθημα” σε μια δημιουργική πορεία ή σε αναζητήσεις μυστικιστικής μορφής. Τελικά και εκεί, οι μπίτνικ υπήρξαν “πιονέροι”, δίνοντας τη σκυτάλη πρώτα στον γκουρού του LSD, Τίμοθι Λίρι (κολλητό φίλο του Γκίνσμπεργκ) και κατόπιν στα περισσότερα ροκ γκρουπ της δεκαετίας του ’60, αλλά και σε εκείνα του ’70, σε μια διαρκή προσπάθεια ανακάλυψης “τεχνητών παραδείσων” και αποκάλυψης “αισιόδοξων θαυμάτων”.
ΜΠΙΤΝΙΚ ΚΑΙ ΧΙΠΙΣ
Μια δεκαετία μετά το “On the road”, οι μπίτνικ είχαν μυήσει τη νεολαία των 60s στην περιπέτεια ενός ριζοσπαστικού ρομαντισμού. Η beat generation είχε “σκληραγωγήσει” τη γενιά των χίπις, την είχε προετοιμάσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να απαιτήσει επίμονα ελευθερία σε όλα τα επίπεδα. Η επαναστατική ευαισθησία ήταν μια από τις θεμελιώδεις συνιστώσες εκείνων που ένιωθαν έτοιμοι να αποδομήσουν τα πάντα, πιστοί σε κάθε ανατρεπτική γλώσσα. Το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο δεύτερο μισό των 60s προκαλούσε αντιπαραθέσεις πέρα από τα όρια: ο πόλεμος του Βιετνάμ έμπαινε στην κορύφωσή του, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του.
Οι φοιτητές στα Πανεπιστήμια διάβαζαν το “On the road” του Κέρουακ και απάγγελναν μεγαλόφωνα το “America when will we end the human war? Go fuck yourself with your atom bomb” του Γκίνσμπεργκ, ενώ η ψυχεδέλεια είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της από τα μέσα της δεκαετίας με τις μπάντες της σκηνής του Σαν Φρανσίσκο και το μουσικό της κίνημα εξαπλωνόταν σε ολόκληρη τη χώρα. Οι χίπις, “καθοδηγημένοι” από τους μπίτνικ, είχαν αρνηθεί την κυρίαρχη αμερικανική κοινωνία της δικής τους γενιάς, ευαισθητοποιήθηκαν με τις θρησκείες της Ανατολής – δυτικοποιημένες από τον Χέρμαν Χέσε – και τάχθηκαν αλληλέγγυοι με τους Ινδιάνους της Αμερικής.
Τελικά όμως διαφοροποιήθηκαν από τις “πατρικές” μορφές των ατομικιστών μπίτνικ, επιλέγοντας τα κοινόβια και τη μαζικότητα, αν και η αφετηρία για την προσωπική τους αναζήτηση ήταν αρχικά ατομική (προφανής κληρονομιά από το beat). Η αφετηρία για την κοινωνική αλλαγή θα έπρεπε να είναι η προσωπική αλλαγή του καθενός: “ο μπάτσος στο δρόμο αποτελεί μικρότερο πρόβλημα από τον μπάτσο που έχουμε μέσα στο μυαλό μας”. Οι χίπις, που στην πραγματικότητα υπήρξαν “παιδιά” των μπίτνικ, προτίμησαν έναν πιο φιλειρηνικό δρόμο, πιο ήσυχο, πιο γαλήνιο, σε πλήρη αρμονία με τη Μητέρα Γη, εξ ου και το ινδιάνικο πρότυπο.
Ήταν όμως εκείνοι που πήραν ιδέες των μπίτνικ, όπως η οικολογία, ο γυμνισμός και οι αντιπολεμικές διαμαρτυρίες και τις μετέτρεψαν σε παγκόσμια κινήματα. Και το γεγονός ότι υπήρξαν οπαδοί της συγχώνευσης σε μεγάλες μαζικές συγκεντρώσεις και θιασώτες της “κοινής” ζωής σε συλλογικές και συνεταιριστικές μονάδες, βοήθησε στην εξάπλωση αυτών των κινημάτων, που ξεκίνησαν από το beat, του οποίου όμως τα μέλη λειτούργησαν διαφορετικά, με βάση τον ατομικισμό: ο καθένας μόνος του ή το πολύ, δυό-δυό, τρεις-τρεις, αλλά ποτέ με την ομάδα, με το τσούρμο, με το πλήθος.
