ΑΛΕΞΙΑ ΚΑΛΤΣΙΚΗ: “ΧΑΡΗ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΗΡΘΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗ ΜΕ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΜΟΥ”
Η έμπειρη και ταλαντούχα ηθοποιός σε μία εφ όλης της ύλης συζήτηση στο Magazine.
Είναι μία από τις πιο καλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς της γενιάς της. Κάθε της ερμηνεία συνιστά και μία καινούρια θεατρική εμπειρία. Ο λόγος για την Αλεξία Καλτσίκη που αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα δραστήρια καθώς πρωταγωνιστεί στη «σκοτεινή» κωμωδία «Νυχιάνγκ» της μόλις εικοσάχρονης Ευαγγελίας Γατσωτή – ένα πρωτότυπο θεατρικό έργο που αναδείχθηκε από τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του θεάτρου Πορεία- (σκηνοθετεί ο Δημήτρης Τάρλοου), ενώ παράλληλα βρίσκεται σε εντατικές πρόβες για τους “Πέρσες” που ετοιμάζει ο Δημήτρης Καραντζάς και θα παρουσιαστούν στην Επίδαυρο το φετινό καλοκαίρι.
Η συζήτησή μας ξεκίνησε από τα παλιά, από το πώς μπήκε το θέατρο στη ζωή της ταλαντούχας αυτής ηθοποιού και σιγά σιγά έφτασε στο σήμερα…
“Μεγάλωσα στην Καλλιθέα. Σχολείο πήγαινα στο Ψυχικό στις Ουρσουλίνες. Τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας με επηρέασαν πολύ, με στιγμάτισαν θα έλεγα. Οφείλω πολλά σε αυτά, γιατί το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου ζούσα μέσα στην πόλη.
Κάθε καλοκαίρι έκανα διακοπές με τη γιαγιά και τον παππού μου για τρεις ολόκληρους μήνες σε ένα χωριό στη Μακεδονία, την Όσσα. Ζούσα βουνίσια, η σχέση μου με τη θάλασσα “χτίστηκε” στην ενήλικη ζωή μου. Εκεί θυμάμαι έντονα το αχαλίνωτο παιχνίδι. Ιδιαίτερα το βραδινό κρυφτό σε έναν λόφο που είχε έναν μισογκρεμισμένο μύλο, μυγδαλίες το λεγαμε, γιατί είχε και πάρα πολλές αμυγδαλιές εκεί. Επισης, υπήρχαν πολλά πέτρινα εγκαταλελειμμένα σπίτια, όπου κάναμε τρομερές εξερευνήσεις.
Στο χωριό λοιπόν έζησα και όλη τη “διαδρομή” με τα φύλα. Γιατί οι Ουρσουλίνες ήταν σχολείο θηλέων. Στην αρχή ήμασταν όλοι μαζί, μετά τα αγόρια κυνηγούσαν τα κορίτσια, μετά χωριστήκαμε σε ομάδες των γειτονιών και τέλος όλοι μαζί και μόνοι με τις κοινές ανησυχίες της εφηβείας.
Ο πατέρας μου είχε ένα μίνι κούπερ και με αυτό ταξιδεύαμε. Σύμπτωση, πρόσφατα είδα ένα τέτοιο παλιό μίνι κούπερ, κόκκινο σαν το δικό μας, και απόρησα πως χωρούσαμε και οι τέσσερις εκεί μέσα. Η αδελφή μου τραγουδούσε ωραία, αγαπούσε πολύ τη Βίκυ Λέανδρος και ένα απο τα “χιτ” της στα ταξίδια ήταν το Χέι Καζανόβα. Στο σπίτι ακουγόντουσαν διάφορα είδη μουσικής. Από κλασική μουσική,, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, μέχρι Beatles, Santana και Χάρρυ Κλιν.
Ο πατέρας μου, είχε ωραία φωνή και επειδή όταν ήταν μικρός συμμετείχε σε χορωδίες, μας μάζευε τα ξαδέλφια, όλες κορίτσια, και κάναμε χορωδία. Μας έβαζε να τραγουδάμε πρώτες, δεύτερες φωνές και διάφορα τραγούδια.
“Λαλούν τ’ αηδόνια και πλαντάζω, ανθούν τα ρόδα και μεθώ, το φεγγαράκι κουβεντιάζω και μου `ρχεται να τρελαθώ”, είναι ένα απο τα τραγούδια που θυμάμαι έντονα.
Οι γονείς μου -ο πατέρας μου ήταν ηλεκτρονικός, η μητέρα μου δακτυλογράφος- προσπαθούσαν να μας δώσουν ερεθίσματα, γι αυτό και πηγαίναμε στο μπαλέτο και στο ωδείο. Εγώ θεωρώ πως ό,τι έγινε, έγινε μέσω του παιχνιδιού. Μας άρεσε πολύ να παίζουμε ιστορίες. Από πολύ μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός και τελικά αυτό προέκυψε φυσικά και αφύσικα την ίδια στιγμή αφού δεν είχα θεατρικές προσλαμβάνουσες…
Στο σχολείο συμμετείχα στις γιορτές που κάναμε. Μάλιστα, ελλείψει αγοριών, έπαιζα ανδρικούς ρόλους. Σαν πρώτη θεατρική εμπειρία, θυμάμαι μία παράσταση που έπαιξα στην Τρίτη Γυμνασίου. Ήταν ένα μονόπρακτο του Τσέχωφ και εγώ έκανα έναν Έλληνα καλεσμένο σε έναν γάμο. Την ημέρα της παράστασης στο τραπέζι υπήρχε κρασί -βυσσινάδα. Και εγώ τρελαίνομαι για βυσσινάδα, οπότε έπρεπε να συμβαδίσει η ποσότητα των ποτηριών που κατέβαζα με τη σκηνική μου συμπεριφορά. Κοινώς, λογω της αγάπης μου για τη βυσσινάδα βρέθηκα στη “δύσκολη θέση” να παίζω τον μεθυσμένο.
Εκείνη τη χρονιά μας πήγαν να δούμε τον “Θείο Βάνια” του Τσέχωφ στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Πού να φανταστώ τότε πως λίγα χρόνια μετά θα συνεργαζόμουν με τον Λευτέρη Βογιατζή…
Με το που τελείωσα το σχολείο, άρχισα να ψάχνω τηλέφωνα δραματικών σχολών σε ένα πολυσέλιδο βιβλίο επαγγελματικού προσανατολισμού. Βλέπεις δεν ήξερα κανέναν απο το χώρο και τότε δεν είχαμε ίντερνετ. Ήθελα να δώσω μόνο στο Εθνικό και στο Τέχνης. Είχα ακούσει πως είναι οι καλύτερες. Τελικά απέτυχα και πήγα στο εργαστήριο του Βασίλη Διαμαντόπουλου, όπου και μπήκα πιο πρακτικά στη διαδικασία και είδα όλες τις παραστάσεις που παιζόντουσαν τότε. Την επόμενη χρονιά ξαναέδωσα και πέρασα και στις δύο σχολές. Επέλεξα το Εθνικό καθώς δεν υπήρχαν δίδακτρα.
Καθοριστική καλλιτεχνική συνάντηση…
Οι συναντήσεις μου με τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Ανατόλι Βασίλιεφ . Και οι δύο από διαφορετικούς σκηνικούς δρόμους είχαν σαν πυρήνα της δουλειάς τους τη βαθιά έρευνα του κειμένου και τη λειτουργία του ηθοποιού. Ο μεν Βογιατζής με την σαρωτική και συγκινητική μανία του για τη δουλειά, ο δε Βασίλιεφ με την υπομονή και τη σιωπή του παιδαγωγού υπήρξαν ουσιαστικά γενναιόδωροι.Τους ευγνωμονώ για όσα μου προσέφεραν.
Στον κινηματογράφο ο Νίκος Παναγιωτόπουλος υπήρξε αυτός που με καθόρισε όχι μόνο σαν σκηνοθέτης, αλλά και ως άνθρωπος, γιατί πέρα από καλός συνεργάτης με τα χρόνια έγινε και αγαπημένος φίλος.
Σε έχει αλλάξει σαν άνθρωπο το θέατρο πιστεύεις;
Ναι, σε όλα. Με τα καλά και τα κακά. Από την φυσική μου κατάσταση μέχρι την αντίληψή μου για την ίδια τη ζωή. Στο θέατρο, υλικά μας είναι το σώμα μας η ψυχή μας και το πνεύμα μας. Λόγω του θεάτρου έχω κάνει δύο εγχειρήσεις στα γόνατα, αλλά και λόγω του θεάτρου βρίσκομαι σε καλή φυσική κατάσταση καθώς στις πρόβες γυμναζομαι και μάλιστα με πολύ διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά, απο τάι- τσι, ζίου ζίτσου, και γιόγκα μέχρι μπαλέτο (δεν ξέρω αν θα είχα το χρόνο και το κουράγιο να γυμναστώ διαφορετικά).