Η ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ “ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ” ΤΟΥ BEAT
Ας επιστρέψουμε τώρα στην ίδια την ουσία του beat, που δεν ήταν άλλη από τον τρόπο έκφρασης, τη γραφή, τα χαρακτηριστικά εκείνα που προσδιόρισαν τη λογοτεχνική προσέγγιση των μπίτνικ. Και εδώ, θα βρούμε ξανά τους τρεις διαφορετικούς πόλους, τον καθένα ασυμβίβαστο και ξεχωριστό, αλλά με αυτή τη μοναδική ιδιαιτερότητα του beat, όλοι μαζί να αντικρούονται και να αλληλοσυμπληρώνονται. Ξεκινώντας με τον Κέρουακ, μπορούμε να πούμε ότι στο γράψιμό του βρίσκουμε την αναζήτηση του “ρεαλισμού”, με την αμεσότητα που προσφέρει ο παλμός της εμπειρίας, είτε στην πεζογραφία (στο “On the road”, ο συγγραφέας γράφει αυθόρμητα, χρησιμοποιώντας την καθομιλούμενη), είτε λυρικά και “μουσικά” (όπως στα χορικά του Mexico City Blues).
Ο Γκίνσμπεργκ, το γράψαμε και πιο πάνω, εκπροσωπεί τον λυρικό πόλο, πιστεύοντας στη ριζική αντίθεση ανάμεσα στην κλασική ποίηση και την πραγματική ποίηση. Από τη μια δηλαδή, έχουμε μια τυπική ποίηση που υποτάσσεται στο αφηρημένο μέτρο και τη νεκρή γλώσσα, ενώ από την άλλη έχουμε τη φυσική ποιητική της αναπνοής με τον ρυθμό, σε ζωντανή γλώσσα, που οδηγεί στην ποίηση της δράσης και της “παράστασης”. Τέλος, ο Μπάροουζ εκφράζει έναν κριτικό, επιθετικό ρεαλισμό. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο να εκφραστεί, όσο να “δράσει” μέσα στη γλώσσα, στους μηχανισμούς και τις δομές της, για να απελευθερωθεί από τον κυρίαρχο και αποβλακωτικό “μονόλογο”.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Από τη δεκαετία του ’50, οι beat συγγραφείς και ποιητές, έδειξαν πρώτοι τον δρόμο της “φυγής”, πρώτα στις ΗΠΑ και κατόπιν στην Ευρώπη, δίνοντας σε πολλούς νέους το ερέθισμα για μια μποέμικη ζωή, γεμάτη joints και όνειρα για έναν καινούργιο κόσμο. Τα σύνορα “καταργήθηκαν”, οι “δραπέτες” ήθελαν να ταξιδέψουν στον ήλιο, να νιώσουν τη μαγεία της “αλητείας”, να χαθούν στους μακρινούς ορίζοντες των ναρκωτικών, να φύγουν με οτοστόπ για την Ανατολή και ακόμα πιο πέρα, να “μεταμφιεστούν” σε περιπλανώμενους ήρωες. Οι ακατέργαστες σημειώσεις του Κέρουακ, τα αυτοβιογραφικά χειρόγραφα του Μπάροουζ, οι ευλογημένοι ασυνείδητοι στίχοι του Γκίνσμπεργκ, άσκησαν μια μυθολογική επιρροή στην επιλογή του “αυτοσχεδιασμού” της ίδιας της ζωής.
Τα έργα τους υπήρξαν “ζωντανές” προκηρύξεις που κάλεσαν σε ανυπακοή, ψάχνοντας αντίδραση, αυτονομία, ανατροπή, ελευθερία. Οι μπίτνικ στάθηκαν απέναντι στο παραδοσιακό αμερικανικό όνειρο, επιλέγοντας την τάση φυγής σαν ξεκάθαρο σημείο αναφοράς, όχι σε μια δήθεν θεωρητική-φιλοσοφική προσέγγιση, αλλά στην ολοκληρωτική πρακτική εφαρμογή της, υποχρεώνοντας τον “δρόμο” να παραδοθεί στα χέρια τους, να υποκλιθεί στο ατίθασο πνεύμα τους. Σαν ξένοιαστοι καβαλάρηδες, αρκετά χρόνια πριν βγει στις αίθουσες το “Easy Rider”.