Εγώ στη σκηνή ένιωθα οικεία, στο εντευκτήριο ανοίκεια…
Χάρη στο θέατρο ήρθα ενεργητικά αντιμέτωπη με τα σκοτάδια μου. Έχω ένα μότο που συνήθως λέω: άλλο η ειλικρίνεια, άλλο η αλήθεια. Η αλήθεια είναι απενοχοποιημένη, υπερβατική “χρησιμοποιεί” την πραγματικότητα, την μετατοπίζει. Στο θέατρο, λοιπόν, χρειάζεται να είσαι όσο γίνεται ειλικρινής με τον εαυτό σου, να βουτήξεις σε ξεχασμένες περιοχές να αντλήσεις από εκεί και να τις μεταμορφώσεις σχεδόν να τις επινοήσεις απο την αρχή. Χάρη στο θέατρο ανακάλυψα την αγάπη μου για τα κείμενα, τη γλώσσα και ήρθα σε επαφή με τη φιλοσοφία.
Αλλά και κατάφερα να ξεπεράσω την έμφυτη αντικοινωνικότητά μου. Γιατί σαν χαρακτήρας ήμουν ανέκαθεν πολύ κλειστή.
Στη δραματική σχολή μπήκα σε έναν νέο κόσμο,. Ξέρεις, η σκηνή σού δημιουργεί τη δυνατότητα να γνωριστείς με τους άλλους, με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Εγώ στη σκηνή ένιωθα οικεία, στο εντευκτήριο ανοίκεια… Το θέατρο από τη φύση του είναι κάτι ομαδικό και εξασκείσαι στο να συναντηθείς με τους άλλους και να ανοιχτείς σε τοπία βαθιά προσωπικά δικά σου και του απέναντί σου.
Ειδικά παλιότερα, όταν πήγαινα σε μια δουλειά δεν έφτιαχνα εύκολα παρέες. Ένιωθα μια βαθιά συστολή. Φαντάσου πως πολλούς ηθοποιούς με τους οποίους είχα ήδη δουλέψει τους “γνώρισα” πολλά χρόνια μετά και υπό άλλες συνθήκες. Επίσης, δε σύχναζα ποτέ στα στέκια του σιναφιού. Αυτό το γνώρισμα του χαρακτήρα μου δεν το κουβαλώ με ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Κρύβει μέσα του μια βαθιά ανασφάλεια. Αυτό πέρασε ευτυχώς με τα χρονια. Τώρα είμαι συμπεριφορικά πιο κοινωνική αλλά εσωτερικά αντικοινωνική. Υπάρχει μία διαφορά του μέσα με το έξω.
Έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου;
Το θέμα της εμπιστοσύνης αλλάζει όσο μεγαλώνουμε, γιατί αλλάζουμε και εμείς. Είναι κάτι μεταβλητό θέλω να πω. Σε κάποια πράγματα τον εμπιστεύομαι τον εαυτό μου και σε κάποια όχι. Με τα χρονια έχω αποδεχτεί τα κομμάτια του εαυτού μου που δεν εμπιστεύομαι. Και αυτή η αποδοχή μού δίνει μια ελαφράδα, μία δύναμη.
Νυγιάνγκ- Τι σε γοητεύει στο νέο αυτό ελληνικό έργο;
Είναι ένα κείμενο που γράφτηκε από την Ευαγγελία Γατσωτή, όταν ήταν μόλις 18 ετών. Συνδέθηκα με το κείμενο περισσότερο ως ηθοποιός παρά ως αναγνώστης. Είναι ένα φαινομενικά ελαφρύ κείμενο που διαχειρίζεται ένα δύσκολο θέμα. Αυτή η αντίφαση με ενδιαφέρει. Καθώς και ο μηχανισμός διεκδίκησης της εμπιστοσύνης που καθορίζει τα πρόσωπα του έργου.
Τι θεματα αγγίζει και πώς επικοινωνεί με το σήμερα το έργο αυτό;
Καταρχάς η γλώσσα του κειμένου αποτυπώνει ένα μέρος της σύγχρονης πραγματικότητας. Τα βασικά θέματα του έργου είναι η πατριαρχία, η αιμομιξία, ζητήματα που απασχολούν πολλές και πολλούς σήμερα. Ο Δημήτρης Τάρλοου αντιμετώπισε το κείμενο λοξά και ουσιαστικά αναδεικνύοντας και μια βαθιά υπαρξιακή ρωγμή που κλονίζει τα πρόσωπα του κειμένου και που δεν είναι εμφανής σε μια πρώτη ανάγνωση.
Πόσο σημαντικές είναι πρωτοβουλίες, όπως η σχολή πυροδότησης της νεοελληνικής γραφής; Πιστεύεις στο νεοελληνικό έργο;
Τις θεωρώ αναγκαίες. Δεν είναι αυτονόητη αυτή η κίνηση του Θεάτρου Πορεία να δώσει έμπρακτα χώρο στην νεοελληνική γραφή. Η τροφοδότηση της σύγχρονης δραματουργίας είναι ένα διεθνές αίτημα στα θεατρικά πράγματα. Δεν είναι τυχαίο πως η πλειονότητα των ξένων παραγωγών που έρχονται στην Ελλάδα είναι διασκευές ή σύγχρονα έργα. Σαν να υπάρχει ένα θυμικό που πλέον οδηγεί τα πράγματα. Δεν υπάρχει χρόνος ή και ενδεχομένως η πνευματικότητα για την ανάλυση και ερμηνεία ενός έργου στο σύνολό του. Οπότε είναι εκ των πραγμάτων αναγκαία η καινούρια γραφή. Εύχομαι πραγματικά να υπάρξει ανταπόκριση , να έχει συνέχεια αλλά και να παρακινήσει τους θεσμούς να υποστηρίζουν παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Δεν είναι τυχαίο πως η πλειονότητα των ξένων παραγωγών που έρχονται στην Ελλάδα είναι διασκευές ή σύγχρονα έργα. Σαν να υπάρχει ένα θυμικό που πλέον οδηγεί τα πράγματα.
Έργο- σκηνοθέτης- ηθοποιός- ομάδα: Τι πιστεύεις πως έχει μεγαλύτερη βαρύτητα για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα;
Ανάλογα τις συνθήκες και τη χρονική στιγμή. Αυτό που σίγουρα είναι και ήταν πάντα απαραίτητο είναι η διαθεσιμότητα και η συνεννόηση. Όταν το ευνοούν ο χρόνος και τα πρόσωπα μπορεί να υπάρξει και ουσιαστικός διάλογος πέρα από τη συνεννόηση.
Αμέσως μετά ακολουθούν οι Πέρσες, και πάλι με τον Δημήτρη Καραντζά. Πόσο σε εμπνέει σαν σκηνοθέτης;
Με τον Δημήτρη υπάρχει μια ουσιαστική επικοινωνία. Μοιραζόμαστε κοινές περιέργειες. Από την πρώτη μας συνεργασία με κέντρισε ο δομικός τρόπος που διαβάζει τα κείμενα. Διαμορφώνει ένα σκηνικό πλαίσιο απόλυτα ακριβές όσον αφορά την αφήγηση της παράστασης αλλά και ερεθιστικά ρευστό όσον αφορά τη λειτουργία του ηθοποιού. Και αυτό που με συγκινεί στον Δημήτρη είναι ότι προχωράει ανατρέποντας από παράσταση σε παράσταση τις κεκτημένες βεβαιότητές του. Όσες φορές συνεργάζομαι μαζί του νιώθω ότι προχωρώ ως ηθοποιός.
Όπου υπάρχει αυτή τη μεγάλη καταστροφή, τελικά μπορούν οι άνθρωποι να συνομιλήσουν μεταξύ τους με πολιτικό λόγο;
Πώς αισθάνεσαι που επιστρέφεις στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου και μάλιστα με το έργο αυτό του Αισχύλου που το 2009 το είχε σκηνοθετήσει ο Ντίμιτερ Γκότσεφ. Έχει αλλάξει η οπτική σου στο έργο 13 χρόνια μετά;
Η αντίληψή μου για το έργο άλλαξε πολύ τους τελευταίους μήνες. Άλλαξε δηλαδή όχι μόνο από τον καιρό που το είχα δουλέψει με τον Γκότσεφ, αλλά και λόγω της αδιανόητης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Καταρχάς έχει την φοβερή ιδιαιτερότητα να μη στηρίζεται σε μύθους,όπως οι περισσότερες τραγωδίες, αλλά σε μία ιστορική πραγματικότητα. Στην παράσταση του Γκότσεφ η οπτική του έργου περιστρεφόταν γύρω από τον μηχανισμό της εξουσίας. Ήμουν πολύ τυχερή που συνεργάστηκα με τον Γκότσεφ ένα καλοκαίρι μετά τον Βασίλιεφ, γιατί ήδη μου είχαν ανοιχτεί διάφορετικοί τρόποι αντίληψης του αρχαίου δράματος και αυτό που κάναμε και με τον Γκότσεφ συνομιλούσε με αύτους
Τώρα, με τον Δημήτρη Καραντζά είμαστε στις αρχές των προβών. Νομίζω πως η οπτική του στηρίζεται σε ένα ερώτημα, πάντα με βάση την πολεμική συνθήκη του έργου ‘οπου υπάρχει αυτή τη μεγάλη καταστροφή, τελικά μπορούν οι άνθρωποι να συνομιλήσουν μεταξύ τους με πολιτικό λόγο;
Πώς το διαβάζεις εσύ αυτό το έργο;
Αλλάζει συνέχεια η αντίληψή μου σε σχέση με το έργο, και ομολογώ οτι η οπτική του Δημήτρη με έχει μετακινήσει, καθώς αγγίζει μια βαθιά αναρώτηση για την ανθρώπινη φύση που δεν βρίσκει απάντηση.
Εξαρχής πάντως δεν το διάβαζα μόνο σαν ένα αντιπολεμικό έργο. Ναι, υπάρχει μία πικρή ειρωνεία στους Πέρσες και στο πολίτευμά τους. Το αρχαίο δράμα απευθυνόταν σε ένα κοινό που έχει δημιουργήσει το πολίτευμα της δημοκρατίας
Με συγκινεί όμως η σκέψη πως ο Αισχύλος είναι ένας άνθρωπος που πολέμησε μαζί τους και αυτή η εμπειρία είναι που τον καθόρισε, καθώς αύτό ζήτησε να γραφεί στον τάφο του. Έγραψε λοιπόν ένα έργο για τον ηττημένο εχθρό του.. Όλα τα ονόματα που υπάρχουν μέσα, οι άνθρωποι που έβλεπαν την παράσταση τα ήξεραν καλα. Ήταν ονόματα εχθρών- στρατηγών που μπήκαν στην πόλη τους και την κατέστρεψαν. Και το έργο βρύθει απο θρήνους. Διακρίνω μία ανθρώπινη πλευρά και κάτι τιμητικό απέναντι στον εχθρό και την κοινή εμπειρία του πολέμου.
Είσαι εξαιρετικά ενεργή σαν ηθοποιός, πώς αυτό συνδυάζεται με τον ρόλο της μητέρας;
Θα έλεγα απλώς ενεργή. Δεν είμαι άνεργη, όπως πολλοί συνάδελφοί μου. Ζω από τη δουλειά μου και οι συνθήκες πλέον είναι εξουθενωτικές. Είμαστε τις περισσότερες φορές κακοπληρωμένοι, το τοπίο αλλάζει ραγδαία και είναι ένας συνεχής αγώνας επιβίωσης εντός κι εκτός σκηνής. Είναι δηλαδή ένα ούτως η άλλως άγριο εργασιακό τοπίο.
Πόσο μάλλον όταν είσαι μητέρα. Είναι αδύνατον να ανοίγομαι παράλληλα σε διαφορετικά πεδία (θέατρο – κινηματογράφος- τηλεόραση). Θα πρέπει αναγκαστικά να έχω ένα πρόγραμμα που θα μου δίνει τη δυνατότητα να έχω χρόνο με τον πεντάχρονο γιό μου. Αυτός ο κοινός χρόνος είναι πολύτιμος για μένα.
Τα δύο τελευταία δύσκολα χρόνια “ξύπνησαν” φοβίες;
Υποψιάζομαι πως όλο αυτό που ζήσαμε και ζούμε τα τελευταία χρόνια έχει αφήσει ένα αποτύπωμα που για μένα δεν είναι ακόμη διακριτό και δεν μπορεί να εκφραστεί με λέξεις. Και το αποτύπωμα αυτό είναι στον καθένα ξεχωριστά και στην κοινωνία και στον κόσμο όλο. Ζούμε σε μία ρευστή εποχή για όλα. Αν σκεφτείς και την κλιματική αλλαγή, είναι ρευστή η εποχή ακόμη και για τον ίδιο τον πλανήτη.
Είμαστε τις περισσότερες φορές κακοπληρωμένοι, το τοπίο αλλάζει ραγδαία και είναι ένας συνεχής αγώνας επιβίωσης εντός κι εκτός σκηνής
Και αυτή η διαδικασία είναι εν εξελίξει γιατί δεν έχει τελειώσει. Υπάρχει ένας κλονισμός, μία εσωτερική μετακίνηση. Οι αντοχές διαχείρισης κάποιων πραγμάτων έχουν αλλάξει, αυτό το βλέπω…
Σε 10 χρόνια τι θα ήθελες να έχεις πετύχει;
Το επάγγελμα αυτο που κάνω δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια για το πώς θα πορευθείς. Δε θα ήθελα να έχω τέτοιες ανασφάλειες… Θα ήθελα να είμαι πιο ανέμελη, αλλά δε φαντάζομαι ποτέ τον εαυτό μου, δεν κάνω ποτέ όνειρα για το πώς θα ήθελα να είμαι…